Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Μια κάποια λύση...


-- Τί κάνεις; γιατί σταμάτησες; τον ρώτησε με έκπληξη και αγωνία, καθώς φρενάρισε απότομα, σταματώντας δεξιά, απέναντι απ’ το διυλιστήριο της ΕΚΟ. 
Αφήνοντας το αυτοκίνητο σε λειτουργία και με τα φώτα αναμένα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στη μέση του άδειου δρόμου, κάνοντας σινιάλο με τα χέρια για να σταματήσει το αυτοκίνητο που τους ακολουθούσε.
-- Μείνε εκεί, της πρόσταξε με αυστηρότητα, με την προσοχή του στραμμένη στο άλλο αυτοκίνητο, που σταμάτησε μαλακά δυό μέτρα μπροστά του.
Παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις της να σταματήσει και να επιστρέψει στο αμάξι του, εκείνος κινήθηκε γρήγορα στην πλευρά του οδηγού. Ήταν ένας μπάρμπας που τον κοίταγε με απορία, κατεβάζοντας το τζάμι. Στο πλάι του μια ηλικιωμένη χοντρή, που ήταν πιο ψύχραιμη.
-- Τί πάθατε καλέ; ρώτησε η χοντρή με τσιριχτή φωνή.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Η ¨απαγωγή"


Τα βράδια, μετά τη δουλειά, γυρίζει σχεδόν πάντα στη μοναξιά του σπιτιού του. Δεν τον περιμένει κανείς, μονάχα η σκυλίτσα του, η Μπέλα. Μολονότι έχει πολλές ευκαιρίες για κάθε είδους συντροφιά, μόνιμα και συστηματικά αποφεύγει τις παρέες, τους ανθρώπους. Η απόφαση να απομονώνεται είναι ειλλημμένη πολλά χρόνια τώρα. Ύστερα από μια μεγάλη απογοήτευση δεν έχει κανένα λόγο να ξαναδοκιμάσει συμβίωση, ούτε σε επίπεδο παρέας... Μια Μπέλα φτάνει και περισσεύει...
Έτσι, παρ’ όλο που του πέρασε απο το μυαλό η πρόσκλησή της, δεν είχε διάθεση να πάει στο ξενοδοχείο της.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Τη νύχτα...


Ήταν περασμένο μεσημέρι όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Την είχε σχεδόν ξεχάσει, όμως εκείνη δεν τον ξέχασε. Δυσκολεύτηκε να καταλάβει ποιά του τηλεφωνούσε επειδή ακούγονταν και ήταν αγουροξυπνημένη. Τον παρακάλεσε να τη δεί, επειδή το πρόσωπό της είχε πρηστεί ακόμη περισσότερο και ο πόνος δυνάμωνε...
Στο ξενοδοχείο, που ο διευθυντής ήταν γνωστός του, η κατάσταση δεν ήταν τόσο δραματική, όσο του είχε περιγράψει. Του έγινε φανερό πως ο μπελάς σχεδίαζε να του “φορτωθεί” κατά κάποιο τρόπο. Τουλάχιστον έτσι υποψιάστηκε. Την φρόντισε. Φερόμενος τυπικά, σαν φιλάνθρωπος, μολονότι δεν του πήγαινε ο ρόλος. 
Φεύγοντας για να επιστρέψει στο γραφείο του, ανταμώθηκε με τον διευθυντή του ξενοδοχείου. Σύντομα πληροφορήθηκε πως η “νυχτερίδα” είχε ανανεώσει την παραμονή της στο δωμάτιο, για αλλες 48 ώρες! Δεν ρώτησε λεπτομέρειες, μολονότι ο ίδιος είχε προπληρώσει μονάχα για το προηγούμενο βράδι και έκρυψε το μίγμα της έκπληξης και της περιέργειάς του.
-- Γιατί αυτοαποκαλείσαι νυχτερίδα; την είχε ρωτήσει με περιέργεια.
-- Είναι το χαϊδευτικό μου! του απάντησε και πρόσθεσε χαρούμενη: — η μαμά μου με λέει νυχτερίδα, επειδή μου αρέσει να ζω τη νύχτα... 

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Τα ψέματα...

— Δεν μπορώ να πληρώσω ξενοδοχείο, του δήλωσε μελαγχολικά και χαμηλόφωνα,  ακουμπώντας άβολα το κεφάλι της στο πλαϊνό παράθυρο του αυτοκινήτου.
— Ποιοί είναι αυτοί που σε χτύπησαν; ρώτησε αιφνίδια.
— Δεν θέλεις να ξέρεις... κοντοστάθηκε κι απάντησε σφίγγοντας πεισματικά τα δόντια της
— Κινδυνέψαμε κι οι δυο πριν λίγο, δεν πρέπει να ξέρω τον λόγο;
Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα, ικετευτικά. Το πρόσωπό της σκίαζαν και φώτιζαν διαδοχικά τα χλωμά φώτα του δρόμου, τονίζοντας τα σκληρά ζυγωματικά και το μισομαυρισμένο μάτι.
— Σ' ευγνωμονώ που με γλίτωσες, αλλά σε παρακαλώ μη μου ζητάς να...
Μεσολάβησε μια μικρή και άβολη σιωπή, φανερώνοντας πως κανείς τους δεν ήθελε να επιμείνει.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Την κρύα νύχτα...

Βγήκε απ' το μπαρ και κοντοστάθηκε, αφήνοντας την παγωμένη νύχτα να του χτυπήσει το πρόσωπο. Ύστερα από τόσο αλκοόλ χρειάζονταν την υγρή ψυχρή ατμόσφαιρα να τον συνεφέρει. Έψαξε στο μπουφάν τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βρίσκοντας το πακέτο με τα τσιγάρα άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Η θάλασσα πνίγονταν εμπρός του, ακίνητη στη σιωπή της Καλαμαριάς. Δυό - τρία αυτοκίνητα παρακάτω άνοιξε η πόρτα ενός απ' αυτά κι ένας τύπος βγήκε επιδεικτικά και παραμένοντας ακίνητος - όρθιος με τα χέρια έξω από τις τσέπες, κοιτάζοντάς τον βλοσυρά, μέτραγε με ποιόν έχει να κάνει. Στη θέση του οδηγού διέκρινε έναν ακόμη, που κρυβόταν στο σκοτάδι και στην πάχνη του παρ-μπρίζ. Διερεύνησε το χώρο γύρω του για να διαπιστώσει αν υπάρχει και κάποιος άλλος και τότε άκουσε πίσω του την πόρτα του μπαρ να ανοίγει.
Ήταν η κοπέλα, η Τάνια. Τον έπιασε αγκαζέ γελώντας δυνατά κι αναίτια τον προέτρεψε:
— Ώου! κάνει πολύ κρύο! Πού είναι το αμάξι σου αγαπούλα να πάμε στο σπιτάκι μας;
Και πριν συνέλθει απ' την έκπληξη ακούγοντάς την, τον έσπρωξε εμπρός με κρυφή ελεγχόμενη  δύναμη και χώνοντας το στόμα της δίπλα στ' αυτί του, ψιθύρισε βιαστικά:
— Βοήθησέ με να ξεφύγω και θα κάνω ότι θες...