Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Ότι αγαπώ είναι δικό σου...

Πάει καιρός που δεν έχω αυτοκίνητο. Απο τον Γενάρη. Μ' έπιασε το επαναστατικό μου, καθώς ενθουσιάστηκα απο το πλήθος των ανθρώπων που παρέδωσαν τις πινακίδες τους, διαμαρτυρόμενοι για τα κυβερνητικά μέτρα. Έτσι παρέδωσα και τις δικές μου. Άλλωστε απέφευγα να το χρησιμοποιώ, επειδή κι αυτό είναι γεμάτο με αναμνήσεις απο σένα.... αλλά τί δεν είναι;
Συχνά σε βλέπω στα όνειρά μου. Πολύ συχνά, οφείλω να ομολογήσω κι ας πέρασε τόσος καιρός. Μερικές νύχτες πριν, σε είδα σ' ενα παράξενο κι ολοζώντανο όνειρο. Απο εκείνα τα όνειρα που ξεπερνάνε την πραγματικότητα, καθώς βυθίζεσαι σε μια ζωή, που μου λείπει, που ζω πια μόνο σε αληθοφανή όνειρα.
Ανταμώσαμε στο Καυτατζόγλειο κι ήρθες μ' ενα πανάκριβο και πολυτελές σκούρο πράσινο Audi.  Μου ζήτησες να οδηγήσω, να πάμε για κάποιες δουλειές σου μέσα στην παλιά πόλη, που τα στενά είναι μικρά και με πολλές ανηφόρες. Ήσουν πολύ καλοντυμένη. Με ρούχα πανάκριβα και προ παντός κομψά. Ήσουν δε φορτωμένη μ 'ενα σωρό μεγάλους φακέλους, τόμους ολόκληρους. Το αμάξι σου ήταν καταπληκτικό. Ευρύχωρο, πολυτελές αλλά μ' ενα σωρό πράγματα πεταμένα στα πίσω καθίσματα και στο πάτωμα.
Ήσουν απορροφημένη, καθώς οδηγούσα. Μελετούσες τους φακέλους σου και φούσκωνες και ξεφούσκωνες προβληματισμένη. Όμως κι εγώ δεν μπορούσα να σου μιλήσω, επειδή ο δρόμος ήταν γεμάτος εμπόδια. Μεγάλα κουτιά, κάδους, εμπορεύματα, χαλάσματα, μεγάλα φορτηγά με αδέξιους οδηγούς, επικίνδυνα εμπόδια παντού!. Όμως το Audi σου, μολονότι μακρύ και μεγάλο ήταν πολύ ευέλικτο. Κανένα εμπόδιο δεν μπόρεσε να μας σταματήσει και δεν διαμαρτυρήθηκες ούτε μια φορά απο τα πολλά κι απότομα σλάλομ που έκανα καθώς οδηγούσα. Ούτε κινδυνέψαμε έστω να τρακάρουμε, μολονότι το απέφευγα με κόπο στο τσάκ. Φτάσαμε κάπου στην Άνω πόλη. Κατέβηκες με τους φακέλους αγκαλιά κι εγώ σε περίμενα περιεργαζόμενος το Audi. Πάτησα τα περισσότερα κουμπιά και τους διακόπτες του. Δεν μπορούσα να καταλάβω τις λειτουργίες τους και τα παράτησα, καθώς δεν είχα το βιβλίο οδηγιών για να το διαβάσω.
Όταν επέστρεψες ήταν μαζί ο πατέρας σου κι ένας άλλος, άγνωστος σε μένα. Κάθησαν στα πίσω καθίσματα και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο πατέρας σου ήταν πολύ φιλικός, έδειχνε πολύ χαρούμενος που με είδε μετά απο τόσο καιρό και μου ζήταγε να πάμε όλοι μαζί στο σπίτι σας. Δεν ήθελα να του αρνηθώ και προσπαθούσα, σιωπηλός - όπως παρέμενες συνέχεια και σύ σιωπηλή- να βρώ μια δικαιολογία. Γυρίσαμε στο Καυτατζόγλειο απο ένα μεγάλο κι ευρύχωρο δρόμο, χωρίς εμπόδια. Ήθελα να γκαζώσω για να καταλάβω πόση δύναμη μπορεί να είχε το θηριώδες Audi, όμως το απέφυγα.
Στο γήπεδο είδα τη μηχανή μου να περιμένει. Αρνήθηκα τελικά στις προτάσεις του πατέρα σου να έρθω στο σπίτι σας. Του είπα πως ήταν αργά και του έδειξα τον ουρανό που μαύριζε γεμίζοντας βροχή...
Στάθηκα μόνος στο οδόστρωμα καθώς απομακρυνόσασταν...
Ακόμη και σήμερα το θυμάμαι έντονα το όνειρο. Ίσως επειδή, έστω και για λίγο ήμουν κοντά σου...

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Η απουσία σου...

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.
Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.
(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Εγω που ήμουνα Θεός…

Μ' ακούς; πάλι νύχτα είναι!
Νύχτα σκληρή, ανίκητη, που κανένα σπαθί δεν μπορεί να την κόψει!
Νύχτα με πληγές, που το αίμα αναβλύζει μαζί με τις μνήμες,
που ΔΕΝ χάνονται!
Μ' ακούς;
Δεν πάει πολύς καιρός που ήμουνα βασιλιάς!
Μ' ακούς;
Ο βασιλιάς του κόσμου, μόνο επειδή εσύ, εσύ ναί! εσύ μ' αγαπούσες!
Κι επειδή το όνειρό μου είχε βγεί αληθινό!
Σε είχα ονειρευτεί; θυμάσαι; και βγήκε αληθινό! απίστευτο!
Γι' αυτό έγινα βασιλιάς! Ο βασιλιάς του κόσμου!
Τώρα το όνειρο έγινε καπνός…
Μ' ακούς;
Γιατί; γιατί; γιατί;
Βουλιάζω μέσα στα σκατά, πνίγομαι απ' τον καπνό και το οινόπνευμα,
και δεν τελειώνει!
ΔΕΝ τελειώνει και ρημάζω μέσα σε μια άδεια ζωή, που δεν έχει νόημα…

Να φύγω! να φύγω! μ' ακούς;

Εγώ που ήμουνα Θεός, εγώ είμαι τώρα ένας ξένος…
ξένος, για πάντα ξένος…
Αλληλούϊα!

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Η ανάσταση που δεν γίνεται...

Η ζωή και ο χρόνος δεν ταυτίζονται. Κι είναι εύκολο να το διαπιστώσεις. Άλλη ζωή σχεδιάζεις, ονειρεύεσαι ή επιθυμείς κι άλλη ζωή ζείς.
Οπότε δεν έχει σημασία ο χρόνος που ονειρεύεσαι, ο χρόνος που σχεδιάζεις εαν η ζωή σου δεν περιέχεται στα όνειρά σου ή στις επιθυμίες σου.
Πόσος χρόνος χάνεται, ξοδεύεται ζώντας παράταιρα και μακρυά απο τις επιθυμίες σου...
Τα λίγα ψήγματα της ευτυχίας που δοκίμασες ήταν όταν ζούσες το τώρα, τη στιγμή, τη μέρα. Γι αυτό ήταν τόσο όμορφα... Κι όλα τούτα είναι πια ανεπανάληπτα...
Οπότε τώρα θρηνείς...
Σ’ ενα θρήνο σιωπηλό, αβάσταχτο και διαρκή.
Κι αν πέρασαν τρείς Αναστάσεις, χωρίς αντίκρυσμα για σένα, έτσι είναι πλέον η ζωή. Μένει πια να διαπιστώσεις εαν κι ο θάνατος ταυτίζεται με το χρόνο. Μάταια.
Επειδή για σένα δεν υπάρχουν περιθώρια ανάστασης...

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Εγω θα σου μιλώ με τα τραγούδια μου...

Γιάλισαν οι δρόμοι στην ανοιξιάτικη βροχή...
Πήχτρα στ' αυτοκίνητα η Τσιμισκή, ύστερα απο πολλά άδεια Σαββατόβραδα.
— Μα που πάνε όλοι αυτοί; 
Θυμάσαι;
Με δυσκολία ελίσσεται η μηχανή ανάμεσά τους,
κι όσο κι αν νευρίαζα τόση υπομονή έκανες εσύ. 
Θυμάσαι;
Δάγκωνα τα χείλη μου για να μη ξεστομίσω βρισιές
και συ έγερνες απαλά να προστατευτείς πάνω στην πλάτη μου... κι αυτό με θεράπευε...
Θυμάσαι;
Κρύωνες κι έκανες υπομονή...
— Δυό λεπτά δρόμος είναι...  με καθησύχαζες, 
θυμάσαι;

Καμμιά βροχή δεν μπορεί να ξεπλύνει τις αναμνήσεις, τις εικόνες και προ παντός τα συναισθήματα. Κι αν το τζάμι στο κράνος είναι θολό, δεν φταίει ούτε η βροχή ούτε η αναπνοή μου...

Όπου κι αν πάω είσαι εκεί. Για παράδειγμα στο θέατρο, στου Πέτρου το υπόγειο, όπως απόψε...
Δυό ώρες, τόσο κράτησε η παρουσία μου εκεί, μαζί με την παράσταση...
Δυό - δυόμισυ ώρες που ήταν αδύνατο να καταλάβω ποιό έργο είδα, ποιοί έπαιζαν, πόσο κόσμο είχε...

Εσύ ήσουν εκεί και τίποτε δεν μπορούσε ν' αποσπάσει την προσοχή μου από σένα... Ύστερα η επιστροφή. Βασιλίσσης Όλγας, ΧΑΝΘ, Τσιμισκή... Θυμάσαι;

Ξέρεις κάτι; Από τότε που είμαστε χωριστά δεν έχω ξαναπάει στο μέρος που άφηνες το αμάξι σου απέναντι απ' το παλιό μας σπίτι. ΠΟΤΕ! Μια - δυό φορές ίσως έχω ανέβει την Αγγελάκη και άλλες τόσες να έχω κατέβει την Εθνικής Αμύνης... Με δυσκολία...

Η τυπική μου διαδρομή για το σπίτι περνά απ' το παλιό σου σπίτι. Όμως αποφεύγω να μπαίνω στην Αναγεννήσεως. Τραβώ ευθεία για την έξοδο για Αθήνα. Κι ύστερα απο το τελευταίο φανάρι, στη μεγάλη ευθεία, πάω με τέρμα το γκάζι... 
Μπας και μπορέσω ένα βράδυ να ξε-φύγω και να φύγω για να μη θυμάμαι τίποτε άλλο πιά...
Ξέρεις πόσα με πληγώνουν ακόμη; ξέρεις; ε;