Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Θέλω...

I want to be sheer, transparent as a tear in the moonlight...
To be as a tiny particle of light, that you see everywhere, without knowing that it's me...
Just to be able to see you...
I want to tell, again and again your name, until I' ll be able to realise that it is my name too... that between us there is not a distance, nor a gap and we are unseparately one!
I want to be your beloved song, the one that you hear every night and you get passionate with your eyes wet of tears... and then to be able to blag in the deepest part of your mind and dry the sorrow...
That is why I want to be sheer, transparent as the light...
Just to stand next to you in front of a mirror and when I look, my idol becomes you...

Don't be sad, 'cause I 'll die...

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Θλιμμένη μέρα...

Χτές το απόγευμα έφυγε ο Ηλίας Γ.. 
Η θλίψη, με όλη τη σημασία της, μας έδειξε το αληθινό της νόημα.
Μαζί με τον Ηλία έφυγε πολύς κόσμος. Πάρα πολύς. Επειδή μόνο ο Ηλίας τους θυμόταν και τους μελετούσε. Άνθρωποι σπουδαίοι που τα χνάρια τους σβήστηκαν, που οι ιδέες τους ξεθώριασαν, όμως ο Ηλίας επέμενε να μας τους υπενθυμίζει. Με απαράμιλλη μαγεία στα γραπτά του, ξεκαθάριζε εύκολα και με διαύγεια τις δυσκολίες της ζωής μας. Και την έκανε ευκολότερη, ανεκτικότερη. Οι αναφορές του από τα ιστορικά πρόσωπα, από την παλιά και σύγχρονη φιλοσοφία, από την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική, τα όπλα, τον αθλητισμό,
Με τον τρόπο του χάλκεψε τις ψυχές μας και επηρέασε το μυαλό και την καρδιά μας. 
Μαζί με τον Ηλία πεθαίνει κι ένα μεγάλο κομμάτι πολιτισμού.
Καλήν αντάμωση!

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Πανσέληνος αυγουστιάτικη...

Άλλη μια αυγουστιάτικη Πανσέληνο θα σε χάσω. Όπως όλες που πέρασαν από τότε. Επειδή είναι αβάσταχτο να μην είσαι εδώ και ταυτόχρονα να είσαι συνέχεια εδώ! 
Να σου μιλώ και να μ' ακούς. 
Να σ' αγγίζω και να τρελαίνομαι, 
να σε βλέπω και να πεθαίνω...

ή αντίθετα: 
να σου μιλώ και να μην μ' ακούς
να μη σ' αγγίζω καθόλου όταν όλα δηλώνουν την παρουσία σου
και να πεθαίνω χωρίς να σε 'δω...

Παρηγοριά μονάχα μένει ο στίχος του Ελύτη:

"έτσι μιλώ για σένα και για μένα,
επειδή σ' αγαπώ 
και στην αγάπη ξέρω να μπαίνω σαν Πανσέληνος"

Θα με σκεφτείς απόψε;

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Εκείνος ο ζεστός αύγουστος....


Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη με φόντο τις στέγες σπιτιών και στο βάθος το ψηφιδωτό - μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης. Από τα μάτια του πηγάζει η αυτοπεποίθηση εκείνης της στιγμής, όπου όλα είναι ok! Είναι ψηλά, ανέγγιχτος από τις δυσκολίες της πικρής ζωής του και χειρονομεί με τον αντίχειρα όρθιο, πως τίποτα δεν μπορεί να τον κλονίσει. Η αυτοπεποίθηση της μοναδικής στιγμής, μερικές φορές κρατά κι αντέχει παντοτινά.

Η φωτογραφία αυτή δεν στόλισε κάποιο εφηβικό άλμπουμ ούτε κρύφτηκε για πάντα σε κάποιο συρτάρι. Αναρτήθηκε στην προμετωπίδα του προσωπικού ιστότοπου του καρδιακού φίλου του κι ανασαίνει εκεί μέρα και νύχτα, καμμιά φορά μέσα σε δάκρυα.

Όσο περνάει ο καιρός τόσο δυναμώνει η απουσία του. Πάνω στη μηχανή, με τα μπράτσα τεντωμένα στο τιμόνι κι ένα χαμόγελο περηφάνειας κι αυτοπεποίθησης, καβαλάρης του πεπρωμένου, έτσι όπως το ορίζει παντοτινά ο ίδιος.
Αυτή η εικόνα του στα μάτια μου. 
Επειδή η ζωή τον σφυρηλάτησε μεν σαν απόκληρο, όμως εκείνος δεν τη φοβήθηκε. Πάλεψε δε, μειράκιο ών, σαν αληθινός άντρας και τη δάμασε κι ας νομίζουν οι περισσότεροι πως τη χαράμισε.

Κι αν απόμειναν κάποιοι να τον συλλογιούνται, δεν είναι επειδή εκείνο τον ζεστό αύγουστο έφυγε απροειδοποίητα, ξαφνικά και πολύ νωρίς. Είναι επειδή η παρουσία του σημάδεψε πολλούς ανθρώπους, που ο ίδιος δεν είχε καν ψυχανεμιστεί πόσο τους επηρέασε. 

Η δύναμη της ψυχής του πλανιέται στην καρδιά του φίλου του. Που συχνά ανταμώνει μαζί του, καθώς η γνώριμη μορφή του σχηματίζεται εκπληκτικά σε κάποιους άγνωστους περαστικούς, που το αποτύπωμά τους μοιάζει πολύ στο δικό του. Που στα όνειρά του ζει τη σκιά της πραγματικότητας.

Και κανείς απ’ τους δυό αχώριστους φίλους δεν ξέρει, πως αυτή η νειότη τους θ’ αντέξει μέχρι τα βαθειά τους γεράματα...

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Ερημιά μου...

Άδειασε η πόλη. Ερημιά και στο σπίτι. Η μοναξιά έγινε καθεστώς, που δεν ανατρέπεται.
Και πού  να πας; τι να πεις;
Πουθενά δεν βολεύεσαι, καμιά ευχαρίστηση, έστω να περάσει η ώρα...

Χρόνια πολλά...

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Δεν θα 'μαι εγώ, δεν θα 'σαι εσύ...

Πήρε και ξημέρωσε. Αχνό φως χύθηκε στο κατώφλι του μπαλκονιού και μια πνοή αέρα έτριξε πάνω στο πανί της καρέκλας. Άνοιξε τα μάτια κι έριξε μια  ματιά στο ρολόι του τοίχου. Θα πρέπει να 'τανε πέντε και κάτι. Δεν μπόρεσε να δει καλά, επειδή στο τζάμι του ρολογιού αντανακλούσε μια λεπίδα λάμψης απ' το φωτισμό του δρόμου.
Τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην κόκκινη πολυθρόνα. Ύπνος λιγοστός και καλοδεχούμενος κι ας είχε πιαστεί η μέση του. Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε με τρυφερότητα το μπουζούκι, που το 'χε ακουμπισμένο στο πλάι του, πάνω στον ορθοστάτη.
Όλη νύχτα προσπάθησε να βγάλει μια μελωδία, που από νωρίς είχε καρφωθεί στο μυαλό του. Πάλεψε με τις νότες, με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις, μέχρι να τον εξοντώσει η κούραση, μα δεν κατάφερε να την ολοκληρώσει...

Θα 'τανε γύρω στις οχτώμισυ - εννιά παρά, το προηγούμενο απόγιομα καθώς πήγαινε να κλειστεί στο σπίτι, ύστερα από άλλη μια άγονη μέρα. Οδηγώντας αργά με τη μηχανή, την είδε ξαφνικά να βαδίζει μπροστά του. Η ψηλόλιγνη της σιλουέτα, η κοτσίδα στα μαλλιά, η φόρμα της προπόνησης, η τσάντα κρεμασμένη στον ώμο κι εκείνο το βάδισμα τ' ανάλαφρο, το λικνιστό που τον ξετρέλαινε.
Έκοψε το γκάζι με αμφιβολία. Στιγμιαία. Τόσο χρειάστηκε να καταλάβει πως δεν ήταν εκείνη. Έμοιαζε βέβαια πάρα πολύ, όμως δεν ήταν εκείνη. Προσπερνώντας την, γύρισε και την κοίταξε, εντυπωσιασμένος από την ομοιότητα. Το ίδιο έπραξε και η άγνωστη. Ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε κι άρχισε ενθουσιασμένη να του χειρονομεί, να σταματήσει.

Απορημένος σταμάτησε. Τρέχοντας τον πλησίασε γρήγορα και τότε θυμήθηκε ποια είναι. Τον χαιρέτησε με θέρμη, δηλώνοντας πόσο χαρούμενη ήταν, που τον ξανάβλεπε ύστερα από ένα χρόνο και μάλιστα σ' ένα μέρος άγνωστο γι' αυτή. Είχε χαθεί, προσπαθώντας να επισκεφτεί μια φίλη της, παίρνοντας λάθος λεωφορείο, κατεβαίνοντας σε λάθος στάση.
Μαργαρίτα. Αυτό ήταν τ' όνομά της, που έσπαγε το κεφάλι του να το θυμηθεί, όση ώρα του εξιστορούσε την αστοχία της.
Ανέβηκε αδέξια πίσω του, πάνω στη μηχανή, όταν προσφέρθηκε να τη μεταφέρει στον προορισμό της. Κόλλησε το στήθος της πάνω στην πλάτη του κι ακούμπησε το σαγόνι της με αναπάντεχη οικειότητα πάνω στον δεξί του ώμο. Όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη! Ανατρίχιασε στη σκέψη και στην ομοιότητα της πράξης της. Στα πέντε -έξη λεπτά της διαδρομής δεν σταμάτησε να του μιλάει. Πως ήταν στο γυμναστήριο, πως βαρέθηκε να επιστρέψει σπίτι της για ν' αλλάξει ρούχα, πως η γυμνάστριά της είναι κουραστική και απαιτητική, πως από τότε που της είχε θεραπεύσει τα προβλήματα στα γόνατά της δεν ξαναπόνεσε...

Μονολογούσε απτόητη από τη σιωπή του. Είκοσι εννιά χρονών κορίτσι, που είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον σαν αυτόν, που - όπως ομολόγησε - κάποτε της είχε κάμει μεγάλη εντύπωση η σιγουριά που της απέπνεε, τις λίγες μέρες που τον γνώρισε καλά...

Τότε ανάβλυσε μέσα του η μελωδία απ' το τραγούδι, που όλη νύχτα τον βασάνισε για να το βγάλει στο μπουζούκι:

" και τι να πεις σε δυο κουβέντες της στιγμής,
δεν θα 'μαι εγώ δεν θα 'σαι εσύ...
ψάχνεις να βρεις δυο κούφια λόγια να πιαστείς
κι ύστερα πάλι θα χαθείς..."

Ήπιε μια γουλιά ζεστό καφέ κι άναψε ένα τσιγάρο, ατενίζοντας τον μικρόκοσμο του σπιτιού του. Σ' εκείνη τη γωνιά του καναπέ συνήθιζε να κάθεται απλώνοντας τα πόδια της, σαν γύριζε απ' την προπόνηση κουρασμένη.
Έσυρε την κόκκινη πολυθρόνα απέναντί της, κάθισε και πήρε το μπουζούκι στα χέρια του.
Αβίαστα, σαν δροσερό νεράκι - νάμα ιαματικό της πηγής της, ξεχύθηκαν οι νότες...

"και τι να πεις σε δυο κουβέντες της στιγμής..."