Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

The wall isn't listening...




Wall! are you listening? Are you listening to me?
Midnight is far passed hours ago and the candle light isn't alive. I can see you in the dark and I don't need my eyes. The day is yet to come and I am talking to you. Cause, there is no one else here, nowhere else I can go...
Wall! big red brick wall, my friend! Are you drunk? or am I?
Who cares!... don't give a damn to none! we are still here... and we will be together in Christmas and at new years' eve... 
Great fun we will have! Don't be afraid, don't be sentimental, life is cruel... and we are not!
We are lucky! very lucky! we are unique, there is no one else alone, like we are! And this is a privilege! One of us has not to be afraid. So don't be! Don't let fear be among us... it is just a night... just a simple night, like so many nights the past five months. We cannot celebrate... we have no reason...
Why do you cry? why you let your tears break through? I can't see you my friend wall, I can't laugh! 
I am so afraid...

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Take a look at me now...



Against all odds
by Phil Collins
How can I just let you walk away, just let you leave without a trace
When I stand here taking every breath with you, ooh
You're the only one who really knew me at all

How can you just walk away from me,
when all I can do is watch you leave
Cos we've shared the laughter and the pain and even shared the tears
You're the only one who really knew me at all

So take a look at me now, cos there's just an empty space
And there's nothing left here to remind me,
just the memory of your face
Just take a look at me now, well there's just an empty space
And you coming back to me is against the odds and that's what I've got to face.

I wish I could just make you turn around,
turn around and see me cry
There's so much I need to say to you,
so many reasons why
You're the only one who really knew me at all

So take a look at me now, well there's just an empty space
And there's nothing left here to remind me, just the memory of your face
Just take a look at me now, cos there's just an empty space

But to wait for you, is all I can do and that's what I've got to face
Just take a look at me now, cos I'll still be standing here
And you coming back to me is against all odds
It's a chance I've got to take.

Just take a look at me now.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

I can't take my mind off you...


"The Blowers Daughter"
Damien Raice

And so it is
Just like you said it would be
Life goes easy on me
Most of the time
And so it is
The shorter story
No love, no glory
No hero in her sky

I can't take my eyes off of you
I can't take my eyes off you
I can't take my eyes off of you
I can't take my eyes off you
I can't take my eyes off you
I can't take my eyes...

And so it is
Just like you said it should be
We'll both forget the breeze
Most of the time And so it is
The colder water
The blower's daughter
The pupil in denial

I can't take my eyes off of you
I can't take my eyes off you
I can't take my eyes off of you
I can't take my eyes off you
I can't take my eyes off you
I can't take my eyes...

Did I say that I loathe you?
Did I say that I want to Leave it all behind?
I can't take my mind off of you
I can't take my mind off you
I can't take my mind off of you
I can't take my mind off you
I can't take my mind off you
I can't take my mind...
My mind...my mind...

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Δεν ξέρω κάτι πιο πολύτιμο...


Την Κυριακή ο Νίκος πετά για Κάϊρο. Απο 'κεί θα πάει στη Τζέντα για να σαλπάρει με το πλοίο Panoceanis για 8 μήνες, μέχρι και τον Ιούλιο. Χθές πήγε με την Ελενίτσα στο γραφείο του, για ν' αποχαιρετίσει και τον θείο του. Ήταν αγχωμένος. Κι ο θείος ήταν ο μόνος που μπορούσε να μαζέψει το λίγο της ψυχής του. Κι όπως προσδοκούσε, έγινε. Ο θείος ψυχανεμίστηκε τη δυσκολία της ψυχής κι  έδωσε τη λύση. Η συνείδηση του Νίκου αλάφρυνε, όχι όμως, της Ελενίτσας!
Τον κοίταζε με ικεσία! Την ικεσία της απώλειας, που έστω και προσωρινής, γίνονταν αβάστασχτη! Δυό μήνες τώρας μαζί, διακόπτονταν βίαια, επειδή ο Νικόλας πρέπει να σαλπάρει για 8 μήνες, όπως το καθήκον προστάζει... Όμως οι 8 μήνες χώρια είναι πολύ! Πώς να το αντέξει η Ελενίτσα; Κι αν κάτι συμβεί; Ο κίνδυνος, το άγνωστο, η αβεβαιότητα...
Τόν κοίταζε και τα μάτια της γιόμιζαν απόγνωση, ικεσία για ένα λόγο ψύχραιμο, στέρεο και παρηγορητικό!


Ο θείος δεν είναι θείος! Είναι παραπάνω! Είναι κριτής και καθαρό μυαλό! Θα 'πει αλήθεια, θα καθαρίσει το σκοτάδι κι ο λόγος του θα βαρύνει για τα καλά τους 8 μήνες! Θα δώσει ελπίδα σημαντική και θα είναι αλήθεια! Η Ελενίτσα περίμενε ν' ακούσει τι θα 'πει...
Την πήρε μοναχή στο δωματιάκι. Ο Νίκος κατάλαβε πως έπρεπε να περιμένει... κι είχε εμπιστοσύνη στον αδερφό της μάνας του.
-- Θα σου μιλήσω σαν άντρας! είπε της Ελενίτσας. Ξέχασε ποιός είμαι! Κι άκουσέ με σαν άντρα! ένα κοινό άνθρωπο! Ξέχασε ποιός είμαι...
Κι Ελενίτσα ύψωσε το βλέμμα της σταθερό, για ν' ακούσει τα λόγια ενός άντρα...
-- Δεν έχω τίποτα πιο πολύτιμο να σου 'πω, της δήλωσε... -- απ' αυτό που θα σου 'πω: να τον αγαπάς! και να του το δείχνεις! -- Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο! Δεν υπάρχει τίποτε πιο δυνατό! πιότερο σημαντικό για τον Νικόλα! Μόνο να τον αγαπάς! και να του το δείχνεις! και θά 'σαι η βασίλισσά του! μονάχα αυτό χρειάζεται! Να τον αγαπάς! Κι αυτό θα τον φέρει πίσω! τίποτα άλλο! Δεν ξέρω άλλο πιο πολύτιμο απ' αυτό για ένα άντρα...
Η Ελενίτσα σφίχτηκε δυνατά στην αγκαλιά του. Κι απόμεινε  για ώρα πολύ σφιγμένη, με την αγάπη της να πλημμυρίζει το μικρό δωμάτιο. Η ψυχή της φτερούγιζε γιομάτη δάκρυα περηφάνειας, ικανοποίησης και δικαίωσης! Έτσι ακριβώς ένοιωθε για τον Νικόλα! Σήκωσε το βλέμμα της κι είδε τα δάκρυα, που είχαν κοκκινήσει τα μάτια του θείου...
Όμως δεν μπόρεσε να καταλάβει, πως τα δάκρυά του δεν ήταν για ΄κείνη και για τον Νικόλα...


Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Talking to this computer...


Four months passed from that day. Four difficult, for me, months. It’s hard to believe that I live without you. Me without you! Who could imagine...
Today the condition of my life remain, more or less, the same as the first days of our breakout. I chose to be alone. I don’t need anyone’s presence and I have spent many days completely alone. For example the days of August, when all Greece celebrates Panagia, I stayed locked in the house from Friday afternoon until Monday morning, when I got back to work. I did this many times. Almost every weekend! In the beginning it was rather difficult. Now I got used to it. I don’t mind. 
I’ve already spent this week in the house, alone, because I was swine-flu sick. High fever is less bearable than complete loneliness. There are some days that I don’t speak even a word! Not even to the telephone! 
There is only one steady situation that has never changed: you are always in my mind. Days and nights! Hours and minutes! Seconds and heart beats. You are always here...
The first months I stayed in the dark. I kept all lights off and had company the radio music. I didn’t stand it. Now I keep lights on and even I put on a light in the back room, just to show that this house isn’t empty. Someone is living in... It’s funny!
Work is getting better. In the beginning I faced great difficulties, because I didn’t find not a single patient from the area. Not a single one!  Vasilis was very upset and felt guilty, because we needed any help of him, and he could not do anything. However we managed to fulfill my debts and finally his patients started to come, that’s why work is much better today. Vasilis supported me like no one else and this means that I will never forget...
I live a simple life. Like a robot which is programmed to be several ours at the office, fewer in the municipal duties and that’s all. I find shelter only at the house, always being alone, because I managed to have no home! Rarely sleeps here my son and often Vasilis visits me to keep me company. Big Vasilis! What a man!
I didn’t tell to my mother and my sister that we are no longer together. I did that because they love you and they will be hurt. My mother is still pleased and proud for your “care” to me and the house... Why should I make her unhappy? My sister told me that they phoned you about a kind of architectural advice they needed from you... I was surprised! 
We are separately for four months! It’s obvious that I need more time than this to overcome all the memories, all the life I lived, all the dreams... it’s not easy...
But why am I confessing all these? To whom? 
I don’t Know! Maybe because I need someone to talk to, maybe it’s the power of habit, that you were the only one that I shared my thoughts, my problems and my hopes... I don’t have anyone else to talk to... today, not even you... That's why I keep hitting the buttons on this computer...


I’m so afraid....

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Ερωτικόν!




Είδα πολλές φορές το φεγγάρι να γεμίζει και να αδειάζει απ’ το μπαλκόνι μου. Μόνος. Πάντα μόνος! Πέρασε καιρός που ‘φυγες μακρυά μου... Πολύς καιρός! Απόμεινε μονάχα η αίσθηση μιας απώλειας, που κοστίζει όσο η εξιδανίκευση της απώλειας του πιο αγαπημένου προσώπου: του πατέρα που σκοτώθηκε και σ’άφησε απροστάτευτο....
Πώς να το εξηγήσω... που ‘ναι πιότερο πολύπλοκο απο την ματιά που περίσσεψε απ’ τον έρωτα, απ’ τη ψυχή που κλονίστηκε απ’ τη ψευτιά, απ’ τη μοναξιά που βασίλεψε στο σπίτι, απ’ τις κουρτίνες που έμειναν στο ράφι, απ’ το τηλεφώνημα που ποτέ δεν έγινε...
Δεν γνωρίζω τίποτε απ’ το χάδι που έλειψε, απ’ το φόβο του θανάτου που έσπειρε τον αρχαϊκό πανικό και απ’ την απρόσμενη εγκατάλειψη, που κόστισε όσο ένα ευρώ...
Το παραλήρημα του έρωτα δεν αντιμετωπίζεται απ’ τη μοναξιά, όταν δεν έχεις το χέρι του άλλου, για να κρατηθείς... Και πως να κρατηθείς...
Η ψυχανάλυση δεν ευδοκίμησε και τα ερωτηματικά παρέμειναν κυρίαρχα, εγκλωβισμένα στα γιατί; και στα διότι... Η διάκριση μεταξύ έρωτα και αγάπης παρέμεινε ελαττωματική κι ελλειμματική, κάπου ανάμεσα στο έπος του Γκιγκαλμές και το μικρό ξενοδοχείο της Κρυοπηγής, κυνηγώντας μεσάνυχτα τα κουνούπια...
Αχ! το άχ που έμεινε μετέωρο στο ερώτημα που δεν απαντήθηκε, στην απορία που δεν λύθηκε και στην ζήλεια που πέθανε παθολογικά τραυματισμένη απ’ την διάσταση της ψυχοσικής αδιαφορίας στα πρέπει και στα επειδή της ανασφάλειας ενός απελπισμένου έρωτα...
Απο μικρό το λουλούδι είναι θαύμα κι άμα μεγαλώσει θάνατος! ... λέει ο Ελύτης....
κι έχει δίκο! Πόσο δίκιο έχει...

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Σαν ψέμα... σαν κακό όνειρο...


Like a bad dream... like a lie...


He told me in a low, trembling voice:


You don’t know how often I cry... How tears spurt out of my eyes... because I live the entire tragedy of loneliness... of despair and nonexistence. I am hurt as never before. I’ve tasted the unspeakable, beyond any imagination feeling of being left aside... Like a used handkerchief. And this happened when I was certain of the opposite...

I had fears. She knew them and she acted, using them against me... so easily! so cruelly! She knew of what I was afraid off and chose it all to happen... just like she was empty of any feeling for me, like a bad dream, like a lie...

Time is not on my side. Days pass through difficulty. Nights are worse. I can’t take my mind off her... I can’t take my mind off her... I can’t take my mind off her... Minutes are long, very long... they last as eternity and keep me sleepless for days and days...

I don’t want to live any more...

You don’t know how often I have to cry... it comes with no effort, because I had to choose to leave her... she forced me to leave her... dignity, pride and destroyed life... she destroyed us... she left no choice.. no hope...

I feel like a wreckage in the ocean... carried away by the blowing winds... unable to sink, though I am already sunk in darkness, loneliness and a hopeless future... which future? There is no way back... and no way in front...

I live a hard life.. a very hard life. I struggle to survive... She knew that... never mind this, it doesn’t mater any more...

It hurts to be deceived by the one you love. When you love, you just give everything and the only precious thing you want... is love! Nothing else!

I am complaining now... because I don’t have anything else but my tears and my complaints... No heart, no soul, no blood, no mind, no work, no life...

I am still deeply in love with her. In love, as never in the past! but... I don’t want her...


And by telling this he left in the darkness of his life...


I knew him for years. Today, he is a different man. I can imagine, only imagine and speculate how his life changed... A man of principals who consistently believes and devotes his life in principals, is a very steady man. I gained courage and mental power of him. Almost everybody of us ( I mean all of our fellow students) used to solve our problems, out of him. He was not a teacher nor a leader but he was leading and teaching always, without annoying nobody... A very rare virtue... A very rare man... A genius, open hearted, brave and devoted man...


Now his heart is broken. He didn’t stand this... what a pity! He is a living dead man...


James E. Terry

Ph.D.. Med.

Main, Boston Massachusetts,

USA



Ζω την απέραντη λύπη. Την διαρκή και παρατεταμένη στεναχώρια. Στα διαλλείματα εργάζομαι πυρετωδώς για να ξεχνιέμαι... Παλεύω με τον χρόνο κι ελπίζω νά ‘ρθει ο καιρός της λήθης... Της λήθης και της λησμονιάς. Όταν και θα πάψουν τα τραγούδια να ‘χουν νόημα, όταν οι σκέψεις θα ξαναγίνουν τρυφερές, σαν τα βλαστάρια της άνοιξης, όταν τα στήθεια γεμίσουν με την πνοή κάποιας αισιοδοξίας...

Ωστόσο το σήμερα είναι λυπημένο... πολύ λυπημένο κι αυτό δεν μπορεί, εύκολα, ν’ αλλάξει... Ας είναι έτσι! Εξ άλλου δεν είμαι απο σίδερο, όσο κι αν οι άλλοι το πιστεύουν πως έτσι είμαι...

Τσιγάρα, αλκοόλ, ξενύχτι και μια “λύπη άγνωστης γεννεάς”... που λέει κι ο Ελύτης...


Πώς έγινε έτσι η ζωή μου...

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Όνειρο ήτανε...

Όνειρο ήτανε...

Πάρε με στ' όνειρο...


Πάρε με στ' όνειρο μαζί σου
άλλο πρωί να μη με βρει
στον άδειο κόσμο τον επάνω
σ' αυτή την άδικη ζωή

Πάρε με στ' όνειρο μαζί σου
κοντά σου να ξενιτευτώ
πόσο ν' αντέξω παραπάνω
της μοναξιάς τον πυρετό

Αχ πως σ' αγαπώ για να πιστέψεις τι να πω
Πως είναι ο κόσμος αδειανός χωρίς εσένα
πως είναι η νύχτα μια πληγή χωρίς εσένα
πως είναι μαύρη η ζωή χωρίς εσένα

Δώσ' μου του ονείρου σου τα μάτια, να ταξιδέψω εκεί που πας
στα μυστικά σου μονοπάτια, που χρόνια μόνος περπατάς
Δώσ' μου του ονείρου σου τα μάτια, θέλω να ξέρω αν μ' αγαπάς
ή μήπως μου κρατάς γινάτια, όταν σε κάνω και πονάς.

Αχ πως σ' αγαπώ για να πιστέψεις τι να πω
Πως είναι ο κόσμος αδειανός χωρίς εσένα
πως είναι η νύχτα μια πληγή χωρίς εσένα
πως είναι μαύρη η ζωή χωρίς εσένα

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Μη γυρίσεις ...


Για θυμήσου καλά
Μήπως έχεις χαθεί μέσα σε δρόμους που καίνε
Βάλε εσύ μια φωνή
Και αν δεν είμαι εκεί Χάρη να μη με λένε

Δεν είναι η ανάγκη
Δεν είναι η μοναξιά που εκεί θα με φέρει
Έχω αντέξει πολλά
Δε με ξέρεις καλά κανείς δε με ξέρει

Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις
Για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις
Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις
Για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις

Μπαίνω μες στη σκιά
Με τυφλώνει το φως, μ' αρρωσταίνουν οι λέξεις
Έχω βαρεθεί
Δε θέλω να εξηγώ πρέπει εσύ να διαλέξεις

Όμως στο λέω ξανά
Μήπως έχεις χαθεί μέσα σε δρόμους που καίνε
Βάλε εσύ μια φωνή
Και αν δεν είμαι εκεί Χάρη να μη με λένε

Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις
Για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις
Μη γυρίσεις, τίποτα μη ζητήσεις
Για ένα βράδυ μη με χαραμίσεις

Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας

Της αγάπης μαχαιριά...


Άει σκοτεινό φως του έρωτα τρεμάμενο αίμα του έρωτα
μες τη γητειά σου ελησμόνησα τους φονιάδες καιρούς
γέννησα ρόδινα μωρά σε μέλλον με αστέρια
άει σκοτεινό φως του έρωτα

Άει της αγάπης μαχαιριά στης νιότης το κρουστό κορμί
πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών και μουσική
ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο
άει της αγάπης μαχαιριά

Άει της αγάπης μαχαιριά άει της αγάπης μαχαιριά
άει της αγάπης μαχαιριά άει της αγάπης μαχαιριά

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Το παράπονο...


Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα.

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ.
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.


Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Νύχτα μέσα στα μάτια σου...


Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι άναψε ένα φως
χερουβείμ, σεραφείμ σ' έφεραν στη Γη
το φεγγάρι αρμενίζει στων ματιών σου την πηγή

Νύχτα μέσα στα μάτια σου
νύχτα και στην καρδιά σου
ο έρωτας κοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά σου

Καταπράσινα τα φύλλα τώρα σε φιλούν
χερουβείμ, σεραφείμ γλυκοτραγουδούν
είσαι ο πόνος ο μεγάλος, τύραννός μου και καημός


Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Harvest Moon (because I'm still in...) by Neil Young


Come a little bit closer Hear what I have to say Just like children sleepin We could dream this night away. But theres a full moon risin Lets go dancin in the light We know where the musics playin Lets go out and feel the night. Because Im still in love with you I want to see you dance again Because Im still in love with you On this harvest moon. When we were strangers I watched you from afar When we were lovers I loved you with all my heart. But now its gettin late And the moon is climbin high I want to celebrate See it shinin in your eye. Because Im still in love with you I want to see you dance again Because Im still in love with you On this harvest moon.
Pearl Jam in video

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Το φάντασμα της ζωής...

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Γ: -- Όταν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή στην πόλη, η νύχτα στην εξοχή έχει πολύ θόρυβο! 

Α: -- Εμένα μου λές;

Γ: -- Στριφογυρνάς στο κρεβάτι, προσπαθώντας να κοιμηθείς κι ακούς τριζόνια, ζουζούνια, σκυλιά που γαβγίζουν μακρυά, τον άνεμο στα χορτάρια, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, το κύμα που αργοσαλεύει στην αμμουδιά... Παράξενοι θόρυβοι  της Χαλκιδικιώτικης νύχτας, που δεν σ’ αφήνει να ημερέψεις...

Α: -- Εγώ τό ‘χω συνηθίσει. εσύ να κάτσεις λίγες μέρες εδώ να ξεκουραστείς και θα το συνηθίσεις...

Γ: -- και πάνω στη μέθη του ελάχιστου ύπνου, ακούς τα βήματα και το συνθηματικό αλαφρύ χτύπημα στην πόρτα: --κοιμάσαι;  --΄΄όχι¨!  --να φτιάξω καφέ;  --”έρχομαι”...

Α: -- Χε! χε!

Γ: -- οι άλλοι κοιμούνται, η νύχτα είναι ακόμη μικρή. βγαίνουν στο μπαλκόνι, πατέρας και γιός, ίδια κοψιά, ψηλοί, γεροδεμένοι κι ασπρομάλληδες. Ο πατέρας κοντεύει τα 80 κι ο γιός τα 50. δυο-τρείς ώρες ύπνος τους φτάνει και τό ‘χουν συνήθειο να ξυπνούν, αξημέρωτα, να πίνουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι, μέσα στη μαύρη νύχτα, αγναντεύοντας τη θάλασσα.

Α: -- για ποιούς μιλάς; για μάς;

Γ: -- δεν μπορώ να κάτσω περισσότερο απο μια μέρα! έχω δουλειά!

Α: -- το ξέρω...

Γ: -- μεταξύ μας, πατέρα, μπορώ να τα τακτοποιήσω και  να βρώ δυο-τρείς μέρες...

Α: -- ε! τότε;

Γ: -- τα νυχτοπούλια αθόρυβα πεταρίζουν μπροστά στο φώς της κολώνας της ΔΕΗ, κοίτα τα σμήνη των κουνουπιών και των εντόμων! είναι σαν το στρωμένο τραπέζι τους!

Α: -- γιατί δεν κάθεσαι μια - δυο μέρες; 

Γ: -- βαριέμαι, γι’ αυτό! 

Α: -- μαλακίες!

Γ: -- Ο πατέρας φορά μια χοντρή ζακέτα, η υγρασία δεν αστειεύεται, κι ας είναι καλοκαίρι. η ιερή οικονομία των λέξεων γίνεται τελετουργία μιας στέρεης επικοινωνίας όπου ο γιός είναι αντάξιος του κύρη του κι ο κύρης αντάξιος του γιού του!

Α: -- είσαι άσσος στις δικαιολογίες!

Γ: -- εκείνο το καΐκι, ποιανού είναι; του Πολύδωρα;

Α: -- το καθίκι;

Γ: -- τό καΐκι! εκεί, το καΐκι! δεν ακούς κιόλα...

Α: -- Ποιό; το αριστερά;

Γ: -- ναί, εκείνο με τα δυνατά φώτα...

Α: -- του Ιάκωβου είναι. τό άλλο είναι του Πολύδωρα.

Γ: -- πώς τα ξεχωρίζεις;

Α: -- του Πολύδωρα έχει καμμένες λάμπες. δεν τις αλλάζει ο ανεπρόκοπος! γι αυτό του Ιάκωβου φαίνεται να έχει δυνατότερα φώτα...

Γ: -- δεν μπορώ να κάθομαι εδώ. δεν έχω να κάνω τίποτα! δεν περνάει η ώρα...

Α: -- η ώρα πάντα περνάει. κοίταξε το κεφάλι σου. ασπρίσαν τα μαλλιά σου!

Γ: --τώωωρα; απ’ τα τριάντα μου ασπρίσαν!

Α: -- ο χρόνος είναι άτιμος!

Γ: -- άτιμος, γιατί;

Α: -- κοντεύω τα ογδόντα, είμαι 79 και νοιώθω μερικές φορές σαν να είμαι 30!

Γ: -- δηλαδή;

Α: -- ποιός θέλει να ζήσει ογδόντα χρόνια;

Γ: -- αυτός που είναι 79;

Α: -- σωστά! ο χρόνος είναι άτιμος επειδή είναι το νόμισμα της ελευθερίας!

Γ: -- ο χρόνος και η ελευθερία είναι διαφορετικά πράγματα!

Α: -- δεν είναι πράγματα! είναι πανάκριβα δώρα του Θεού!

Γ: -- σαν είναι δώρα του Θεού γιατί τότε ο χρόνος είναι άτιμος; ...πώς το είπες; νόμισμα της ελευθερίας; έτσι δεν το ‘πες;

Α: -- πόσα ευρώ διαθέτεις για ν’ αγοράσεις χρόνο; και πόσα για ελευθερία; έ;

Γ: -- δεν σε καταλαβαίνω.

Α: -- μάζεψε όλα τα χρήματά σου. θα βάλω κι εγώ όσα έχω. θα βάλουμε κι όλα τα χρήματα του κόσμου. εκατομμύρια δολλάρια, δισεκατομμύρια ευρώ! όσα κυκλοφορούν και υπάρχουν!

Γ: -- καί;

Α: -- ε! άντε ν’ αγοράσεις ένα λεπτό. ένα δευτερόλεπτο! μπορείς; δεν μπορείς!

Γ: -- μαλακίες!

Α: -- μόνο ο Θεός κουμαντάρει τον χρόνο... μόνο ο Θεός έχει ελευθερία. άπλωσε το χέρι Του, με το Ταύ κεφαλαίο, διάλεξε τον άνθρωπο απ’ το σωρό των ζώων και φύσηξε στην ψυχή μας ελευθερία! στη δική σου, ως φαίνεται, δεν μπήκε ούτε ανάσα!

Γ: -- ποιός είναι ελεύθερος δηλαδή; αυτός που κάνει ότι γουστάρει;

Α: -- μη το χέζεις τώρα, μη το απλοποιείς...

Γ: -- εγώ μια φορά είμαι ελεύθερος!

Α: -- δεν ζηλεύω τίποτε απο την ελευθερία σου!

Γ: -- άντε καλά!... εσύ! ...είσαι ελεύθερος;

Α: -- ΟΧΙ! 

Γ: -- με ποιό τρόπο ορίζεις την ελευθερία; τί σημαίνει ελευθερία για σένα;

Α: -- χέ! ελευθερία είναι να ξεπεράσεις τον εαυτό σου. να ανεβείς ψηλά, πάνω απο τα πάθη σου, τις ανάγκες σου! ακόμη, πάνω απο τις αρχές και τις ιδέες σου!

Γ: -- μάλλον ακατανόητη είναι η ελευθερία σου...

Α: -- καθόλου! είμαι 79 χρονών και δεν έχω πολύ χρόνο για να ζήσω ακόμα... κι αντίθετα δεν έχω καμμιά πιθανότητα να ξαναγυρίσω τον χρόνο πίσω!

Γ: -- για να κάνεις τί; θα άλλαζες την ζωή σου; θα γινόσουν άλλος;

Α: -- αν μπορούσε το ανθρώπινο γένος να ξαναζήσει την πορεία του στο χρόνο, πάλι κάπως έτσι θα ήταν η ανθρωπότητα.

Γ: -- δηλαδή;

Α: -- δηλαδή, πάλι τους ίδιους πολέμους θα ζούσαμε, τις ίδιες εφευρέσεις θα βρίσκαμε, στα ίδια σημερινά χάλια θα φτάναμε... Μπορεί όχι ακριβώς τα ίδια αλλά πάντως όχι πολύ διαφορετικά απο το σήμερα.

Γ: -- θέλεις να ‘πείς ότι θα ζούσες όχι πολύ διαφορετικά απο όσα έζησες...

Α: -- ακριβώς! μικρές αλλαγές θα ήθελα να κάνω. μικρές αλλαγές, ασήμαντες για τον πολύ κόσμο, όμως σημαντικές για μένα...

Γ: -- πες ένα παράδειγμα! για να καταλάβω δηλαδή!

Α: -- σε λίγο καιρό θα πεθάνω. μη χτυπάς ξύλο, δεν χρειάζεται. ευτελίζεις τη ζωή σου, εξαρτώμενος απο δεισιδαιμονίες!

Γ: -- αυτά μου τά ‘μαθες απο τότε που ήμουν μικρός!

Α: -- ως φαίνεται δεν τά ‘μαθες καλά. ας είναι...

Γ: -- μα δεν χτύπησα ξύλο!

Α: -- έλεγα λοιπόν, πως σε λίγο καιρό θα πεθάνω. μαζί μου θα πεθάνει κι ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου. εννοώ του δικού μου κόσμου, όχι του κανονικού.

Γ: -- ενδιαφέρον, σ’ ακούω...

Α: -- έχω στη μνήμη μου ανθρώπους που πέθαναν. πάρα πολλούς! που σήμερα δεν τους θυμάται κανείς. όλοι αυτοί είναι ένας ολόκληρος κόσμος, που μπορεί να πέθανε, όμως ζεί μέσα μου. ζεί στη μνήμη μου και σύντομα θα πεθάνουν οριστικά και αμετάκλητα, μόλις κλείσουν τα μάτια μου, μόλις βγεί η πνοή μου...                    

Γ: -- μα τί ωραία κουβέντα κάνουμε! όλη χαρά! να ξυπνήσουμε και τους άλλους να χαρούνε κι αυτοί μια στάλα!

Α: --σσσσςς! κάνε ησυχία! δεν χρειάζεται να τους ξυπνήσουμε...

Γ: -- φτιάχνουμε απο ένα καφεδάκι;

Α: -- το ήπιες κιόλα; άμα θέλεις πάω να σου φτιάξω...

Γ: -- άσε θα φτιάξω ενα φραπεδάκι στα γρήγορα. πάω...



Α: -- (τραγουδά χαμηλόφωνα): 

μονάχος τώρα θα βαδίσω

δεν είναι τόπος να σταθώ

στον δρόμο τούτο κι αν χαθώ

θα βρώ καρδιά να τραγουδήσω


κι αν ανταμώσω χαλασμό

και με πονέσεις ερημιά μου

θα κρύψω την αποθυμιά μου

δεν έχει ο δρόμος γυρισμό


τραγούδι για την ξαστεριά

και για τους νικημένους

τους φίλους τους χαμένους

σε θάλασσα και σε στεριά

Γ: -- έφερα και μισό καρπούζι, να δροσιστούμε...ο χρόνος είναι, λοιπόν, το νόμισμα της ελευθερίας! Ας πούμε ότι γυρνάς πίσω τον χρόνο. με ποιό τρόπο θα άλλαζες τη ζωή που έζησες;

Α: -- σου είπα, περίπου με τον ίδιο τρόπο θα ζούσα. την ίδια δουλειά θα έκανα, την ίδια γυναίκα θα παντρευόμουνα, τα ίδια παιδιά θα έκανα...

Γ: -- τότε; δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να αλλάξεις!

Α: -- δεν με πρόσεξες τι είπα.

Γ: -- τί είπες; τι δεν πρόσεξα;

Α: -- είσαι μοναχογιός μου και είπα πως τα ίδια παιδιά θα έκανα... 

Γ: -- ε;

Α: -- πληθυντικός... παιδιά...

Γ: -- έλα τώρα! τι μου λές...

Α: -- ....

Γ: -- πατέρα, είσαι καλά; τι θέλεις να μου πείς;

Α: -- αυτό που θα σου ‘πώ, δεν πρέπει να το μάθει η μητέρα σου. αυτό είναι το πρώτο που σου ζητώ.

Γ: -- θα τρελλαθώ! δεν αστειεύεσαι έ; μιλάς σοβαρά!

Α: -- μιλώ πολύ σοβαρά. κουβαλάω στη ψυχή μου μεγάλο βάρος. και θέλω να με βοηθήσεις να το ξεφορτωθώ.

Γ: -- εξήγησέ μου, για να καταλάβω. τί συμβαίνει;

Α: -- έχω κι άλλο παιδί, εκτός απο σένα...

Γ: -- εννοείς ότι έχω αδερφό; που... που... δεν είναι... της μάνας μου; της μητέρας μου δηλαδή...

Α: -- πρέπει να αδειάσω την ψυχή μου, πριν έρθει ο χάρος να με πάρει! 

Γ: -- έχω αδελφό απο άλλη γυναίκα; πες μου τέλος πάντων!

Α: -- δεν έχεις αδελφό. αδελφή έχεις. πολύ μικρότερη απο σένα!

Γ: -- αδελφή... κορίτσι,,, γυναίκα... μικρότερη... ώ! Θεέ μου!

Α: -- δεν θα σου το έλεγα ποτέ...                                                                                       3                                                       

Γ: -- Ώ! Θεέ μου! σοβαρολογείς; μου λές αλήθεια;

Α: -- δεν είναι ώρα για αστεία. μείνε ψύχραιμος και μη κάνεις σαν μαθητούδι. σύνελθε κι άκου με!

Γ: -- πατέρα, μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι! ...δεν το περίμενα! πού να φανταστώ τέτοια...

Α: -- δεν έχω πολύ καιρό μπροστά μου. το τέλος μου πλησιάζει και πρέπει να μ’ ακούσεις! κοτζάμ άντρας είσαι! σύνελθε, λοιπόν!

Γ: -- καλά! καλά! σ’ ακούω! 

Α: -- έχω μια κόρη, που σήμερα είναι 31 χρονών! 

Γ: -- και για τί δεν μου το ‘πες; γιατί το... γιατί την έκρυβες;

Α: -- μη είσαι χαζός! δεν λέγονται τέτοια πράγματα! δεν είναι εύκολα...

Γ: -- σάμπως τώρα είναι εύκολα; δυσκολεύομαι να...

Α: - σσσςςς! κράτα τη φωνή σου χαμηλά! δεν θέλω να μας ακούσουν!

Γ: -- ok! ok! λέγε! είμαι όλος, όλο αυτιά!

Α: -- το 1974, όταν έγινε η επιστράτευση, για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, εσύ ήσουν 17-18 χρονών...

Γ: -- θυμάμαι! σε είχαν επιστρατεύσει και ‘σένα!

Α: -- ναί! με είχαν πάει στο Διδυμότειχο, μαζύ με άλλους χιλιάδες φαντάρους!

Γ: -- λοιπόν; 

Α: -- εκεί γνώρισα μια κοπέλα!  Μαρία την λένε!

Γ: -- την ξέρω;

Α: -- θα δούμε...

Γ: -- τί θα δούμε; θα μου ‘πείς ή όχι; έτσι που το είπες, νόμιζα πως θα τη ξέρω!

Α: -- θα καταλάβεις. άσε με να συνεχίσω...

Γ: -- Μαρία, έ; για λέγε - για λέγε!

Α: -- ήμουν ξένος, σε ξένο μέρος... ήμουν νέος, έβραζε το αίμα μου, ε! δεν θέλει και πολύ...

Γ: -- πολύ; τί;

Α: -- δεν θέλει και πολύ να ερωτευθείς! δύσκολες μέρες, επιστράτευση, επικείμενος πόλεμος, άσχετο που δεν έγινε τελικά...

Γ: -- ποιός ζεί και ποιός πεθαίνει δηλαδή!

Α: -- κάπως έτσι! όμως, αυτό δεν είναι το σημαντικό...

Γ: -- ποιό είναι το σημαντικό;

Α: -- θα σου πω, μη βιάζεσαι...

Γ: -- τί να βιάζομαι τώρα, ρε πατέρα; εδώ μου λες για τέρατα και σημεία!

Α: -- ήρεμα, μη μιλάς δυνατά! σε παρακαλώ δηλαδή!

Γ: - ok!  στάσου ν’ ανάψω τσιγάρο!

Α: -- μη καπνίζεις! κόψε το ρημάδι επιτέλους!

Γ: -- η υπόθεση, τώρα, σηκώνει τσιγάρο! θα φυσώ τον καπνό μακρυά σου!

Α: -- η Μαρία ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Ψηλή, λυγερή σαν τα κρύα τα νερά! αθλήτρια του στίβου!

Γ: -- Του στίβου; σαν την Όλγα;

Α: -- ναί! σαν την Όλγα! ολόιδια!

Γ: -- τι μου λές!

Α: -- ξέχασα τη μάνα σου, ξέχασα κι εσένα, δεν μ’ ένοιαζε τίποτα! Αχ! νειότη τρελλή, που τίποτα δεν υπολογίζεις!...

Γ: -- δηλαδή την ερωτεύτηκες;

Α: -- τρελλά! δεν ένοιωσα έτσι, ποτέ στη ζωή μου!

Γ: -- ούτε με τη μάνα μου δεν ένοιωσες έτσι;

Α: -- μη το συγκρίνεις! άλλη υπόθεση είναι η μάνα σου. δεν συγκρίνεται...

Γ: -- για λέγε, για λέγε!

Α: -- κάνω κουράγιο για να σου τα ‘πω. θέλει μεγάλη δύναμη αυτό που κάνω. είναι όμως χρέος μου και πρέπει να τα εξομοληθώ. να τα ομολογήσω. σε σένα ιδιαίτερα... επειδή σ’ αγαπάω...

Γ: -- κι εγώ σ’ αγαπάω πατέρα! και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. ούτε να το μειώσει. έλα συνέχισε...                                                                                                     

Α: -- τι να συνεχίσω... έγινε το αυτονόητο, μολονότι δεν το είχα υπολογίσει. 

Γ: -- τι συνέβει, δηλαδή;                                                                                                     

Α: -- η χούντα δεν μας είχε δώσει όπλα! άοπλοι κι ανέτοιμοι προσπαθούσαμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα. άμα μας δίναμε όπλα, θα τα στρέφαμε εναντίον των χουντικών αξιωματικών! το βλέπαμε στα μάτια τους! μας φοβότανε! έτσι, σαν τέλειωσε η επιστράτευση, φύγαμε και γυρίσαμε σπίτια μας!

Γ: -- και η Μαρία;

Α: -- την πρόδωσα! την ξεγέλασα!

Γ: -- την άφησες πίσω;

Α: -- δεν της είχα ‘πεί, ότι είμαι παντρεμένος, ότι είχα ενα γυιό, εσένα...

Γ: -- ...

Α: -- δεν ήξερα ότι είναι έγκυος. έφυγα σαν κλέφτης! το μόνο που ποθούσα ήταν να σε ξαναδώ, να γυρίσω πίσω και να σε ξαναβρώ...

Γ: -- αχ! πατέρα!

Α: -- άφησα μια γυναίκα μόνη της. έγκυο! με είχε ερωτευτεί και της είπα ψέμματα! ψέμματα!

Γ: -- ...τι μπορούσες να κάνεις;

Α: -- να φερθώ αντρίκια! να της ‘πω οτι ήμουν παντρεμένος, με παιδί, εσένα...

Γ: -- ....

Α: -- αυτό θα διόρθωνα πρώτο, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω... είμαι σκλάβος της επιπολαιότητάς μου και δεν μπορώ να εξαγοράσω τον χρόνο, ν’ αποκτήσω την ελευθερία μου...

Γ: -- καταλαβαίνω... όλοι οι νέοι κάνουν σφάλματα...

Α: -- είναι δύσκολο να καταλάβεις. κι ακόμη πιο δύσκολο...

Γ: -- έλα, πατέρα, ησύχασε... μή κλαίς...

Α: -- ...

Γ: -- μή κλαίς. εγώ είμαι εδώ... δίπλα σου... κάτι θα κάνουμε... κάτι θα διορθώσουμε. μαζί... ποτέ δεν είν’ αργά...

Α: -- η Μαρία ήταν και είναι περήφανη γυναίκα!

Γ: -- την ξαναείδες; έχετε επαφές;

Α: -- αρχικά είχα μάθει, απο ένα φίλο στο Διδυμότειχο, πως είχε γεννήσει ενα μωρό αγνώστου πατρός! είχε γίνει μεγάλο σούσουρο... είναι μικρή κοινωνία το Διδυμότειχο...

Γ: -- μπορεί να ήταν κάποιου άλλου;

Α: -- έτσι υπέθεσα τότε! με βόλευε να πιστεύω έτσι...

Γ: -- πιθανώς είναι... κάποιου άλλου!

Α: -- ΟΧΙ! μη κάνεις το ίδιο λάθος! δεν θέλω να το συζητάω πια... πλέον, έχω χρέος να αντιμετωπίζω την αλήθεια! γίνεσαι, με επιπολαιότητα, άνανδρος! έτσι σαν σε βολεύει, είναι λάθος! κι έτσι ήμουν μικρόψυχος κι άνανδρος! κι άλλο λάθος!

Γ: -- πώς σιγουρεύτηκες ότι το παιδί ήταν δικό σου; και πότε;

Α: -- η Μαρία είναι γίγαντας! περήφανη γυναίκα! λέαινα!

Γ: -- λοιπόν;

Α: -- έσφιξε τα δόντια και διάλεξε να μεγαλώσει το παιδί μ’ αξιοπρέπεια. δεν παντρεύτηκε! δεν γνώρισε άλλο άντρα...

Γ: -- αλήθεια; είσαι σίγουρος γι’ αυτό;

Α: -- για ότι σου λέω και ότι σου αποκαλύπτω σήμερα, να είσαι βέβαιος πως είναι η μόνη αλήθεια!

Γ: -- επέτρεψέ μου να κρατήσω τις επιφυλάξεις μου... εννοώ ότι σε πιστεύω! αυτά που σου είπαν, δεν πι...

Α: -- δεν έχεις το δικαίωμα, για να το ‘πω καλύτερα... δεν έχουμε το δικαίωμα να έχουμε την παραμικρή επιφύλαξη, την παραμικρή αμφιβολία! εγώ πια, δεν μπορώ να την πληγώνω κι άλλο, ούτε εν τη απουσία της! αρκετά την έχω πληγώσει! τέρμα οι επιφυλάξεις σου! τελεία και παύλα! ότι σου λέω, είναι η α-λ-ή-θ-ε-ι-α!                   

Γ: -- με τρομάζει η βεβαιότητά σου!

Α: -- περίμενε ν’ ακούσεις την εξέλιξη. και τότε θα τρομάξεις!

Γ: -- μετά την κρυάδα που πήρα απόψε, τι άλλο θα με τρομάξει;

Α: -- περίμενε και θα ‘δείς. για να μη τα πολυλογώ η Μαρία, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, την απόρριψη της κοινωνίας, τα κουτσομπολιά και την δυσφήμιση κι επειδή είναι ικανότατη, τα κατάφερε καλά.

Γ: -- έφυγε; ήρθε στη Θεσσαλονίκη;

Α: -- αντίθετα! έμεινε εκεί. στην αρχή η οικογένειά της, ο πατέρας της, η μάνα της, τα αδέρφια της, φτωχοί άνθρωποι - αγρότες με λίγα χωράφια, ντράπηκαν, στεναχωρέθηκαν...

Γ: -- έμεινε εκεί έ; εγω θα ‘φευγα...

Α: -- το ξέρω... εσύ έφυγες απο το σπίτι σου με τις πρώτες δυσκολίες...

Γ: -- α! δεν είναι το ίδιο! εγώ απλώς χώρισα. πήρα διαζύγιο! κι όταν παίρνεις διαζύγιο, φεύγεις! δεν μοιράζεσαι πλέον την ίδια στέγη!

Α: --σσσςςς! μη φωνάζεις! θα τους ξυπνήσεις!

Γ: -- μη με κατηγορείς άδικα! δεν μπορούσα να ζήσω όπως ζούσα! και θέλει κουράγιο να χωρίζεις... τί νομίζεις, δεν σκέφτηκα τα παιδιά μου;

Α: -- ας είναι... άλλο είναι το θέμα μας.

Γ: -- εντάξει! άλλο είναι το θέμα μας, αλλά μου ρίχνεις τις μπηχτές σου!

Α: -- έλεγα πως η οικογένειά της στάθηκε στο πλευρό της. τί ήθελα άλλο να ‘πώ; α! ναι! η Μαρία λοιπόν, που ήταν μοδίστρα, άνοιξε μια μικρή βιοτεχνία κι έραβε ρούχα. σιγά-σιγά τη μεγάλωσε, πήρε κι άλλες κοπέλλες κι η βιοτεχνία έγινε επιχείρηση!

Γ: -- καλά. πότε έμαθες οτι το παιδί ήταν δικό σου;

Α: -- απο την αρχή το ήξερα... δεν ήθελα απλά να το παραδεχτώ...

Γ: -- πώς το ήξερες; πώς είναι δυνατό να το ξέρεις; εδώ άλλοι καταφεύγουν στην εξέταση DNA!

Α: -- όπως ξέρω καλά εσένα, όπως ξέρω καλά την μητέρα σου, έτσι ξέρω καλά και την Μαρία!

Γ: -- την έβλεπες; ζούσες μαζί της; είχες διπλή ζωή δηλαδή; πώς τη γνώρισες τόσο καλά για να την πιστεύεις; αφού είπες πως δεν ζούσατε μαζί; μας κρυβόσουν τόσα χρόνια;

Α: -- παριστάνεις τον ανόητο τώρα. και ρίχνεις κι εσύ τις μπηχτές σου. όπως καταλαβαίνεις δεν μπορείς να με ξεγελάσεις με προβοκατόρικες ερωτήσεις, επειδή ξέρω καλά πως σκέφτεσαι! έτσι δεν είναι;

Γ: -- είσαι έξυπνος άνθρωπος πατέρα... πρέπει να παραδεχτώ πως κατάλαβα ήδη, με ποιόν τρόπο αντιλήφθηκες την αλήθεια..

Α: -- έτσι είναι! δεν χρειάζεται να σου μιλήσει ο δικός σου άνθρωπος για να καταλάβεις... αρκεί ν’ ανταμώσουν οι ματιές... 

Γ: -- των ερωτευμένων οι ματιές! μόνο των ερωτευμένων κι αυτών που αγαπιούνται!  την αγαπάς ακόμη πατέρα;

Α: -- αυτό δεν πέρασε ποτέ! ποτέ! και δεν είναι χριστιανική αγάπη...

Γ: -- αλήθεια, πές μου. και δεν θέλω να σε προσβάλω. την έβλεπες;

Α: -- κάθε φορά που ταξίδευα στη Θράκη για τις δουλειές μου, την έβλεπα. μια-δυο φορές το χρόνο δηλαδή...

Γ: -- κι εκείνη; τί έκανε; τί έλεγε, όταν βλεπόσασταν; δεν σου ζητούσε εξηγήσεις;

Α: -- την έβλεπα κρυφά κι απο ‘κείνη. χωρίς να με καταλάβει.

Γ: -- πώς γίνεται αυτό;

Α: -- γίνεται. όταν ταξίδευα στην Αλεξανδρούπολη, διανυκτέρευα σ’ ενα ξενοδοχείο, σχεδόν απέναντι απο τη βιοτεχνία της.

Γ: -- στην Αλεξανδρουπολη ή στο Διδυμότειχο ήταν; με μπέρδεψες!

Α: -- το μαγαζί της ήταν στην Αλεξανδρούπολη. εκεί ζούσε όταν πρόκοψε στη δουλειά της.

Γ: -- κι εκείνη; δεν σ’ έβλεπε; δεν σε καταλάβαινε;

Α: -- δεν ξέρω. μάλλον όχι. κρυβόμουν πίσω απο την κουρτίνα, στο παράθυρο του δωματίου μου στο ξενοδοχείο κι έμενα ώρες εκεί, ακίνητος για να κλέψω μια ματιά, απ’ τη μορφή της. όταν ήμουν τυχερός... την έβλεπα.

Γ: -- και γιατί δεν πήγαινες να της μιλήσεις;

Α: -- ντρεπόμουνα. ακόμα και σήμερα ντρέπομαι, που δεν είχα το κουράγιο να το κάνω.

Γ: -- εγώ θα το έκανα! θα πήγαινα να τη ‘δω, να της μιλήσω. θα της ζήταγα συγγνώμη και...

Α: -- εαν το έκανα αυτό, θα χώριζα με τη μητέρα σου! θα έκανα κι άλλο κακό. και προ παντός σε σένα...

Γ: -- μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή!

Α; -- έτσι είναι. κι έπρεπε να διαλέξω και διάλεξα εσένα και τη μητέρα σου...

Γ: -- με ικανοποιεί πολύ αυτό, αλλά γιατί πήγαινες και την έβλεπες στα κρυφά;

Α: -- επειδή την ποθούσα. ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και πολύ καλός άνθρωπος. στέρεη σαν διαμάντι!

Γ: -- και πώς...πότε σταμάτησε αυτό;

Α: -- όταν μεγάλωσε κι άλλο η δουλειά της, έχτισε ενα εργοστάσιο στις Φέρρες. τέλειωνε κι εμένα η καρριέρα μου στην εταιρεία, βγήκα στην σύνταξη και χαθήκαμε... την έχασα δηλαδή οριστικά.

Γ: -- πόσα χρόνια έχεις να την ‘δείς;

Α: -- ου! πάνε είκοσι χρόνια τώρα...

Γ: -- δεν σου λείπει;

Α: -- πάντα μου έλειπε! όμως στην ηλικία που έφτασα, προέχουν πια άλλα πράγματα...

Γ: -- πόσων χρόνων είναι η Μαρία πατέρα;

Α: -- χέ! μικρή! δυο χρόνια μεγαλύτερή σου!

Γ: -- μπράβο πατέρα! κι έλεγα σε ποιόν έμοιασα!

Α: -- ...

Γ: -- γιατί δεν μιλάς; πλάκα δεν έχει; χωρίς να το ξέρω κάναμε, κατά κάποιο ίδιο τρόπο, ίδια ζωή!

Α: -- ...                                                                                                                                   

Γ: -- μόνο που εσύ δεν χώρισες... είδες πως τα φέρνει η ζωή; κι εγώ τώρα είμαι ερωτευμένος με την Όλγα, που ‘ναι είκοσι χρόνια μικρότερή μου! κι ευτυχώς που την γνώρισα, πατέρα. μεγάλη τύχη!

Α: -- 

Γ: -- κι είναι και αθλήτρια του στίβου! κοίτα σύμπτωση! μα γιατί δεν μιλάς;

Α: -- σου είπα προηγουμένως, ότι δεν θα σου το έλεγα ποτέ, το μεγάλο μυστικό μου.

Γ: -- ναι, αλλά μου τό ‘πες. και καλά έκανες πατέρα. με συγκλόνισες και θέλω, μέσα απο την καρδιά μου, να σε βοηθήσω να αποκαταστήσεις την αδικία... πως να το ‘πω, να βγάλεις αυτό το βάρος απ‘ τη ψυχή σου...

Α: -- χθές που ήρθατε με την κοπέλα σου, για να τη γνωρίσουμε...

Γ: -- αλήθεια, πώς σου φάνηκε πατέρα; η μαμά ξέρω πως σκέφτεται... την ενοχλεί η διαφορά της ηλικίας που έχουμε με την Όλγα, αλλά θα συνηθίσει, θα το πάρει απόφαση... μόλις καταλάβει πόσο ευτυχισμένος είμαι θα το αποδεχτεί!

Α: -- χθές που ήρθατε με την κοπέλα σου, για να τη γνωρίσουμε... πήρα την απόφαση να σου εξομολογηθώ...

Γ: -- καλά έκανες πατέρα μου, καλά έκανες... λοιπόν, πώς σου φάνηκε η Όλγα;

Α: -- και το πρώτο που σου ζήτησα, ήταν οτι όλα τούτα δεν πρέπει να τα μάθει η μητέρα σου!

Γ: -- σου δίνω το λόγο μου. κανείς δεν πρόκειται να το μάθει, μείνε ήσυχος.

Α: -- το δεύτερο που σου ζητώ είναι να μη το μάθει ούτε η Όλγα!

Γ: -- μα αφού σου το υποσχέθηκα! ούτε η Όλγα θα το μάθει! κανείς δεν πρόκειται να το μάθει! λέγονται τέτοια μυστικά;

Α: -- η Όλγα είναι κόρη μου!

Γ: -- ...

Α: -- η Όλγα είναι κόρη μου! είναι αδελφή σου... στο είπα: αυτή είναι η εξέλιξη που θα τρομάξεις!

Γ: -- μα τι λές;

Α: -- αυτό είναι το φοβερό μυστικό μου!

Γ: -- τρελλάθηκες πατέρα; σου σάλεψε; η κοπέλα που είμαι ερωτευμένος μαζί της είναι κόρη σου;

Α: -- αλλοίμονό μου! ποιός Θεός με καταράστηκε;

Γ: -- είσαι σίγουρος;

Α: -- ΝΑΙ! δυστυχώς! μα δεν βλέπεις πόσο μου μοιάζει; δεν βλέπεις τα μάτια της;

Γ: -- όχι!όχι! δεν σε πιστεύω!...  ω! Θεέ μου! ακούω το παραλήρημα ενός γερο-ξεκούτη! αρχαία τραγωδία το κάναμε εδώ μέσα...

Α: -- η εκδίκηση του Θεού! παράδεισος και κόλαση είναι εδώ! επι της γής! το φάντασμα της ζωής μου, με εκδικείται...

Γ: -- μα τι λες τώρα; τι βλακείες είναι αυτές; απο πού τα έβγαλες όλα αυτά;

Α: -- όπως κατάστρεψα τη ζωή της Μαρίας έτσι καταστρέφονται όλα! ο χρόνος με πρόλαβε. γύρισε πίσω και με πρόλαβε!

Γ: -- πάψε επιτέλους! πάψε! θέλω να σκεφτώ!

Α: -- ω! Θεέ! διάλεξες τον χειρότερο τρόπο, για να μου δείξεις πως υπάρχεις! συγγνώμη, δεν μπορώ να σου ζητήσω, ούτε συγχώρεση!

Γ: -- σταμάτα!

Α: -- ούτε απο τα παιδιά μου δικαιούμαι να ζητήσω συγγνώμη και συγχώρεση. ούτε απο τη γυναίκα μου ούτε απο την Μαρία!

Γ: μη μιλάς άλλο πια! όλο τον εαυτό σου σκέφτεσαι! βούλωσέ το, μη μ’ αναγκάζεις να σε χτυπήσω!

Α: -- Το φάντασμα της ζωής μου είναι η κόρη  μου...

Γ: -- (αρπάζει το καρπουζομάχαιρο και τον χτυπά) αμάν, πιά!



ΑΥΛΑΙΑ