Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Παντοτινά...

Οι νύχτες βαραίνουν ολοένα και περισσότερο. Αφήνομαι ακίνητος μέσα στο σκοτάδι της κάμαρας. Μερικές σκιές η συντροφιά μου και μια σιγαλιά που ούτε αλύχτημα σκύλου δεν διακόπτει. Με μάτια ανοιχτά λαγοκοιμάμαι. Σ' ένα βαρύ κορμί, που πονά και μουδιάζει...
Πάντα αργεί να ξημερώσει. Σηκώνομαι ταχτικά και βαδίζω στο διάδρομο, να ξεμουδιάσω, να ξεκουραστώ. Κλέβω, πότε - πότε και μια άσκοπη ματιά έξω στο δρόμο...
Ύστερα πάλι πίσω, στο άβολο κρεβάτι, με το κεφάλι πιο βαρύ, με πόνο και αναμονή. Ατέλειωτη αναμονή. Η αγρύπνια, κοφτερή σαν σπαθί, γίνεται μανία φυγής.
Παίρνω τ' αμάξι και βάζω μουσική, οδηγώντας στην άδεια νύχτα. Σαν φάντασμα διατρέχω μόνος τον περιφερειακό. Η αντάρα της νύχτας ποτίζει την σπονδυλική μου στήλη, που αναριγάει.  Αφήνω πίσω μου αμυδρά φώτα, κολόνες δημόσιου φωτισμού σαν στρατιωτάκια στη σειρά. Στρατιωτάκια που με παρακολουθούν κι εγώ δεν ξέρω που πάω...
Κι ύστερα μπαίνεις στο πλαϊνό κάθισμα, σαν πνοή αγγέλου, σαν ευχή που γίνεται αληθινή, σαν δώρο Θεού που με λυπήθηκε και μου τραγουδάει...
— Πάμε σπίτι; μου ζητάς κουρασμένη...

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Θα κλείσω το παράθυρο...

Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Μην τυχόν κινηθεί και τον ξυπνήσει. Να ξεκουραστεί εκεί. Να μην περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο μακριά της. Να τον κρατήσει λίγο ακόμα. Να μην ακούει τους χτύπους του ρολογιού. Να τον ακούσει να αναπνέει. Να τον χαϊδέψει απαλά κάτω από τη μπλούζα. Να τον ησυχάσει. Να του ψιθυρίσει ένα όνειρο. Να του μιλήσει σιγανά για ένα παιδί. Να ακούει την καρδιά του. Να κολυμπάνε σε βαθιά θάλασσα. Να μην φτάνουν οι ήχοι του δρόμου και οι σειρήνες. Να μην ακουμπάνε τα δάχτυλα τους στο έδαφος. Να βουτάνε με μια ανάσα. Να μην ακούνε τις φωνές. Να μην αλυχτάνε τα σκυλιά. Να σταματήσει η νύχτα. Να μην ακούει τις σκέψεις της. Να μη φοβάται άλλο. Να περάσει τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της. Να την αγγίξει τυχαία. Να ακουμπά το κεφάλι του στο στήθος της. Να μην τον ξαναδεί να αγωνιά για κανέναν. Να τον βλέπει να χαμογελάει. Να δει τη σκιά του στην πόρτα. Να του ζεστάνει τα χέρια. Να του σιδερώσει το πουκάμισο. Να του φιλήσει τα χείλια. Να περάσει τα δαχτυλά της από το λακάκι στο λαιμό του. Να την κρατήσει απ’τη μέση. Να νιώσει την ανάσα του στο προσωπό της. Να του πει ένα μυστικό. Να τσακωθούνε για ψήλου πήδημα. Να της κρατήσει μούτρα. Να του τηλεφωνήσει ντροπαλά. Να πάνε στη συναυλία.  Να τον νιώσει δίπλα της. Να πιούνε κρασί. Να γελά ζαλισμένη. Να κοιμηθεί μεθυσμένος. Να μην ξημερώσει η επόμενη μέρα. Να μην υπάρχει σκοτάδι. Να μην φύγει. Να σταματήσει τον χρόνο. Να τον κλείσει στα χέρια της. Να γίνουν τα χέρια της τοίχος. Να γίνει το κορμί της ασπίδα. Να γίνει το κορμί της φωτιά. Να γίνει ύαινα. Να τους καταπιεί. Να μην τον δούνε. Να μην τον ξέρουν. Να μην τολμήσουν. Να μην τον πλησιάσει κανείς.   Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Στο πεζοδρόμιο. Ακίνητη. Μην της τον πάρουν...
Πηγή: Jaquou vs l' Utopie

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Hard days...

Hard days, sleepless nights with a strange tention between dreams and reality. You come and go as the tide sweeps the rocking coast. Sometimes friendly sometimes ironical...
Hard feelings rise in the heart and the mind, torturing and in the same time healing the bitter soul of my loneliness. The road to madness is driven by a sad life, by a hopeless emptiness in a dark room...
I miss you, I miss you a lot...

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Όνειρο κακό...

Όνειρο δαίμονας, σαν στιλπνό φως, σαν μαχαιριά, σαν δόρυ ατσάλινο τρύπησε το σκοτάδι του μυαλού...
Ρίγησε το κορμί, σφίχτηκε σαν μια γροθιά μίσους και οργής με βάρος ανείπωτο να πέφτει συντρίβοντας την απελπισμένη αντίσταση του θηρίου, που ματωμένο σπάραζε ξεψυχώντας...
Με μια υπόκωφη κι ανήμπορη κραυγή τινάχτηκε αλαφιασμένος στο σκοτάδι.
Το ατσάλινο δόρυ στραμμένο στο σώμα, απειλή χειροπιαστή, με το χάος ακόμη στο μυαλό να έρπει σαν φίδι...
Ρεύμα κρύο σαν αγγέλου πνοή μπήκε και τον τύλιξε απ' το ανοιχτό παράθυρο. "Το άρωμα του σώματός της" ψιθύρισε  ανακουφισμένος...
Έγειρε με τη φλόγα της στο στήθος του, ανασαίνοντας βαριά. Άδραξε με το χέρι το σεντόνι, ψάχνοντας την αέναη παρουσία της, παρηγοριά στον εφιάλτη...
Γδέρνοντας τη ψυχή του, ατέλειωτη στερεώνεται εκείνη. Πότε με δάκρυα, πότε με γέλια κυβερνά παντοτινά το ασυνείδητο.
Με πόσα δάκρυα να γυρέψει το έλεος;

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Τυχαία;

Σκοντάφτω παντού αλλά και ξαφνικά κι απροετοίμαστος σ' αυτά που σου άρεσαν. Λές και βγαίνουν απ' τη ψυχή σου (αξεδιάλυτα μαζί με τη δική μου ψυχή) οι παραστάσεις, οι συνήθειες, οι κινηματογραφικές ταινίες, τα αρχιτεκτονικά κτίρια, η μουσική, όλα όσα μου έμαθες να προσέχω...
Άκου:

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Μόνο για σένα...

Αχ! να μπορούσα να ανοίξω λίγο από τον κόσμο που ξοδεύεται ακατάπαυστα μέσα μου. Που εξουσιάζεται ακόμη από τον απαράμιλλο χαρακτήρα που έδωσες με την παρουσία σου. Που ατέλειωτα συναρμολογεί παρόν και μνήμες σε μια αλυσίδα γενναιόδωρης πνοής που με κρατάει ζωντανό, ακόμη...
Που περιέχει μια διαρκή φρεσκάδα σ' ένα περιβάλλον μουχλιασμένο, ζαρωμένο, νοσηρό και γεμάτο δυστυχία.
Σαν το φως που χύνεται για να σκορπίσει το σκοτάδι, να συναγείρει την χλωροφύλλη της καρδιάς μου, που στα αζήτητα παραμένει αιχμάλωτη μόνο για σένα, για ν' ανθίσει παράδοξα και αναίτια στην απλή σου παρουσία...
Επειδή, όπως λέει και το τραγούδι, μαζί σου εγώ έχω πετάξει...
Αχ! να μπορούσα να ανοίξω λίγο απ' το μέσα μου να 'δείς το πελώριο βασίλειό σου...

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Την αυγή, ίσως νικήσω...

Κανείς δεν πρέπει να κοιμηθεί! Κανείς!
Κι εσύ επίσης Πριγκιπέσα μου, στο κρύο σου δωμάτιο,
κοίταξε τα άστρα,
που τρεμουλιάζουν από αγάπη και ελπίδα!

Μα το μυστήριο είναι κλειδωμένο μέσα μου,
κανείς δεν πρόκειται να μάθει τ΄ όνομά μου!
Όχι! Όχι! θα το 'πώ καθώς τα χείλη μου
θ' ανταμώνουν με τα δικά σου,
καθώς θα χαράζει η αυγή...

Και το φιλί θα σπάσει τη σιωπή
που θα γίνεις δική μου...

(Κανείς δεν θα ξέρει τ' όνομά του
και, δυστυχώς, όλοι θα πεθάνουμε)

Εξαφανίσου νύχτα! κι εσείς αστέρια χλωμιάστε!
Την αυγή, θα νικήσω...

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Γιατί είσαι ουρανός...

Αγάπη μου σε γύρευα
σ’ αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα
σε γύρευα τυφλός,
μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή
κι η δροσερή σου χάρη
αγάπη μου σε γύρεψα
γιατί ήσουν ουρανός.

Κι αν ο Θεός που σ’ έπλασε
με μιαν ευχή μεγάλη
να `χεις αστέρι στα μαλλιά
και μια χρυσή καρδιά,
στ’ αλώνια ευθύς υψώθηκε
το χρυσαφένιο στάρι
κι η αγάπη μου μ’ αγάπησε
γιατί ήμουν ουρανός.

Αγάπη μου πως σ’ έχασα
πως η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ’ αρπάξανε
μες στην πολύ βροχή,
ήρθε νοτιάς, ήρθε βοριάς
το κύμα να σε πάρει
αγάπη μου που μού `φυγες
γιατί ήσουν ουρανός.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Ο κόσμος του έχει χάσει μια στροφή...

— Τα χρόνια που πέρασαν μας άλλαξαν, ήθελε να της ΄πει. — Μας άλλαξαν οι επιλογές μας, η δουλειά, η καθημερινότητα, οι καινούργιοι άνθρωποι που μας περιστοιχίζουν αλλά και αυτοί που πλέον δεν βρίσκονται στο περιβάλλον μας...
Έτσι συμβαίνει, έτσι γίνεται...
— Χάσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας, που το πληρώσαμε ακριβά κι οι δυο, είπε. Κι ακόμα το πληρώνουμε. Ίσως να το πληρώνουμε για πάντα, ποιος μπορεί να ξέρει...
Για όλους τους ανθρώπους είσαι ένα απλό κορίτσι. Όπως όλα τα κορίτσια. Για εκείνον είσαι ολόκληρος ο κόσμος. Και οι λίγοι που το αντιλήφθηκαν, γνωρίζουν καλά το μέγεθος αυτής της αλήθειας.
— Εσύ; εσύ το ξέρεις;
Ο κόσμος του καταστράφηκε, χάθηκε, δεν υπάρχει πια...
Διάλεξε ένα μοναχικό δρόμο, μόνος για πάντα - για πάντα, μέχρι το τέλος. Και δεν μπορεί τίποτε να τον σταματήσει...
— Δεν γίνεται λοιπόν να είστε φίλοι. Ούτε εχθροί. Κι αυτό είναι το φυσιολογικό. Δεν υπάρχει κανένα κουμπί, που αν το πατήσεις υλοποιείται η επιθυμία σου. Ούτε η δική του. Ξέρει καλά πως δεν θα τον ξεχάσεις. Κι αυτό είναι αρκετό. Εσύ εκεί κι εκείνος εδώ...
Ζεί με το παραμύθι που έπλασε σαν κουκούλι. Και κάνει υπομονή μέχρι το σκουλήκι να γίνει πεταλούδα. Να πετάξει μακριά κι ίσως τότε να ελευθερωθεί.
Μέχρι τότε ίσως να αλληλογραφεί μονάχα με τους δαίμονές του...