Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Το φάντασμα της ζωής...

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Γ: -- Όταν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή στην πόλη, η νύχτα στην εξοχή έχει πολύ θόρυβο! 

Α: -- Εμένα μου λές;

Γ: -- Στριφογυρνάς στο κρεβάτι, προσπαθώντας να κοιμηθείς κι ακούς τριζόνια, ζουζούνια, σκυλιά που γαβγίζουν μακρυά, τον άνεμο στα χορτάρια, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, το κύμα που αργοσαλεύει στην αμμουδιά... Παράξενοι θόρυβοι  της Χαλκιδικιώτικης νύχτας, που δεν σ’ αφήνει να ημερέψεις...

Α: -- Εγώ τό ‘χω συνηθίσει. εσύ να κάτσεις λίγες μέρες εδώ να ξεκουραστείς και θα το συνηθίσεις...

Γ: -- και πάνω στη μέθη του ελάχιστου ύπνου, ακούς τα βήματα και το συνθηματικό αλαφρύ χτύπημα στην πόρτα: --κοιμάσαι;  --΄΄όχι¨!  --να φτιάξω καφέ;  --”έρχομαι”...

Α: -- Χε! χε!

Γ: -- οι άλλοι κοιμούνται, η νύχτα είναι ακόμη μικρή. βγαίνουν στο μπαλκόνι, πατέρας και γιός, ίδια κοψιά, ψηλοί, γεροδεμένοι κι ασπρομάλληδες. Ο πατέρας κοντεύει τα 80 κι ο γιός τα 50. δυο-τρείς ώρες ύπνος τους φτάνει και τό ‘χουν συνήθειο να ξυπνούν, αξημέρωτα, να πίνουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι, μέσα στη μαύρη νύχτα, αγναντεύοντας τη θάλασσα.

Α: -- για ποιούς μιλάς; για μάς;

Γ: -- δεν μπορώ να κάτσω περισσότερο απο μια μέρα! έχω δουλειά!

Α: -- το ξέρω...

Γ: -- μεταξύ μας, πατέρα, μπορώ να τα τακτοποιήσω και  να βρώ δυο-τρείς μέρες...

Α: -- ε! τότε;

Γ: -- τα νυχτοπούλια αθόρυβα πεταρίζουν μπροστά στο φώς της κολώνας της ΔΕΗ, κοίτα τα σμήνη των κουνουπιών και των εντόμων! είναι σαν το στρωμένο τραπέζι τους!

Α: -- γιατί δεν κάθεσαι μια - δυο μέρες; 

Γ: -- βαριέμαι, γι’ αυτό! 

Α: -- μαλακίες!

Γ: -- Ο πατέρας φορά μια χοντρή ζακέτα, η υγρασία δεν αστειεύεται, κι ας είναι καλοκαίρι. η ιερή οικονομία των λέξεων γίνεται τελετουργία μιας στέρεης επικοινωνίας όπου ο γιός είναι αντάξιος του κύρη του κι ο κύρης αντάξιος του γιού του!

Α: -- είσαι άσσος στις δικαιολογίες!

Γ: -- εκείνο το καΐκι, ποιανού είναι; του Πολύδωρα;

Α: -- το καθίκι;

Γ: -- τό καΐκι! εκεί, το καΐκι! δεν ακούς κιόλα...

Α: -- Ποιό; το αριστερά;

Γ: -- ναί, εκείνο με τα δυνατά φώτα...

Α: -- του Ιάκωβου είναι. τό άλλο είναι του Πολύδωρα.

Γ: -- πώς τα ξεχωρίζεις;

Α: -- του Πολύδωρα έχει καμμένες λάμπες. δεν τις αλλάζει ο ανεπρόκοπος! γι αυτό του Ιάκωβου φαίνεται να έχει δυνατότερα φώτα...

Γ: -- δεν μπορώ να κάθομαι εδώ. δεν έχω να κάνω τίποτα! δεν περνάει η ώρα...

Α: -- η ώρα πάντα περνάει. κοίταξε το κεφάλι σου. ασπρίσαν τα μαλλιά σου!

Γ: --τώωωρα; απ’ τα τριάντα μου ασπρίσαν!

Α: -- ο χρόνος είναι άτιμος!

Γ: -- άτιμος, γιατί;

Α: -- κοντεύω τα ογδόντα, είμαι 79 και νοιώθω μερικές φορές σαν να είμαι 30!

Γ: -- δηλαδή;

Α: -- ποιός θέλει να ζήσει ογδόντα χρόνια;

Γ: -- αυτός που είναι 79;

Α: -- σωστά! ο χρόνος είναι άτιμος επειδή είναι το νόμισμα της ελευθερίας!

Γ: -- ο χρόνος και η ελευθερία είναι διαφορετικά πράγματα!

Α: -- δεν είναι πράγματα! είναι πανάκριβα δώρα του Θεού!

Γ: -- σαν είναι δώρα του Θεού γιατί τότε ο χρόνος είναι άτιμος; ...πώς το είπες; νόμισμα της ελευθερίας; έτσι δεν το ‘πες;

Α: -- πόσα ευρώ διαθέτεις για ν’ αγοράσεις χρόνο; και πόσα για ελευθερία; έ;

Γ: -- δεν σε καταλαβαίνω.

Α: -- μάζεψε όλα τα χρήματά σου. θα βάλω κι εγώ όσα έχω. θα βάλουμε κι όλα τα χρήματα του κόσμου. εκατομμύρια δολλάρια, δισεκατομμύρια ευρώ! όσα κυκλοφορούν και υπάρχουν!

Γ: -- καί;

Α: -- ε! άντε ν’ αγοράσεις ένα λεπτό. ένα δευτερόλεπτο! μπορείς; δεν μπορείς!

Γ: -- μαλακίες!

Α: -- μόνο ο Θεός κουμαντάρει τον χρόνο... μόνο ο Θεός έχει ελευθερία. άπλωσε το χέρι Του, με το Ταύ κεφαλαίο, διάλεξε τον άνθρωπο απ’ το σωρό των ζώων και φύσηξε στην ψυχή μας ελευθερία! στη δική σου, ως φαίνεται, δεν μπήκε ούτε ανάσα!

Γ: -- ποιός είναι ελεύθερος δηλαδή; αυτός που κάνει ότι γουστάρει;

Α: -- μη το χέζεις τώρα, μη το απλοποιείς...

Γ: -- εγώ μια φορά είμαι ελεύθερος!

Α: -- δεν ζηλεύω τίποτε απο την ελευθερία σου!

Γ: -- άντε καλά!... εσύ! ...είσαι ελεύθερος;

Α: -- ΟΧΙ! 

Γ: -- με ποιό τρόπο ορίζεις την ελευθερία; τί σημαίνει ελευθερία για σένα;

Α: -- χέ! ελευθερία είναι να ξεπεράσεις τον εαυτό σου. να ανεβείς ψηλά, πάνω απο τα πάθη σου, τις ανάγκες σου! ακόμη, πάνω απο τις αρχές και τις ιδέες σου!

Γ: -- μάλλον ακατανόητη είναι η ελευθερία σου...

Α: -- καθόλου! είμαι 79 χρονών και δεν έχω πολύ χρόνο για να ζήσω ακόμα... κι αντίθετα δεν έχω καμμιά πιθανότητα να ξαναγυρίσω τον χρόνο πίσω!

Γ: -- για να κάνεις τί; θα άλλαζες την ζωή σου; θα γινόσουν άλλος;

Α: -- αν μπορούσε το ανθρώπινο γένος να ξαναζήσει την πορεία του στο χρόνο, πάλι κάπως έτσι θα ήταν η ανθρωπότητα.

Γ: -- δηλαδή;

Α: -- δηλαδή, πάλι τους ίδιους πολέμους θα ζούσαμε, τις ίδιες εφευρέσεις θα βρίσκαμε, στα ίδια σημερινά χάλια θα φτάναμε... Μπορεί όχι ακριβώς τα ίδια αλλά πάντως όχι πολύ διαφορετικά απο το σήμερα.

Γ: -- θέλεις να ‘πείς ότι θα ζούσες όχι πολύ διαφορετικά απο όσα έζησες...

Α: -- ακριβώς! μικρές αλλαγές θα ήθελα να κάνω. μικρές αλλαγές, ασήμαντες για τον πολύ κόσμο, όμως σημαντικές για μένα...

Γ: -- πες ένα παράδειγμα! για να καταλάβω δηλαδή!

Α: -- σε λίγο καιρό θα πεθάνω. μη χτυπάς ξύλο, δεν χρειάζεται. ευτελίζεις τη ζωή σου, εξαρτώμενος απο δεισιδαιμονίες!

Γ: -- αυτά μου τά ‘μαθες απο τότε που ήμουν μικρός!

Α: -- ως φαίνεται δεν τά ‘μαθες καλά. ας είναι...

Γ: -- μα δεν χτύπησα ξύλο!

Α: -- έλεγα λοιπόν, πως σε λίγο καιρό θα πεθάνω. μαζί μου θα πεθάνει κι ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου. εννοώ του δικού μου κόσμου, όχι του κανονικού.

Γ: -- ενδιαφέρον, σ’ ακούω...

Α: -- έχω στη μνήμη μου ανθρώπους που πέθαναν. πάρα πολλούς! που σήμερα δεν τους θυμάται κανείς. όλοι αυτοί είναι ένας ολόκληρος κόσμος, που μπορεί να πέθανε, όμως ζεί μέσα μου. ζεί στη μνήμη μου και σύντομα θα πεθάνουν οριστικά και αμετάκλητα, μόλις κλείσουν τα μάτια μου, μόλις βγεί η πνοή μου...                    

Γ: -- μα τί ωραία κουβέντα κάνουμε! όλη χαρά! να ξυπνήσουμε και τους άλλους να χαρούνε κι αυτοί μια στάλα!

Α: --σσσσςς! κάνε ησυχία! δεν χρειάζεται να τους ξυπνήσουμε...

Γ: -- φτιάχνουμε απο ένα καφεδάκι;

Α: -- το ήπιες κιόλα; άμα θέλεις πάω να σου φτιάξω...

Γ: -- άσε θα φτιάξω ενα φραπεδάκι στα γρήγορα. πάω...



Α: -- (τραγουδά χαμηλόφωνα): 

μονάχος τώρα θα βαδίσω

δεν είναι τόπος να σταθώ

στον δρόμο τούτο κι αν χαθώ

θα βρώ καρδιά να τραγουδήσω


κι αν ανταμώσω χαλασμό

και με πονέσεις ερημιά μου

θα κρύψω την αποθυμιά μου

δεν έχει ο δρόμος γυρισμό


τραγούδι για την ξαστεριά

και για τους νικημένους

τους φίλους τους χαμένους

σε θάλασσα και σε στεριά

Γ: -- έφερα και μισό καρπούζι, να δροσιστούμε...ο χρόνος είναι, λοιπόν, το νόμισμα της ελευθερίας! Ας πούμε ότι γυρνάς πίσω τον χρόνο. με ποιό τρόπο θα άλλαζες τη ζωή που έζησες;

Α: -- σου είπα, περίπου με τον ίδιο τρόπο θα ζούσα. την ίδια δουλειά θα έκανα, την ίδια γυναίκα θα παντρευόμουνα, τα ίδια παιδιά θα έκανα...

Γ: -- τότε; δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να αλλάξεις!

Α: -- δεν με πρόσεξες τι είπα.

Γ: -- τί είπες; τι δεν πρόσεξα;

Α: -- είσαι μοναχογιός μου και είπα πως τα ίδια παιδιά θα έκανα... 

Γ: -- ε;

Α: -- πληθυντικός... παιδιά...

Γ: -- έλα τώρα! τι μου λές...

Α: -- ....

Γ: -- πατέρα, είσαι καλά; τι θέλεις να μου πείς;

Α: -- αυτό που θα σου ‘πώ, δεν πρέπει να το μάθει η μητέρα σου. αυτό είναι το πρώτο που σου ζητώ.

Γ: -- θα τρελλαθώ! δεν αστειεύεσαι έ; μιλάς σοβαρά!

Α: -- μιλώ πολύ σοβαρά. κουβαλάω στη ψυχή μου μεγάλο βάρος. και θέλω να με βοηθήσεις να το ξεφορτωθώ.

Γ: -- εξήγησέ μου, για να καταλάβω. τί συμβαίνει;

Α: -- έχω κι άλλο παιδί, εκτός απο σένα...

Γ: -- εννοείς ότι έχω αδερφό; που... που... δεν είναι... της μάνας μου; της μητέρας μου δηλαδή...

Α: -- πρέπει να αδειάσω την ψυχή μου, πριν έρθει ο χάρος να με πάρει! 

Γ: -- έχω αδελφό απο άλλη γυναίκα; πες μου τέλος πάντων!

Α: -- δεν έχεις αδελφό. αδελφή έχεις. πολύ μικρότερη απο σένα!

Γ: -- αδελφή... κορίτσι,,, γυναίκα... μικρότερη... ώ! Θεέ μου!

Α: -- δεν θα σου το έλεγα ποτέ...                                                                                       3                                                       

Γ: -- Ώ! Θεέ μου! σοβαρολογείς; μου λές αλήθεια;

Α: -- δεν είναι ώρα για αστεία. μείνε ψύχραιμος και μη κάνεις σαν μαθητούδι. σύνελθε κι άκου με!

Γ: -- πατέρα, μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι! ...δεν το περίμενα! πού να φανταστώ τέτοια...

Α: -- δεν έχω πολύ καιρό μπροστά μου. το τέλος μου πλησιάζει και πρέπει να μ’ ακούσεις! κοτζάμ άντρας είσαι! σύνελθε, λοιπόν!

Γ: -- καλά! καλά! σ’ ακούω! 

Α: -- έχω μια κόρη, που σήμερα είναι 31 χρονών! 

Γ: -- και για τί δεν μου το ‘πες; γιατί το... γιατί την έκρυβες;

Α: -- μη είσαι χαζός! δεν λέγονται τέτοια πράγματα! δεν είναι εύκολα...

Γ: -- σάμπως τώρα είναι εύκολα; δυσκολεύομαι να...

Α: - σσσςςς! κράτα τη φωνή σου χαμηλά! δεν θέλω να μας ακούσουν!

Γ: -- ok! ok! λέγε! είμαι όλος, όλο αυτιά!

Α: -- το 1974, όταν έγινε η επιστράτευση, για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, εσύ ήσουν 17-18 χρονών...

Γ: -- θυμάμαι! σε είχαν επιστρατεύσει και ‘σένα!

Α: -- ναί! με είχαν πάει στο Διδυμότειχο, μαζύ με άλλους χιλιάδες φαντάρους!

Γ: -- λοιπόν; 

Α: -- εκεί γνώρισα μια κοπέλα!  Μαρία την λένε!

Γ: -- την ξέρω;

Α: -- θα δούμε...

Γ: -- τί θα δούμε; θα μου ‘πείς ή όχι; έτσι που το είπες, νόμιζα πως θα τη ξέρω!

Α: -- θα καταλάβεις. άσε με να συνεχίσω...

Γ: -- Μαρία, έ; για λέγε - για λέγε!

Α: -- ήμουν ξένος, σε ξένο μέρος... ήμουν νέος, έβραζε το αίμα μου, ε! δεν θέλει και πολύ...

Γ: -- πολύ; τί;

Α: -- δεν θέλει και πολύ να ερωτευθείς! δύσκολες μέρες, επιστράτευση, επικείμενος πόλεμος, άσχετο που δεν έγινε τελικά...

Γ: -- ποιός ζεί και ποιός πεθαίνει δηλαδή!

Α: -- κάπως έτσι! όμως, αυτό δεν είναι το σημαντικό...

Γ: -- ποιό είναι το σημαντικό;

Α: -- θα σου πω, μη βιάζεσαι...

Γ: -- τί να βιάζομαι τώρα, ρε πατέρα; εδώ μου λες για τέρατα και σημεία!

Α: -- ήρεμα, μη μιλάς δυνατά! σε παρακαλώ δηλαδή!

Γ: - ok!  στάσου ν’ ανάψω τσιγάρο!

Α: -- μη καπνίζεις! κόψε το ρημάδι επιτέλους!

Γ: -- η υπόθεση, τώρα, σηκώνει τσιγάρο! θα φυσώ τον καπνό μακρυά σου!

Α: -- η Μαρία ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Ψηλή, λυγερή σαν τα κρύα τα νερά! αθλήτρια του στίβου!

Γ: -- Του στίβου; σαν την Όλγα;

Α: -- ναί! σαν την Όλγα! ολόιδια!

Γ: -- τι μου λές!

Α: -- ξέχασα τη μάνα σου, ξέχασα κι εσένα, δεν μ’ ένοιαζε τίποτα! Αχ! νειότη τρελλή, που τίποτα δεν υπολογίζεις!...

Γ: -- δηλαδή την ερωτεύτηκες;

Α: -- τρελλά! δεν ένοιωσα έτσι, ποτέ στη ζωή μου!

Γ: -- ούτε με τη μάνα μου δεν ένοιωσες έτσι;

Α: -- μη το συγκρίνεις! άλλη υπόθεση είναι η μάνα σου. δεν συγκρίνεται...

Γ: -- για λέγε, για λέγε!

Α: -- κάνω κουράγιο για να σου τα ‘πω. θέλει μεγάλη δύναμη αυτό που κάνω. είναι όμως χρέος μου και πρέπει να τα εξομοληθώ. να τα ομολογήσω. σε σένα ιδιαίτερα... επειδή σ’ αγαπάω...

Γ: -- κι εγώ σ’ αγαπάω πατέρα! και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. ούτε να το μειώσει. έλα συνέχισε...                                                                                                     

Α: -- τι να συνεχίσω... έγινε το αυτονόητο, μολονότι δεν το είχα υπολογίσει. 

Γ: -- τι συνέβει, δηλαδή;                                                                                                     

Α: -- η χούντα δεν μας είχε δώσει όπλα! άοπλοι κι ανέτοιμοι προσπαθούσαμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα. άμα μας δίναμε όπλα, θα τα στρέφαμε εναντίον των χουντικών αξιωματικών! το βλέπαμε στα μάτια τους! μας φοβότανε! έτσι, σαν τέλειωσε η επιστράτευση, φύγαμε και γυρίσαμε σπίτια μας!

Γ: -- και η Μαρία;

Α: -- την πρόδωσα! την ξεγέλασα!

Γ: -- την άφησες πίσω;

Α: -- δεν της είχα ‘πεί, ότι είμαι παντρεμένος, ότι είχα ενα γυιό, εσένα...

Γ: -- ...

Α: -- δεν ήξερα ότι είναι έγκυος. έφυγα σαν κλέφτης! το μόνο που ποθούσα ήταν να σε ξαναδώ, να γυρίσω πίσω και να σε ξαναβρώ...

Γ: -- αχ! πατέρα!

Α: -- άφησα μια γυναίκα μόνη της. έγκυο! με είχε ερωτευτεί και της είπα ψέμματα! ψέμματα!

Γ: -- ...τι μπορούσες να κάνεις;

Α: -- να φερθώ αντρίκια! να της ‘πω οτι ήμουν παντρεμένος, με παιδί, εσένα...

Γ: -- ....

Α: -- αυτό θα διόρθωνα πρώτο, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω... είμαι σκλάβος της επιπολαιότητάς μου και δεν μπορώ να εξαγοράσω τον χρόνο, ν’ αποκτήσω την ελευθερία μου...

Γ: -- καταλαβαίνω... όλοι οι νέοι κάνουν σφάλματα...

Α: -- είναι δύσκολο να καταλάβεις. κι ακόμη πιο δύσκολο...

Γ: -- έλα, πατέρα, ησύχασε... μή κλαίς...

Α: -- ...

Γ: -- μή κλαίς. εγώ είμαι εδώ... δίπλα σου... κάτι θα κάνουμε... κάτι θα διορθώσουμε. μαζί... ποτέ δεν είν’ αργά...

Α: -- η Μαρία ήταν και είναι περήφανη γυναίκα!

Γ: -- την ξαναείδες; έχετε επαφές;

Α: -- αρχικά είχα μάθει, απο ένα φίλο στο Διδυμότειχο, πως είχε γεννήσει ενα μωρό αγνώστου πατρός! είχε γίνει μεγάλο σούσουρο... είναι μικρή κοινωνία το Διδυμότειχο...

Γ: -- μπορεί να ήταν κάποιου άλλου;

Α: -- έτσι υπέθεσα τότε! με βόλευε να πιστεύω έτσι...

Γ: -- πιθανώς είναι... κάποιου άλλου!

Α: -- ΟΧΙ! μη κάνεις το ίδιο λάθος! δεν θέλω να το συζητάω πια... πλέον, έχω χρέος να αντιμετωπίζω την αλήθεια! γίνεσαι, με επιπολαιότητα, άνανδρος! έτσι σαν σε βολεύει, είναι λάθος! κι έτσι ήμουν μικρόψυχος κι άνανδρος! κι άλλο λάθος!

Γ: -- πώς σιγουρεύτηκες ότι το παιδί ήταν δικό σου; και πότε;

Α: -- η Μαρία είναι γίγαντας! περήφανη γυναίκα! λέαινα!

Γ: -- λοιπόν;

Α: -- έσφιξε τα δόντια και διάλεξε να μεγαλώσει το παιδί μ’ αξιοπρέπεια. δεν παντρεύτηκε! δεν γνώρισε άλλο άντρα...

Γ: -- αλήθεια; είσαι σίγουρος γι’ αυτό;

Α: -- για ότι σου λέω και ότι σου αποκαλύπτω σήμερα, να είσαι βέβαιος πως είναι η μόνη αλήθεια!

Γ: -- επέτρεψέ μου να κρατήσω τις επιφυλάξεις μου... εννοώ ότι σε πιστεύω! αυτά που σου είπαν, δεν πι...

Α: -- δεν έχεις το δικαίωμα, για να το ‘πω καλύτερα... δεν έχουμε το δικαίωμα να έχουμε την παραμικρή επιφύλαξη, την παραμικρή αμφιβολία! εγώ πια, δεν μπορώ να την πληγώνω κι άλλο, ούτε εν τη απουσία της! αρκετά την έχω πληγώσει! τέρμα οι επιφυλάξεις σου! τελεία και παύλα! ότι σου λέω, είναι η α-λ-ή-θ-ε-ι-α!                   

Γ: -- με τρομάζει η βεβαιότητά σου!

Α: -- περίμενε ν’ ακούσεις την εξέλιξη. και τότε θα τρομάξεις!

Γ: -- μετά την κρυάδα που πήρα απόψε, τι άλλο θα με τρομάξει;

Α: -- περίμενε και θα ‘δείς. για να μη τα πολυλογώ η Μαρία, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, την απόρριψη της κοινωνίας, τα κουτσομπολιά και την δυσφήμιση κι επειδή είναι ικανότατη, τα κατάφερε καλά.

Γ: -- έφυγε; ήρθε στη Θεσσαλονίκη;

Α: -- αντίθετα! έμεινε εκεί. στην αρχή η οικογένειά της, ο πατέρας της, η μάνα της, τα αδέρφια της, φτωχοί άνθρωποι - αγρότες με λίγα χωράφια, ντράπηκαν, στεναχωρέθηκαν...

Γ: -- έμεινε εκεί έ; εγω θα ‘φευγα...

Α: -- το ξέρω... εσύ έφυγες απο το σπίτι σου με τις πρώτες δυσκολίες...

Γ: -- α! δεν είναι το ίδιο! εγώ απλώς χώρισα. πήρα διαζύγιο! κι όταν παίρνεις διαζύγιο, φεύγεις! δεν μοιράζεσαι πλέον την ίδια στέγη!

Α: --σσσςςς! μη φωνάζεις! θα τους ξυπνήσεις!

Γ: -- μη με κατηγορείς άδικα! δεν μπορούσα να ζήσω όπως ζούσα! και θέλει κουράγιο να χωρίζεις... τί νομίζεις, δεν σκέφτηκα τα παιδιά μου;

Α: -- ας είναι... άλλο είναι το θέμα μας.

Γ: -- εντάξει! άλλο είναι το θέμα μας, αλλά μου ρίχνεις τις μπηχτές σου!

Α: -- έλεγα πως η οικογένειά της στάθηκε στο πλευρό της. τί ήθελα άλλο να ‘πώ; α! ναι! η Μαρία λοιπόν, που ήταν μοδίστρα, άνοιξε μια μικρή βιοτεχνία κι έραβε ρούχα. σιγά-σιγά τη μεγάλωσε, πήρε κι άλλες κοπέλλες κι η βιοτεχνία έγινε επιχείρηση!

Γ: -- καλά. πότε έμαθες οτι το παιδί ήταν δικό σου;

Α: -- απο την αρχή το ήξερα... δεν ήθελα απλά να το παραδεχτώ...

Γ: -- πώς το ήξερες; πώς είναι δυνατό να το ξέρεις; εδώ άλλοι καταφεύγουν στην εξέταση DNA!

Α: -- όπως ξέρω καλά εσένα, όπως ξέρω καλά την μητέρα σου, έτσι ξέρω καλά και την Μαρία!

Γ: -- την έβλεπες; ζούσες μαζί της; είχες διπλή ζωή δηλαδή; πώς τη γνώρισες τόσο καλά για να την πιστεύεις; αφού είπες πως δεν ζούσατε μαζί; μας κρυβόσουν τόσα χρόνια;

Α: -- παριστάνεις τον ανόητο τώρα. και ρίχνεις κι εσύ τις μπηχτές σου. όπως καταλαβαίνεις δεν μπορείς να με ξεγελάσεις με προβοκατόρικες ερωτήσεις, επειδή ξέρω καλά πως σκέφτεσαι! έτσι δεν είναι;

Γ: -- είσαι έξυπνος άνθρωπος πατέρα... πρέπει να παραδεχτώ πως κατάλαβα ήδη, με ποιόν τρόπο αντιλήφθηκες την αλήθεια..

Α: -- έτσι είναι! δεν χρειάζεται να σου μιλήσει ο δικός σου άνθρωπος για να καταλάβεις... αρκεί ν’ ανταμώσουν οι ματιές... 

Γ: -- των ερωτευμένων οι ματιές! μόνο των ερωτευμένων κι αυτών που αγαπιούνται!  την αγαπάς ακόμη πατέρα;

Α: -- αυτό δεν πέρασε ποτέ! ποτέ! και δεν είναι χριστιανική αγάπη...

Γ: -- αλήθεια, πές μου. και δεν θέλω να σε προσβάλω. την έβλεπες;

Α: -- κάθε φορά που ταξίδευα στη Θράκη για τις δουλειές μου, την έβλεπα. μια-δυο φορές το χρόνο δηλαδή...

Γ: -- κι εκείνη; τί έκανε; τί έλεγε, όταν βλεπόσασταν; δεν σου ζητούσε εξηγήσεις;

Α: -- την έβλεπα κρυφά κι απο ‘κείνη. χωρίς να με καταλάβει.

Γ: -- πώς γίνεται αυτό;

Α: -- γίνεται. όταν ταξίδευα στην Αλεξανδρούπολη, διανυκτέρευα σ’ ενα ξενοδοχείο, σχεδόν απέναντι απο τη βιοτεχνία της.

Γ: -- στην Αλεξανδρουπολη ή στο Διδυμότειχο ήταν; με μπέρδεψες!

Α: -- το μαγαζί της ήταν στην Αλεξανδρούπολη. εκεί ζούσε όταν πρόκοψε στη δουλειά της.

Γ: -- κι εκείνη; δεν σ’ έβλεπε; δεν σε καταλάβαινε;

Α: -- δεν ξέρω. μάλλον όχι. κρυβόμουν πίσω απο την κουρτίνα, στο παράθυρο του δωματίου μου στο ξενοδοχείο κι έμενα ώρες εκεί, ακίνητος για να κλέψω μια ματιά, απ’ τη μορφή της. όταν ήμουν τυχερός... την έβλεπα.

Γ: -- και γιατί δεν πήγαινες να της μιλήσεις;

Α: -- ντρεπόμουνα. ακόμα και σήμερα ντρέπομαι, που δεν είχα το κουράγιο να το κάνω.

Γ: -- εγώ θα το έκανα! θα πήγαινα να τη ‘δω, να της μιλήσω. θα της ζήταγα συγγνώμη και...

Α: -- εαν το έκανα αυτό, θα χώριζα με τη μητέρα σου! θα έκανα κι άλλο κακό. και προ παντός σε σένα...

Γ: -- μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή!

Α; -- έτσι είναι. κι έπρεπε να διαλέξω και διάλεξα εσένα και τη μητέρα σου...

Γ: -- με ικανοποιεί πολύ αυτό, αλλά γιατί πήγαινες και την έβλεπες στα κρυφά;

Α: -- επειδή την ποθούσα. ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και πολύ καλός άνθρωπος. στέρεη σαν διαμάντι!

Γ: -- και πώς...πότε σταμάτησε αυτό;

Α: -- όταν μεγάλωσε κι άλλο η δουλειά της, έχτισε ενα εργοστάσιο στις Φέρρες. τέλειωνε κι εμένα η καρριέρα μου στην εταιρεία, βγήκα στην σύνταξη και χαθήκαμε... την έχασα δηλαδή οριστικά.

Γ: -- πόσα χρόνια έχεις να την ‘δείς;

Α: -- ου! πάνε είκοσι χρόνια τώρα...

Γ: -- δεν σου λείπει;

Α: -- πάντα μου έλειπε! όμως στην ηλικία που έφτασα, προέχουν πια άλλα πράγματα...

Γ: -- πόσων χρόνων είναι η Μαρία πατέρα;

Α: -- χέ! μικρή! δυο χρόνια μεγαλύτερή σου!

Γ: -- μπράβο πατέρα! κι έλεγα σε ποιόν έμοιασα!

Α: -- ...

Γ: -- γιατί δεν μιλάς; πλάκα δεν έχει; χωρίς να το ξέρω κάναμε, κατά κάποιο ίδιο τρόπο, ίδια ζωή!

Α: -- ...                                                                                                                                   

Γ: -- μόνο που εσύ δεν χώρισες... είδες πως τα φέρνει η ζωή; κι εγώ τώρα είμαι ερωτευμένος με την Όλγα, που ‘ναι είκοσι χρόνια μικρότερή μου! κι ευτυχώς που την γνώρισα, πατέρα. μεγάλη τύχη!

Α: -- 

Γ: -- κι είναι και αθλήτρια του στίβου! κοίτα σύμπτωση! μα γιατί δεν μιλάς;

Α: -- σου είπα προηγουμένως, ότι δεν θα σου το έλεγα ποτέ, το μεγάλο μυστικό μου.

Γ: -- ναι, αλλά μου τό ‘πες. και καλά έκανες πατέρα. με συγκλόνισες και θέλω, μέσα απο την καρδιά μου, να σε βοηθήσω να αποκαταστήσεις την αδικία... πως να το ‘πω, να βγάλεις αυτό το βάρος απ‘ τη ψυχή σου...

Α: -- χθές που ήρθατε με την κοπέλα σου, για να τη γνωρίσουμε...

Γ: -- αλήθεια, πώς σου φάνηκε πατέρα; η μαμά ξέρω πως σκέφτεται... την ενοχλεί η διαφορά της ηλικίας που έχουμε με την Όλγα, αλλά θα συνηθίσει, θα το πάρει απόφαση... μόλις καταλάβει πόσο ευτυχισμένος είμαι θα το αποδεχτεί!

Α: -- χθές που ήρθατε με την κοπέλα σου, για να τη γνωρίσουμε... πήρα την απόφαση να σου εξομολογηθώ...

Γ: -- καλά έκανες πατέρα μου, καλά έκανες... λοιπόν, πώς σου φάνηκε η Όλγα;

Α: -- και το πρώτο που σου ζήτησα, ήταν οτι όλα τούτα δεν πρέπει να τα μάθει η μητέρα σου!

Γ: -- σου δίνω το λόγο μου. κανείς δεν πρόκειται να το μάθει, μείνε ήσυχος.

Α: -- το δεύτερο που σου ζητώ είναι να μη το μάθει ούτε η Όλγα!

Γ: -- μα αφού σου το υποσχέθηκα! ούτε η Όλγα θα το μάθει! κανείς δεν πρόκειται να το μάθει! λέγονται τέτοια μυστικά;

Α: -- η Όλγα είναι κόρη μου!

Γ: -- ...

Α: -- η Όλγα είναι κόρη μου! είναι αδελφή σου... στο είπα: αυτή είναι η εξέλιξη που θα τρομάξεις!

Γ: -- μα τι λές;

Α: -- αυτό είναι το φοβερό μυστικό μου!

Γ: -- τρελλάθηκες πατέρα; σου σάλεψε; η κοπέλα που είμαι ερωτευμένος μαζί της είναι κόρη σου;

Α: -- αλλοίμονό μου! ποιός Θεός με καταράστηκε;

Γ: -- είσαι σίγουρος;

Α: -- ΝΑΙ! δυστυχώς! μα δεν βλέπεις πόσο μου μοιάζει; δεν βλέπεις τα μάτια της;

Γ: -- όχι!όχι! δεν σε πιστεύω!...  ω! Θεέ μου! ακούω το παραλήρημα ενός γερο-ξεκούτη! αρχαία τραγωδία το κάναμε εδώ μέσα...

Α: -- η εκδίκηση του Θεού! παράδεισος και κόλαση είναι εδώ! επι της γής! το φάντασμα της ζωής μου, με εκδικείται...

Γ: -- μα τι λες τώρα; τι βλακείες είναι αυτές; απο πού τα έβγαλες όλα αυτά;

Α: -- όπως κατάστρεψα τη ζωή της Μαρίας έτσι καταστρέφονται όλα! ο χρόνος με πρόλαβε. γύρισε πίσω και με πρόλαβε!

Γ: -- πάψε επιτέλους! πάψε! θέλω να σκεφτώ!

Α: -- ω! Θεέ! διάλεξες τον χειρότερο τρόπο, για να μου δείξεις πως υπάρχεις! συγγνώμη, δεν μπορώ να σου ζητήσω, ούτε συγχώρεση!

Γ: -- σταμάτα!

Α: -- ούτε απο τα παιδιά μου δικαιούμαι να ζητήσω συγγνώμη και συγχώρεση. ούτε απο τη γυναίκα μου ούτε απο την Μαρία!

Γ: μη μιλάς άλλο πια! όλο τον εαυτό σου σκέφτεσαι! βούλωσέ το, μη μ’ αναγκάζεις να σε χτυπήσω!

Α: -- Το φάντασμα της ζωής μου είναι η κόρη  μου...

Γ: -- (αρπάζει το καρπουζομάχαιρο και τον χτυπά) αμάν, πιά!



ΑΥΛΑΙΑ