Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Η ομορφιά που αρνείται να ξεχάσει...

Μπήκε, περασμένα μεσάνυχτα στο άδειο μπαρ και κοντοστάθηκε δισταχτικά. Ο μπάρμαν διέκοψε το νευρικό σκούπισμα του πάγκου του, ανασήκωσε το φρύδι και την κοίταξε με περιέργεια. Εκείνη τους πλησίασε, τρέμοντας σαν σκύλος, που θέλει κάτι. Έριχνε τη ματιά της δεξιά - αριστερά, ερευνώντας για να βεβαιωθεί πως είχε μπροστά της μονάχα τους δυο άντρες -τον πελάτη και τον μπάρμαν - στον άδειο χώρο του μπαρ. Μόλις βεβαιώθηκε, πλησίασε και κάθισε καναδυό θέσεις παραδίπλα, βάζοντας με προσοχή ένα μικρό τσαντάκι πάνω στη μπάρα. Πριν προλάβει ο μπάρμαν να την ρωτήσει, εκείνη έγειρε στο πλάι, κι έπεσε ανήμπορη στο παγωμένο πάτωμα. Σηκώθηκε γρήγορα, πριν ξαναπρολάβει ο μπάρμαν να ξεπεράσει την έκπληξή του και την ανασήκωσε, σαν παιγνίδι, στην αγκαλιά του. Κατόπιν, κρατώντας την, έσπρωξε με το πόδι ένα καναπέ και την ακούμπησε μαλακά. Τα μακριά της μαλλιά είχαν κρύψει το πρόσωπό της κι ένα ελαφρό βογγητό ξέφυγε απ' τα σφιγμένα χείλη της. Παραμέρισε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά. Είδε τη μελανιά και το πρήξιμο στο αριστερό της μάγουλο και στο μάτι και ψαχούλεψε τον σφυγμό στην καρωτίδα της. Ήταν κανονικός και γρήγορος, σημάδι πως δεν είχε χάσει ολότελα τις αισθήσεις της.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Η ψαρίλα...

Ήταν χειμώνας, όπως και σήμερα. Ψάχνανε να βρούνε το μέρος που τραγουδούσε ο Νίκος Δημητράτος. Θαρρώ ήταν Σαββατόβραδο. Πήγανε μαζί από νωρίς, να κλείσουνε τραπέζι και για τους φίλους τους. Ήταν πολύ χαρούμενος επειδή του άρεζε ο Δημητράτος κι επειδή κι εκείνη δέχτηκε πρόθυμα να πάνε, μόνο και μόνο επειδή ήθελε να τον βλέπει χαρούμενο κι ευχαριστημένο. Γι' αυτό δεν του χάλασε το χατίρι.
Φθάσανε κατά τις 9 το βράδυ στο μαγαζί κι έκανε πολύ κρύο. Την άφησε στη ζέστη του αυτοκίνητου και πήγε μόνος για τα διαδικαστικά. Επιστρέφοντας στο αμάξι πολύ σύντομα, σχεδόν αμέσως, τον κοίταξε με απορία...
Η απογοήτευση είχε χαραχθεί έντονα στο πρόσωπό του...
Μόλις άνοιξε την εξώπορτα του Πλατώ, τον πήρε κατάμουτρα μια αφόρητη μπόχα, που αμέσως του είχε φέρει δύσπνοια... Του ήταν αδύνατο να επιχειρήσει να υπομένει την βαρειά μυρουδιά, όντας αλλεργικός κι ασθματικός σε τέτοιο περιβάλλον...
Έτσι δεν μπόρεσε να χαρεί από κοντά τον μεγάλο τραγουδιστή.
Σήμερα έμαθε πως ο Νίκος Δημητράτος έφυγε για πάντα. Γι' αυτό θυμήθηκε εκείνη τη βραδιά. Στη ζωή του όλα, όλα, σημαντικά κι ασήμαντα είναι συνυφασμένα με εκείνη...
Χρόνια αργότερα, στο Πλατώ γίνονται τα γυρίσματα της εκπομπής που είχε αναλάβει. Μυρωδιά όμως καμιά, όλα καλά. Ύστερα από τα πρώτα γυρίσματα, μια Τρίτη απόγευμα, που πήγε για το γύρισμα, η δριμεία μυρωδιά ήταν πάλι εκεί. Του εξήγησαν πώς την προηγούμενη μέρα (όπως και κάθε Δευτέρα) μπροστά στο δρόμο του Πλατώ  λειτουργούσε λαϊκή αγορά. Στην περίμετρο του μαγαζιού τους, για κακή τους τύχη ήταν οι πάγκοι των ψαράδων. Κι όταν στο τέλος της μέρας έλιωνε ο πάγος που συντηρούσαν τα ψάρια, το νερό πλημμύριζε το πεζοδρόμιο και τον δρόμο και βρώμαγε ο τόπος. Η ψαρίλα έμενε εκεί για δύο 24ωρα, επειδή ο δήμος δεν καθάριζε το δρόμο, με ειδικά απορρυπαντικά και οι ιδιοκτήτες του Πλατώ ήταν σε απόγνωση. Το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να μεταθέσουν την λειτουργία της λαϊκής αγοράς από Παρασκευή σε Δευτέρα...

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Μες τους τέσσερις τοίχους...



Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα...

(απόσπασμα απο το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη)

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Λόγια των σκοτεινών κυμάτων...

Ο προβολέας της μοτοσικλέτας φώτισε την σκοτεινιασμένη και παγωμένη θάλασσα. Αργοσάλευε το κύμα μπροστά στον τροχό της, καθώς σταμάτησε στα λίγα εκατοστά της προκυμαίας πριν το κενό. Το ψύχος διαπέρασε το κορμί του σαν λεπίδα παγωμένου μέταλλου. Κατέβηκε απ' τη μηχανή, έσβησε τα φώτα και τον κινητήρα κι απόμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος. Της νύχτας η σιωπή κι η ερημιά της παραλίας φωτίζονταν αμυδρά απ' τα νοτισμένα φώτα του καραβιού, που στο βάθος ακίνητο, βουβό σκάλωνε στο αγκυροβόλι. Θάλασσα κι ουρανός γίναν ένα. Έσμιγαν αξεδιάλυτα στο νυχτερινό αιθέρα και το καράβι φάνταζε σαν κάδρο κρεμασμένο σε τοίχο. Πίσω του, μακριά και μέσα στην ομίχλη τα κοκκινωπά φώτα στο παλιό λιμάνι, αμυδρά πάσχιζαν να τρυπήσουν την απόσταση, σαν την τελευταία πνοή μιας ζωής που αργοσβήνει στο άπειρο.
— Ποιός είμαι άραγε; αναρωτήθηκε ανάβοντας τσιγάρο.
— a distance ship smoke on the horizon... απάντησε η ψυχή του.
Κάπνισε, ρουφώντας την υγρασία και την παγωνιά της νύχτας μαζί με τον καπνό. Στο παγωμένο του κορμί ισορροπούσε το ψύχος με τη φωτιά που έκαιγε στα σωθικά του.
— ...αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα! ψιθύρισε στίχο του Ελύτη, κι ας μην είχε αστέρια ο βαρύς χαμηλός ουρανός.
Ο διάλογος με τους δαίμονες που εξουσιάζουν τη ζωή του κράτησε την υπόλοιπη βραδιά. Τα λόγια των σκοτεινών κυμάτων, ανακατεμένα στο σαλεμένο του μυαλό, ύφαναν ολάκερη τη νύχτα με αισθήματα βαρειά, με δάκρυα πικρά και μνήμες πυκνές μιας ωραίας, που ο αγράμματος έχασε χρόνια πριν.
Το ξημέρωμα, τον βρήκε πάλι στους δρόμους να βολοδέρνει σφιχταγκαλιασμένος πάνω στη μηχανή, ανάμεσα σε βιαστικούς ανθρώπους, των οποίων η ζωή τουλάχιστον έχει κάποιο προορισμό...

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Το κομματάκι που λείπει...

Νυχτερινή μεταμεσονύχτια βροχή. Με ρυθμό σταθερό. Πάνω στα γυμνά κλαδιά, στους σκουριασμένους τσίγκους, στη φθαρμένη στέγη και στο σκληρό χώμα. Βρόχινη τελετή, ιερή της άγριας νύχτας...
Ανεβαίνεις τότε ψηλά. Πάνω απ' τις στέγες των ανθρώπων, κάτω απ' τα βαρειά σύννεφα, που κρύβουν τον ουρανό. Η βροχή σε ξεπλένει απ' την κατάθλιψη. Ξεπλένει τις άγριες σκέψεις, για να μπορέσεις να επιστρέψεις εντός σου, καθαρός και μουσκεμένος. Το κρύο γίνεται λάσπη. Σαν τον χρόνο που απόμεινε πάνω σου.

Όταν ιερουργεί η βροχή, τράβα ψηλά, στ' ανήμερα. Εκεί που ο ουρανός ανοίγει την αγκαλιά του, δείχνοντας το κομμάτι της συμμετοχής σου στο σύμπαν. Που είναι μικρό. Πολύ μικρό κι απροσδιόριστο. Σαν ένα δάκρυ απομονωμένο σ' έναν ολόκληρο Ατλαντικό. Που όσο κι αν ψάξεις δεν γίνεται να το βρεις. Κι ας βρήκες κάποτε την άλλη ψυχή, που σου κουρέλιασε τη ζωή σου όλη.
Έτσι, σαν το δάκρυ στον ωκεανό, χάθηκε το κομμάτι σου στο σύμπαν. Επειδή το σύμπαν σου ήταν εκείνη...
Η παγωμένη βροχή ανήμπορη κι αυτή, να γιατρέψει τη φλόγα που κατατρώγει τα σωθικά σου. Φεύγεις, φεύγεις...
Αργά και σταθερά φεύγεις. Επειδή τίποτε πια δεν περιμένεις...
Ούτε το μικρό εκείνο κομματάκι του απέραντου σύμπαντος...

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Σαν κοριτσάκι που παίζει με τα σπίρτα...

Ύστερα από τα μεσάνυχτα παλεύει με την αγρύπνια. Μετρά στην άδεια ψυχή του τα κενά χρόνια που πέρασαν. Σαν τιμωρία, για τα χρόνια που χάρηκε την ευτυχία. Μετρά μια ατέλειωτη διαδοχή εικόνων, διαδρομών, λέξεων και αισθημάτων. Που μπορεί να τέλειωσαν, μα δεν έσβησαν, δεν γίναν παρελθόν. Κι όσο κι αν ο χρόνος απομακρύνεται από εκείνη τη ζωή, πεισματικά αρνείται να την εγκαταλείψει. Σαν βουδιστής καλόγερος, που τάχτηκε να περάσει τη ζωή του στα βουνά, ψάχνοντας προσευχόμενος το πρόσωπο του Θεού.
Μόνο που το πρόσωπο του δικού του Θεού είναι γνώριμο. Σαν ένα κοριτσάκι, που παίζει με τα σπίρτα...

Τὸ φῶς

Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες
  φωνές,
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου
ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ
  σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν
  δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα
ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.

Γ. Σεφέρης