Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Τα Χριστούγεννα του 1979



Το σκληρό 1979 έβαινε προς το τέλος του. Η δεκαετία του 1980 θα σηματοδοτούσε πολλές αλλαγές για την χώρα, που κανείς τους δεν υποψιαζόταν. Γι’ αυτούς πιο κοντά ήταν η ντροπή της Κύπρου το 1974, παρά η ευφορία της ένταξης στην Ε.Ο.Κ. το 1980 και της νίκης του σοσιαλιστικού κόμματος το 1981. Άλλωστε το να είσαι στρατευμένος σε ελληνικό νησί κι έχοντας αρχηγό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων τον πιο σκληροπυρηνικό δεξιό πολιτικό, που παρά το ρωσσογεννές επώνυμό του, είχε την ετικέτα του επιτυχημένου γεφυροποιού με την χούντα και επέζησε πολιτικά, δεν ήταν ότι καλύτερο να είσαι υφιστάμενός του. Οι διακρίσεις στο στράτευμα αλλά και στην πολιτική ζωή δεν είχαν εξαλειφθεί. Τα λεγόμενα ¨σταγονίδια¨, οι πιστοί των χουντικών και το «στιγμιαίο έγκλημα» που είχε χαρακτηριστεί το πραξικόπημα του 1967, συντηρούσαν με ανασφάλεια, μια επίπλαστη δημοκρατία που δεν μπορούσε παρά να κάμει υπομονή για να συνέλθει εντελώς και να απορρίψει αργότερα, τα υπολείμματα μιας ταραγμένης εποχής. Όλοι κοιτούσαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά παράλληλα έπαιρναν και τα μέτρα τους φυλαγόμενοι από παντού, προς το παρόν.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Ύδατα Κεραμωτής



Ο Μαρτιάτικος ήλιος ήταν ασυνήθιστα δυνατός. Δυνατό φώς και ζέστη καλοκαιριάτικη. Ένοιωθε τον αυχένα του να καίγεται κι ο ιδρώτας πότιζε, ήδη, τις μασχάλες κι έτρεχε απ' τα πλευρά του.
Το στυλιάρι της αξίνας μούσκεψε κάτω απ' τις χοντρές παλάμες του και γλυστρούσε. Σταμάτησε το σκάψιμο για λίγο, ακούμπησε το στυλιάρι πάνω στη κοιλιά του και το στήριξε για να ισορροπήσει. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του και τέντωσε προς τα πίσω το κορμί του. Η μέση του πονούσε. Σκούπισε και τις παλάμες του πάνω στα κολομέρια, τανύστηκε για να ξεπιαστεί και τον έκοψε η άγρια φωνή του Γιώτη:
-- Άντε , ρε κουνήσου, μη κάνεις δέκα ώρες... δυό τάφους δέκα ώρες...άντε... άντε...
Στράφηκε κι είδε τον χοντρομπαλά τον Γιώτη, να του νεύει να κάμει γρήγορα. Έφτυσε τις παλάμες του, τις έτριψε δυνατά και τις ένοιωσε να καίγονται, όπως καίγονταν ήδη και τα σωθικά του από τον θυμό. Έσκυψε το κεφάλι του κι άρπαξε απότομα την αξίνα κι όπως ήταν σκυφτός, κανείς δεν μπορούσε να 'δεί τα μικρά μαύρα μάτια του, να σκοτεινιάζουν ακόμη περισσότερο. Έχωσε με μανία την αξίνα στο στεγνό χώμα και τράβηξε με λύσσα, τόσο βίαια, που τα χώματα τινάχτηκαν ολοτρό γυρα και σκόρπισαν σαν νά 'σκασε χειροβομβίδα.
Δούλεψε με μανία θαρρείς, αδιάκοπα. Έσκαβε, φτυάριζε, τα χώματα σχημάτισαν ένα δεύτερο ανάχωμα, δίπλα σ' ένα, ήδη, ανοιχτό τάφο. Το χώμα στεγνό. Μήνες τώρα είχε να βρέξει. Η ανομβρία τυρρανούσε το χωριό του, τη χώρα όλη. Γκρίνιαζαν οι αγρότες για τ' ανύπαρκτα, μολονότι χιλιο-υποσχεμένα αρδευτικά κανάλια, απειλούσαν τους βουλευτές, ικέτευαν την πολιτεία, έκαμαν λιτανείες (έφεραν, μάλιστα, κι ολάκερο Μητροπολίτη) κι ύστερα απελπίζονταν και σιωπούσαν. Τό 'ξερε κι αυτός, ναί αληθινά, τό 'ξερε πως η γής εκδικείται, αλλά σε ποιόν και πώς να παραπονεθεί, αυτός ο νεκροθάφτης; Τί να πεί; Πως δεν μπορεί να σκάψει ν' ανοίξει τάφους; Σάματις οι νεκροί ανθίζουν και καρπίζουν; Δεν μίλαγε το λοιπόν. Του έφτανε , ήδη, που οι περισσότεροι τον απέφευγαν.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

Η ανδρεία των σκέψεων!



 

  • Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Φράση που τη λέμε όταν κάποιος ξεχωριστός μας κάμει την τιμή κι αποκαλυφτεί ενώπιον της ψυχής μας. Ξεχωριστός επειδή ξέφυγε απ το μεγάλο κοπάδι των συνηθισμένων, των πολλών. Αυτών που ζουν ασυνείδητα ή καλύτερα αυτών που βολεύονται απερίσκεπτα μέσα στην κοινή συνείδηση του φάε, πιές, γλέντα. Του να περνάμε καλά κι ας πάει και το παλιάμπελο!
  • ΄Ενας τέτοιος ξεχωριστός μου έκανε την τιμή και μου μίλησε. Άνοιξε την ψυχή του και την άφησε τελείως χαλαρή, να ξεχύνεται σαν το γάργαρο νερό της πηγής, να μου ξεπλένει όλες τις αισθήσεις. Επειδή η αισθητική είναι η μεγάλη παράμετρος, η πιο καθοριστική της ζωής μας. Μεγάλο κεφάλαιο τούτο, η αισθητική, κυρίαρχο στον πολιτισμό της γής μας, γι αυτό ας το αφήσουμε για άλλη φορά.
  • Δεν συμφωνώ σε πολλά με τον περι ού ο λόγος. Όμως χαίρομαι να τον ακούω στο εξπρεσσιονιστικό παραλήρημά του. Ο λογισμός του ξέφρενος, επειδή μια τρικυμία σκέψεων ξεχύνεται αβίαστα απ’ το θυμικό του. Πέρασε πολλά. Πέρασε όσο ελάχιστοι στον κόσμο τούτο βιώνουν. Μια τρομερή ασθένεια, που η καλύτερη εκδήλωσή της είναι ο θάνατος κι η πιο δύσκολη, η ζωή μέσα στην απόλυτη παράλυση, κι αυτό του σημάδεψε τη ψυχή. Ετούτος ξέφυγε. Ζεί καλά, κινείται, σκέπτεται… είναι ο ένας στα πολλά εκατομμύρια ! είναι ο έχων την εξαίρεση προίκα! Είναι ο τυχερός, γι αυτό – όπως λέγει ο ίδιος – είναι το μεγάλο ευχαριστώ!
  • «είμαι όλος ένα μεγάλο ευχαριστώ!» σηκώνει τα τεράστια χέρια του σε μια αδιόρατη ευχαριστία, στυλώνει το τρομερό του βλέμμα και φοβερίζει το άπειρο! Χειρονομεί και τα χέρια του χορεύουν. Σηκώνεται και τρίζει ο τόπος! Ένα φοβερό θηρίο, έτοιμος να καταπιεί βουνά! Μάτια μικρά, κατάμαυρα, χωμένα στις κόγχες ενός σκληρού προσώπου, με τα ζυγωματικά τεντωμένα στα ακρότατα σημεία του Κυνός και της Μεγάλης Άρκτου! Πλάτη Άτλαντα, που ήδη κουβαλά πάνω της τα φορτία των ανθρώπων! Δυσκίνητος όντας, καταφέρνει με ευκολία περισσή να βρίσκεται παντού!
  • Η έκδηλη αγωνία του είναι τα γιατί! Τα γιατί που απορρέουν από κάθε στραβό που βλέπει. Για την αδικία, την κοινωνική ανισότητα του πλούτου, την περηφάνεια, την παιδεία, την έλλειψη αντρισμού των πολιτικών πράξεων, τις συνέπειες των φυσικών φαινομένων… όλη η ζωή τον πληγώνει. Επειδή έχει το προνόμιο να έχει βιώσει την τέλεια ανυπαρξία, την μηδαμινότητα και τώρα ξέρει πως λίγοι σαν αυτόν μπορούν να απολαύσουν την ζωή. Προσπαθεί να δείξει με κάθε τρόπο το αυτονόητο. Αυτό που όλοι μας αγνοούμε. Πως η μοναδικότητά μας είναι θείο δώρο!
  • Πότε θέλει ένα πιστόλι για να σκοτώσει όλους τους αδικούντες. Βροντοφωνάζει πως είναι ο αρχηγός των τρομοκρατών! Άλλοτε πάλι επιχέει αβίαστα «έλαιον και οίνον επι τας ψυχάς των ανθρώπων!» Είναι θύτης και θύμα, μάρτυρας και βασανιστής κι ύστερα πιάνει στα χέρια τον πηλό και φτιάχνει θαύματα! Ένα τέτοιο κοσμεί το γραφείο μου, που το ‘χω ονομάσει ¨η ανδρεία των σκέψεων¨! Ξαφνικά συνοφρυώνεται, σαρκάζοντας το τεράστιο κορμί του, που ακροβάτησε μεταξύ της απόλυτης παράλυσης και της ρευστότητας του θανάτου και τώρα μετρά τα σημάδια του.
  • Νοιώθει το κορμί του απόλυτα. Ξέρει πως σφίγγει η  πλάτη του, πως κάθε μύς λειτουργεί ξεχωριστά, πως αόρατα σύρματα περιτυλίγουν «τον μίσχο του μηρού του!» Ακούει το αίμα του που ρέει στις φλέβες, ξέρει πότε λειτουργεί σωστά το συκώτι του και προ παντός γνωρίζει πόσο βασανίστηκε το κατσικάκι, που του πούλησε ο χασάπης! Από τη γεύση! Ναι, από τη γεύση του κρέατος γνωρίζει τι πέρασε το ζώο, που τελικά κατέληξε στο πιάτο του!
  • «Νοιώθω γλώσσες πουλιών να μου γλείφουν τον εγκέφαλο!» δηλώνει ατάραχος, επειδή κανείς δεν μπορεί να συμμεριστεί τις αισθήσεις του. Μικρές και μεγάλες εκρήξεις δονούν το εσωτερικό του! Βλέπει ταυτόχρονα τον ουρανό και την γη απ’ όλες τις γωνίες! Κατοικεί κλεισμένος σ’ ένα σπίτι, μη έχοντας ανάγκη από κανένα μας κι από τίποτε. Είναι τουλάχιστον 2.500 χρονών και βαδίζει ακμαίος για την επόμενη χιλιετία! Τώρα έχει ένα όνομα κοινό, όμως για μένα είναι ένας απλός άνθρωπος, ένας κανονικός άνθρωπος που πολλοί τον λένε τρελλό! Όμως δεν είναι! Κι ας χαμογελά παράξενα, όποτε κάποιος του λέει καλημέρα!

 

Αλέξανδρος Υδάτης

 

Πρός Ουρανούπολη...


 

 

                                    Πρός Ουρανούπολιν...

 

 

         -- " Αpril is the cruellest month",

         -- " o Mάιος είναι ο μήνας των ερώτων και της πολιτικής",

         -- " Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε",

         -- " μέρα Μαγιού μου μίσεψες"... φράσεις - στίχοι απο αγαπημένα του ποιήματα κάμανε κατοχή του μυαλού του, όπως συχνά του συμβαίνει, σε τυχαίες στιγμές.

         -- " Μα Απρίλιος είναι τούτος ή Μάιος;" συλλογίστηκε οδηγώντας με 140, μόνος στον αυτοκινητόδρομο προς Χαλκιδική. "Μπερδεύτηκαν οι εποχές μπερδεύτηκαν κι οι μήνες. "Pollution" η αιτία, που λέει κι η {φωτοδότρα} δύση, τρύπα όζοντος, Greenpeace... Παράξενο είναι νά 'χεις δεκαοχτώ - είκοσι βαθμούς θερμοκρασία, τεσσεράμισυ τα ξημερώματα 25 Απριλίου... ή μήπως είναι Μαϊου;"

         -- ΄Οζον! ΄Ο-ου-ζον! πρόφερε ενθυμούμενος και μιμούμενος την φωνή του Αμερικάνου παρουσιαστή του CBS, ελέγχοντας ταυτόχρονα τις στροφές του κινητήρα, την ταχύτητα, την θερμοκρασία και πίεση λαδιού και τον δείκτη της βενζίνης.

         -- ΄Ολα εντάξει! διαπίστωσε και συνέχισε πιέζοντας παραπάνω το γκάζι.

         -- "΄Οζον!... ΄Ο-ου-ζον!...  ... Ού - ζών! έτσι όπως πάμε", έπαιξε με τις λέξεις.

         Άλλαξε την διάθεσή του αλλάζοντας σταθμό στο ραδιόφωνο και σταθεροποίησε την ταχύτητά του στα 160 χιλιόμετρα. Γρήγορα όμως, έκοψε κι άρχισε την διαδικασία εξόδου προς Θέρμη. Διέσχισε προσεχτικά την αερογέφυρα κι έπιασε πρός Γαλάτιστα, έχοντας κατά νού τις πιθανές εξόδους των φορτηγών της αεροπορίας, των εργοστασίων και της  Coca Cola. Μά πού!  Ερημιά παντού !

         -- " Σε λίγο θα ξημερώσει και θ' απολαύσω την φρέσκια 'μέρα... με την πρωινή δροσιά και τις μυρωδιές του πεύκου και του θυμαριού, του χώματος και της κοπριάς. Με το πρώτο φώς της ανατολής θά 'χω περάσει απ' την Αρναία και κατά τις έξη - έξη και τέταρτο θά 'μαι στην Ουρανούπολη."

         -- Φρέσκια 'μέρα! μονολόγισε φωναχτά. Πόσο λιγόστεψαν οι φορές, που μπορώ ν' απολαύσω μια φρέσκια 'μέρα...

         Έλεγξε πάλι την ταχύτητα, πήγαινε με 115, μόνος ολομόναχος, με τους φάρους στη μεγάλη σκάλα, αφέντης του δρόμου, κτήτορας, κυρίαρχος. Ωστόσο, οδήγησε τοποθετώντας τ' αυτοκίνητο σε τέλειες τροχιές στις ανοιχτές καμπές, όπως θά 'κανε κι όταν υπάρχει κίνηση." Μα νά! "Στούς καθρέφτες του είδε φώτα! Κάποιος έρχεται πίσω του." Είναι μακρυά ακόμη αλλά, βρε αδερφέ, νά που υπάρχει κάποιος, που ταξιδεύει αξημέρωτος κι αυτός! Κοντεύουμε στη Γαλάτιστα κι οι αγρότες κοιμούνται ακόμη! Πέντε το πρωί και κοιμούνται!"

         -- Μά τί θέλεις να κάμουν Κυριακάτικα; σάρκασε φωναχτά στον εαυτό του." Αφού γλεντοκοπούσαν όλο το Σαββατόβραδο!"

         Ξανακοίταξε τους καθρέφτες. Ο πίσω ερχόταν γοργά, τα φώτα του μεγάλωναν και δυνάμωναν.

         --" Θα πρέπει να τρέχει πολύ!", μουρμούρισε προετοιμαζόμενος να του δώσει δρόμο. Κοίταξε στο ταχύμετρό του. Έγραφε 120.

         --" Αρκετά χιλιόμετρα για τούτο τον δρόμο. Με πόσα μπορεί να πάει αυτός ο διάολος;"

         Έβγαλε το αυτοκίνητο προσεχτικά απο μια ανοιχτή καμπή και βλέποντας εμπρός του μια μεγάλη ευθεία, αποφάσισε να το σανιδώσει. Κατέβασε τετάρτη και πίεσε τέρμα το γκάζι.

         -- " Μέχρι να μπούμε στις στροφές θά 'χει μείνει πολύ πίσω" σκέφτηκε ικανοποιημένος.

         Βάζοντας πέμπτη, οι  καθρέφτες του γέμισαν φώς. Του ξέφυγε ένα σφύριγμα εντυπωσιασμού.

         --" Αυτός είναι άλλο πράγμα! Καλά θα κάνει, όμως, να κατεβάσει τα φώτα του, γιατί θα με στραβώσει."

         Το κοντέρ έδειχνε 165 χιλιόμετρα κι οι φάροι, του απο πίσω, πλημμύρισαν τους καθρέφτες και τ' αυτοκίνητο. Σήκωσε το χέρι του και τού 'καμε νόημα να τους κατεβάσει, τοποθετώντας το ύστερα, επιδεικτικά, πάνω στον εσωτερικό καθρέφτη.

         --" Τί διάολο! δεν βλέπει πως με τύφλωσε;... Μα πότε με πρόφτασε;"

         Τα φώτα δυνάμωσαν ανελέητα. Εγιναν λαμπρός ήλιος και τού 'πνιξαν κάθε διάθεση να ξεφύγει. Άλλαξε την κλίση του εσωτερικού καθρέφτη κι έσκυψε μπροστά, πάνω στο τιμόνι, για ν' αποφύγει τις αντανακλάσεις των εξωτερικών καθρεφτών, μειώνοντας ταυτόχρονα την ταχύτητά του.

         -- Πανάθεμά σε ! Ηλίθιε ! βλαστήμησε με μίσος, ανάβοντας το δεξιό φλάς και μειώνοντας ακόμη περισσότερο, στα 90.

         -- Άντε ! Πέρνα ! πρόσταξε με αγανάκτηση.

         -- Μα τί κάνει ; διερωτήθηκε με έκπληξη. " Μείωσε κι αυτός ! Μα είναι τρελλός; Θα σκοτωθούμε !..." και πριν ολοκληρώσει αναγκάστηκε να αγανακτήσει.

         -- Μα τί κάνει; Προσπερνάει τώρα! Πάνω στη στροφή !

         Κατέβασε στα γρήγορα το παράθυρό του, για να τον ιδεί, και να τον επιτιμήσει με την αυστηρότερη ματιά που διέθετε. Ο άλλος προσπέρασε αργά, θαρρείς τελετουργικά και τα φυμέ σκούρα του τζάμια τον εμπόδισαν να διακρίνει πόσοι υπήρχαν στο άλλο αυτοκίνητο.

         Έμεινε με την βρισιά στο στόμα, απο την έκπληξη. Ηταν ένα ολόιδιο αυτοκίνητο με το δικό του ! Ίδιο μοντέλο ! Ίδιο χρώμα !... Ακόμη κι ο πίσω προφυλακτήρας τσαλακωμένος, με τον ίδιο τρόπο, στο ίδιο αριστερό σημείο!... Κι η σκουριά...

         -- Μά τί κάνει πάλι ; γιατί δεν φεύγει ; Α! τον ανόητο, πάει μ' εξήντα ! Γελάδι ! ε! γελάδι!, βλαστήμησε κι όρμησε να προσπεράσει γρήγορα. Τ' αυτοκίνητο μούγκρισε κι όρμησε σε μια τρελλή επιτάχυνση, αφήνοντας πίσω τον προκλητικό κι αυθάδη άγνωστο. Μια γλυκειά ευχαρίστηση διέτρεξε το κορμί του και μπαίνοντας στη Γαλάτιστα, τον ξαναείδε στούς καθρέφτες του.

         -- Έλα ! ΄Ελα μάγκα μου τώρα, να 'δείς ποιός είναι ο μάστορας στις στροφές !

         Πέρασαν, σαν αστραπή, μέσα απ' το χωριό, ο ένας κολλημένος πίσω απ' τον άλλο. Μπήκαν στις αλλεπάλληλες ανηφορικές στροφές, με τα μουγκρητά των κινητήρων να τέμνουν κοφτερά την άκρα σιγαλιά του ξημερώματος. Τα λάστιχα στρίγγλιζαν σ' έναν αλλόκοτο χορό, έφευγαν με τα τέσσερα, τα χέρια ιδρωκοπούσαν σφιχταγκαλιάζοντας το τιμόνι, οι ταχύτητες άλλαζαν απότομα και βίαια και μια άφατη ικανοποίηση κυρίεψε την ψυχή του, καθώς ο πίσω δεν μπορούσε ν' ακολουθήσει.

         -- Είπαμε ! ανέκραξε θριαμβευτικά. Ο μάστορας είναι 'δώ !  Γελάδι !.. έ! γελάδι ! συνέχισε. Μόνο στην ευθεία είσαι ικανός να τρέχεις ! ...Στίς στροφές; έ; στις στροφές;

         Δεν έκοψε διόλου ταχύτητα. Συνέχισε οδηγώντας γρήγορα και στήνοντας με μαεστρία τ' αυτοκίνητο, ανοιχτά πρίν απο κάθε στροφή, έκλεινε στην εσωτερική κορυφή της, γκαζώνοντας, ισσοροπώντας το κορμί του με το αυτοκίνητο μαζύ, σ' ένα παιγνίδισμα λογικής κι εξουσιασμού των φυσικών νόμων, όπου η φυγόκεντρος μάχονταν με την κεντρομόλο, όπου η επιτάχυνση αντιτάσσονταν στο φρενάρισμα, σε μια ατέρμονη διαδοχή ισχύος και αδράνειας... Μπροστά του, ένα χιλιόμετρο περίπου, πέντε στροφές δηλαδή, είδε τα φώτα ενός άλλου αυτοκινήτου. Χύθηκε ορμητικά να το φτάσει, αυτός ο θριαμβευτής των στροφών, αυτός ο ακατανίκητος δαμαστής  των μηχανών.

         Πλησιάζοντας γοργά, διαπίστωσε πως τα φώτα δεν μετακινούνταν και κόβοντας ταχύτητα, υπολόγισε πώς τού 'μενε μόνο μια στροφή για να έρθει σε επαφή . Μέσα στη στροφή φρενάρισε πανικόβλητος. Πιάστηκε σφιχτά πάνω στο τιμόνι, τ' αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε κι απόμεινε, όλος ένα ερωτηματικό, να μη μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Το μυστηριώδες αυτοκίνητο που τον ακολουθούσε, το ολόιδιο με το δικό του, ίδιο μοντέλο, ίδιο χρώμα, με τον όμοια τσαλακωμένο πίσω αριστερά προφυλακτήρα, ακόμη κι η σκουριά στο δεξί μέρος του πόρτ-μπαγκάζ.... και... Θεέ μου ! ο ίδιος αριθμός ! ο αριθμός κυκλοφορίας ο δικός του ! ίδιος κι αυτός ! ήταν σφηνωμένο πάνω στον βράχο, με τις πόρτες κλειστές και μια φλογίτσα έπαιρνε να δυναμώνει, μέσα απ' τα συντρίμμια.

         -- Παναγία μου ! ψέλλισε και κατέβηκε συγχισμένος. " Πώς είναι δυνατόν;" αναρρωτήθηκε. " Αφού τον προσπέρασα... άλλος δρόμος δεν υπάρχει !"..." Πώς είναι δυνατόν;" Πλησίασε στα συντρίμμια. " Είναι... είναι το δικό μου αυτοκίνητο"...  Μέσα δεν υπήρχε κανείς.  Έψαξε τριγύρω. Κανείς ! Κανείς !

         -- Βοήθεια ! βόγγηξε κι ένοιωσε όλο το σώμα του να πονά.

         -- Βοήθεια ! προσπάθησε να ουρλιάξει, μα φωνή δεν έβγαινε απο μέσα του.

         --" Μα αφού τον πέρασα" ! ψυθίρισε με λυγμό, σαν χαμένος...

        

         -- " April is the cruellest month..." ξαναέκαμαν κατοχή οι φωνές των στίχων.

         -- " Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε..."

         -- " Εύρον ωραιοτάτην πρασίνην πέτραν! Ελθέ αμέσως !..."

         Μά Απρίλης είναι τούτος ή Μάιος ; Δοκίμασε να φωνάξει βοήθεια. Αδύνατον. Ηχος δεν μπορούσε να 'βγεί απ' το στόμα του.. Η πλάτη του ήταν παγωμένη. Το κορμί του πονούσε ολάκερο...  Δοκίμασε να κινηθεί. Αδύνατον. Πυκνή ομίχλη σκέπαζε το φώς. " Βοήθεια!"

         -- " Τώρα σ' όποια βάρκα κι αν 'μπείς, άδεια θα φτάσει..."

         -- " Τί νερό ! κυανό με σπίθες ! κάπου, συντελεσμένη κείται η τελειότητα κι αφήνει να κυλήσει ίσαμε 'δώ, ρυάκι..."

         Χλωμό φώς πλυμμήρισε το απόλυτο σκοτάδι του. Μαζύ, φωτίστηκε το μυαλό του. Κείτονταν γυμνός, ανήμπορος να κινηθεί, σκεπασμένος μ' ένα πλαστικό σεντόνι, πάνω σ' ένα μαρμάρινο πάγκο ! Το κορμί του, η πλάτη του παγωμένη, πονούσε ολάκερος.

         -- " Βοήθεια !" δοκίμασε, άλλη μια φορά να φωνάξει. Αδύνατο ν' ακούσει την φωνή του. Άκουσε, όμως, βήματα. Κάποιοι τον πλησίασαν κι ένας ανασήκωσε το σεντόνι απ' τα πόδια του. Ένοιωσε ένα σπάγγο δεμένο στο μεγάλο δάχτυλό του να τραβιέται.

         -- Αυτός είναι !... άκουσε μια φωνή.

         Τού 'δεσε τα πόδια μ' ένα λουρί και τον άρπαξαν άγαρμπα και τον έβαλαν σ' ένα φορείο, αδιαφορώντας για τα βογγητά του... ή μήπως δεν τ' άκουγαν;

         -- Θηρίο είναι ! Πολύ βαρύς ! άκουσε την ίδια φωνή.

         -- Κρίμα στο παλληκάρι ! είπε μια άλλη φωνή και συνέχισε: Κρίμα ! έτρεχε πολύ!

         -- " Με περιμένει ο Γιάννης στην Ουρανούπολη" ούρλιαξε. " Στις εφτά και τέταρτο το πρωί, φεύγουμε για τ' Άγιο ΄Ορος!" ολοκλήρωσε παραπονεμένα, μα φωνή δεν βγήκε απ' τα χείλη του.

         Ξανάπεσε στο παραλήρημα. Είδε στο κοντέρ τα 100 χιλιόμετρα, κατέβασε τρίτη κι ετοιμάστηκε για τη στροφή... Ο άλλος τον ακολουθούσε με τα φώτα καρφωμένα πάνω του... Το φορείο έτρεχε τραντάζοντας επώδυνα το ανίσχυρο κορμί του.

         -- " μέρα Μαγιού μου μίσεψες..."

         -- " ΄Ο-ζον. ΄Ο-ου-ζον !..."

         -- " April is the cruellest month..."

         -- " Εύρον ωραιοτάτην πρασίνην πέτραν ! Ελθέ αμέσως!..."

         Το φορείο σταμάτησε. Είδε τον εαυτό του να ψάχνει στα σκοτεινά, ανάμεσα στα συντρίμμια. Κάποιοι μιλούσαν γύρω του. ΄Ακουσε κλάματα απο μακρυά. Το πλαστικό σεντόνι τραβήχτηκε απο το κεφάλι του. Το δυνατό φώς τού 'καψε τα μάτια. Τά 'κλεισε σφιχτά. Αμέσως μετά άκουσε κραυγές κι ένα χέρι τον άρπαξε απ' τον λαιμό και του ψαχούλεψε δυνατά τις καρωτίδες.

         -- Σιγά ! άκουσε την φωνή του, αδύναμη να διαμαρτύρεται, ανακατωμένη με βογγητά...

 

Αλέξανδρος Υδάτης