Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Κι εγω πάντα εκεί...


Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

..........................

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:


..................................


Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
        τον Παράδεισο!

(αποσπάσματα απο το "Μονόγραμμα" του Οδυσσέα Ελύτη)

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Τι όμορφο να σ' αγαπούν...

Ανάμεσα στους εφιάλτες, που βασανίζουν τις νύχτες του, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Όπως απόψε. Ήρθε στα όνειρά του όπως παλιά... καθυστερημένη! Μπήκε στο αυτοκίνητο και πλημμύρισε ο κόσμος με το άρωμά της. Η παρουσία της άστραψε στη νυχτιά του, έδιωξε όλη την πίκρα και χαλάρωσε με τα ιαματικά της χάδια και φιλιά.
Σαν να μη πέρασε μια μέρα...
Οδήγησε τραγουδώντας Verdi και Pucini μέχρι την εσχατιά της Ουρανούπολης. Μαζί τους κι ένα λαμπρό φεγγάρι που έλουζε το δρόμο τα δάση και έβαφε τα ακρογιάλια μ΄ ασημικά πανέμορφα, πολύτιμα...
Η αγάπη της ξεχύνονταν αβίαστη, ατέλειωτη καθώς τιτίβιζε ασταμάτητα, εξιστορώντας τις μέρες και τις νύχτες της για τη δουλειά και τους ανθρώπους. Σαν άγγελος θεόσταλτη γιάτρεψε τη ψυχή του κι ο πόθος του για εκείνη ανάβλυσε αβίαστα, σαρώνοντας κάθε δισταγμό.
Πάλεψαν ατέλειωτα στα φεγγερά σεντόνια. Ο πόθος ο αληθινός κυρίεψε το χρόνο, έδιωξε την ατέλειωτη λύπη, σβήνοντας κάθε ίχνος της απο τη μνήμη...
Ανάσκελα, στα αχανή σεντόνια ήτανε τα δακρυσμένα μάτια της που τον καθήλωσαν.
— Γιατί; ρώτησε ανήσυχος για τα δάκρυά της.
— Επειδή μου έλειψες, του απάντησε τρυφερά...

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Το μαράζι του έρωτα και η βουή του ανέμου....


ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέ-
        στρεψε στον ήλιο.


Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του
        αιθέρος

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε
 Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει
        πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

Ο. Ελύτης

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Θλιμμένες μέρες...

Πήρε η βροχή και ροκάνισε το θάμπος του ήλιου
Η θάλασσα σκοτείνιασε καθρεφτίζοντας το μπλαβί γκρί τ' ουρανού
Πεζός, δίπλα στη προκυμαία, περασμένα μεσάνυχτα ενός πικρού Σαββατόβραδου...
Έχοντας πόνο στη ψυχή, περπάτησε ασταμάτητα,
μέσα στο πούσι, μακρυά απ' τον κόσμο.
Στη σμίξη του ξημερώματος έγειρε κατάκοπος πάνω στο υγρό παγκάκι.
Τότε άρχισε η δυνατή βροχή, σβήνοντας το τελευταίο του τσιγάρο...
Πήγε και στάθηκε στην άκρη της προκυμαίας.
Βροχή και θάλασσα έσμιγαν μ' ένα ήχο τραχύ, σαν δυο θεριά
που αντάμωσαν λυτρωμένα...
Ο βυθός, τότε, ανέβηκε και φανερώθηκε η ψυχή του...
Μια ψυχή βασανισμένη ως την άκρη του ορίζοντα,
μ' εκείνη βαθειά μέσα του ακλόνητη...

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Χαλίκι να σκοντάψεις...


του Δημήτρη Καμπουράκη
Αυτή μπήκε ξαφνικά στην πλατεία του χωριού περπατώντας μεγαλόπρεπα, σαν θεά την ημέρα της γιορτής της. Αυτός ήταν καθισμένος στο συνηθισμένο τραπεζάκι του στην αυλή του καφενείου, καπνίζοντας σιωπηλός όπως πάντα. Αυτή κοντοστεκόταν κάθε τόσο και χαιρετούσε ανθρώπους που είχε να δει από το περσινό καλοκαίρι, χαμογελώντας πλατιά σαν όλους τους ανθρώπους που έχουν περάσει χορτασμένη ζωή. Αυτός την κοίταζε σχεδόν κρυφά κάτω απ’ τα σμιχτά του φρύδια, σαν όλα τα πληγωμένα αγρίμια. Του ‘βαλα τσικουδιά και τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια τον παρότρυνα να το κατεβάσει, για να πνίξει τον συγκλονισμό που ανέβαινε απ’ τα σπλάχνα του και τον κυρίευε.

Κάθε χρόνο τον Αύγουστο η ίδια ιστορία. Αυτή κατέβαινε στο χωριό απ’ την Αθήνα για λίγες μέρες, πότε μόνη, πότε με παρέα, κάθε χρόνο ομορφότερη, πιο μεγαλόπρεπη, πιο πληθωρική, πιο καλοντυμένη, πιο επιτυχημένη. Και τον εύρισκε πάντα εκεί, στο ίδιο τραπεζάκι, κάτω από την ίδια μουριά, να πίνει την ίδια τσικουδιά, κάθε χρόνο πιο αγρίμι, πιο σκοτεινιασμένο, πιο ακούρευτο, πιο μαύρο απ’ τους ήλιους, πιο πότη, πιο αμίλητο. Παρατήρησα τις ρυτίδες στο μέτωπο του, τα γένια του που είχαν γίνει κάτασπρα, τα πετσιασμένα απ’ τις δουλειές χέρια του που έτριβε νευρικά και του ‘κανα την ίδια ερώτηση όπως κάθε καλοκαίρι: «Ακόμα ρε;»  Έγνεψε καταφατικά μ’ ένα νεύμα αδιόρατο, σα να μην ήθελε να το ομολογήσει. «Θα ‘ναι καμιά δεκαπενταριά χρόνια πια, ε;» υπολόγισα φωναχτά, προσέχοντας να μην υπάρχει στη φωνή μου μήτε επιτίμηση, μήτε επιδοκιμασία.

Ο φίλος μου κοίταξε το κενό απέναντι: «Δέκα οκτώ και μισό» απάντησε κι έφτυσε στο τσιμέντο. Θαρρούσα πως έφτυνε την ίδια του την ψυχή, που δεν χωρούσε πια μέσα του. Τα πρώτα χρόνια, σαν μεθούσε έλεγε ότι ένα πρωί θα ξυπνούσε και θα την έβρισκε μετανιωμένη στην πόρτα του. Μετά έλεγε ότι θα τη σκοτώσει και θα σκοτωθεί πάνω της, για να βρει επιτέλους ησυχία. Σαν πέρασαν τα χρόνια και κατάλαβε πως μήτε θα την αγκάλιαζε ξανά μήτε θα τη σκότωνε, του ‘βγαινε πότε-πότε ένα βαθύ παράπονο και μανία μαζί, πως αυτή του κατέστρεψε τη ζωή. Και στο τέλος έκλεισε σαν το στρείδι και δεν έλεγε πια τίποτα.
- «Πες της ρε μια μαντινάδα και χέστην».
- «Μαντινάδα;»
- «Ναι ρε. Σπονδή στα δέκα οκτώ και μισό χρόνια που της δώρισες. Πιες και μια τελευταία τσικουδιά για πάρτη της και μην την ξανασκεφτείς ποτέ. Χρόνια ολόκληρα δεν έλεγες ότι θα τη σκοτώσεις; Κάνε το τώρα.»
Σα να κρεμόταν ήδη από τα χείλη του η μαντινάδα, ανάμεσα στα γεμάτα νικοτίνη μουστάκια του και τα σκληρά του γένια. Την είχε έτοιμη, μα δεν ήταν όπως την υπολόγιζα εγώ όταν τον συμβούλευα εκ’ του ασφαλούς. Ήταν ένα από κείνα τα παλιά δίστιχα, τα απρόσμενα, που τα ‘χε πει παλιότερα ο παππούς του και εκείνου ο δικός του παππούς, πάντα για τον ίδιο λόγο. Γιατί αντάριαζε η ψυχή τους και μ’ αυτά έβγαζαν από μέσα τους οργή και συγχώρεση,  έρωτα δίχως απόκριση και παρηγοριά, όλα μαζί σ’ ένα συναίσθημα, σ’ ένα μάθημα ζωής. Απλές λεξούλες που όταν συνταιριάζονται αναδεικνύουν την ιδιοσυγκρασία μιας ράτσας που όταν καταπιάνεται με το καλό, είναι γεμάτη  δύναμη, γοητεία και μεγαλοθυμία. Ήταν απ’ αυτές τις μαντινάδες που ενώ ξεκινούν σαν κύμα φουρτουνιασμένης θάλασσας που συσπειρώνεται έτοιμο να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα του, την τελευταία στιγμή κάτι γίνεται μέσα του και το μετανιώνει. Κι επειδή το κύμα (όπως κι η αγάπη) σαν ξεκινήσει δεν γυρίζει πίσω,  μετατρέπει μαγικά την καταστροφική του μανία σε λυγμό, σ’ έναν χείμαρρο στοργής και προστατευτικότητας για κείνη που ήθελε να ισοπεδώσει.

«Το άχι* μου να σου γενεί,     
χαλίκι να σκοντάψεις,
να πέσεις, μα να μη βαρείς*,    
μόνο ν’ αναστενάξεις.»


Κάτι τέτοιες ώρες αγαπώ την Κρήτη πιο πολύ. Γιατί ξέρω πως μόνο από γεννησιμιού τους καλοδουλεμένες ψυχές μπορούν να την καταλάβουν.
*Αχι μου : Το αχ μου
*Βαρείς : Χτυπήσεις

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Σαν φωνή που δεν σβήνει...

Πέρασε καιρός
κι έγιναν απο τότε πολλά...
Θά 'πρεπε κανείς να μη μιλά για μας
κι ίσως να μας έχουν ξεχάσει,
πως κάποτε υπήρξαμε μαζί,
οι δυό σαν ένας...

Ρωτήθηκα προχτές,
εαν ήθελα να μου γνωρίσουν κάποια,
να μη είμαι μόνος,
νά' χω κάποια συντροφιά...

Είπα: δεν γίνεται,
δεν χωράει στην καρδιά μου άλλη...
Ρώτησαν γιατί; αφού πέρασαν τόσα χρόνια!

Πέρασε μονάχα μια στιγμή
κι εκείνη είναι μέσα μου,
υπάρχει σαν μια δυνατή φωνή,
μια φωνή που δεν σβήνει...