Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

No blue moon....

Στον δύσκολο Αύγουστο του '12 δεν έχει χώρο για το μπλέ φεγγάρι. Γύρω η δυστυχία θεριεύει χωρίς σταματημό. Οι άνθρωποι πονάνε. Κρύβουν την απελπισία σ' ενα πικρό χαμόγελο, σε μια πεθαμένη καλημέρα. Η ζωή έγινε βάσανο, χωρίς προοπτική καλυτέρευσης. Οι δυσκολίες αγριεύουν, η υπομονή χάνεται...
Πού θα βγεί η οργή;
Η μάνα, μέσα στο παραλήρημά της και μέσα στη θολούρα της πέφτει σε θρήνο και κατάθλιψη. Το ασυνείδητό της δουλεύει καλά ακόμη. Μυρίζεται τη δυστυχία, την αντιλαμβάνεται με το αλάνθαστο ένστικτο της εξυπνάδας που της έχει απομείνει. Θρηνεί για τον Στέφανο, τον κολλητό του εγγονού της, που σκοτώθηκε την Κυριακή, καβάλα στη μηχανή του. Θρηνεί για τον θρήνο του εγγονού της, που έχασε το φίλο του και το έδαφος κάτω απ' τα πόδια του, όμως μαζί θρηνεί και για τους έλληνες και την ελλάδα και πνίγεται στο αδιέξοδο κλάμμα.
Τόσο πολύ χειροπιαστή έγινε η δυστυχία...
Το μπλέ φεγγάρι θα περάσει απαρατήρητο. Στέρεψαν οι ψυχές απο παρηγοριά, οι ευχές στο μπλέ φεγγάρι δεν έχουν προσμονή...
Θα είμαστε πάντα μόνοι...

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Παράπονο...

Κάθε νύχτα ταλαντεύεται μεταξύ, κάτι σαν απροσδιόριστος λήθαργος και πολύ αϋπνία. Οι ήχοι της νύχτας δύσκολα αντιμετωπίζονται. Γιομίζουν το δωμάτιο και οι σκιές παίρνουν ζωή και κινούνται, διαγράφοντας αδιόρατες μορφές στο ταβάνι, στις κουρτίνες, στους τοίχους. Συχνά σηκώνεται απ' το κρεβάτι, διακόπτοντας το ακυβέρνητο μαρτύριο του δήθεν ύπνου και πάει και κάθεται στο μπαλκόνι. Ανοίγει τις παλάμες, σαν ζητιάνος, σε μια ικεσία χωρίς αντικείμενο, χωρίς καμμία προϋπόθεση. Μια ικεσία ούτε συγκεκριμμένη κι ούτε αφηρημένη. Λες κι είναι σε όνειρο, όπου η αϋπνία και η ύπνωση γίνονται ένα, αξεδιάλυτες και ενωμένες σαν δυο παλάμες, που ικετεύουν. Σαν σιαμαίες που δεν μπορούν να χωρίσουν και ν' αποκτήσει η κάθε μια την ανεξαρτησία της. Δυό παλάμες παραπονεμένες, μέσα στη νυχτιά, που η ικεσία τους δεν θα εισακουστεί, αφού δεν υπάρχει για να υποβληθεί...

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Στην ανατολή...


Στα μάτια παίζει τ' άστρο της αυγής
ο ήλιος πλένει τ' όνειρο της γης
πλατύ ποτάμι η αγάπη και βαθύ
κουράστηκε και πάει να κοιμηθεί

Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ' αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί

Στα χείλη καίει πικρό μικρό φιλί
ποιο μακρινό ταξίδι σε καλεί
θα φύγεις ξένε, άσπρα τα πανιά
παραμονεύει η λησμονιά

Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ' αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Ξημέρωμα καταιγίδας....

Ο λιγοστός του ύπνος διακόπηκε απο τις βροντές των κεραυνών, που έσεισαν την πόλη. Η βροχή είχε αρχίσει όταν βγήκε στο ακυβέρνητο μπαλκόνι του. Του μαστίγωσε τα χέρια, το κορμί και το πρόσωπο, καθώς έγειρε ρίχνοντας τα χέρια του έξω απο τα κάγκελα. Το αστραπιαίο φώς των κεραυνών έπεφτε σαν τομή, σαν ράγισμα στην κουρτίνα της γιάλινης βροχής και της νυχτιάς και τον ερέθισε να οδηγήσει στους έρημους βρόχινους δρόμους.
Έσκυψε λοξά πάνω στη μηχανή, κόλλησε το σώμα του πάνω της και γκάζωσε ανοίγοντας τον δρόμο, σχίζοντας με την ταχύτητα τη βροχή σαν μαχαίρι, σαν άνεμος οξύς, αδιαφορώντας για το μαστίγωμα εκατομμυρίων παγωμένων σταγόνων πάνω στο κορμί του...
Πήρε την κλίση της βροχής, με συνοδεία λαμπρή τους κεραυνούς, σε μια πορεία ασυνείδητη, σε δρόμους καταρακτώδεις κι έρημους απο φοβισμένους ανθρώπους...
Φθάνοντας στο μεγάλο στάδιο σταμάτησε. Απο τους πυλώνες η βροχή πέφτοντας έμοιαζε με τύψεις, γέμιζε το ταρτάν με ήχους και αόρατα σήματα. Κατέβηκε απ' τη μηχανή και πέρασε τα χέρια του ανάμεσα απο τα κάγκελα, πιάνοντας τις σταγόνες, γυρεύοντας κάτι χειροπιαστό κι ανυπέρβλητο...
Έμεινε ακίνητος, σαν δέντρο μαραμένο, που η ατέλειωτη βροχή δεν μπορούσε να δροσίσει...

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Ήσουνα εκεί...

Στου σκληρού ύπνου το έρεβος, τινάχτηκε σε πανικό. Το λιγοστό φως του έξω κόσμου μέσα στο δωμάτιο ήταν αρκετό να σβήσει τον εφιάλτη...
Στάθηκε όρθιος, ανασαίνοντας βαρειά καθώς ο ιδρώτας είχε μουσκέψει την ύπαρξή του. Οι σκιές ζωντάνεψαν απ' το θρόϊσμα της κουρτίνας, στον τοίχο σχηματίστηκε το σύμπλεγμα δυο ανθρώπων που βαστιούνται χέρι με χέρι. Βγήκε στο μπαλκόνι. Στην ερημιά της προχωρημένης νύχτας η σιωπή και το φεγγάρι ήσαν οι μοναδικοί παρόντες. Πήρε και βυθίστηκε στην πολυθρόνα ατενίζοντας στην ανατολή της πόλης. Χύθηκαν στο μυαλό του ανακατεμένες οι αναμνήσεις, κι ένα τραγούδι πικρό μισοέσβησε στα χείλη του. Έμεινε εκεί ώρα σκυφτός. Στο πάτωμα η αναλαμπή του φεγγαριού ασήμωνε τα δάκρυα, που αβίαστα κύλαγαν απ' τα μάτια του, χωρίς να τον λυτρώνουν...


έρημο τραγούδι απο αίμα κι απο χιόνι
                                        κλαίει στα παλιά μου τα χαρτιά
όπως το φτωχό μου το κορμί που δεν παλιώνει
για να το πετάξω στην φωτιά

ήσουνα φεγγάρι κι ήμουνα πουλί
πέταξα για να σε φτάσω
και όταν σε είχα φτάσει μέχρι το φιλί
σε έσβησε η ανατολή ...