Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Strange...

Late night again. No need to get some sleep. My feet are numbed, urging me to go out. Can't stand being alone in this empty room. Bela is sleeping in the next room. She does this every time I play music with my bouzouki. Grabs a little red pillow and runs away, at the next bed room. She will probably stay there until in the morning. Strange...
After one year of studies and lessons I can play music, without having the need to read notes by the tablatures. I have the ability to listen to one song and I can play it. Not with the efficiency of a professional  but I can play it and every one can understand what I am playing.
Last Sunday I played bouzouki for my mother. Though Alzheimer's disease governs her mind, she remembered all the lyrics of the songs I have played and started singing them along with Popie, my sister. It was good. A pleasant surprise. Suddenly she asked me:
 -- How is Tania? Does she take care of you? Are you happy?
I said that you are all right. That you work hard and everything is fine...
Then she asked:
--- Why she doesn't  come for lunch with us?
--- She is training hard and has to take part in a lot of games, answered my sister for me.
--Ah! I remembered, replied my mother. -- She phoned me, some days ago and told me that she is very busy...

How strong is your absence? How can it affect a disturbed mind, like my mothers'?
Strange...

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Το κοριτσάκι των φαναριών...

Με κοίταγε, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της, ακουμπώντας με το σαγόνι της στην πόρτα του αυτοκινήτου. Στο αριστερό της χέρι κράταγε δυό - τρία πακετάκια χαρτομάντηλα και με την ανάστροφη του δεξιού της σκούπιζε τη μύτη της, που κοκκίνιζε συναχωμένη. Κοίταγε αδιάφορα. Ούτε κλαψούριζε ούτε "απαιτούσε". Το βλέμμα της δήλωνε: — θέλεις χαρτομάντηλα; εάν ναι, καλώς. Εάν όχι, σκασίλα μου.
Την ίδια συμπεριφορά την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη και σχεδόν όλες τις μέρες που η κίνηση με σταμάταγε στο ίδιο φανάρι. Μονάχα μια μέρα μου χαμογέλασε, όταν αφού της αγόρασα το έκτο πακετάκι με τα χαρτομάντηλα, της έδειξα ανασηκώνοντας, απο το εσωτερικό του αυτοκινήτου τα υπόλοιπα πακετάκια που είχα αγοράσει και που ήταν αχρησιμοποίητα...
Μονάχα χαμογέλασε...
Κάθε φορά που περνάγαμε με τον Ίντυ, πηγαίνοντας στην κλινική που νοσηλεύονταν ο νονός του αλλά και αργότερα στο σπίτι του, πλησιάζοντας έψαχνα με το βλέμμα μου το κοριτσάκι με τα χαρτομάντηλα. Την τελευταία φορά που την είδα κάθονταν στο πεζοδρόμιο, δίπλα σ' ένα ποδήλατο και στριφογύριζε τη ρόδα του ρυθμικά, μάλλον ψυθιρίζοντας κάποιο σκοπό.
— Γιατί της δίνεις κάθε φορά τόσα χρήματα; παραπονέθηκε ο Ίντυ... —αφού θα της τα πάρουν αυτοί που τη βάζουν στα φανάρια...
— Αν δεν τους πάει τα χρήματα, θα τη βάλουν να κλέψει. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο... απάντησα.

Δυό βδομάδες περίπου μετά την πρωτοχρονιά είδαμε στις ειδήσεις το ατύχημά της. Καθώς ποδηλάτιζε στην οδό Λαγκαδά, έπεσε αδέξια απ' το ποδηλατάκι της και το μεγάλο λεωφορείο δεν πρόλαβε να σταματήσει.
Ο Ίντυ αναστατώθηκε πολύ, επειδή είναι σίγουρος πως ήταν το κοριτσάκι με τα χαρτομάντηλα. Άλλωστε την είχαμε 'δεί με το ποδήλατό της...

                   Στα αζήτητα η σορός εντεκάχρονης στη Θεσσαλονίκη

Του έκρυψα, πως η πιτσιρίκα παραμένει στα αζήτητα, άταφη, στο ψυγείο του νεκροτομείου κάποιου νοσοκομείου. Επειδή η ζωή της ήταν ήδη χαμένη, μολονότι ο Ίντυ πίστευε και μου το είπε πως κάποια μέρα θα το έσκαγε και θα γλίτωνε απ΄την εκμετάλλευση.
Δεν ξέρω ποιός θα κλάψει για το παιδί εκείνο. Ίσως κανείς...
Έχει πολύ δρόμο ακόμη η ιστορία του ανθρώπου προς τον πολιτισμό, για να μην υποφέρουν κι άλλα παιδιά κι όχι μόνο στα φανάρια...



Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Τα σημάδια μέσα μου...

Ονειρεύεσαι σημαίνει πως ελπίζεις ότι οι σκέψεις σου θα πάρουν σχήμα και μορφή. Επίσης σημαίνει πως βλέπεις όνειρα, που υφαίνονται αλλόκοτα, σαν σενάρια μεθυσμένων, άναρχων και ακραίων δημιουργών. Θυμάμαι τα όνειρα που μου διηγούσουν.  Σαν σενάρια ανάκατων ταινιών με ετερόκλητα θέματα. Μπερδεμένα και υφασμένα από μια απίστευτα ισχυρή φαντασία...
Όμως εγώ βλέπω εσένα. Τα όνειρά μου δεν είναι ασυνήθιστα. Όταν δεν αναπαράγουν στιγμές από τη ζωή που ζήσαμε, με τραβολογάνε σε σενάρια που προσπαθώ να μαντέψω το νόημά τους, όταν ξυπνήσω. Όπως τούτη τη νύχτα...
Που με πήγες σε μια μικρή πόλη. Μια όμορφη, μικρή επαρχιακή πόλη που δεν κατάλαβα ποιά  ήταν... Σαν σε νησί...
Είχες δουλειά εκεί και σε πήγα, ως οδηγός, μ' ένα σπορ λευκό μεγάλο αυτοκίνητο με κόκκινα καθίσματα. Όσο έκανες τις επαφές σου, σε περίμενα μόνος, μέσα στ' αμάξι.
Όμως περίμενα άδικα, επειδή ξαναεμφανιζόσουνα γυρνώντας μ' ένα ποδήλατο, που ήταν μεγάλο σαν μηχανή. Ύστερα, με πήγαινες σε διάφορα μέρη της πόλης, με την ευχέρεια ανθρώπου που τη γνωρίζει καλά, μολονότι είχα έρθει μαζί σου, για να σε βοηθήσω να βρούμε τα μέρη που έπρεπε να επισκεφτείς. Πολλοί περαστικοί δε, σε χαιρετούσαν ευγενικά και μ' εγκαρδιότητα...
Στο τέλος, καθώς βράδιασε, με πήγες έξω από ένα μεγάλο σπίτι. Διώροφο  με μεγάλες μπαλκονόπορτες, μεγάλα φωτισμένα παράθυρα κι ένα μικρό κήπο με σιδερένια ψηλή εξώπορτα. Τα γειτονικά σπίτια επίσης καλαίσθητα, γεμάτα δέντρα και ησυχία. Μια γειτονιά αρχοντική, σ' ένα ελαφρό ύψωμα της πόλης.
Σταθήκαμε αμίλητοι έξω από το αμάξι. Είχες τυλίξει τα χέρια σου γύρω από τους ώμους σου, σαν να κρύωνες, ενώ δεν έκανε κρύο. Περίμενα, νοιώθοντας άβολα, να μου 'πεις τι θα κάναμε εκεί. Είχες κι άλλη δουλειά; θα 'πρεπε να περιμένω πάλι και για πόση ώρα; Πότε θα φεύγαμε;
Όμως δεν μιλούσες. Με κοίταζες ήσυχα, μ' ένα βλέμμα αναμονής, μέχρι να καταλάβω, χωρίς να χρειαστεί να μου εξηγήσεις. Δεν άργησα να καταλάβω πως κάποιος σε περίμενε σ' εκείνο το σπίτι και πως η αποστολή μου είχε λήξει...
Μπήκα αμίλητος στο αμάξι να φύγω. Η καρδιά μου είχε γίνει κομμάτια. Με ξύπνησε μια λύπη της άλλης "πλευράς", αυτής που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν δοκιμάσει κι από τότε ονειρεύομαι να 'ρθει κάποτε και για μένα, ο λυτρωμός...

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Άφησέ με μόνο...

Πήρε η νύχτα και προχώρησε, αδιαφορώντας για όλα. Μήτε για τον Θανάση που αργοσβήνει απ' τον καρκίνο, μήτε απ΄τον Νικόλα που παλεύει μέσα στον Ατλαντικό. Με καθήλωσε πάνω στο πληκτρολόγιο, που προσπαθώ να τ' αποφύγω...
Για να μη συνδέσω λογικά τις σκέψεις μου ούτε να συναρμολογήσω νόημα στα αστοιχείωτα. Σαν μια κατάρα από άγνωστη εξομολόγηση, η αλληλογραφία μου με τους δαίμονές μου προκύπτει αναγκιαία, όπως τότε που σε περίμενα, για να ομολογήσω και ν' αδειάσω κάθε τι που απασχολούσε το λογισμό μου...
Τώρα σιμά μου κανείς, για ν' ακούσει την ανάγκη μου. Μήτε οι άδειοι τοίχοι, μήτε οι κρότοι της νύχτας στην άδεια πόλη. Καθηλωμένος από ένα σπασμένο γόνατο, κουτσαίνοντας αρνούμαι να συμβιβαστώ στην ποινή της ακινησίας.
Επειδή η εξομολόγηση αναβλύζει αβίαστα, σαν την ανάγκη που κάποτε θεράπευες μ' ευκολία...
Χάθηκα σε νύχτες ακινησίας. Αριστερά μου ένα μπουζούκι σιωπηλό, σαν σκιάχτρο σε γόνιμο χωράφι και δεξιά μου η Παναγιά, σ' εκείνο το μοναστήρι της Δράμας, που είχες τάξει το μετάλλιό σου. Με την πλακόστρωτη αυλή και την καταπράσινη πλαγιά, που έκρυβε μ' επιμέλεια την ύπαρξή τους...
Δεν είμαι μεθυσμένος.
Μπερδεμένος είμαι, επειδή η απουσία σου μου στοιχίζει. Γι αυτό η καταγραφή των σκέψεών μου μοιάζει ακανόνιστη, πολύπλοκη και ακατανόητη...
Είναι εύκολο να το καταλάβεις: στο λογισμό μου υπάρχεις μόνο εσύ!
Τα υπόλοιπα είναι πληγές της μνήμης που αρνείται να λησμονήσει...
και μπερδεμένη αφηγείται το ακατανόητο:
Ακόμα σ' αγαπώ...

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Ότι κι αν 'πω...

Κύλησε ο χρόνος μέχρι εδώ... ήρθε παραμένοντας αδυσώπητος, σκληρός, ισχυρός και άκαρδος...
Όμως δεν μπόρεσε να σε νικήσει. Παραμένεις η γοητευτική σαγήνη του νου και της ψυχής μου, παραμένεις αυτή που ορίζει το μέλλον και το πεπρωμένο μου. Πώς να σε ξεχάσω;
Δεν το χωράει το μυαλό των δικών μου, όταν αντιληφθούν πως ακόμη σε σκέφτομαι, πως η ψυχή μου είναι γεμάτη από την παρουσία σου...
Κι όταν περάσει η έκπληξή τους, παραμένει έντονα η απορία κι ο προβληματισμός τους. Ίσως επειδή νομίζουν πως με ξέρουν...
Αν έκαναν τον κόπο να σε ρωτήσουν, θα καταλάβαιναν αμέσως, πως μόνο εσύ με ξέρεις καλά...
Καλή χρονιά!