Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Κάπου σε ξέρω...

Σπάνια συναναστρέφεται με κόσμο. Ένα χρόνο τώρα η ζωή του άλλαξε δραματικά. Επιλέγει να μένει μόνος όλες τις ελεύθερες ώρες του. Τα σαββατοκύριακα κλείνεται πάντα στο σπίτι. Στις προσκλήσεις των φίλων του απαντά πως δεν είναι καλή παρέα. Γι αυτό αποφεύγει να τους επισκέπτεται. Ξέρει πως χαλάει η καρδιά τους, όμως όλοι καταλαβαίνουν τους λόγους του... 
Σε γήπεδο δεν ξαναπήγε ποτέ! Ποτέ! Κι ούτε θα ξαναπάει...
Αραιά και που καβαλά τη μηχανή και περιπλανιέται στους δρόμους. Συνήθως νύχτα, κοντά στα ξημερώματα... Άλλοτε φεύγει μέρα. Πότε στη θάλασσα πότε στα βουνά. Ταξιδεύει για ώρες, βυθισμένος στις σκέψεις, στη μνήμη και στη ζοφερή πραγματικότητα. 
Δεν έχει κανένα σχέδιο, καμμιά επιθυμία. Μηδενίστηκαν όλα! Όλα! 
Το σπίτι είναι γεμάτο απο εκείνη. Το ίδιο και η πόλη, η Χαλκιδική, η Ελλάδα... όλα περιέχονται σε αναμνήσεις που εκβιάζουν το μνημονικό του, Κι είναι ανυποχώτηρητες, ζωντανές, έντονες και συνάμα τραυματικές και ζωογόνες... γεμάτες τρυφερότητα αλλά και θυμό!
Σωτηρία δεν υπάρχει...

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Το πένθιμο φεγγάρι...


Σε είδα και πέρισυ μόνος.
Το ίδιο διάλεξα και πάλι
Μόνος αλλά δεν θα σε ιδώ.
Δεν θέλω να σε 'δω φεγγάρι ολόγιομο,
λαμπρό κι όμως πένθιμο...
δεν θέλω...
Γιατί φεγγάρι μου δεν μπορώ,
όχι μόνο εσένα να ιδώ,
αλλά και κάθε αφορμή,
που σημαίνει την έλλειψή της...
Γι αυτό είσαι πένθιμο ολόγιομο φεγγάρι,
Πανσέληνος για όλους τους άλλους
και πικρό κλάμα για μένα.

Αν μ' αγαπάς κι ειν' όνειρο ποτέ να μη ξυπνήσω...

Ξύπνησε νοιώθοντας στο πόδι του, κάτω στα δάχτυλα, να τον ακουμπά με το δικό της. Καθώς γύρισε την είδε να κοιμάται πλάι του, με το μάγουλο να λειώνει στο μαξιλάρι. Τα μακρυά μαλλιά της ανακατεμένα χύνονταν στα σεντόνια κι ο γλαυκός της ώμος, σκληρός, μυώδης και λείος τελείωνε σ΄ ενα διπλωμένο μπράτσο, καλοσχηματισμένο, λαξεμένο σαν σε μάρμαρο της Περγάμου, απ' όπου οι παλιοί έλληνες φτιάχνανε τα πιο όμορφα αγάλματα...
Τη φίλησε απαλά κι αδιόρατα στον πέτρινο ώμο της κι ανάσανε βαθειά τη ζεστή μυρωδιά του κορμιού της, προσέχοντας μη την ξυπνήσει, με την τρυφεράδα να πηγάζει αναβλύζοντας απ' τη ψυχή του. Ύστερα σηκώθηκε προσεχτικά κι ακροπατώντας πήγε στη μπαλκονόπορτα. Παραμέρισε απαλά τις βαρειές κουρτίνες και  έσυρε το βλέμμα του στον Παγασητικό. Ξημέρωνε. Η θάλασσα ακίνητη, λεία σαν ουρανός, δίχως σύννεφα, δίχως κύμματα καθρέφτιζε, με ακρίβεια, τις παραστάσεις των κοντινών λόφων και των δέντρων τους. Γιόμισε ηδονικά τα πνευμόνια του με φρέσκο αγέρα, μισανοίγοντας τη μπαλκονόπορτα. Το βλέμμα του συνάντησε ψηλά στον ουρανό το πρωινό αστέρι, που λαμπύριζε τις τελευταίες του στιγμές, πριν το σβήσει ο ήλιος...
Απο τότε η ψυχή του ήσυχη και βέβαιη πόθησε το αδιανόητο, μα λυτρωτικό:
-- Άν μ' αγαπάς κι ειν' όνειρο, ποτέ να μη ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω... 

Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.

[Νταντωνάκη]:
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.

[μαζί]:
Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

[Ψαριανός]:
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.

[Νταντωνάκη]:
Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.

[μαζί]:
Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

[Ψαριανός]:
Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,
καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.

[Νταντωνάκη]:
Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει
ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.

[μαζί]:
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Τα σημάδια που δεν σβήνουν...

Άφησε πίσω όλες (σχεδόν) τις αναμνήσεις και έφυγε. Ύστερα απο έντεκα χρόνια αδιάλλειπτης δουλειάς χρειάζονταν διακοπές. Επιπλέον ο μικρός του γιός χρειάζονταν προπόνηση οδήγησης σε κλειστές κι αλλεπάλληλες στροφές. Προπόνηση σε πισωκίνητο κι επικίνδυνο (άμα δεν το ξέρεις) αυτοκίνητο. Ο παλιός δρόμος για Ηγουμενίτσα έχει τέτοιες στροφές. Σιάτιστα, Νεάπολη, Τσοτύλι, Βουχωρίνα, Αυγερινός, Πεντάλοφος, Επταχώρι, Κόνιτσα, Γιάννενα αποτελούν μια αλυσίδα στροφών αλλά και γήπεδο προπόνησης. Το τοπίο άγριο, δυνατό και υπέροχο! Η ένταση της οδήγησης βάλσαμο στη μνήμη και στη λήθη. Όπως και η συντροφιά του μικρού. Άλλωστε για πρώτη φορά θα κάνανε διακοπές μαζί οι δυο τους, πατέρας και γιός...
Στην Κέρκυρα θα προσπαθούσε να ξεκουραστεί. Επειδή η πίεση που είχε δεχτεί τον τελευταίο καιρό έγινε ανυπόφορη...
Οι αναμνήσεις τον ακολουθούσανε παντού. Μέρα και νύχτα! Κάθε στιγμή και σε κάθε κάθε περίπτωση οι εικόνες, οι λέξεις, οι άνθρωποι, τα τοπία έδιναν το αναπόφευκτο ερέθισμα: η ζωή με εκείνη! η ζωή με την ψυχή γεμάτη με τον άνθρωπό του...
Και πώς να ξεχάσει ή να μη γεμίσει τον κόσμο του με την αναπνοή της;
Πήρε ο μικρός και τράβηξε video τις διαδρομές. Στο ραδιόφωνο έτυχε να παίζει το τραγούδι του: I can't take my mind off you...
Τα σημάδια δεν σβήνουν...

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Πέτρινος βράχος...

Ο Αύγουστος λειώνει στο πέρασμά του κάθε αντίσταση. Η ανάγκη της διακοπής ξεχάστηκε, όπως το παγωμένο νερό του βουνίσιου ποταμού παρασέρνει το πλατανόφυλλο. Οι ψυχές μηδενίζονται στην αποχαύνωση μιας ακρογιαλιάς και ο λόγος περνά φλύαρα μέσα απο απρόσεχτα αυτιά. Το μουρμουρητό των ανθρώπων σκεπάζει και τη ζέστη. Ακούραστα ο ήλιος πυρπολεί συνειδήσεις, αισθήματα, σώματα και φαντασία. Απομένει η τελειωτική καταστροφή των πνευμάτων στα βραδυνά μπαράκια. Εκεί όπου το αλκοόλ θα σβήσει κα την τελευταία αντίσταση.
Όλοι είναι παραδομένοι στο καλοκαίρι!
 Πλην του ασκητή του χαμένου έρωτα. Που κανένας Αύγουστος και κανένα καλοκαίρι δεν μπορεί να συνεφέρει...
Έτσι χαμένος μέσα σ' ενα όνομα, ενα πρόσωπο και μια λυγερή κορμοστασιά, που μάδησε ανεξάντλητα την ύπαρξή του, παραδόθηκε στον ήλιο, που ωστόσο δεν κατάφερε ακόμη να τον λειώσει...
Πέτρινος βράχος η παρουσία της! Χρειάζονται πολλά χρόνια για να φθαρεί η ανάμνησή της. Που δεν εξαργυρώνονται με το τέλος του...

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Δανεικός χρόνος...

Οι μέρες γιορτής δεν είναι πια για μένα. Χάθηκαν μια βραδυά όταν χάθηκε κι ο κόσμος. Αποσύρθηκαν τα όνειρα και κλείστηκαν σε θαλασσινές σπηλιές μέσα στο βουβό νερό. Εκεί όπου οι ήχοι δεν φτάνουν συχνά και η σιωπή βασιλεύει.
Έτσι έχουνε τα πράγματα...
Ο δανεικός χρόνος εξαργυρώνεται με λίγα κέρματα, όσο κοστίζουν δυο πακέτα τσιγάρα κι ενα μπουκάλι αλκοόλ. 
Στην υγειά σας!

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Αχ! Παναγιώτη...

Ο Παναγιώτης. Ξεχωριστός όμως σπάνιος... Σεμνός και σπουδαίος... Δυνατός μα τρυφερός, ευγενής αλλά και γενναίος. Γαλαντόμος και με ήθος μιας άλλης γενιάς πρόλαβε και κόσμησε της ζωή μας και τον αληθινό αθλητισμό.
Τα κλάματα των φίλων του είναι πνιχτά κι ο θρήνος βουβός...
επειδή ο πόνος είναι αληθινός...
Καλή αντάμωση Παναγιώτη!

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Είμαστε ένα...

Η αλληλογραφία μου με τους δαίμονες δεν τέλειωσε. 
Κράτησα την πεθυμιά μου πνιγμένη, σαν αναπνοή μέσα στη θάλασσα.
Λίγο ήθελε και θ' αντάμωνα τη δύση μου...
Στα μάτια έγειρε ο ήλιος ν' αποκοιμηθεί,
επειδή ναύλωσα λάθος όνειρα
και κόντρα πήγα στον καιρό...
Έφτασα εκεί που η αρμύρα κοσκίνιζε τα βράχια
εκεί όπου η γη αποκόπηκε απο τον ομφάλιο λώρο
που με έδενε με τη στεριά...
Κι απο ψηλά παρατηρούσα τα είδωλα που χάραξε ο χρόνος
Ο λόγος μας άφησε ακάλυπτους, αγίνωτους,
η φαντασία χωρίς κανόνες χαμογελά και
η σκέψη ακόμη κατέχει τα σκήπτρα...
Ενώ μέσα σ' ενα πλαίσιο
οι κρεμασμένες αναμνήσεις, οι θλιβερές συντροφιές μου,
φιγούρες νεκρές να ρέουν απο τα μάτια...
ακόμα και τώρα ασύλληπτα τρέχω παραμερίζω τη μνήμη αφαιρώ κι άλλα γράμματα διογκώνω το αύριο με κενά να πατήσει πάνω του το σήμερα να πορευτεί μ' ελπίδα σημειώνω οδηγίες ασυνάρτητες...
Επειδή είμαστε ακόμα ένα!...

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Θα περιμένω άλλες μέρες...

Κόκκινο φεγγάρι, θάλασσες τεκίλα
φύλλα πεταμένα στη φωτιά
κόκκινο φεγγάρι, κόκκινο λιμάνι
κάτι μου 'χεις κάνει

Είδα πολλούς που ζήσανε για πλάκα
είδα και άλλους που το πήραν σοβαρά
και τραβηχτήκανε και άσχημα τραβιούνται
και το πληρώσανε στο τέλος ακριβά

Με τα μαύρα ρούχα, αμίλητοι καπνίζουν, οι φίλοι
κι ονειρεύονται να φύγουν μακριά
οι φίλοι που δε βρήκανε τίποτα ν' αγαπήσουν
που δεν πιστεύουν τίποτα, κανέναν, πουθενά

Υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να τρελαθείς
υπάρχουν και άλλοι τόσοι για να λες υπομονή
όμως για μένα είναι αργά να τρελαθώ
και είναι ακόμα πιο αργά να κάνω υπομονή

Θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ
και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω
θα περιμένω άλλες μέρες

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Απόψε θέλω να πιώ, τίποτα μετά να μη θυμάμαι...



Απόψε θέλω να πιω 
τίποτα μετά να μη θυμάμαι 
μέσα στον καπνό να παγιδευτώ 
συνέπειες να μη φοβάμαι 

Απόψε θέλω να πιω
θέλω να ξεφύγω από τα όριά μου. 
Μέσα στον καπνό να εξομολογηθώ. 
Για τα χαμένα όνειρά μου. 

Θα ανάβω με τσιγάρα
θα σβήνω με ποτά... 
τώρα που πήρα τη λαχτάρα 
στάχτη να γίνουν όλα πια. 

Απόψε θέλω να πιω... 
Όλους κι όλα να τα διαγράψω. 
Μέσα στον καπνό να εξαφανιστώ 
πίσω να μην ξανακοιτάξω

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

This is the end...

There is nothing else to write, to say...
There is nothing else to live for...
This blog is about to shut down...
There is no need to be read, to be heard...
This is the final comment...
The world is lost!
The game is over, the songs are not enough...
The Doors are closed! 
Goodbye! 
This is the end! not happy...
but the end...

Σαν δεσμός με σκορπιό λογαριάζονται οι πόνοι...

Η σιωπή και η μνήμη. Οι αλληλένδετες πτυχές της μοναξιάς που στερεώθηκαν για τα καλά στη ζωή του. Μαζί και η νύχτα, η ατέλειωτη νύχτα των καπνών, των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Οι άνθρωποι μείναν μακρυά, απορημένοι απο τις επιλογές του. Έπαψαν πια να ρωτούν και ν' ασχολούνται με το αποτράβηγμά του. Μα κι ο ίδιος δεν ενοχλείται πλέον. 
Απ' το μπαλκόνι, το φεγγάρι απ' τη μια κι απ' την άλλη ο κόσμος. Που δεν υπάρχει... χάθηκε! Η ζεστή, υγρή νύχτα που ταξιδεύει σε περάσματα φεγγερά και σε μυρωδιές ζεστές γεμάτες αγάπη... Αχ! πόσα θα της έλεγε! Αχ! πόσο έκλεισε η ψυχή του!
Μα δεν λογαριάζονται οι πόνοι! Φύονται απο παντού, έγιναν σάρκα και οστά, που τα φόρεσε σαν το χιτώνα της Αποκάλυψης και το τέλος έχουν σαλπίσει οι μαύροι άγγελοι! 
Αχ! αλκυόνη...
Κι όλο εσένα θέλω μόνο
για κανέναν δεν σηκώνω
τώρα πια το ακουστικό
Μόνο εσένα και είμαι εντάξει
το ταβάνι έχει πετάξει
δυο φωτιές στον ουρανό