Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Εκεί είναι.
Πάντα εκεί.
Μόνος, σκυμένος στην οθόνη του υπολογιστή, μιλά με τα πλήκτρα.
Το λιγοστό φώς στο άδειο δωμάτιο, το βουητό του κόσμου κοντά, ο κρότος μερικών πυροτεχνημάτων... κάποιοι δοκιμάζουν τα προεόρτια του νέου χρόνου.
Που θα 'ρθει, γι αυτόν, όπως ο τωρινός: σιωπηλός κι αμίλητος!

Κλείνει τα μάτια κι μνήμη γεμίζει απο 'κείνη.
Πλημμυρίζει το μικρό δωμάτιο απ' την παρουσία της,
το άρωμα του κορμιού της, το γέλιο απ' τα χείλη της,
το μετάξι απ' τα μαλλιά της...
Χάνεται σε μια δίνη αισθήσεων και παραισθήσεων
ζώντας ξανά μαζί της.
Βυθίζεται στη χίμαιρα μιας χαμένης ζωής, που τέλειωσε μα...
ξαναζεί έντονα, δυνατά, παράφορα!
Οι φλέβες του γιομίζουν αίμα ζεστό,
ποτίζουν την ονειρεμένη επιθυμία του,
μέχρι...
μέχρι τα κλάμματα να γίνουν πνιχτό ουρλιαχτό
και πόνος ανείπωτος...

Γι' αυτό είναι εκεί.
Μόνος, πάντα εκεί.
Σκυμμένος στα πλήκτρα του υπολογιστή...
επειδή η παραίσθηση είναι προτιμότερη...
απο την ελεεινή του πραγματικότητα...

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Σε ονειρεύομαι...

Τον σκλάβωσε...
Έχασε το μυαλό του, υποτάχτηκε, άλλαξε τη ζωή του!
Πέτυχε το δυσκολότερο:
λευτερώθηκε υποταγμένος στη μορφή της, στην ομορφιά και στη ψυχή της!
Κι ύστερα τον λάβωσε,
με μια λαβωματιά πόθου παράφορου!
Τον λάβωσε πολλές φορές...
αλύπητα, ανόητα, επαναλαμβάνοντας:
την ταπείνωσή του στην αθλιότητα...
Τότε που τη χρειάζονταν πιο πολύ απο ποτέ!
Δεν τη συγχώρεσε... άλλωστε δεν χρειάστηκε τη συγχώρεσή του.
Δώδεκα φεγγάρια πριν τη συνάντησε...
του παράφορου πόθου του υποχώρηση.
Μα πάλι έπαιξε μαζί του! Τον κορόιδεψε,
τον λάβωσε για τελευταία φορά...
Έτσι χάθηκε ο κόσμος του... παράτησε τον εαυτό του...
Τώρα τον βασανίζει το φάντασμά της.
Κάθε βράδυ, σε κάθε όνειρο...
Καίγεται αργά, λύτρωση δεν υπάρχει άλλη
απο το τέλος...
Μόνη έγνοια του το τέλος...
για νά 'χει τη λαβωματιά
στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθεί παράφορα
τον κόσμο το απάνω...

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Τα χαμένα Χριστούγεννα...

Την ισορροπία που έχασε,
δεν αναπληρώνει.
Τίποτε, κανείς δεν μπορεί να την αναπληρώσει.
Ούτε οι μέρες οι γιορτινές
ούτε οι συγγενείς κι οι φίλοι...
Σαν μακρινό καράβι, σαν φάντασμα,
περνά την απαρατήρητη ζωή του.
Ο κόσμος χάθηκε
γι αυτό ισορροπεί, μόνος
πάνω στις γραμμές της μνήμης και της προσμονής...
δεν φταίνε τα μοναχικά Χριστούγεννα... 

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Ευχή στο φώς...

Αχ! βιαστικό ολόγιομο φεγγάρι
πως να σε προλάβω...
Που κρύβεσαι στα σύννεφα, αφήνοντας
αχνό φώς στα λίγα βήματά μου.
Κι αν είναι σκοτεινά, δεν με πειράζει...
Επειδή εκείνη ακόμα λαμποκοπά
μεσ' το βαρύ μυαλό μου...
Να την προσέχεις φεγγάρι μου!
Να βοηθάς να λάμπει στη ζωή της,
σταγόνα στον ωκεανό
ας είμαι στη θύμησή της,
κι εκείνη να είναι 
λαμπερή κι ευτυχισμένη...

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

A distant ship's smoke on the horizon...

Την είχε ονειρευτεί πολύ μικρός...
που μεγαλώνοντας ξέχασε ποιά είχε ονειρευτεί.
Μέχρι που την βρήκε αναπάντεχα και
το όνειρο έγινε πραγματικότητα!
Τότε άρχισε κι η αληθινή ζωή, πολύ πιο όμορφη απο ποτέ
και πιο όμορφη απο τα όνειρα!
Ύστερα το όνειρο έφθινε, έφθινε ανεξήγητα
μέχρι που τέλειωσε σαν εφιάλτης...
κι η ζωή σταμάτησε.
 
Χάνοντας εκείνη, αποτραβήχτηκε απο όλους τους ανθρώπους.
Πάει καιρός που πορεύεται μόνος
σαν το μακρινό καράβι,
που γίνεται αντιληπτό απ᾽τον καπνό του φουγάρου του
μακριά στον ορίζοντα...
Χάνεται, κλείνεται σ᾽ένα δωμάτιο, φεύγοντας απο τον κόσμο,
κρατώντας μονάχα τα όνειρα
που κάθε βράδυ ζεί μ᾽εκείνη..
comfortably numb...

Πάει κι αυτή η Κυριακή...


τις μέρες που έχασα
μέτρησα στα δάχτυλά μου...
μέρες πολλές, αμέτρητες, πολύτιμες...
που δεν μπορώ να θρηνήσω,
επειδή
ύστερα απο τόσο καιρό,
παραμένουν οι ωραιότερες της ζωής μου...

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Κι ας ήτανε όνειρο...

Βρεθήκανε ύστερα απο πολλούς, πάρα πολλούς μήνες...
στο ίδιο δωμάτιο...
ήτανε κι άλλοι - ενας δυό - φίλοι καλοί,
που με περιέργεια και σιωπηλοί παρατηρούσανε την αντάμωσή τους...
Την κοίταξε καλά και μια ζεστασιά χύθηκε στο στέρνο του, στην καρδιά του.
Τα λυτά της μαλλιά κυμάτισαν απαλά καθώς κοντοστάθηκε δισταχτική δίπλα στο τραπέζι...
Ύστερα, κάποιος άρχισε να μιλά κι όλοι χαλάρωσαν φυσιολογικά, σαν να μη πέρασε μια μέρα.
Μόλις οι ματιές τους διασταυρώθηκαν πήγε και κάθισε κοντά του, πίσω του. Ακούμπησε ήσυχα το κεφάλι της στο πλάι του καναπέ κι άπλωσε τα χέρια της πάνω στα πόδια του και τον χάϊδεψε με τρυφερότητα...
Χρειάστηκε μερικά έξτρα δευτερόλεπτα για να βεβαιωθεί πως ήτανε το χέρι της, που ασκούσε τρυφερότητα πάνω του. Κατόπιν το χέρι της απόμεινε ακίνητο, καρτερώντας την αντίδρασή του...
Μιλώντας στους άλλους, χαμήλωσε το βλέμμα του και είδε τα λεπτά μακρυά της δάχτυλα, λευκά, επιδέξια...
Έπιασε τον παράμεσό της δισταχτικά, με μια άγνωστη προσμονή. Εκείνη όχι μόνο δεν τραβήχτηκε, αλλά τον χτύπησε απαλά με την ανάστροφή της, όπως χτυπά κανείς μια πόρτα για ν' ανοίξει...
Έσφιξε απαλά το χέρι της μέσα στην παλάμη του και συνέχισε να συζητά, τρίβοντας με όση τρυφερότητα διέθετε τα δάχτυλά της. 
Ένοιωθε πως η ευτυχία όλου του κόσμου είναι τα δάχτυλά της...
κι ας ήτανε όνειρο...

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Οι σιδερένιες σιωπές...

Κοίτα τις λέξεις μου
σφυρηλατούνε τις σιωπές
για να σε πλησιάσουν άφοβα
Μνήμες να γίνουν,
στιγμές μακάριες...

Να 'χεις να λες πως κάποτε
παρουσιάστηκε ένας άγνωστος λόγος
που λίγο πριν τον σβήσεις
στάθηκε πλάι σου
και τρυφερά σε άγγιξε...