Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα...

Γιώργος Σεφέρης: 


Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη
Το ξάφνιασμά σου μου απομένει
Ωραία γυναίκα αγαπημένη,
Το βράδυ αυτό το ανόητο, σήμερα
Και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι
Και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη...

Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη
Λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Επιφάνεια Αβερωφ...



Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: 
Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: 
Αντώνης Καλογιάννης


Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν

Κράτησα τη ζωή μου
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή του βραδιάζει

Κράτησα τη ζωή μου στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου
τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού
τάχα να μένουν εκεί που φύσεξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στη παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της

Ανεβαίνω τα βουνά μελανιασμένες λαγκαδιές
ο χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια
μήτε τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ
ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν
την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας "ευτυχία"

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων



Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Το ύφος μιας μέρας...


Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο
ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής
που φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο κόπο
ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου.
Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία...
Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυχτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία
ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει αστρονομίζεται γυρεύει.
Στενοχωριέται: ά(ν) χτυπήσουν την πόρτα ποιός θ' ανοίξει;
Αν ανοίξει βιβλίο ποιόν θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την ψυχή του ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Που 'ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες.
Μονότροπος μονόλογος μπροστά στον καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι η πλήξη απλώνει.

Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι,
μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι
πως μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου...
κι ο ναύκληρος αξούριστος που 'χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα...
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ' άρμενα καμαρώνουν κι η μέρα πάει να γλυκάνει.
Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα,
κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα.
Γιώργος Σεφέρης

Ramblin' on My Mind...


Ramblin' On My Mind


I got ramblin', I got ramblin' on my mind
I got ramblin', I got ramblin' all on my mind
Hate to leave my baby, but you treats me so unkind
I got mean things, I got mean things all on my mind
Little girl, little girl, I got mean things all on my mind
Hate to leave you here, babe, but you treats me so unkind
Runnin' down to the station, catch the first mail train I see
(spoken: I think I hear her comin' now)
Runnin' down to the station, catch the old first mail train I see
I got the blues about Miss So-and-So and the child got the blues about me
And I'm leavin' this mornin', with my arm' fold' up and cryin'
And I'm leavin' this mornin', with my arm' fold' up and cryin'
Hate to leave my baby, but she treats me so unkind
I got mean things, I've got mean things on my mind
I got mean things, I got mean things all on my mind
I got to leave my baby, well, she treats me so unkind

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

The fugitive pieces...


Δεν είδα τη πιο σημαντική στιγμή της ζωής μου... η πιο βαθειά της ψυχής μου ιστορία, πρέπει να λεχθεί απο ένα τυφλό. Πίσω απο ένα τοίχο, υπόγεια, απο τη γωνία ενός μικρού σπιτιού, σ’ ένα μικρό νησί, που υψώνεται σαν κόκκαλο απο το δέρμα της θάλασσας. Καθώς κρύφτηκα στο λαμπερό φως του νησιού του Άθου, χιλιάδες πνίγονταν στο σκοτάδι. Καθώς κρυβόμουν στην πολυτέλεια ενός δωματίου, χιλιάδες στριμώχνονταν σε στενόχωρα δωμάτια...σε στάβλους και χοιροστάσια.
Τι μας κάνουν τα σώματά μας να πιστεύουμε; πως ποτέ δεν είμαστε ο εαυτός μας, μέχρι να περιέχουμε δύο ψυχές...
Τώρα φοβάμαι θερίζοντας το σκοτάδι. Νύχτα την νύχτα η χαρά με ξυπνάει. Υπάρχει χώρος για όλους αυτούς που έχω αγαπήσει. Καθώς η Αλκυόνη πλησίαζε, έτρεμα σαν τη βελόνα της πυξίδας, νοιώθοντας για πρώτη φορά ένα μέλλον... τα λόγια μου, η ζωή μου, δεν ήταν πλέον διαχωρισμένα... μετά απο δεκαετίες κρυμμένος κάτω απ’ το δέρμα μου.
“Να η γυναίκα που σιγά-σιγά ξεσκεπάζει το πνεύμα μου... φέρνει το σώμα μου στην πίστη”.
“κάθε πρωί γράφω αυτά τα λόγια για εσάς όλους... για τη Μαρία και τον Άθω και την Ελένη, για την Σοφία... για τον Ιωσήφ και τη Σάρα, για τον Μπέν και την Ναόμη, για την Αλκυόνη...
Αλκυόνη!
Μπορώ να περιγράψω τους καρπούς των χεριών της ή πως μεγαλώνουν τα μαλλιά της στο σβέρκο της. Αλλά περισσότερο, ξέρω τι θυμάται... Ξέρω τις αναμνήσεις της. Προσεύχομαι πως σύντομα η γυναίκα θα νοιώθει μια καινούργια αναπνοή μέσα της. Προσεύχομαι και γέρνω το κεφάλι μου προς το μέρος της, και ψιθυρίζω μια ιστορία. Παιδί επιθυμώ, παιδί ονειρεύομαι... αν σε φέρουμε στη ζωή, να μας σκέφτεσαι μερικές φορές... την μητέρα σου κι εμένα όταν βρέχει. Και μια μέρα όταν θα μας έχεις σχεδόν ξεχάσει... προσεύχομαι ότι θα μας αφήσεις να γυρίσουμε. Ότι μέσα απο ένα ανοιχτό παράθυρο, ακόμα και στη μέση μιας πόλης... η θαλάσσια αύρα της ζωής μας θα σε βρεί. Προσεύχομαι ότι μια μέρα... σ’ ένα δωμάτιο φωτισμένο μόνο απ’ το νυχτερινό χιόνι... ξαφνικά θα γνωρίσεις πόσο αξιοθαύμαστη ήταν η αγάπη των γονιών σου.  Του ενός για τον άλλο...
Κόρη μου, γιέ μου...
Εάν γίνεις αλήθεια να ξέρεις ότι μια φορά είχα χαθεί στο δάσος. Φοβόμουνα τόσο, που το αίμα μου γίνονταν θραύσματα στο στήθος  μου...  και ήξερα ότι οι φλέβες της καρδιάς μου, σύντομα θα εξαντλόντουσαν. Έσωσα τον εαυτό μου χωρίς σκέψη. Άρπαξα τις δυο συλλαβές που ‘χω πιο κοντά σ’ εμένα... κι αντικατέστησα τους χτύπους της καρδιάς με τ’ όνομά σου.
Τάνια!
Τώρα κατάλαβα ότι έπρεπε να δώσω ότι πιο πολύ χρειαζόμουν...
 

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

The diary of loneliness...

It’s another Sunday’s afternoon, like any other Sunday afternoon. I am, as always, alone at home, because I am not in the mood to meet people, to be with friends, to talk, to laugh to...
I avoid being with people. I prefer to be alone, until Tuesday morning when I’ll be back at work. Lately no one asks for my company. I guess they got tired asking me, without response...
Today is Valentine’s day. People who are in love are celebrating. I am in love too, but I cannot celebrate. Though all the memories keep me every day, every hour, every minute... they keep me suffering by this condition, being in love... There isn’t much to do. Cause my mind is under siege. For instance, I find you:
 at my bathroom, using your ear cotton sticks
 the rings we bought at Pilio
 the brown shoes
 the anorak jackets
 the motor’s helmets and gloves
 Benzie the dog, probably Bella’s father
 the high jump results at the newspaper
 the little (one door) sports outlet sales at Egnatia street
 my, every time I manage to sleep, dreams of you!
 people very often ask me about you
 purple Ibiza cars, like yours
 the screen savers photos display at my Mac
 the architectural articles I read and publish for kinisis blog
 the glass - water, rounded shaped bottles in my refrigerator
 the pads that are attached on the refrigerators door
 the way Bill is seeing at my eyes
 the way that all our friends try to find out my feelings for you
 the big wine glasses that I broke and the black for cocktail you preferred
 the roads that lead to stadium

Seven months passed difficulty... until when can I stand it? I don’t know... probably I don’t know...
I will be the last to find it out!
It’s very dark and cold in here...

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Κι όλο μ' αφήνεις να σ' αφήσω...


Aγάπης φως της γης ταξίδια μαύρα παράξενα παιχνίδια στο φως του ήλιου θ' ακουμπήσω το καλοκαίρι να μυρίσω. Μ' άσπρο πανί θα ταξιδέψω μικρό κορίτσι να σε κλέψω όσο αγαπάω μένω πίσω κι όλο μ' αφήνεις να σ' αφήσω...


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Η πληγή απ’ τα παλιά.

Ο παπα Μόδεστος βάδιζε γοργά στα στενά κι ανηφορικά μονοπάτια του Άθωνα. ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, σιμά στην κορυφή, τα σύγνεφα πύκνωναν βαρειά και μελανά, σημάδι πως η καταιγίδα όπου νά’ ναι θα ξέσπαγε... το ανηφόρι γίνονταν πιότερο απότομο και ξέπνοος προσπαθούσε να κρύψει, απ’ τον παπά, την περίσσια προσπάθεια που κατέβαλε για να τον ακολουθήσει. τριανταπέντε χρόνια νεώτερός του και πάνω στα ντουζένια του κι όμως ο γέροντας, τι γέροντας δηλαδή, θά ‘τανε 63 - 65 χρονών - νεώτατος για τις ηλικίες των ασκητών κι ανέβαινε σαν αθλητής! έσφιξε το κορμί του, πάτησε γερά πάνω στις κακοτράχαλες πέτρες, πήρε βαθιάν ανάσα κι ακολούθησε τον ανήσυχο παπα Μόδεστο. ξαφνικό αεράκι δυνάμωσε στο διάβα τους, χτυπώντας τους καταμέτωπα, μέσα στο στενό μονοπάτι. τα φυλλώματα των δέντρων λύγισαν απότομα για δευτερόλεπτα κι ύστερα ‘σύχασαν πάλι, λες κι ο μεγαλοδύναμος τα πρόσταζε, παίζοντας με την πνοή του. ο παπα Μόδεστος ψυχανεμίστηκε, ποιός ξέρει τι και κοντοστάθηκε κάμνοντας το σταυρό του. αγνάντεψε στον πελαγίσιο κι ανήλιο ορίζοντα, που ‘χε μαυρίσει σαν απόκοσμο δειλινό μιας μαύρης ασύνορης νύχτας, γύρισε και τον κοίταξε μ’ εκείνα τα εκφραστικά μαύρα του μάτια, που ‘χαν σκοτεινιάσει σαν το δειλινό.
-- βιάσου! πρόσταξε. -- μας πήρε η νυχτιά κι έρχεται τρανή καταιγίδα...
Μπήκαν στο καλύβι μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο. ο παπα Μόδεστος ψαχούλεψε στο σκοτάδι κι άναψε το λιωμένο κερί. ύστερα άναψε δεύτερο και τρίτο και η δύναμη των τριών κεριών αποκάλυψε πόσο παραμελημένο ήταν το καλύβι. πάει πολύς καιρό όπου θά ‘χε να κατοικηθεί και τούτο δήλωνε πως ήταν ασφαλής κρυψώνας. αράχνες και ξέφτια ξύλινα κρέμονταν απ’ τους τοίχους και το σάπιο ταβάνι. το χωμάτινο πάτωμα ήταν σκληρό και παγωμένο και το νερό πού ‘πεσε απ’ τα ρούχα τους σχηματίζονταν ακίνητο, ζυμωμένο με τη σκόνη. βρύα λαμπερά και καταπράσινα είχαν κάμει κατοχή του βορεινού τοίχου, τρυπώνοντας απ΄τις χαραμάδες της μισοπεσμένης εξωτοιχιάς. τίναξαν τα ρούχα τους απ’ το νερό κι ο παπα - Μοδεστος ξετρύπωσε ένα κομμάτι ξερό δαδί. έβγαλε το μαχαίρι του, που πελεκούσε σταυρουδάκια, έκοψε προσεκτικά μικρές λωρίδες δαδιού, μάζεψε με  γοργές κινήσεις, μικρά κλαδάκια που ‘φερε μέσα ο άνεμος των προηγούμενων ημερων και τα ‘ναψε στο μικρό τζάκι. η φωτιά γλύκανε την παγωνιά και την δριμεία υγρασία. φως ζεστό αγκάλιασε το καλύβι, κάπως έτσι είν’ ο παράδεισος, τόσα λίγα χρειάζονται για να μερέψει η ψυχή των ανθρώπων... καθώς τίναζε τα νερά απ’ το μπουφάν του τό πιστόλι έπεσε με κρότο στο πάτωμα. πέφτοντας χτύπησε πάνω στον τενεκεδένο μαστραπά, που κύλησε λοξά, παράμερα. η κάνη γυάλισε στα μαύρα μάτια του καλόγερου. απόμεινε σιωπηλός κι ακίνητος σχεδόν ανέκφραστος. ύστερα πρόσταξε, χωρίς να τον κοιτάξει:
-- μάζεψέ το. δεν το χρειάζεσαι εδώ. σύρε να μαζέψεις μερικά ξύλα. διάλεξε όσο ξερά μπορείς να βρείς...

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Η ζωή είναι απλή και το μέλλον είναι σήμερα...

Το μέλλον είναι τώρα...
επειδή η ζωή είναι απλή:


  • φρέσκος αγέρας...
  • νερό...
  • ένα μικρό λουλούδι...
  • μια γλυκειά γυναίκα...
  • έρωτας
...και απλά συναισθήματα καθώς και τα όνειρα των ανθρώπων...

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

You don't need to bother...


Wish I was too dead to cry
My self-affliction fades
Stones to throw at my creator
Masochists to which I cater
You don't need to bother;
I don't need to be
I'll keep slipping farther
But once I hold on,
I won't let go 'til it bleeds

Wish I was too dead to care
If indeed I cared at all
Never had a voice to protest
So you fed me shit to digest
I wish I had a reason;
my flaws are open season
For this, I gave up trying
One good turn deserves my dying

You don't need to bother;
I don't need to be
I'll keep slipping farther
But once I hold on,
I won't let go 'til it bleeds

[Solo: Corey]

Wish I'd died instead of lived
A zombie hides my face
Shell forgotten
with its memories
Diaries left
with cryptic entries

And you don't need to bother;
I don't need to be
I'll keep slipping farther
But once I hold on,
I won't let go 'til it bleeds

You don't need to bother;
I don't need to be
I'll keep slipping farther
But once I hold on:
I'll never live down my deceit