Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Παραισθήσεις...

Συχνά, τις ώρες που οι αναμνήσεις κυριεύουνε το νού, το άδειο δωμάτιο γεμίζει με εικόνες, ιδιαίτερα της Χαλκιδικής. Απο εκείνες τις περιπλανήσεις κοντά στον Αϊ Νικόλα, στον όρμο της Παναγιάς και στα πήγαινε - έλα στα ορεινά, για ν΄ αποφύγουμε την κίνηση...
Λες πως κάποιος σκηνοθέτης κατέγραφε τότε, με μια κρυφή κάμερα, που τώρα προβάλλει σκηνές μιας ευτυχίας, χαμένης μεν, όμως ολοζώντανης όσο και μια ταινία του σινεμά.
Ζωντανεύει το μαγικό τοπίο, η αλληλουχία των όρμων, των πεύκων, της αμμουδιάς καθώς και οι δρόμοι, με τις στροφές αλλά και την προσμονή της άφιξης...
Μέχρι και τον ήχο του κινητήρα και την πνοή του ανέμου στο αυτοκίνητο μπορώ ν' αφουγκραστώ.
Γεμίζει η ψυχή μου απο μια τρυφεράδα συγκινητική καθώς σκέφτομαι το κορμί σου ξαπλωμένο πλάϊ μου στην αμμουδιά, το μαγιό με τις κορδελίτσες που δεν μπορούσα να λύσω, τις δοκιμές σου με το πόδι στο νερό, το αναπήδημα της έκπληξης απο το ψαράκι που σε δοκίμασε κι ύστερα μια βρεγμένη αγκαλιά, οι σταγόνες που ιαματικά έπεφταν στο πρόσωπό μου και μια γαλήνη ψυχής που δεν ξαναδοκίμασα έκτοτε...
Παραισθήσεις καλοδεχούμενες που σβήνονται στη μουντή νυχτιά, την ώρα που χάνεται ο χρόνος κι ο νούς παγιδεύεται σε λήθαργους καπνισμένους απο αμέτρητα τσιγάρα και σκληρό αλκοόλ, που ποτέ δεν φτάνει να καταλαγιάσει τον πόθο μου για σένα...

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Ας ήτανε να πνιγώ...

Βρέχει κι εγώ τυλίχτηκα
σ΄ αυτή την αγκαλιά
στα σκουριασμένα σύννεφα στα φύλλα
στης βρεγμένης γης τη μυρωδιά

Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά

Βρέχει και στους καταυλισμούς
χορεύουν τα παιδιά
στάζει ο θεός στις προσευχές στο ντέφι
στις καρδιές στα πόδια τα γυμνά

Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά

Ήρθες βροχή μου κι άλλαξες
το δρόμο και το νου
και βούλιαξε το βήμα μου ποτάμι
κι άθελά μου με τραβάς αλλού

Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Ότι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα...

Στις 11 κάποιου Νοέμβρη βγήκε στο φώς. Τότε που ανύποπτος πάλευα στης ακολασίας το έρεβος. Αλλάζοντας την πραγματικότητα με μια άλλη, που έθρεφε αδιάκοπα της ματαιοδοξίας μου τη δόξα. Ρουφώντας σαν τρελλός μια ζωή ανάπηρη, παραδομένος σε τεχνητά συναισθήματα, μεθυσμένος απο αναισθητικά της συνείδησης...
Ας ήταν η νύχτα μου μεθυστική κι οι μέρες μου μπορούσαν να περιμένουν...
Αδοκίμαστη παρέμενε η ευτυχία. Αποτελούνταν απο λέξεις άλλων ποιητών κι απο κείμενα παρηγορητικών στοχαστών που χόρταιναν την αμάθειά μου. 
Αυτή νόμιζα πως ήταν η λύση...

Μακρυά απ' τη θυμική των ονείρων μου πρόβαλε σαν παιδική επιθυμία. Επειδή ήδη την είχα ονειρευτεί. Εγέρθηκε απο ένα παλιό, πολύ παλιό εφηβικό όνειρο και μετουσιώθηκε σε μια σφοδρή, καταιγιστική παρουσία. Όπως τότε, που τα απίστευτα γίνονται πραγματικότητα. Που η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε επιθυμία...
Ο κόσμος έμοιαζε παράδεισος. Σε μια στροφή 180 μοιρών πάντα θα πονέσεις. Εγώ όχι. Δεν πόνεσα... Αντίθετα έγινα αληθινός άνθρωπος! Ένας απλός άνθρωπος όπως όλοι οι ερωτευμένοι...
Σαν υπεραιώνιος γρανίτης...
3 χρόνια και 144 μέρες είναι που την έχασα. Όμως τι περίεργο!
Ότι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, να όπως σήμερα...
Κι ας έγινε ο πόνος παντοτινός...

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε...

Ότι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα. Σχηματίζεται ευδιάκριτα στα όνειρά μου. Σώμα γυμνό, που είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο...
Με μια ακατάπαυστη ένταση τρυγούσες χυμό απ' τα χείλη μου. Ή αντίστροφα, στα χείλη μου πότιζες με νέκταρ μεθυστικό την ύπαρξή μου. Να διαγράφεσαι αχνή, μα τόσο πολύ πεντακάθαρη στο τρικυμισμένο μου κορμί. Που σαν θέλησα το ελάχιστο με τιμώρησες με το πολύ...

Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει...

Κι έρχεσαι πολλές φορές, όπως τότε που οι αστραπές αποκτούσαν χιλιόχρονη διάρκεια κοντά σου. Κι έτρεμε η γής απο μια συγκίνηση στα σωθικά μου, που ούτε η μαγεία του έρωτα δεν μπορούσε να ερμηνεύσει.

Έχω κάτι να 'πω. Διάφανο κι ακατάληπτο. Σαν κελάηδημα σε ώρα πολέμου:

— Ακόμα σ' αγαπώ...