Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Η Ανέμελη Χώρα VIII


Ο πατέρας μου ήταν οδηγός βυτιοφόρων αυτοκινήτων. Είχε διαδεχτεί τον παππού μου στην αμερικάνικη εταιρεία της Mobil Oil. Κουβάλαγε πετρέλαιο και βενζίνη σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Πολλές φορές, όταν δεν είχα σχολείο, με έπαιρνε μαζύ του. Είχα μεγάλη τρέλλα με τα αυτοκίνητα. Μου άρεζαν πάρα πολύ. Μπορούσα να διακρίνω, ακούγοντας τον ήχο της μηχανής τους, τι μάρκα ήταν. Μπορούσα επίσης να ξεκρίνω, ακούγοντας σαν τους σκύλους απο μακρυά, την ιδιαιτερότητα της μηχανής τους, εαν έρχονταν στο σπίτι μας, ο Τζωτζός, ο Παναής, ο Μάνος, ο Τάκης ο Σμυρναίος, ο Καραμικές, ο Δόβελος, ο Χίγκας (όλοι φίλοι του πατέρα μου) ή ο πατέρας μου. Θα ‘μουν πιτσιρίκι λιγώτερο απο 5 χρονών και ήξερα, απο τότε πολύ καλά, πως ο ήχος που έμπαινε στο σπίτι μας δεν ήταν αυτοκίνητο αλλά ελικοφόρο αεροπλάνο. Επίσης μπορούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή, παίζοντας με το τιμόνι, μέσα σε κάποιο απο τα αυτοκίνητα της παρέας του πατέρα μου. Εκείνη την εποχή της δεκαετίας του ’60, τα αυτοκίνητα ήταν λίγα και σπάνια. Όμως, ευτυχώς, έτυχε όλοι σχεδόν οι φίλοι του πατέρα μου να έχουν δικό τους αυτοκίνητο, είτε επαγγελματικό είτε ιδιωτικό, οπότε ήμουν προνομιούχος που μπορούσα να μπω, απο πολύ μικρός σε τόσα πολλά αυτοκίνητα. Ένας απο αυτούς ο Παναής, είχε και μοτοσυκλέτα με καλάθι. Ο θόρυβος του κινητήρα της ήταν βέβαια ο πιο ευκολοδιάκριτος...
Τον πρώτο χρόνο της χούντας ο πατέρας μου πήρε προαγωγή απο την Mobil και μετατέθηκε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Αυτό σήμαινε σταθερό ωράριο, κόπηκαν τα ταξίδια στην επαρχία, που μας κόστιζαν την αγωνία για τις ατέλειωτες καθυστερήσεις του, για να γυρίσει στο σπίτι και επιπλέον μάθαμε και δοκιμάσαμε, εμείς τα πιτσιρίκια, τη γεύση της Coca Cola και της 7up, που βλέπαμε να πίνουν τα αμερικανάκια στις ταινίες στην τηλεόραση. Τα αναψυκτικά αυτά, που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα, του τά ‘διναν οι αεροσυνοδοί των ξένων αεροπορικών εταιρειών πεσκέσι, επειδή ανεφοδίαζε τα αεροπλάνα τους. Θυμάμαι την χαρά των συμμαθητών μου στο Γυμνάσιο, όταν τους πρόσφερα ένα μεταλλικό κουτί (απίστευτο προνόμιο! Στην πατρίδα μας όλα τα αναψυκτικά, γκαζόζες και πορτοκαλάδες δηλαδή, ήταν σε γιάλινα μπουκάλια)  που το ‘πιναν με προσεχτικές, λιτές γουλιές, για να το δοκιμάσουν όσοι περισσότεροι μπορούσαν...
Εκτός απο την Coca Cola όμως η νέα θέση του πατέρα μου ήταν συναγερμός! Μόλις συνέβαινε κάτι σοβαρό, όπως για παράδειγμα η απόπειρα αντιπραξικοπήματος απο τον Βασιλιά τον Κοκό, επιστρατεύονταν κι ο πατέρας μου για να μπορούν τα αεροπλάνα να έχουν καύσιμα. Και τα πολιτικά και προ πάντων τα στρατιωτικά. Έτσι μαθαίναμε αμέσως για τις εξελίξεις, όταν όλος ο ελληνικός λαός ήταν στο σκοτάδι της λογοκρισίας της χούντας. Ο Κοκός (κοροϊδευτικό του Κωνσταντίνος κι όχι υποκοριστικό της συμπάθειας και της φιλίας) έφυγε νύχτα απο την Καβάλα, μαζύ με τη μάνα του τη Φρειδερίκη. Είχε πάει στην Καβάλα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά και με τη Φρειδερίκη για να κάνουν το αντιπραξικόπημα και να διώξουν τον Παπαδόπουλο. 
-- Λές και πήγαν εκδρομή! σχολίαζε με απορία ο πατέρας μου την ώρα που η μάνα μου γρύλιζε, ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια της, κατάρες εναντίον της Φρειδερίκης, που δεν ήταν πολύ δημοφιλής στις έτσι κι έτσι αριστερές, σαν την μάνα μου...
Μολονότι ο πατέρας μου επιστρατευότανε συχνά απο την χουντική κυβέρνηση, πότε λόγω του Κοκού και πότε για την εξαναγκασμένη (απο τους Αμερικάνους) επιστροφή μιας μεγάλης μεραρχίας απο την Κύπρο στην Ελλάδα δεν ανησυχούσα. Κάθε φορά που ο πατέρας μου έλειπε 5 - 6 μέρες συνεχώς στη δουλειά του, η μάνα μου πίστευε πως θα γίνει πόλεμος. Κλείδωνε και ξανακλείδωνε την πόρτα μας, έκλεινε παράθυρα και μπαλκονόπορτες και κοιμόταν με το ‘να μάτι ανοιχτό και το ‘να αυτί τεντωμένο. Αντίθετα μ’ εκείνη, η δική μου αυτοπεποίθηση μεγάλωνε κι ενισχύονταν περισσότερο. Επειδή αντιλαμβανόμουνα πως ήδη απο την πέμπτη δημοτικού είχα ξεπεράσει σε γνώσεις την, απο αρχαιοτάτων χρόνων, απόφοιτη του δημοτικού αγαπημένη μου μάνα και η κρίση μου αποδεικνύονταν συχνά πολύ πιο πετυχημένη και έγκυρη απο την δική της. Κι ο πατέρας μου ήταν επίσης απόφοιτος του δημοτικού, όμως ήταν πανέξυπνος, περπατημένος, ορθολογιστής, αναλυτικός και ψύχραιμος. Πάντα μου έδινε πολύ κουράγιο, ακόμη και τηλεφωνικά όταν με διαβεβαίωνε πως όλα είναι υπο τον έλεγχό του και πως σε λίγες μέρες θα ξαναγύριζε στο σπίτι. Κι ο λόγος του πάντα αποδεικνυόταν σπαθί! Ότι υποσχόταν γινότανε... Έτσι σε όλη την διάρκεια της χούντας, και στα γεγονότα του Πολυτεχνείου μέχρι την τραγωδία της Κύπρου, την εισβολή των Τούρκων και την τελευταία του πολύμηνη επιστράτευση, ο πατέρας μου παρέμεινε ο πιο σοβαρός εγγυητής της ασφάλειας όλης της οικογένειας. Αυτός σφυρηλάτησε την ψυχραιμία μου και την επάρκειά μου να αντιμετωπίζω κρίσεις και τις ιδιότητες αυτές του χαρακτήρα μου βελτίωσε κατά πολύ και πρόσθεσε κι άλλες ο φιλόλογος που θα γνώριζα δυο χρόνια μετά, στην Τέταρτη τάξη του γυμνασίου.

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Η 'Ανέμελη Χώρα VII


Λίγους μήνες μετά την έναρξη των μαθημάτων του γυμνασίου, η οικογένειά μας απέκτησε τηλεόραση! Μια μεγάλη συσκευή που τοποθετήθηκε πάνω στο έπιπλο της ραπτομηχανής της μάνας μου. Στιβαρή, γιαλιστερή και κλειστή! Για μια βδομάδα, μπορεί και δέκα μέρες ξημεροβραδιαζόμουνα μπροστά στην κλειστή και βουβή συσκευή της τηλεόρασης, που δεν έπιανε τίποτε, επειδή δεν είχε κεραία. Ο μάστορας που τοποθετούσε τις κεραίες είχε πολύ δουλειά. Οι τηλεοράσεις πουλιόντουσαν σαν τα ζεστά κουλούρια και δεν προλαβαίνανε να τοποθετήσουν τις κεραίες! Όταν μπήκε η κεραία μας κι όταν μπήκαν και οι υπόλοιπες κεραίες που αγοράστηκαν απο τους γείτονές μας στην πολυκατοικία μας, εμείς τα παιδιά χάσαμε την ταράτσα της πολυκατοικίας μας. Επειδή εκεί πάνω μάθαμε να παίζουμε, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι και η χούντα απαγόρευε την κυκλοφορία απο τις 7 το απόγευμα. Μόλις μπήκαν οι κεραίες της τηλεόρασης μας κλείδωσαν έξω απο την ταράτσα, μη τυχόν τις σπάσουμε ή έστω στρίψουμε την αντένα και γέμιζε η οθόνη απο χιόνια...
Η τηλεόραση δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Ή μάλλον έλεγε, όμως σε σύγκριση με την εγκυκλοπαίδειά μου ήταν πολύ αγράμματη. Εκείνο το δεκαήμερο που ξημεροβραδιαζόμουνα ανυπομονώντας να τη δω να παίζει, πίστευα πως είχαμε αγοράσει μια πολύ βελτιωμένη έκδοση της εγκυκλοπαίδειάς μου! Γιατί, αυτό το συμπέρασμα είχα βγάλει όταν άκουγα τις πληροφορίες απο συζητήσεις με τους καθηγητές στο γυμνάσιο ή απο τα κείμενα που διάβαζα στις εφημερίδες και στα περιοδικά. 
Αντίθετα η τηλεόραση ήταν αφοσιωμένη στους λόγους του δικτάτορα Παπαδόπουλου, στα κλαρίνα και στα δημοτικά τραγούδια που ψυχαγωγούσαν το έθνος στα στρατόπεδα, στις αλλεπάλληλες νίκες των Αμερικάνων στο Βιετνάμ, στα φεστιβάλ τραγουδιού που γίνονταν για ψύλλου πήδημα και σε κάτι ταινίες που δεν με άφηναν οι δικοί μου να δω, επειδή πάντα πρώτα ερχόταν η ώρα να κοιμηθώ. Έτσι είχα απογοητευτεί πάρα πολύ απο την τηλεόραση. Για καλή μου τύχη, όμως, απέκτησα το πρώτο ραδιόφωνο τρανσίστορ! Ο πατέρας του φίλου μου του Γιάννη, έμπορος γεωργικών μηχανημάτων και κατασκευαστής πλατφορμών (τις συρόμενες απο τρακτέρ πλατφόρμες) στο επάγγελμα, είχε εισάγει απο την πολύ μακρινή Ιαπωνία, τα ραδιόφωνα μινιατούρες, που τα λέγαν τρανσίστορ! Ακατανόητο για μένα, όμως μεγαλειώδες! Μας δώρισε ένα απο αυτά και το ‘παιρνα μαζί μου στο κρεββάτι μου, κρυφά απο τη μάνα μου, βέβαια! Κόλλαγα το αυτί μου στο μικρό του ηχείο (για να μη μ’ ακούσουν) και γυρίζοντας αργά και με επιμέλεια τη βελόνα, ταξίδευα ηχητικά απο τους αράβικους σταθμούς στους βουλγάρικους, στους σέρβικους και στους ιταλικούς, χωρίς να καταλαβαίνω γρυ! Ανάμεσα σε παράσιτα και βόμβους έπιανα μουσικές παράξενες, με μοναδικό κέρδος να με παίρνει ο ύπνος, χωρίς να το καταλαβαίνω. Η τετραπέρατη μάνα μου δεν ασχολήθηκε ούτε με άφησε να αντιληφθώ, πως έρχονταν και έκλεινε το τρανσίστορ, για να μη τελειώσει η μπαταρία! 
Ένα βράδυ, ψάχνοντας για τους σταθμούς, ανάμεσα στα παράσιτα και το βουητό, πέφτω σε μια γυναικεία ελληνική φωνή! Με προφορά ξενική, η γυναίκα εκείνη έσουρνε τα εξ αμάξης στη χούντα! Πάγωσε το αίμα μου! Και μολονότι οι τοίχοι είχαν αυτιά συνέχισα να την ακούω! Ήταν απο τα Τίρανα της Αλβανίας, αυτό που φοβότανε κι ο πατέρας μου δηλαδή, όμως συνέχισα και την άκουσα μέχρι το τέλος. Μόλις τέλειωσε η εκπομπή, έσβησα με συγκίνηση το τρανσίστορ. Ήταν η πρώτη μου αντιστασιακή πράξη! Μπορούσα πλέον να είμαι υπερήφανος για τον εαυτό μου. Είχα ξεπεράσει τα αδύναμα όρια της μικρής μου ηλικίας και ο ηρωισμός έτρεχε πλέον απο τα μπατζάκια μου! Ευτυχισμένος και ανέμελος, ξαπλωμένος στο κρεββάτι μου άρχισα να ονειροπολώ, σχεδιάζοντας με το μυαλό μου, τις επόμενες αντιστασιακές μου ενέργειες, που θα ελευθέρωναν την πατρίδα μου απο τους αιμοσταγείς δυνάστες της. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, οι δικοί μου είχαν κλείσει την τηλεόραση, που έτσι κι αλλιώς το πρόγραμμα τελείωνε τα μεσάνυχτα και είχαν πέσει για ύπνο. Τότε χτύπησε δυνατά, έντονα και παρατεταμένα το κουδούνι και η εξώπορτά μας.
Τινάχτηκα τρομαγμένος, ψαχουλεύοντας με μανία το τρανσίστορ μου και με τρεμάμενα χέρια το παράχωσα κάτω απο το στρώμα μου! Οι καταραμένοι τοίχοι που είχαν αυτιά, με άκουσαν και με είχαν προδώσει! Ήταν φανερό ότι οπλισμένοι ασφαλίτες χτύπαγαν την εξώπορτά μας και είχαν έρθει να με συλλάβουν. Στην σκέψη πως θα με πήγαιναν στην ασφάλεια και θα με βασάνιζαν σαν τον Τριαντάφυλλο, τον αρραβωνιαστικό της γειτονοπούλας μας, που ακόμη ήταν στα χέρια τους, δεν άντεξα! Έβαλα γοερά τα κλάμματα και τυλίχτηκα με την κουβέρτα μου, τρέμοντας σύγκορμος απο τον φόβο μου, περιμένοντας το μοιραίο...
Η εξώπορτα είχε ανοίξει και άκουγα τις συγκεχυμένες φωνές του πατέρα μου και της μάνας μου. Ύστερα άνοιξε η πόρτα του σαλονιού μας, όπου κοιμόμουνα και μπήκε η μάνα μου για να με καθησυχάσει. Μέσα στα κλάμματα και στα αναφυλλητά μου κατάλαβα πως δεν ήταν η αστυνομία που είχε χτυπήσει βραδιάτικα την πόρτα μας, αλλά η γειτόνισσα απο κάτω μας, απο τον τέταρτο όροφο, που την είχε δείρει ο άντρας της και κατέφυγε στο σπίτι μας απελπισμένη για να γλιτώσει το υπόλοιπο ξύλο...

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Baby, you don't know what is like...

A difficult life he lives. Silent, lonely, peaceful... 
Always alone, when not working...
Each and every weekend locks himself in an empty house,
listening to his memories, dreaming the past,
the good life he had with her...
She is always present. He feels her...
He can't imagine his self with another woman, 
he doesn't need anyone else,
but her...
Because
you don't know what is like,
to love somebody,
the way he loves you...

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Η Ανέμελη Χώρα VI


Τον Σεπτέμβρη του 1967 θα άρχιζε η περίοδος της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Ο παππούς μου υποσχέθηκε να μας πάει στα εγκαίνια. Θα είχα την ευκαιρία να κάνω τραμπάλα, να οδηγήσω συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, που μου άρεζαν πάρα πολύ, να σεργιαννίσω μέσα σε πολύ κόσμο σ’ ενα μεγάλο παιγνιδότοπο και στο τέλος της βόλτας μας να φάμε σάντουϊτς με βραστό λουκάνικο, που η γεύση του ήταν μοναδική και που πουθενά αλλού δεν υπήρχε περίπτωση να βρούμε. Οι μεγάλοι έπιναν μαύρη μπύρα, μια απαίσια γεύση για τα παιδιά, όμως όλο τον υπόλοιπο χρόνο, έλεγαν πως τέτοια μπύρα δεν προσφέρονταν πουθενά.
Επιπλέον, ο αγαπημένος μου παππούς, ο πατέρας του πατέρα μου, την ίδια μέρα των εγκαινίων της έκθεσης, θα έρχονταν να εγκατασταθεί στο διαμέρισμά μας. Μαζί μας δηλαδή, επειδή θα ανακαίνιζαν το σπίτι του οι δυο αδελφές του πατέρα μου και δεν τον ήθελαν στα πόδια τους. Είμασταν τρελλοί απο χαρά με την αδελφή μου! Πρώτα - πρώτα επειδή ο παππούς μας θα κοιμότανε, για πολύ καιρό στο σπίτι μας κι ύστερα επειδή θα μας πήγαινε στα εγκαίνια της Έκθεσης, χωρίς τους περιορισμούς της μάνας μας, που τα έβρισκε όλα ακριβά ή αχρείαστα! Μεγαλείο δηλαδή! Ο παππούς ήταν γενναιόδωρος και χουβαρντάς! Όλο και κάποιο παιγνίδι θα μας αγόραζε. Καμμιά σφυρίχτρα, μια κούκλα, ένα αυτοκινητάκι...
Ο παππούς μας, ο Αποστόλης, που ήταν χήρος - η γιαγιά είχε πεθάνει 7 χρόνια πριν - συνήθιζε να πηγαίνει, κάποια Σάββατα, στη Μηχανιώνα. Η Μηχανιώνα, ένα ψαροχώρι στην έμπαση του Θερμαϊκού, ήταν γνωστή για την Παναγία της. Στην Παναγιά εκείνη πήγαιναν όσοι αγόραζαν αυτοκίνητο. Ο παπάς της εκκλησίας της Παναγιάς έκανε αγιασμό στο αυτοκίνητο, για να μη πέσει σε ατύχημα και για να είναι γερό και καλοτάξιδο. Το θυμάμαι καλά, επειδή κάθε φορά που ο πατέρας μου άλλαζε αυτοκίνητο, μας έτρεχε η μάνα μου στην Παναγιά της Μηχανιώνας. Ο παππούς μου είχε κόψει την οδήγηση, όμως πήγαινε τακτικά στη Μηχανιώνα, επειδή πρέπει να τον “φιλοξενούσε” μια γιαγιά, που γουστάριζε ο παππούς μας. Εκείνο το Σάββατο πήγε απ’ το πρωί, έφαγε το ψαράκι του, “κανόνισε” τη γιαγιά και γύρισε στο σπίτι του για τη μεσημεριανή σιέστα του. Όμως δεν ξύπνησε! Πέθανε στον ύπνο του και μάταια τον περιμέναμε, με την μικρή μου αδελφή να μας πάει στην Έκθεση...
Τον θάνατο του παππού μας, που ήταν πολύ σημαντικό γεγονός, επεσκίασε η πρώτη αντιστασιακή απόπειρα κάποιων Θεσσαλονικιών, εναντίον του καθεστώτος της χούντας. Αφού κηδέψαμε τον παππού μου, μάθαμε πως ένας γείτονάς μας, ο Γιάννης Χαλκίδης είχε δολοφονηθεί απο τους χουντικούς, επειδή είχε προσπαθήσει να ανατινάξει μια κολώνα της ΔΕΗ, για να κόψει το ρεύμα στην Έκθεση, την ώρα που η χουντική κυβέρνηση θα έκανε τα εγκαίνια της Έκθεσης.
Έτσι καταλάβαμε καλά πως η χούντα ήταν πιο αδίσταχτη και πιο αιμοβόρα απο το προηγούμενο καθεστώς που είχε δολοφονήσει τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Ή μήπως ήταν οι ίδιοι που συνέχιζαν το ελεεινό έργο τους;
Η χούντα, όχι μόνο δολοφονούσε, αλλά βασάνιζε σκληρά και αδίσταχτα όποιον διαφωνούσε με την ύπαρξή της. Μερικές εβδομάδες αργότερα, μάθαμε πως ο αρραβωνιστικός μιας γειτονοπούλας μας, που είχε συλληφθεί στην ίδια υπόθεση που ο Χαλκίδης είχε δολοφονηθεί, βασανίζονταν απάνθρωπα στην ασφάλεια. Ποτέ άλλοτε μια λέξη, όπως η ασφάλεια, δεν πρόσφερε τόση μεγάλη ανασφάλεια στο άκουσμά της, στους απλούς ανθρώπους, όλη την επταετία της χούντας. Κι ο φόβος αυτός ήταν μεγαλύτερος απο τον φόβο μου για τις διαστάσεις του κόσμου.

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Η Ανέμελη Χώρα V


Έτσι μπήκε η δικτατορία σπίτι μου. Μου πήρε την εγκυκλοπαίδειά μου και δεν με άφηνε να ακούω ραδιόφωνο. Ήταν όμως καλύτερα για μένα,  που η στέρηση των ελευθεριών μου προέκυψε από την δήθεν κομμουνίστρια μάνα μου και από τον δημοκράτη πατέρα μου. Τι να πουν και οι φοιτητές του ρετιρέ. Που οι χουντικοί αποφυλάκισαν τον μικρότερο και άφησαν τον μεγάλο να σαπίζει στα Γιούρα.
Η μάνα τους, που ήταν αρχόντισσα κανονική, καθάριζε τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας μας για να τα βγάλει πέρα. Τον μικρότερο φοιτητή δεν τον έπαιρνε κανείς για δουλειά, άσε που κάθε 15 μέρες, πήγαινε υποχρεωτικά κι έδινε το παρόν στην ασφάλεια. Κλεινόταν ολομόναχος στο διαμέρισμά του και τον έβλεπα όταν έβγαινε στο μπαλκόνι του και κάπνιζε. Κανείς δεν τολμούσε να του κάνει παρέα και μόνο εγώ ανέβαινα συχνά στο διαμέρισμα, για να με βοηθήσει στα μαθήματά μου.
Ο Γιάννης (έτσι τον λέγανε) ήταν καλός κομμουνιστής. Ξανθός μ’ ένα αραιό γενάκι, ευγενικός με Ραψανιώτικη προφορά. Οι μανάδες μας ήταν φιλενάδες από μικρές από το ίδιο χωριό, τη Ραψάνη.
Αντίθετα, είχε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο που την λέγανε, κάπως σαν “Πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα”. Δεν καταλάβαινα τι πράγμα είναι το σιδηρούν παραπέτασμα, όπως και δεν καταλάβαινα τη γλώσσα των συνταγματαρχών.
Πάντως οι κομμουνιστές που περιέγραφε ο εκφωνητής ήταν να σου κόβεται η χολή. Αγριοι, εκδικητικοί, μοβόροι κι απαίσιοι. Όχι σαν του Γιάννη που ήταν σαν τον Χριστό τον Αμερικάνο στις ταινίες του σινεμά.
Με την βοήθεια του Γιάννη πέρασα με άνεση τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Τότε δίναμε εισαγωγικές, που οι χούντα δεν με πρόλαβε και τις κατάργησε την επόμενη χρονιά. Γυμνάσιο σήμαινε πως μεγάλωσα πολύ ξαφνικά κι αυτό μου έδωσε έξτρα αυτοπεποίθηση. Δεν θα μου ξύριζαν ολόκληρο το κεφάλι, αφήνοντας μια φούντα μαλλί, στην κορυφή πάνω από το μέτωπο, όπως συνήθιζαν μέχρι τότε. Τα μαλλιά μου θα ήταν κανονικά. Κοντά μεν αλλά όλο το κεφάλι γεμάτο μαλλιά και όχι ξυρισμένο και λείο σαν καρπούζι.
Επίσης είχα το δικαίωμα να βάζω μια δραχμή στο τζουκ-μποξ του καφενείου της γειτονιάς και να διαλέγω satisfaction των Rolling stones και she loves you yeah yeah yeah των Beatles. Επειδή είχα γίνει σκληρό αντράκι απέφευγα να ακούω τον ‘Τρόπο‘ των Olympians και τη γιάνκα που χόρευαν αδιάκοπα οι παλιές μου συμμαθήτριες....
Οι διακοπές εκείνου του καλοκαιριού, πέρασαν ανέμελα όπως κάθε χρόνο. Ξεσαλώσαμε στα παιχνίδια όλη τη μέρα. Μαζί με τον πιο επιστήθιο φίλο μου, Γιάννης και αυτός - συνομηλικός μου ξαμολιόμασταν στη θάλασσα, μέχρι να γίνουμε ψητοί από τον ήλιο. Οι μάνες μας, καλές φιλενάδες και οι πατεράδες μας κολλητοί. Οι δύο οικογένειες γίνονταν μία. Κανείς μας δεν ξεχώριζε μάνα και πατέρα. Όλα ήταν ισότιμα για όλους σε μια ιδιότυπη δημοκρατία που ούτε το νέο καθεστώς μπορούσε να διαταράξει. Είμασταν πάνω στην πιο γλυκειά τρέλλα κι αποτολμούσαμε πράγματα που άλλα παιδιά της ηλικίας μας δεν μπορούσαν να διανοηθούν. Για παράδειγμα, το μεσημέρι που επιστρέφαμε από τη θάλασσα, πηγαίναμε όλοι σε μια βρύση χτιστή, έξω από την αυλή μας, για να ξεπλυθούμε απο τα αλάτια κι ύστερα να πάμε για μεσημεριανό. Ο Γιάννης κι εγώ παριστάναμε τους ιππότες πάνω από τη βρύση. Αφήναμε να πλυθούν πρώτα όλα τα κορίτσια της γειτονιάς, ιδιαίτερα εκείνα που ήταν γύρω στα 18 με 25 χρονών.
Όλες βιάζονταν να ξεμπερδεύουν με το πλύσιμο για να φάνε σύντομα κι εμείς δεν χάναμε την ευκαιρία να χαζεύουμε τα βυζιά τους, καθώς σκύβανε στη βρύση να πλυθούν. Μέχρι που μας πήρανε χαμπάρι, το είπαν στους δικούς μας, που μας μάλωσαν με δριμύτητα και δεν μας ξανάφησαν να τις χαζέψουμε...
Οι πατεράδες μας έρχονταν το Σάββατο. Όλη τη βδομάδα δούλευαν στην πόλη και μόνο της Παναγίας κάθονταν παραπάνω μέρες μαζί μας. Τα βράδυα, καθώς πίναν το ουζάκι τους, πιάναμε τη δυσφορία τους για το καθεστώς των συνταγματαρχών. Νοιώθαμε την αβεβαιότητά τους για το μέλλον και στενοχωριόμασταν που τους βλέπαμε τόσο ανήσυχους.
Πότε- πότε μαθαίναμε ξώφαλτσα μικρές ιστορίες από ανθρώπους που οι δικοί τους είχαν εξοριστεί και μάθαμε για πρώτη φορά, πως πολλοί άνθρωποι υπέφεραν από βασανιστήρια. Στο μυαλό μας τα βασανιστήρια του Χριστού στις αμερικάνικες ταινίες ήταν τα πιο φοβερά και γνωστά παραδείγματα. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας, τα βράδυα λίγο πριν να κοιμηθούμε, όμως το επόμενο πρωί τα ξεχνάγαμε όλα και πέφταμε αφιονισμένοι στο παιχνίδι.
Όταν είμασταν μικρότεροι- 6,7 χρονών- οι πατεράδες μας, που ήταν μεγάλοι γλεντζέδες, μας πήγαιναν κάθε Σαββατοκύριακο στα μπουζούκια. Τα μπουζούκια ήταν κάτι παράγκες εκεί που βρίσκεται το βασιλικό παλάτι της Θεσσαλονίκης στη Νέα Κρήνη. Ήταν δίπλα στη θάλασσα κι αν θυμάμαι καλά ήταν δύο-τρία παρόμοια κέντρα.
Εκεί έπαιζαν ο Τσιτσάνης, η Μπέλλου, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Καίτη Γκρέϋ, η Πόλυ Πάνου ο Πάνος Γαβαλάς και άλλοι που δεν μπορώ να θυμηθώ. Εκείνο που μπορώ καλά να θυμηθώ ήταν η μεγάλη ταλαιπωρία μας. Των παιδιών δηλαδή. Αφού μας τάϊζαν απαίσια ψάρια, μας άφηναν να παίξουμε. Τα μαγαζιά ήταν στρωμμένα με χαλίκια χοντρά. Ανάμεσα στα χαλίκια οι σερβιτόροι πέταγαν τα μεταλλικά πώματα από τις μπύρες και τα αναψυκτικά. Τότε είχαν πρωτοβγεί τα πώματα αυτά και είχαν αντικαταστήσει τα σταθερά -με σύρμα- πορσελάνινα καπάκια. Όλοι οι πιτσιρικάδες τρελλαινόμασταν να μαζέψουμε τα σκληρά μεταλλικά καπάκια και γεμίζαμε από την χαλικένια σκόνη. Η σκόνη, που γέμιζαν τα ρούχα μας, ήταν η αιτία που μας τις βρέχανε. Κι αφού μας τις βρέχανε μας βάζανε για ύπνο πάνω σε ψάθινες καρέκλες ή στην αγκαλιά τους ή στο αυτοκίνητο.
Ο Τσιτσάνης, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης μας νανούριζαν. Όμως ο ύπνος ήταν μεγάλη ταλαιπωρία και κανείς μας δεν ήθελε να πηγαίνουμε στα μπουζούκια. Είχαμε σιχαθεί και τον Τσιτσάνη και τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση.
Έτσι λυπηθήκαμε αληθινά πάρα πολύ όταν ακούσαμε ένα Σαββατόβραδο τους πατεράδες μας, να δηλώνουν πως δεν θα’ πρεπε να τραγουδήσουμε τραγούδια τους, επειδή το είχε απαγορεύσει η χούντα και πιθανώς να τους είχε ρίξει σε μια από τις αμέτρητες φυλακές της...
Από το βράδυ εκείνο άρχισε να με απασχολεί το ερώτημα: ποια ήταν αυτή η χούντα, που μπορούσε να επέμβει και στις διακοπές μας και να μη μας αφήνει να τραγουδήσουμε;
Τι κακό μπορεί να έχει ένα τραγούδι; 

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Η Ανέμελη Χώρα ΙV


Μεγάλωνα παρέα με τη γοητεία μιας άλλης Ελλάδας, πολύ καλύτερης από αυτή της δικής μου εποχής. Στη μικρή εκείνη ηλικία μου οι εργάτες και οι φοιτητές δέρνονταν καθημερινά με την αστυνομία στους δρόμους. Οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινές επίσης. Δεν ήμουν σε θέση να γνωρίζω την ακριβή αιτία. Πότε άκουγα για μια Αποστασία, πότε για μια ΙΔΕΑ και πότε για το Βιετνάμ των Αμερικάνων και πότε για ένα αριθμό: 1 - 1 - 4. Έβλεπα την στενοχώρια των δικών μου για τις εξελίξεις, όμως απέφευγα να ρωτήσω λεπτομέρειες, επειδή ήταν καλά ριζωμένο μέσα μου πως οι τοίχοι έχουν αυτιά.
Άκουγα πως η δημοκρατία μας κινδύνευε από τους κομμουνιστές (πάντα) όμως παντού έβλεπα σκληρούς αστυνομικούς, που μας παρατηρούσαν με το βλέμμα : “κάνε κάτι να σε δείρω”.
Οι κομμουνιστές φαίνεται ήταν καλά κρυμμένοι και οι εκπρόσωποι της δημοκρατίας είχαν έντονες διαφωνίες, μεταξύ τους, για το ποιός θα την προφυλάξει αποτελεσματικότερα.
Κάθε πρωί, λίγο πριν φύγω για το σχολείο (τελείωνα το δημοτικό) συνήθιζε η μάνα μου να με στέλνει στο φούρνο, για να πάρουμε ζεστό ψωμί. Το πρωί εκείνο δίπλα στη φουρνάρισσα, στέκονταν βλοσυρός ένας αστυνομικός εν στολῆ. Παρακολουθούσε τη φουρνάρισσα να ζυγίζει τη φρατζόλα - πριν την πουλήσει - και όταν το βάρος ήταν λιγότερο από το κανονικό, έκοβε μια - δυο φέτες από άλλο καρβέλι και συμπλήρωνε την παραγγελία.
Μου φάνηκε περίεργο και όταν ανέβηκα στο σπίτι μας το είπα του πατέρα μου. Εκείνος σκυθρώπιασε και αμέσως τηλεφώνησε κάπου. Η συνομιλία του ήταν σύντομη. Η ανησυχία του φανερή και έντονη. Μας έβαλε στο αμάξι του μαζί με την αδερφή μου και μας πήγε στο σχολείο, πρώτη και τελευταία φορά, στη ζωή μας. Ποτέ πριν και ποτέ μετά δεν μας συνόδευσε στο σχολείο!
Είμασταν πολύ περήφανοι και πολύ χαρούμενοι με την αδερφή μου, επειδή μας πήγε στο σχολείο ο πατέρας μας. Τη χαρά μας ακύρωσε ο διευθυντής του σχολείου, όταν φανερά στεναχωρημένος,  ανακοίνωσε σε όλα τα παιδιά πως δεν θα γινότανε μάθημα εκείνη τη μέρα. Συνέβει κάτι πολύ κακό στην πατρίδα μας και έπρεπε να γυρίσουμε στα σπίτια μας...
Το πραξικόπημα της χούντας προβλήθηκε, προς μεγάλη μου χαρά, ως επανάσταση! Εκείνη την εποχή διάβαζα με αφοσίωση την ιστορία της επανάστασης του ’21. Οπότε η νέα επανάσταση μου ήρθε κουτί! Περίμενα λοιπόν ηρωικές μέρες, επαναστάτες με λάβαρα, παπάδες με καρυοφίλια, εθνική εξέγερση με επαναστατικό μεθύσι....
Όμως τίποτα απολύτως από όλα τούτα δεν συνέβει. Αντίθετα ο κόσμος ήταν τρομαγμένος. Στα κεντρικά κτίρια της πόλης υπήρχαν τεράστια τανκς και ο στρατός μας κυνηγούσε να κλειστούμε στα σπίτια μας από τις 7 το απόγευμα, απαγορεύοντάς μας να παίζουμε!  Από την ώρα εκείνη και μετά απαγορεύονταν και η κυκλοφορία επίσης.
Οι δε κομμουνιστές είχαν εξαφανιστεί. Ούτε Κολοκοτρώνης ούτε Καραϊσκάκης ούτε Παπαφλέσσας. Πότε θα γινόταν τελικά η επανάσταση; 
Σύντομα κατάλαβα πως το μεγάλο κακό που έπαθε η πατρίδα μας, όπως μας είχε πει ο δάσκαλος, ήταν πολύ αληθινό. Ήταν και χειροπιαστό. Ο δάσκαλός μας συνελήφθη ως κομμουνιστής και τον στείλανε στην εξορία.
Δύο γείτονές μας φοιτητές που έμεναν στο ρετιρέ της πολυκατοικίας μου εξορίστηκαν επίσης ως κομμουνιστές στα Γιούρα!
Τόσο ο δάσκαλός μας όσο και οι φοιτητές φίλοι μου ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Δεν ήταν δυνατό να είναι έτσι οι κομμουνιστές! Κάποιο λάθος θα είχε γίνει! Στη Ραψάνη, που ήταν απόμακρη και χαμένη στον κάτω Όλυμπο,            
συνελήφθησαν και εξορίστηκαν ο θείος μου (και αδερφός της μάνας μου) και η θεία μου. Τα δύο ξαδέρφια μου έμειναν μόνα τους με τη γιαγιά μου! Η μάνα μου πλάνταξε στο κλάμα και μέσα σε λυγμούς, μου αποκάλυψε πως ο αδερφός της ήταν Λαμπράκης κομμουνιστής και προφανώς έτσι ένιωθε και η ίδια! Ώστε λοιπόν δεν ήταν κακοί άνθρωποι οι Λαμπράκηδες - κομμουνιστές ούτε ήταν κρυμμένοι κάπου. Ήταν γύρω μου και μάλιστα πολύ καλύτεροι από τα καθάρματα τους αστυνομικούς και στρατιωτικούς. Ως και η μάνα μου ήταν δεν ήταν κομμουνίστρια! Αυτό με έκανε να καταφύγω στην αγαπημένη μου εγκυκλοπαίδεια. Ήμουν αποφασισμένος να μάθω τα πάντα για τον κομμουνισμό. Από λήμμα σε λήμμα άρχισα να διαβάζω ακατανόητα πράγματα. Πολύς κόσμος ασχολιότανε με τον κομμουνισμό και στα περιεχόμενα της εγκυκλοπαίδειας χάθηκα από τόμο σε τόμο. Το πράγμα ξεκαθάρισε όταν έπεσα τυχαία πάνω στην Οκτωβριανή Επανάσταση! Να ‘ τη πάλι η επανάσταση. Όμως ήδη ήμουν πολύ απογοητευμένος με την τρεχάμενη..... 
Χρειαζόμουν εξηγήσεις. Δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα από τα περί κομμουνισμού. Πήρα το θάρρος και ρώτησα το βράδυ τον πατέρα μου. 
  • Που τα διαβάζεις όλα τούτα; ρώτησε, σάμπως θυμωμένος
  • Στην εγκυκλοπαίδεια! απάντησα.
Θυμάμαι τη μάνα μου πως τινάχτηκε πάνω, σαν να πάτησε ελατήριο....
Η εγκυκλοπαίδεια συσκευάστηκε με επιμέλεια. 24 τόμοι μπήκαν σε δύο χαρτοκιβώτια και τα χαρτοκιβώτια αποθηκεύτηκαν βαθειά πάνω και μέσα στο πατάρι. Τα κλάμματα μου δεν έκαμψαν την απόφαση του πατέρα μου.
  • Έχε το νου σου, πρόσταξε ο πατέρας τη μάνα μου. Ετούτος είναι επικίνδυνος. Μπορεί να ανοίξει και το ραδιόφωνο και να ακούει τα βράδυα Αλβανία.....

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Νύχτα είναι...


Κι αυτή τη νύχτα την σκέφτεται
όπως και κάθε νύχτα...
Απόμακρος της ζωής,
της ζωής που χάθηκε
και δεν γυρίζει...
Είναι εδώ, μόνος κι έρημος
με τη σκέψη του 
σ' εκείνη, 
μόνο σ' εκείνη,
yes I love you...