Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Η πυξίδα ΙΙΙ


Ήταν κάποτε κι η δική του πυξίδα τρελή. Δεν έδειχνε ποτέ σταθερά τον Βορρά.  Ανέμιζε ανέμελη σε όλα τα σημεία του ορίζοντα. Ασταθής σαν το αεράκι που τρυπώνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και τρεμουλιάζουν οι περσίδες. Χωρίς προσανατολισμό σαν το φτερό που μάδησε απ’ το καναρίνι, βγήκε απ’ το κλουβί και πάει σαν μεθυσμένο στον αιθέρα της πόλης...

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Η πυξίδα ΙΙ


Μισόκλεισε τα μάτια της κι απόμεινε σκεπτική, αναλογιζόμενη αν της έλεγε την αλήθεια ή αν μπλοφάριζε για να την δοκιμάσει. Καθώς ένιωσε τα ζεστά του χέρια πάνω στα δικά της, που ήταν παγωμένα, ανταποκρίθηκε σφίγγοντάς τον με όση θέρμη διέθετε. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τα γαλάζια του μάτια να βυθίζονται στα δικά της. Μόνο που δεν ήταν πια γαλάζια. Ήταν γκρίζα, πολύ γκρίζα, καμωμένα μ’ έναν πόνο, που της ήταν γνώριμος. Σαν γυναίκα ευαίσθητη ένιωσε από την πρώτη στιγμή, όταν την είχε βοηθήσει σ’ εκείνο το μπαρ στην Καλαμαριά, πως αυτός ο περίεργος άνθρωπος έκρυβε βαθιά μέσα στην ψυχή του πόνο ακατάβλητο. Πόνο που δεν μπορούσε να κρύψει, μολονότι η ευφυΐα του, το κοφτερό του μυαλό, η διαρκής του πνευματικότητα και το πρωτότυπο χιούμορ του, σε μάγευαν άμεσα και επιβλητικά, αποτρέποντάς σε να αντιληφθείς τον πόνο που τού ‘καιγε τα σωθικά.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Η πυξίδα


Δεν ξεκόλλησε από το πλάι του. Η παρέα ασχολήθηκε με πλήθος θεμάτων, μέσα σε  μια πολύ ζεστή ατμόσφαιρα, όπου το καλό κρασί επιστέγαζε την εξομολογητική κατάθεση της ψυχής των ανθρώπων. Μονάχα ο ποδοσφαιριστής δυσφόρησε και δεν άργησε να δημιουργήσει μια μικρή αφορμή, για να πάρει το καπελάκι του και να φύγει θυμωμένος. Η νυχτερίδα τον αποχαιρέτησε μάλλον αδιάφορη και παρέμεινε εμφανώς απορροφημένη από την παρέα των υπόλοιπων. Κάποια στιγμή την αντιλήφτηκε να τον κοιτάζει βαθιά  μέσα στα μάτια, λες και ήθελε να μπει στο μυαλό του, να μαντέψει τις σκέψεις του, να νοιώσει τα αισθήματά του...

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Ο κόσμος είναι μικρός...


Ο κόσμος είναι μικρός. Πολύ μικρός... Εκείνη την Τετάρτη το βράδυ, ύστερα από τη δουλειά καβάλησε τη μηχανή και πήγε στη Βαλαωρίτου. Στο μπαράκι της Ειρήνης, της κοπέλας του σκηνοθέτη φίλου του, η βραδιά ήταν αφιερωμένη στη δοκιμασία γαλλικών κρασιών. Ο Πέτρος και η Ειρήνη τον υποδέχτηκαν με αγάπη κι ενθουσιασμό, επειδή γνώριζαν την αυτοαπομόνωσή του από τον κόσμο και θεώρησαν την παρουσία του σημαντική. Το ίδιο έδειξαν και τα στελέχη του θέατρου, που ήταν επίσης εκεί και τον γνώριζαν από παλιά. Η Μάρα, ο Γιάννης, η Λήδα, η Σουζάνα και η Νατάσα. Γι’ αυτούς ήταν ο παλιός, καλός, παιδικός φίλος του σκηνοθέτη - δάσκαλού τους και γνώριζαν καλά την σημασία της φιλίας τους. Η Ειρήνη και η Μάρα ανέλαβαν να τον ξεναγήσουν στον χώρο, μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Ο χώρος είναι αναπαράσταση παριζιάνικου μπιστρό και κάθε λεπτομέρεια της λειτουργικότητας αλλά και της διακόσμησης φανέρωνε την φροντίδα, την αγάπη και το μεράκι των δημιουργών του. Παρακολουθούσε την ξενάγηση, μη μπορώντας να αποφύγει να σκεφτεί, πως εάν το άλλο του μισό ήταν εκεί, θα ήταν καλύτερα και θα αποκτούσε καλύτερη άποψη. Επειδή εκείνη ήταν - και είναι -  η “αυθεντία” του καλού γούστου, που τον βοηθά να κατανοήσει την καλλιτεχνική διάσταση χώρων και κτιρίων. Βυθισμένος στις σκέψεις ένιωσε κάποιον να του χτυπά ελαφρά την πλάτη. Στρέφοντας, αναγνώρισε, με μεγάλη έκπληξη, την ¨αντίγραφη σύμπτωση” που παρουσιάστηκε τελευταία στη ζωή του.  Η νεότερη έκδοση της Jennifer Connelly είχε κρεμαστεί ενθουσιασμένη πάνω του, αγκαλιάζοντάς τον και εξηγώντας του ταυτόχρονα πως ήταν καλή φίλη της Μάρας, που πρωταγωνιστούσε στις παραστάσεις που σκηνοθετούσε ο Πέτρος. Συνοδευόταν δε από πολύ γνωστό του ποδοσφαιριστή, που πολλές φορές τον είχε επισκεφτεί στο γραφείο του..
Μικρός ο κόσμος, μια σταλιά...

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Το κοριτσάκι που παίζει...


“Σκέψου πως ο Θεός, ίσως είναι ένα κοριτσάκι που παίζει”... Αυτή η φράση, που του είχε πει σε ανύποπτο χρόνο, πολλά χρόνια πριν, έρχονταν πολύ συχνά στο μυαλό του. Ιδιαίτερα τις ατέλειωτες μέρες και προπαντός τις νύχτες ύστερα απο τον χωρισμό τους. Τις νύχτες της αγρύπνιας συνήθιζε να καβαλάει τη μηχανή και να περιπλανιέται στους άδειους δρόμους. Ούτε η βροχή ούτε το κρύο τον εμπόδιζαν. Το παλιό κράνος γίνονταν κάτι σαν σύστημα μόνωσης. Τον απομόνωνε από τον υπόλοιπο κόσμο, επιτρέποντας τις κρυφές του σκέψεις να διαχυθούν, να πλημμυρίσουν ανεμπόδιστα το μυαλό και την ψυχή του, κρυμμένες πίσω από το κάλυμμα του κράνους. Χωρίς το κράνος ένιωθε πως ήταν ευκολότερο να διαβάσει κάποιος στα μελαγχολικά του μάτια, στους μύες του προσώπου του, εκεί ανάμεσα στις ανάγλυφες ρυτίδες και στα ανάκατα μαλλιά, όλα τα μυστικά που τον βασάνιζαν. Καβάλαγε τη μηχανή και με σιγουριά την κρυψώνα του κράνους και την αδιάκοπη μετακίνηση, άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να στοχαστεί, τις σκέψεις να αναβλύσουν κι ένα κοριτσάκι να παίζει μαζί του, καίγοντας αδιάκοπα ένα - ένα σαν σπίρτα, τις ατέλειωτες σκέψεις του για εκείνη.