Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Η Ανέμελη Χώρα ΙΙΙ


Στο σχολείο ανατράπηκε η Ελληνική ιστορία. Ήταν φανερό πως η Ελλάδα ήταν πολύ παλιότερη από τα πάθη των δικών μου, πάρα πολύ παλιότερη. Κι αυτό με είχε ενθουσιάσει πολύ! Το προνόμιο του να είσαι έλληνας είχε μεγάλη και σπουδαία ιστορική βάση! Δεν χόρταινα να ακούω τη δασκάλα να εξιστορεί μύθους, φιλοσοφία, παραδόσεις, σπουδαίους ανθρώπους και ατελείωτα, ατελείωτα πράγματα που θα μου έπαιρνε χρόνια να μάθω!
Κι επειδή ήμουν μικρό παιδάκι και μου άρεσαν τα παραμύθια με είχαν συνεπάρει οι μύθοι! Τα παραμύθια της μάνας μου και του παππού μου είχαν χάσει την αξία τους και το ενδιαφέρον μου. Κάποτε είχα ρωτήσει τον παππού μου γιατί δεν μου έλεγε παραμύθια σαν του Αχιλλέα, του Έκτορα και του Οδυσσέα. Ο παππούς μου, αφού έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, ομολόγησε πως τα είχε ξεχάσει! Και πριν προλάβω να απαντήσω πως δεν γίνεται να λησμονήσει κανείς τέτοιες ωραίες ιστορίες, πρόλαβε και μου υπέδειξε πως αυτά ήταν δουλειά του σχολείου και πως όλα θα τα μάθαινα εκεί.
Δεν τα έμαθα ποτέ, καλά τα παραμύθια στο σχολείο. Φαίνεται πως και οι περισσότεροι δάσκαλοι και δασκάλες τα είχαν ξεχάσει, επίσης. Περισσότερο ενδιαφέρονταν για τα πρόσωπα, τις ημερομηνίες των γεγονότων και όχι για το περιεχόμενο και την ουσία. Έτσι, δυστυχώς, έστρεφαν όλους τους μαθητές να αποστηθίσουμε ημερομηνίες που ακόμη και σήμερα είναι αδύνατο να θυμηθούμε. Η θεά Ήρα είχε πολλούς γιούς και θυγατέρες, ο Δίας ακόμα περισσότερους, όμως κανείς μας δεν θυμάται τους λόγους που ένα αντρόγυνο είχανε τόσα πολλά παιδιά με άλλους “συζύγους”. Ίσως γι’ αυτό σήμερα τα διαζύγια είναι περισσότερα από τους γάμους....
Όπως και να’ χει ωστόσο η Ελλάδα ήταν σπουδαία κατά την αρχαιότητα, μολονότι ήταν αντιστρόφως ανάλογη η σπουδαιότητά της σήμερα. Την πρώτη φορά που μας πήγε ο πατέρας μου στην Αθήνα είχαμε φτάσει βράδυ. Ο κόσμος ήταν ακόμη πολύ μεγάλος και χρειάζονταν μια μέρα ταξείδι, με το αμάξι του πατέρα μου για να φτάσουμε στην Αθήνα. Από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου πρωτοείδα την Ακρόπολη. Ένα μέρος της δηλαδή, επειδή το υπόλοιπο το έκρυβαν κάτι ψηλές πολυκατοικίες. Ωστόσο την είδα στο φως της πανσέληνου και αμέσως γοητεύτηκα.
  • Να, η Ακρόπολη! μου εξήγησε.
  • Τι είναι η Ακρόπολη; ρώτησα με απορία.
  • Ένα ερείπιο! μου απάντησε γελώντας... ένα ερείπιο των αρχαίων Ελλήνων.
Ερείπιο ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου στη Ραψάνη. Κι ήταν πολύ διαφορετικό ερείπιο η Ακρόπολη....
- Σε τι χρησίμευε στους αρχαίους Έλληνες; ρώτησα τον πατέρα μου.
  • Ήταν... νομίζω ήταν εκκλησία, μου απάντησε με αμφιβολία και συμπλήρωσε:
- μπορείς να το διαβάσεις στην εγκυκλοπαίδεια που σου πήρα!
Εντυπωσιάστηκα. Ώστε ήταν εκκλησία η Ακρόπολη....
Όμως γιατί δεν ήταν σκοτεινή και μαύρη όπως οι σημερινές μας εκκλησιές και ήταν τόσο φωτεινή, ακόμα και με το λιγοστό φως της πανσέληνου εκείνο το βράδυ;
  • Επειδή δεν έχει... σκεπή, με καθησύχασε ο πατέρας μου και μ΄έσπρωξε βιαστικά μέσα στο δωμάτιο για να κοιμηθώ επειδή είχε έρθει η ώρα μου....
Η Ακρόπολη, το Σούνιο, οι Δελφοί και όλες οι αρχαίες εκκλησίες που μας πήγε σε όλη την Ελλάδα ο πατέρας μου δεν είχαν σκεπή. Αλλά και να είχαν ήταν πιο φωτεινές από κάθε άλλη εκκλησία που ήξερα. Κι αυτό ήταν μεγάλη διαφορά! Ακόμη πιο μεγάλη διαφορά έβρισκα στα αγάλματα και στις παραστάσεις των αρχαίων θεών. 
Ήσαν όμορφοι καλοφτιαγμένοι και γυμνοί, όταν δεν ήταν μισόγυμνοι. Αντίθετα οι εικόνες στις σημερινές σκοτεινές και μαύρες εκκλησίες μας ήταν καταθλιπτικές, σκυθρωπές με μορφές αποστεομένες! Και προπαντός μέσα στη μαύρη τρίχα, όπως ακριβώς οι παπάδες μας. Αν όλα τούτα δεν είναι τουλάχιστον σοκαριστικά για ένα δεκάχρονο αγόρι, τότε τι είναι;
Όσο μίκραινε ο κόσμος στο μυαλό μου, τόσο μεγάλωνε η απορία μου για τη διαφορά του χτες με το σήμερα.
Ταυτόχρονα άλλαζε η αντίληψη του μεγέθους του. Ο χάρτης μου και μια ξύλινη υδρόγειος σφαίρα ήταν η ελλιπής απεικόνιση. Ο κόσμος δεν ήταν οι χώρες, οι αποστάσεις και οι θάλασσες. Ήταν οι άνθρωποι και όχι μόνο οι ζωντανοί. Ήταν και οι νεκροί που τα αποτυπώματα τους με συνέπαιρναν ολοένα και περισσότερο.....

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Η Ανέμελη Χώρα ΙΙ


Τελείωσα το δημοτικό σχολείο κι όσο μεγάλωνα και μάθαινα περισσότερα πράγματα και στο σχολείο και από τα βιβλία, τόσο μίκραινε κι ο φόβος μου για τον κόσμο.
Στα δώδεκα μου χρόνια είχα ρουφήξει δύο και τρεις φορές ολόκληρη 24τομη εγκυκλοπαίδεια, που μου είχε χαρίσει ο πατέρας μου. Διάβαζα τα πάντα. Βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, χειρόγραφους τιμοκαταλόγους εστιατορίων, τηλεφωνικούς καταλόγους, πινακίδες, το ευαγγέλιο, όλες τις γραπτές διαφημίσεις, τους αριθμούς στις πινακίδες των αυτοκινήτων, μέχρι και αναποδογυρισμένα σκουπίδια στο δρόμο. Η εγκυκλοπαίδεια μου ήταν το καταφύγιο όπου πήγαινα για να λύσω τις απορίες μου.
Είχα καταλάβει νωρίτερα πως ούτε η μητέρα μου ούτε ο πατέρας μου ούτε οι άνθρωποι του κοντινού μου περιβάλλοντος ούτε και ο δάσκαλος στο σχολείο μπορούσαν να ικανοποιήσουν την ακόρεστη περιέργειά μου.
Έτσι έχασα την προηγούμενη οδυνηρή επαφή μου με τις διαστάσεις του κόσμου. Όσα περισσότερα μάθαινα τόσο μίκραινε ο κόσμος. Βοήθησε δε η αγάπη του πατέρα μου για τα ταξείδια. Στα 12 μου είχαμε γυρίσει όλη την Ελλάδα και αυτό με βοήθησε να μη φοβάμαι πια την μεγαλοσύνη του κόσμου.
Τις διαφορές μου με τον Θεό και την εκκλησία τις έλυσα νωρίς. Θα έπρεπε να ήμουν 8 χρονών στη δευτέρα δημοτικού, όταν η δασκάλα μας διάβαζε για τον Αβραάμ και τον Ισαάκ. Με το βλέμμα της μου ανέθεσε το ρόλο του Ισαάκ, που θα έπρεπε να σφάξει ο πατέρας μου Αβραάμ για να γίνει το θέλημα του Θεού και να αποδειχτεί η πίστη του πατέρα μου Αβραάμ.
Την άκουγα έντρομος, πάνω από το κεφάλι μου, να διαβάζει θεατροποιημένα την παραβολή και ένιωσα το μαχαίρι του πατέρα μου να μου κόβει το λαρύγγι!
Πάγωσα από το φόβο μου, αλλά δεν το έδειξα και ούτε έκλαψα, για να μην γίνω ρεζίλι στις συμμαθήτριές μου.
Έτσι, με ψυχραιμία έλυσα δύο προβλήματα : το ένα ήταν με τον Θεό : είπα τι σόι Θεός είναι αυτός που θέλει να με σφάξει ο πατέρας μου για να του γίνει το κέφι, οπότε πρέπει να βρώ κάποιον άλλο Θεό και το δεύτερο : κατάλαβα πως το γυναικείο φύλο πλάστηκε για να βασανίζει σαδιστικά το αντρικό και να χαίρεται γι‘ αυτό.
Μου πήρε αρκετό καιρό να θεμελειωθεί, για τα καλά μέσα μου, η ανεξιθρησκεία του Θεού. Πολύ καιρό. Πολλά - πάρα παλλά χρόνια. Χρόνια σπουδών, διαβάσματος, δουλειάς. Όταν οι διαστάσεις του κόσμου αποκαταστάθηκαν, όταν το σύμπαν και η ποίηση μου απέδειξαν ότι : αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Όταν δηλαδή ο πλανήτης γη μίκρυνε τόσο πολύ και “χάθηκε” το μέγεθός του στο σύμπαν κι έγινε σταγόνα και δάκρυ στον ωκεανό, που κανείς δεν μπορεί να εντοπίσει, τότε κατάλαβα πως η μικρή μου ύπαρξη και η ζωή μου είναι δώρο Θεού!
Οπότε ο Χριστιανισμός, ο Μουσουλμανισμός, ο Εβραϊσμός, ο Βουδισμός κ.λ.π. έχασαν την αξία τους, επειδή είναι δουλειές ανθρώπινες κι όχι του Θεού.... 
Επιστρέφοντας στον κόσμο, τον πολύπλοκο και ανεξιχνίαστο, ας κάνω μια στάση στη χώρα μου, την Ελλάδα. Χρειάζονται πολλές σελίδες - χιλιάδες σελίδες - για να περιγράψει κανείς αυτή τη χώρα κι αν τις μαζέψουμε όλες μαζί, στο τέλος θα λείπουν ακόμη περισσότερες γι ‘ αυτή.
Δεν ξέρω γιατί ο Θεός επέλεξε να γεννηθώ Έλληνας.
Από τα πρώτα πράγματα που έμαθα ήταν πως ήταν μεγάλο προμόμιο που γεννήθηκα Έλληνας. Προνόμιο μοναδικό! Άσχετο αν το ίδιο προνόμιο νοιώθουν και οι Αμερικανοί, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ισραηλίτες, κι άλλοι πολλοί άνθρωποι στον κόσμο. Αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα....
Η ένδοξη ιστορία των προγόνων μου είχε αρχίσει στην κατοχή των Γερμανών και των Ιταλών, δηλαδή 16 χρόνια πριν γεννηθώ.
Τα πρώτα μαθήματα μου αφορούσαν στην ταλαιπωρία της οικογένειας μου κατά τη διάρκεια του πολέμου και την κατοχή. Πολύ αργότερα έμαθα για τον εμφύλιο πόλεμο του ’46- ’49 ...επειδή οι τοίχοι είχαν αυτιά!
Στην ταραγμένη δεκαετία του ’60 οι δικοί μου ήταν ακόμη πολύ φοβισμένοι από τον εμφύλιο και τις πολιτικές και κομματικές διαφορές. Απέφευγαν να συζητήσουν για τον θάνατο του θείου μου και αδελφού του πατέρα μου στον εμφύλιο αλλά και την εξορία των αδελφών της μητέρας μου, που ήταν αντάρτες κομμουνιστές. Κι ας είχε σκοτωθεί ο αδελφός του πατέρα μου από αυτούς, ... επειδή υπηρετούσε στον τακτικό ελληνικό στρατό.
Οι τοίχοι είχαν αυτιά επειδή οι ρουφιάνοι περίσσευαν και πολλοί αθώοι είχαν πληρώσει το μάρμαρο στην ταραγμένη εκείνη εποχή. Ύστερα δολοφονήθηκε απο κάποιους παρακρατικούς ένας αριστερός βουλευτής που το όνομά του ήταν Λαμπράκης. Φαίνεται πως ο Λαμπράκης αυτός είχε μεγάλη επιροή στον κόσμο και μετά τη δολοφονία του, όλους τους κομμουνιστές τους λέγανε συνθηματικά Λαμπράκηδες!  Επειδή ήταν επκίνδυνο να βρείς το μπελά σου όταν ακόμη πρόφερες τη λέξη κομμουνιστής ή και κομμουνισμός. Μόλις τό ‘λεγες σε βλέπαν όλοι με στραβό μάτι! Έτσι έμαθα πως ήταν πολύ καλό μεν που είχα γεννηθεί Έλληνας αλλά ήταν και πολύ επικίνδυνο.... για όλους σχεδόν τους Έλληνες.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Η ανέμελη Χώρα I


Πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος;
Αυτή ήταν η πιο σημαντική απορία αλλά και ο πιο μεγάλος φόβος μου, όταν ήμουν 6-7 χρονών.
Η χαοτική ζωή της δεκαετίας του ’60 στην Ελλάδα, μου φαινόταν πολύπλοκη, γι’ αυτο δυσκολοκατανόητη και επομένως “ δικαιολογημένα ” με φόβιζε. Και όταν επέκτεινα τη σκέψη μου για τον υπόλοιπο κόσμο, τις χώρες της Ευρώπης, την Αμερική και την Ρωσία της Σοβιετικής Ένωσης και ολόκληρη τη Γη, τότε μ ‘ έπιανε  “ τρόμος ”.....
Μπέρδευα, καθώς ήμουν μικρός, τις διαστάσεις του κόσμου με τα γεγονότα. Πολύ μακριά από το σπίτι μου, πάρα πολύ μακριά ήταν η Αμερική. Χρειαζόταν ένα ολόκληρο μήνα ταξείδι με το πλοίο για να φτάσεις εκεί.
Όμως η Αμερική επηρέαζε κάθε μέρα τη ζωή μας. Στις εφημερίδες που διάβαζε ο πατέρας μου και στο ραδιόφωνο, όταν άκουγε τις ειδήσεις, λέγανε “ έξω οι Αμερικάνοι “. Ταυτόχρονα και εξίσου ανεπιθύμητη για τις ειδήσεις και τα γεγονότα, ήταν και η Σοβιετική Ένωση, οι κομμουνιστές δηλαδή, που ήθελαν να ματοκυλίσουν τον κόσμο.
Αμερική και Ρωσία ήταν, στο χάρτη μου, πολύ μακριά. Ήταν όμως κάθε μέρα, μέσα στη ζωή μας. Και οι μισοί Έλληνες δεν ήθελαν την Αμερική και οι άλλοι μισοί δεν ήθελαν την Ρωσία.
Με το φτωχό μου το μυαλό δεν καταλάβαινα ποιός ήταν ο λόγος να μην θέλουνε ούτε την μία ούτε την άλλη. Αφού ήταν και οι δύο τόσο πολύ μακριά ποιός ο λόγος να μην τις θέλουμε; Δεν ήταν αρκετό να έχουμε την δική μας χώρα;
Ο κόσμος λοιπόν, ήταν απίστευτα μεγάλος. Πολύ μεγαλύτερος από την δική μου αντίληψη των διαστάσεων του. Ήταν τόσο πολύ μεγάλος, που δεν χωρούσε στο μυαλό μου! Κι αυτό με τρομοκρατούσε.
Η αδυναμία μου να κατανοήσω τις διαστάσεις ολόκληρου του κόσμου, ενισχύονταν από τα γεγονότα που με βομβάρδιζαν συνεχώς. 
Θυμάμαι, πόσο άγχος μου προκαλούσε ο Κέννεντυ, που ετοιμαζόταν να καταστρέψει την Κούβα - άγνωστο σε μένα το μέρος - και ολόκληρο τον κόσμο - άγνωστη και η αιτία. Ύστερα σκοτώσανε τον Κέννεντυ, αλλά ο κόσμος λυπήθηκε πολύ γι’ αυτό!
Οι εφημερίδες θρηνούσαν τη δολοφονία του κι όλοι ξεχάσανε ξαφνικά πως ήταν έτοιμος, λίγο καιρό πριν, να καταστρέψει τον κόσμο και την Κούβα, που πιθανώς ήταν μεγάλο κομμάτι του κόσμου. Ο ίδιος ο Κέννεντυ πρόλαβε κι έστειλε σε πόλεμο χιλιάδες στρατιώτες του, πολύ μακρυά απο τη χώρα του στο Βιετνάμ, στην Ασία! 
Δεν έφταναν λοιπόν οι φόβοι μου για τον κόσμο, που ήταν πολύ μεγαλύτερος από την δική μου γνώση, και λίγο αργότερα οι Αμερικάνοι έστειλαν ανθρώπους στο φεγγάρι! Πηγαίναμε με τη μάνα μου στο χωριό της με το λεωφορείο. Οι επιβάτες πάντα μιλάγανε δυνατά. Κάθε φορά που ταξιδεύαμε στο χωριό της μάνας μου είτε με το λεωφορείο είτε με το τρένο, με ενοχλούσε πολύ να ακούω τις δυνατές συνομιλίες των συνεπιβατών μας. 
Σ’εκείνο το ταξείδι δεν μίλαγε κανείς! Ακούγανε στο ραδιόφωνο με προσοχή, σαν με κατάνυξη, τη μετάδοση της προσεδάφισης του διαστημόπλοιου στο φεγγάρι και το πρώτο βήμα του αστροναύτη Νηλ Αρμστρονγκ εκεί πάνω. Εγώ κρύφτηκα έντρομος στην αγκαλιά της μάνας μου!
Με τρομοκρατούσε το γεγονός το ίδιο και προπάντων η ανικανότητά μου, η αδυναμία μου να καταλάβω το μέγεθος των διαστάσεων και του διαστήματος και της γης και του φεγγαριού...
Από τότε ήθελα πάρα πολύ να σπάσω τα δεσμά των μεγάλων αποστάσεων του απίστευτου μεγάλου κόσμου. Έτσι, γεννήθηκε η επιθυμία να πάω κι εγώ στο φεγγάρι. Όταν το εξομολογήθηκα στον πατέρα μου, με κοίταξε με δυσπιστία. Ύστερα έβαλε το χέρι του στην τσέπη και μου έδωσε 10 δραχμές. Ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή και την ηλικία μου. Ύστερα με πρόσταξε να πάω στο διπλανό ζαχαροπλαστείο και να πάρω ένα μπουκάλι γάλα. Το ζαχαροπλαστείο είχε πινακίδα
 “ Ζαχαροπλαστείο το Φεγγάρι “.

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μ΄ακούς; Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου

Η ψυχή του περιέχει τα άδυτα της μνήμης. Παράξενες εκδοχές δεν υπάρχουν. Παράταιρες ναι! Υπάρχουν αρκετές: όπως η αντίληψη της αφοσίωσης. Αρχή θεμελιώδης κι απαραβίαστη. Όπως και κάθε άλλη έννοια, που συνιστά αρχή. Όλες οι αρχές του, γαλουχημένες στο ελληνιστικό παρελθόν και στην ελληνική φιλοσοφία, είναι τα θεμέλια των πράξεών του. Κι οι αρχές τούτες σφυρηλατήθηκαν σε δύσκολες καταστάσεις και με δύσκολες αποφάσεις. Που αδίσταχτα της πήρε. Κι ας έχασε υλικά. Ηθικά δεν έχασε ποτέ!
Στο σημερινό γίγνεσθαι παραμένουν παράταιρες, χαρακτηριζόμενες ως ρομαντισμός με  ατελέσφορη προοπτική. 
Ποιός είναι αληθινά λοιπόν;
Είναι απλό, όταν κανείς είναι εφοδιασμένος με τη στοιχειώδη παιδεία για να διακρίνει το αυτονόητο. Και είναι πολύπλοκα δύσκολο, όταν ισχύει το αντίθετο...
Η ψυχή του επένδυσε, πολλά είναι η αλήθεια, σε μια άλλη ψυχή. Που δυστυχώς δεν άντεξε στο βάρος της ζωής μαζί του... 
Έτσι απόμεινε μόνος, σκαλίζοντας στα άδυτα της μνήμης του όλη την ευτυχία, που μπόρεσε να απολαύσει. Γι' αυτό παραμένει αιώνια ευγνώμων στη χαρά που του πρόσφερε. Που είναι άπειρα μεγαλύτερη απο την πίκρα του αποχωρισμού τους...
Έτσι εξηγείται και η αφοσίωση για εκείνη. Είναι θεμελιωμένη σε ιδανικά ψυχής, γι αυτό δεν σβήνει ποτέ! Είναι κι αυτή μια ευτυχία. Επειδή "πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι"

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ'αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γ
ιά τό μικρό τό πόδι σου μές στ' αχανή 
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγερά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ' έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ καί σ' αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, τό ταβάνι, τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν' αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ' αλλού φερμένο
Δέν τ' αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς ;
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ' ακούς ;
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ' ακούς ;
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς ;
Σ' αγαπώ, μ' ακούς ;
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ' ακούς ;
Πού μ' αφήνεις, πού πάς καί ποιός, μ' ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ' τούς κατακλυσμούς ;

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά' ρθει μέρα, μ' ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν πετρώματα, μ' ακούς ;
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν' ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ' ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς ;
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς ;
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω , μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ' ακούς ;

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ' ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς ;
Σ' άλλη γή, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ'άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς ;
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς ;
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ' εγώ πού φωνάζω κι είμ' εγώ πού κλαίω, μ' ακούς
Σ'αγαπώ, σ'αγαπώ, μ'ακούς; 

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Αστέρι της ζωής μου...

Ο χρόνος, λένε, πως γιατρεύει όλες τις πληγές. Ίσως...
Αν συμμαχίσεις με τον χρόνο, αν αποδεχτείς τετελεσμένο γεγονός, αν παραδοθείς...
Τότε, ναί! Ίσως ο χρόνος σε γιατρέψει.
Αν όμως δεν παραδοθείς; Αν δεν συμμαχίσεις; Αν δεν αποδεχτείς;
Τότε καμμιά πληγή δεν γιατρεύεται...
Κοντεύουν είκοσι μήνες απο τότε. Είκοσι μήνες που δεν την έβγαλε, ούτε στιγμή, απ το μυαλό κι απ τη ψυχή του!
Γιατί;
Κανείς δεν ξέρει... ούτε κι ο ίδιος...
Ζεί για να τη συλλογίζεται. Αναπνέει για να την ονειρεύεται...
Υπόταξε, θεληματικά, την ύπαρξή του στη μορφή της...
Γιατί;
Είναι απλό: όλος ο κόσμος του είναι εκείνη...

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Στον γκρεμό...


Σε κάθε δρόμο πάντα υπάρχει ένας γκρεμός
αρκεί στην ώρα να τον δεις και να ξεφύγεις
Έτσι σε κάθε αγάπη είναι ο χωρισμός
που μοναχά με τις θυσίες θ' αποφύγεις


Για να 'χεις πάντα σε τούτη τη ζωή χαρά
τον άνθρωπό σου πάντα βάσταξε κοντά σου
και θα 'ναι στήριγμα σα θα 'ρθει η συμφορά
και σαν θα δεις ν' ανοίγεται ο γκρεμός μπροστά σου


Ένας γκρεμός μες τη ζωή μας είν' ο χωρισμός
της ευτυχίας κόβει απότομα τη στράτα
Βρες άλλο δρόμο όσο ακόμα είναι ο καιρός
και με τον άνθρωπο που πόνεσες περπάτα