Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Διάλογος ονείρου...

Οι αναμνήσεις είναι που κρατούν αλληλογραφία με τους δαίμονες. Το μυαλό όχι. Οι διάλογοι επαναλαμβάνονται με παρρησία: πότε μου μιλάς και φλογίζομαι και πότε σου μιλώ και πεθαίνω.
Όσες νύχτες κι αν το πάλεψα η μοναξιά κι η νύχτα με νίκησαν. Όση φλόγα κι αν έβγαλα, κι αν με ελπίδες πήγα κόντρα στον καιρό και τα σύννεφα πυρπόλησα, δεν κατάφερα να πετάξω πιο ψηλά...
Γδέρνω την ψυχή μου με το πληκτρολόγιο κι ο άγνωστος λόγος γέρνει στην οθόνη. Τόσες φορές που σου έγραψα δεν μπόρεσα να σ' αποστηθίσω. Μένεις ψηλά και μακρυά, ανεμίζοντας ένα βλέμμα μιας άλλης ζωής, όπου πλέον δεν ανήκω.
Νωρίτερα ήταν, πολύ νωρίτερα που είχαμε καταφέρει ν' αγγίξουμε ο ένας την καρδιά του άλλου...
'Οτι πόνεσε, ότι πλήγωσε, ότι χάθηκε γράφτηκαν στη μνήμη των σπλάχνων. Κι αυτά είναι που αναβλύζουν και μας κρατούν ζωντανούς, τώρα που ο χρόνος έχει μεγαλώσει και την απόσταση.
Λέω, θα 'ναι η τελευταία φορά που σου γράφω. Μα όσες φορές κι αν το είπα, προδώθηκα την επόμενη μέρα...
Αναρωτιέμαι ποιός υπαγορεύει αυτόν τον διάλογο;

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Είχα ορκιστεί και δεν με πίστεψες...

"Περνάει, λένε, ο καιρός
και τις πληγές γιατρεύει..."

κι εγώ σταθερά ξημεροβραδιάζομαι με τη σκέψη μου σε σένα... Κάθε μέρα, κάθε νύχτα...
Χιλιάδες μέρες, που πέρασαν αβάσταχτα, βασανιστικά αργά, κι όμως...

Λες και ήταν χτες, που διαλυθήκαμε. Ιούνης, με ζέστη περισσή και τα κομμάτια μου σπαρμένα σ' άδειες νύχτες και μάταιες μέρες. Με εύκολα δάκρυα κι ένα πόνο βαθύ μέσ' τη ψυχή, σαν πληγή ανοιχτή που ποτέ δεν θα κλείσει...

Ακόμη σ' ονειρεύομαι. Πολύ συχνά... δεμένος σαν μ' ένα άρρηκτο και πανίσχυρο σύνδεσμο, που δεν σπάει, δεν φθείρεται, δεν μπορεί ο καιρός να τον γιατρέψει...

Κι όσο το φεγγάρι, κάθε Ιούνη, θα μαζεύει τα βλέμματα όλων των ανθρώπων, ο πόθος μου, ο πόνος μου, ο όρκος μου και η ψυχή μου για σένα δεν θα σβήσουν...

Σου τό' χα 'πει: για πάντα με σένα...
Μα δεν με πίστεψες...

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Όλα, μα όλα...

Όλα σε θυμίζουν,
απλά κι αγαπημένα,
πράγματα δικά σου, καθημερινά
σαν να περιμένουν κι αυτά μαζί μ’ εμένα
νά ’ρθεις κι ας χαράξει για στερνή φορά.

Όλη μας η αγάπη την κάμαρα γεμίζει
σαν ένα τραγούδι που λέγαμε κι οι δυο,
πρόσωπα και λόγια και τ’ όνειρο που τρίζει,
σαν θα ξημερώσει τι θα ’ν’ αληθινό.

Όλα σε θυμίζουν,
απλά κι αγαπημένα,
πράγματα δικά σου, καθημερινά.

Όλα σε θυμίζουν,
κι οι πιο καλοί μας φίλοι.
Άλλος στην ταβέρνα, άλλος σινεμά.
Μόνη μου διαβάζω το γράμμα που ’χες στείλει
πριν να φιληθούμε πρώτη μας φορά.

Όλη μας η αγάπη την κάμαρα γεμίζει
σαν ένα τραγούδι που λέγαμε κι οι δυο,
πρόσωπα και λόγια και τ’ όνειρο που τρίζει,
σαν θα ξημερώσει τι θα ’ν’ αληθινό.

Όλα σε θυμίζουν,
απλά κι αγαπημένα,
πράγματα δικά σου, καθημερινά.

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Στους πέντε δρόμους...

Ζούμε άγριες μέρες σκληρής δοκιμασίας. Ζούμε μια μεγάλη κρίση, που όπως λένε, μοιάζει με εκείνη της κατοχής ύστερα απο τον πόλεμο του 1940. Ζούμε επίσης μια νέα χούντα. Που αφού γονάτισε οικονομικά 9,500,000 έλληνες, καταπατώντας το Σύνταγμα και τους νόμους της πατρίδας, προχωρά αδίστακτα στην πλήρη εξόντωση κάθε ελευθερίας, αρχίζοντας με το στυγνό έλεγχο των πληροφοριών και των ειδήσεων. Mind control ονομάζεται η πλέον σκληρή μορφή προπαγάνδας, που εφαρμόζεται για να ποδηγετήσει τις ψυχές των υπηκόων, να τους καταστήσει άβολους και πειθήνιους, για να τους χαλιναγωγήσει ευκολότερα κι αποτελεσματικότερα...
Ο Βασίλης χάνει το σπίτι του. Το δάνειό του μεταβιβάστηκε σε μια αγγλική εταιρεία, που έστειλε ήδη το κατασχετήριο. Η πατρίδα δεν μπορεί να τον προστατέψει. Ούτε θέλει. Αφαίρεσε απο τα ελληνικά δικαστήρια το δικαίωμα να μπορεί, ο Βασίλης, να καταφύγει, για να υπερασπιστεί τη στέγη που θυσιάζεται για να προσφέρει στα παιδία του. Ξένοι, άγνωστοι στον Βασίλη, χωρίς καμμιά επαφή μαζί τους, χωρίς πόλεμο, χωρίς αγώνα και ήττα, παίρνουν λάφυρο το σπίτι του και τον πετάν στους πέντε δρόμους...
Χανόμαστε...

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ποτέ, δεν θα τελειώσει ποτέ...

Prefontaine classic...
Στο πίσω κάθισμα ενός ταξί με τα χέρια σφιχταγκαλιασμένα απο ευτυχία. Είχες κερδίσει το πρώτο πρωτάθλημα του κλειστού. Θυμάμαι πόσο συγκινημένος ήμουν. Πόσο περήφανος...
Εκείνη η εικόνα ξεπηδά από τη μνήμη μου, κάθε φορά που παρακολουθώ αγώνες. Κι όσο εύκολα την ανακαλώ, τόσο δύσκολα θυμάμαι τα υπόλοιπα. Ίσως επειδή προσπαθώ να τα ξεχάσω, να σβήσουν απ' τη ψυχή μου, να σβήσουν όλα όσα...
Δεν γίνεται...
Είναι σκαλισμένα πάνω στο σώμα μου, άσβηστα, ανεξίτηλα τατουάζ μαζί με άπειρες εικόνες, που μερικές φορές ξεθωριάζουν κι άλλες προβάλλονται ολοζώντανες μπροστά στα μάτια μου...
Πολλές φορές επίσης χάνω το κουράγιο μου, που ολοένα εξαντλείται και ύστερα πιάνομαι απο ένα - σαν όνειρο - χτύπημα της πόρτας σ' ένα ξενοδοχείο στη Λεμεσό...
Κλείνω τα μάτια και ξαναζώ τη χαρά εκείνης της έκπληξης και τη μεγάλη Πέμπτη σε μια εκκλησιά, όταν προσπαθούσαμε να ξαναθυμηθούμε τα σημάδια και το σχήμα ενός ευλαβικού σταυροκοπήματος...
Τα μεσημέρια, μου συμβαίνει ακόμη αρκετές φορές, ξυπνά μέσα μου η επιθυμία να ετοιμαστώ για το γήπεδο, για την προπόνηση. Λες και δεν τέλειωσε τίποτε κι όπως καταλαβαίνω δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ...