Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Το φάντασμα της ζωής...

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Γ: -- Όταν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή στην πόλη, η νύχτα στην εξοχή έχει πολύ θόρυβο! 

Α: -- Εμένα μου λές;

Γ: -- Στριφογυρνάς στο κρεβάτι, προσπαθώντας να κοιμηθείς κι ακούς τριζόνια, ζουζούνια, σκυλιά που γαβγίζουν μακρυά, τον άνεμο στα χορτάρια, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, το κύμα που αργοσαλεύει στην αμμουδιά... Παράξενοι θόρυβοι  της Χαλκιδικιώτικης νύχτας, που δεν σ’ αφήνει να ημερέψεις...

Α: -- Εγώ τό ‘χω συνηθίσει. εσύ να κάτσεις λίγες μέρες εδώ να ξεκουραστείς και θα το συνηθίσεις...

Γ: -- και πάνω στη μέθη του ελάχιστου ύπνου, ακούς τα βήματα και το συνθηματικό αλαφρύ χτύπημα στην πόρτα: --κοιμάσαι;  --΄΄όχι¨!  --να φτιάξω καφέ;  --”έρχομαι”...

Α: -- Χε! χε!

Γ: -- οι άλλοι κοιμούνται, η νύχτα είναι ακόμη μικρή. βγαίνουν στο μπαλκόνι, πατέρας και γιός, ίδια κοψιά, ψηλοί, γεροδεμένοι κι ασπρομάλληδες. Ο πατέρας κοντεύει τα 80 κι ο γιός τα 50. δυο-τρείς ώρες ύπνος τους φτάνει και τό ‘χουν συνήθειο να ξυπνούν, αξημέρωτα, να πίνουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι, μέσα στη μαύρη νύχτα, αγναντεύοντας τη θάλασσα.

Α: -- για ποιούς μιλάς; για μάς;

Γ: -- δεν μπορώ να κάτσω περισσότερο απο μια μέρα! έχω δουλειά!

Α: -- το ξέρω...

Γ: -- μεταξύ μας, πατέρα, μπορώ να τα τακτοποιήσω και  να βρώ δυο-τρείς μέρες...

Α: -- ε! τότε;

Γ: -- τα νυχτοπούλια αθόρυβα πεταρίζουν μπροστά στο φώς της κολώνας της ΔΕΗ, κοίτα τα σμήνη των κουνουπιών και των εντόμων! είναι σαν το στρωμένο τραπέζι τους!

Α: -- γιατί δεν κάθεσαι μια - δυο μέρες; 

Γ: -- βαριέμαι, γι’ αυτό! 

Α: -- μαλακίες!

Γ: -- Ο πατέρας φορά μια χοντρή ζακέτα, η υγρασία δεν αστειεύεται, κι ας είναι καλοκαίρι. η ιερή οικονομία των λέξεων γίνεται τελετουργία μιας στέρεης επικοινωνίας όπου ο γιός είναι αντάξιος του κύρη του κι ο κύρης αντάξιος του γιού του!

Α: -- είσαι άσσος στις δικαιολογίες!

Γ: -- εκείνο το καΐκι, ποιανού είναι; του Πολύδωρα;

Α: -- το καθίκι;

Γ: -- τό καΐκι! εκεί, το καΐκι! δεν ακούς κιόλα...

Α: -- Ποιό; το αριστερά;

Γ: -- ναί, εκείνο με τα δυνατά φώτα...

Α: -- του Ιάκωβου είναι. τό άλλο είναι του Πολύδωρα.

Γ: -- πώς τα ξεχωρίζεις;

Α: -- του Πολύδωρα έχει καμμένες λάμπες. δεν τις αλλάζει ο ανεπρόκοπος! γι αυτό του Ιάκωβου φαίνεται να έχει δυνατότερα φώτα...

Γ: -- δεν μπορώ να κάθομαι εδώ. δεν έχω να κάνω τίποτα! δεν περνάει η ώρα...

Α: -- η ώρα πάντα περνάει. κοίταξε το κεφάλι σου. ασπρίσαν τα μαλλιά σου!

Γ: --τώωωρα; απ’ τα τριάντα μου ασπρίσαν!

Α: -- ο χρόνος είναι άτιμος!

Γ: -- άτιμος, γιατί;

Α: -- κοντεύω τα ογδόντα, είμαι 79 και νοιώθω μερικές φορές σαν να είμαι 30!

Γ: -- δηλαδή;

Α: -- ποιός θέλει να ζήσει ογδόντα χρόνια;

Γ: -- αυτός που είναι 79;

Α: -- σωστά! ο χρόνος είναι άτιμος επειδή είναι το νόμισμα της ελευθερίας!

Γ: -- ο χρόνος και η ελευθερία είναι διαφορετικά πράγματα!

Α: -- δεν είναι πράγματα! είναι πανάκριβα δώρα του Θεού!

Γ: -- σαν είναι δώρα του Θεού γιατί τότε ο χρόνος είναι άτιμος; ...πώς το είπες; νόμισμα της ελευθερίας; έτσι δεν το ‘πες;

Α: -- πόσα ευρώ διαθέτεις για ν’ αγοράσεις χρόνο; και πόσα για ελευθερία; έ;

Γ: -- δεν σε καταλαβαίνω.

Α: -- μάζεψε όλα τα χρήματά σου. θα βάλω κι εγώ όσα έχω. θα βάλουμε κι όλα τα χρήματα του κόσμου. εκατομμύρια δολλάρια, δισεκατομμύρια ευρώ! όσα κυκλοφορούν και υπάρχουν!

Γ: -- καί;

Α: -- ε! άντε ν’ αγοράσεις ένα λεπτό. ένα δευτερόλεπτο! μπορείς; δεν μπορείς!

Γ: -- μαλακίες!

Α: -- μόνο ο Θεός κουμαντάρει τον χρόνο... μόνο ο Θεός έχει ελευθερία. άπλωσε το χέρι Του, με το Ταύ κεφαλαίο, διάλεξε τον άνθρωπο απ’ το σωρό των ζώων και φύσηξε στην ψυχή μας ελευθερία! στη δική σου, ως φαίνεται, δεν μπήκε ούτε ανάσα!

Γ: -- ποιός είναι ελεύθερος δηλαδή; αυτός που κάνει ότι γουστάρει;

Α: -- μη το χέζεις τώρα, μη το απλοποιείς...

Γ: -- εγώ μια φορά είμαι ελεύθερος!

Α: -- δεν ζηλεύω τίποτε απο την ελευθερία σου!

Γ: -- άντε καλά!... εσύ! ...είσαι ελεύθερος;

Α: -- ΟΧΙ! 

Γ: -- με ποιό τρόπο ορίζεις την ελευθερία; τί σημαίνει ελευθερία για σένα;

Α: -- χέ! ελευθερία είναι να ξεπεράσεις τον εαυτό σου. να ανεβείς ψηλά, πάνω απο τα πάθη σου, τις ανάγκες σου! ακόμη, πάνω απο τις αρχές και τις ιδέες σου!

Γ: -- μάλλον ακατανόητη είναι η ελευθερία σου...

Α: -- καθόλου! είμαι 79 χρονών και δεν έχω πολύ χρόνο για να ζήσω ακόμα... κι αντίθετα δεν έχω καμμιά πιθανότητα να ξαναγυρίσω τον χρόνο πίσω!

Γ: -- για να κάνεις τί; θα άλλαζες την ζωή σου; θα γινόσουν άλλος;

Α: -- αν μπορούσε το ανθρώπινο γένος να ξαναζήσει την πορεία του στο χρόνο, πάλι κάπως έτσι θα ήταν η ανθρωπότητα.

Γ: -- δηλαδή;

Α: -- δηλαδή, πάλι τους ίδιους πολέμους θα ζούσαμε, τις ίδιες εφευρέσεις θα βρίσκαμε, στα ίδια σημερινά χάλια θα φτάναμε... Μπορεί όχι ακριβώς τα ίδια αλλά πάντως όχι πολύ διαφορετικά απο το σήμερα.

Γ: -- θέλεις να ‘πείς ότι θα ζούσες όχι πολύ διαφορετικά απο όσα έζησες...

Α: -- ακριβώς! μικρές αλλαγές θα ήθελα να κάνω. μικρές αλλαγές, ασήμαντες για τον πολύ κόσμο, όμως σημαντικές για μένα...

Γ: -- πες ένα παράδειγμα! για να καταλάβω δηλαδή!

Α: -- σε λίγο καιρό θα πεθάνω. μη χτυπάς ξύλο, δεν χρειάζεται. ευτελίζεις τη ζωή σου, εξαρτώμενος απο δεισιδαιμονίες!

Γ: -- αυτά μου τά ‘μαθες απο τότε που ήμουν μικρός!

Α: -- ως φαίνεται δεν τά ‘μαθες καλά. ας είναι...

Γ: -- μα δεν χτύπησα ξύλο!

Α: -- έλεγα λοιπόν, πως σε λίγο καιρό θα πεθάνω. μαζί μου θα πεθάνει κι ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου. εννοώ του δικού μου κόσμου, όχι του κανονικού.

Γ: -- ενδιαφέρον, σ’ ακούω...

Α: -- έχω στη μνήμη μου ανθρώπους που πέθαναν. πάρα πολλούς! που σήμερα δεν τους θυμάται κανείς. όλοι αυτοί είναι ένας ολόκληρος κόσμος, που μπορεί να πέθανε, όμως ζεί μέσα μου. ζεί στη μνήμη μου και σύντομα θα πεθάνουν οριστικά και αμετάκλητα, μόλις κλείσουν τα μάτια μου, μόλις βγεί η πνοή μου...                    

Γ: -- μα τί ωραία κουβέντα κάνουμε! όλη χαρά! να ξυπνήσουμε και τους άλλους να χαρούνε κι αυτοί μια στάλα!

Α: --σσσσςς! κάνε ησυχία! δεν χρειάζεται να τους ξυπνήσουμε...

Γ: -- φτιάχνουμε απο ένα καφεδάκι;

Α: -- το ήπιες κιόλα; άμα θέλεις πάω να σου φτιάξω...

Γ: -- άσε θα φτιάξω ενα φραπεδάκι στα γρήγορα. πάω...



Α: -- (τραγουδά χαμηλόφωνα): 

μονάχος τώρα θα βαδίσω

δεν είναι τόπος να σταθώ

στον δρόμο τούτο κι αν χαθώ

θα βρώ καρδιά να τραγουδήσω


κι αν ανταμώσω χαλασμό

και με πονέσεις ερημιά μου

θα κρύψω την αποθυμιά μου

δεν έχει ο δρόμος γυρισμό


τραγούδι για την ξαστεριά

και για τους νικημένους

τους φίλους τους χαμένους

σε θάλασσα και σε στεριά

Γ: -- έφερα και μισό καρπούζι, να δροσιστούμε...ο χρόνος είναι, λοιπόν, το νόμισμα της ελευθερίας! Ας πούμε ότι γυρνάς πίσω τον χρόνο. με ποιό τρόπο θα άλλαζες τη ζωή που έζησες;

Α: -- σου είπα, περίπου με τον ίδιο τρόπο θα ζούσα. την ίδια δουλειά θα έκανα, την ίδια γυναίκα θα παντρευόμουνα, τα ίδια παιδιά θα έκανα...

Γ: -- τότε; δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να αλλάξεις!

Α: -- δεν με πρόσεξες τι είπα.

Γ: -- τί είπες; τι δεν πρόσεξα;

Α: -- είσαι μοναχογιός μου και είπα πως τα ίδια παιδιά θα έκανα... 

Γ: -- ε;

Α: -- πληθυντικός... παιδιά...

Γ: -- έλα τώρα! τι μου λές...

Α: -- ....

Γ: -- πατέρα, είσαι καλά; τι θέλεις να μου πείς;

Α: -- αυτό που θα σου ‘πώ, δεν πρέπει να το μάθει η μητέρα σου. αυτό είναι το πρώτο που σου ζητώ.

Γ: -- θα τρελλαθώ! δεν αστειεύεσαι έ; μιλάς σοβαρά!

Α: -- μιλώ πολύ σοβαρά. κουβαλάω στη ψυχή μου μεγάλο βάρος. και θέλω να με βοηθήσεις να το ξεφορτωθώ.

Γ: -- εξήγησέ μου, για να καταλάβω. τί συμβαίνει;

Α: -- έχω κι άλλο παιδί, εκτός απο σένα...

Γ: -- εννοείς ότι έχω αδερφό; που... που... δεν είναι... της μάνας μου; της μητέρας μου δηλαδή...

Α: -- πρέπει να αδειάσω την ψυχή μου, πριν έρθει ο χάρος να με πάρει! 

Γ: -- έχω αδελφό απο άλλη γυναίκα; πες μου τέλος πάντων!

Α: -- δεν έχεις αδελφό. αδελφή έχεις. πολύ μικρότερη απο σένα!

Γ: -- αδελφή... κορίτσι,,, γυναίκα... μικρότερη... ώ! Θεέ μου!

Α: -- δεν θα σου το έλεγα ποτέ...                                                                                       3                                                       

Γ: -- Ώ! Θεέ μου! σοβαρολογείς; μου λές αλήθεια;

Α: -- δεν είναι ώρα για αστεία. μείνε ψύχραιμος και μη κάνεις σαν μαθητούδι. σύνελθε κι άκου με!

Γ: -- πατέρα, μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι! ...δεν το περίμενα! πού να φανταστώ τέτοια...

Α: -- δεν έχω πολύ καιρό μπροστά μου. το τέλος μου πλησιάζει και πρέπει να μ’ ακούσεις! κοτζάμ άντρας είσαι! σύνελθε, λοιπόν!

Γ: -- καλά! καλά! σ’ ακούω! 

Α: -- έχω μια κόρη, που σήμερα είναι 31 χρονών! 

Γ: -- και για τί δεν μου το ‘πες; γιατί το... γιατί την έκρυβες;

Α: -- μη είσαι χαζός! δεν λέγονται τέτοια πράγματα! δεν είναι εύκολα...

Γ: -- σάμπως τώρα είναι εύκολα; δυσκολεύομαι να...

Α: - σσσςςς! κράτα τη φωνή σου χαμηλά! δεν θέλω να μας ακούσουν!

Γ: -- ok! ok! λέγε! είμαι όλος, όλο αυτιά!

Α: -- το 1974, όταν έγινε η επιστράτευση, για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, εσύ ήσουν 17-18 χρονών...

Γ: -- θυμάμαι! σε είχαν επιστρατεύσει και ‘σένα!

Α: -- ναί! με είχαν πάει στο Διδυμότειχο, μαζύ με άλλους χιλιάδες φαντάρους!

Γ: -- λοιπόν; 

Α: -- εκεί γνώρισα μια κοπέλα!  Μαρία την λένε!

Γ: -- την ξέρω;

Α: -- θα δούμε...

Γ: -- τί θα δούμε; θα μου ‘πείς ή όχι; έτσι που το είπες, νόμιζα πως θα τη ξέρω!

Α: -- θα καταλάβεις. άσε με να συνεχίσω...

Γ: -- Μαρία, έ; για λέγε - για λέγε!

Α: -- ήμουν ξένος, σε ξένο μέρος... ήμουν νέος, έβραζε το αίμα μου, ε! δεν θέλει και πολύ...

Γ: -- πολύ; τί;

Α: -- δεν θέλει και πολύ να ερωτευθείς! δύσκολες μέρες, επιστράτευση, επικείμενος πόλεμος, άσχετο που δεν έγινε τελικά...

Γ: -- ποιός ζεί και ποιός πεθαίνει δηλαδή!

Α: -- κάπως έτσι! όμως, αυτό δεν είναι το σημαντικό...

Γ: -- ποιό είναι το σημαντικό;

Α: -- θα σου πω, μη βιάζεσαι...

Γ: -- τί να βιάζομαι τώρα, ρε πατέρα; εδώ μου λες για τέρατα και σημεία!

Α: -- ήρεμα, μη μιλάς δυνατά! σε παρακαλώ δηλαδή!

Γ: - ok!  στάσου ν’ ανάψω τσιγάρο!

Α: -- μη καπνίζεις! κόψε το ρημάδι επιτέλους!

Γ: -- η υπόθεση, τώρα, σηκώνει τσιγάρο! θα φυσώ τον καπνό μακρυά σου!

Α: -- η Μαρία ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Ψηλή, λυγερή σαν τα κρύα τα νερά! αθλήτρια του στίβου!

Γ: -- Του στίβου; σαν την Όλγα;

Α: -- ναί! σαν την Όλγα! ολόιδια!

Γ: -- τι μου λές!

Α: -- ξέχασα τη μάνα σου, ξέχασα κι εσένα, δεν μ’ ένοιαζε τίποτα! Αχ! νειότη τρελλή, που τίποτα δεν υπολογίζεις!...

Γ: -- δηλαδή την ερωτεύτηκες;

Α: -- τρελλά! δεν ένοιωσα έτσι, ποτέ στη ζωή μου!

Γ: -- ούτε με τη μάνα μου δεν ένοιωσες έτσι;

Α: -- μη το συγκρίνεις! άλλη υπόθεση είναι η μάνα σου. δεν συγκρίνεται...

Γ: -- για λέγε, για λέγε!

Α: -- κάνω κουράγιο για να σου τα ‘πω. θέλει μεγάλη δύναμη αυτό που κάνω. είναι όμως χρέος μου και πρέπει να τα εξομοληθώ. να τα ομολογήσω. σε σένα ιδιαίτερα... επειδή σ’ αγαπάω...

Γ: -- κι εγώ σ’ αγαπάω πατέρα! και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. ούτε να το μειώσει. έλα συνέχισε...                                                                                                     

Α: -- τι να συνεχίσω... έγινε το αυτονόητο, μολονότι δεν το είχα υπολογίσει. 

Γ: -- τι συνέβει, δηλαδή;                                                                                                     

Α: -- η χούντα δεν μας είχε δώσει όπλα! άοπλοι κι ανέτοιμοι προσπαθούσαμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα. άμα μας δίναμε όπλα, θα τα στρέφαμε εναντίον των χουντικών αξιωματικών! το βλέπαμε στα μάτια τους! μας φοβότανε! έτσι, σαν τέλειωσε η επιστράτευση, φύγαμε και γυρίσαμε σπίτια μας!

Γ: -- και η Μαρία;

Α: -- την πρόδωσα! την ξεγέλασα!

Γ: -- την άφησες πίσω;

Α: -- δεν της είχα ‘πεί, ότι είμαι παντρεμένος, ότι είχα ενα γυιό, εσένα...

Γ: -- ...

Α: -- δεν ήξερα ότι είναι έγκυος. έφυγα σαν κλέφτης! το μόνο που ποθούσα ήταν να σε ξαναδώ, να γυρίσω πίσω και να σε ξαναβρώ...

Γ: -- αχ! πατέρα!

Α: -- άφησα μια γυναίκα μόνη της. έγκυο! με είχε ερωτευτεί και της είπα ψέμματα! ψέμματα!

Γ: -- ...τι μπορούσες να κάνεις;

Α: -- να φερθώ αντρίκια! να της ‘πω οτι ήμουν παντρεμένος, με παιδί, εσένα...

Γ: -- ....

Α: -- αυτό θα διόρθωνα πρώτο, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω... είμαι σκλάβος της επιπολαιότητάς μου και δεν μπορώ να εξαγοράσω τον χρόνο, ν’ αποκτήσω την ελευθερία μου...

Γ: -- καταλαβαίνω... όλοι οι νέοι κάνουν σφάλματα...

Α: -- είναι δύσκολο να καταλάβεις. κι ακόμη πιο δύσκολο...

Γ: -- έλα, πατέρα, ησύχασε... μή κλαίς...

Α: -- ...

Γ: -- μή κλαίς. εγώ είμαι εδώ... δίπλα σου... κάτι θα κάνουμε... κάτι θα διορθώσουμε. μαζί... ποτέ δεν είν’ αργά...

Α: -- η Μαρία ήταν και είναι περήφανη γυναίκα!

Γ: -- την ξαναείδες; έχετε επαφές;

Α: -- αρχικά είχα μάθει, απο ένα φίλο στο Διδυμότειχο, πως είχε γεννήσει ενα μωρό αγνώστου πατρός! είχε γίνει μεγάλο σούσουρο... είναι μικρή κοινωνία το Διδυμότειχο...

Γ: -- μπορεί να ήταν κάποιου άλλου;

Α: -- έτσι υπέθεσα τότε! με βόλευε να πιστεύω έτσι...

Γ: -- πιθανώς είναι... κάποιου άλλου!

Α: -- ΟΧΙ! μη κάνεις το ίδιο λάθος! δεν θέλω να το συζητάω πια... πλέον, έχω χρέος να αντιμετωπίζω την αλήθεια! γίνεσαι, με επιπολαιότητα, άνανδρος! έτσι σαν σε βολεύει, είναι λάθος! κι έτσι ήμουν μικρόψυχος κι άνανδρος! κι άλλο λάθος!

Γ: -- πώς σιγουρεύτηκες ότι το παιδί ήταν δικό σου; και πότε;

Α: -- η Μαρία είναι γίγαντας! περήφανη γυναίκα! λέαινα!

Γ: -- λοιπόν;

Α: -- έσφιξε τα δόντια και διάλεξε να μεγαλώσει το παιδί μ’ αξιοπρέπεια. δεν παντρεύτηκε! δεν γνώρισε άλλο άντρα...

Γ: -- αλήθεια; είσαι σίγουρος γι’ αυτό;

Α: -- για ότι σου λέω και ότι σου αποκαλύπτω σήμερα, να είσαι βέβαιος πως είναι η μόνη αλήθεια!

Γ: -- επέτρεψέ μου να κρατήσω τις επιφυλάξεις μου... εννοώ ότι σε πιστεύω! αυτά που σου είπαν, δεν πι...

Α: -- δεν έχεις το δικαίωμα, για να το ‘πω καλύτερα... δεν έχουμε το δικαίωμα να έχουμε την παραμικρή επιφύλαξη, την παραμικρή αμφιβολία! εγώ πια, δεν μπορώ να την πληγώνω κι άλλο, ούτε εν τη απουσία της! αρκετά την έχω πληγώσει! τέρμα οι επιφυλάξεις σου! τελεία και παύλα! ότι σου λέω, είναι η α-λ-ή-θ-ε-ι-α!                   

Γ: -- με τρομάζει η βεβαιότητά σου!

Α: -- περίμενε ν’ ακούσεις την εξέλιξη. και τότε θα τρομάξεις!

Γ: -- μετά την κρυάδα που πήρα απόψε, τι άλλο θα με τρομάξει;

Α: -- περίμενε και θα ‘δείς. για να μη τα πολυλογώ η Μαρία, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, την απόρριψη της κοινωνίας, τα κουτσομπολιά και την δυσφήμιση κι επειδή είναι ικανότατη, τα κατάφερε καλά.

Γ: -- έφυγε; ήρθε στη Θεσσαλονίκη;

Α: -- αντίθετα! έμεινε εκεί. στην αρχή η οικογένειά της, ο πατέρας της, η μάνα της, τα αδέρφια της, φτωχοί άνθρωποι - αγρότες με λίγα χωράφια, ντράπηκαν, στεναχωρέθηκαν...

Γ: -- έμεινε εκεί έ; εγω θα ‘φευγα...

Α: -- το ξέρω... εσύ έφυγες απο το σπίτι σου με τις πρώτες δυσκολίες...

Γ: -- α! δεν είναι το ίδιο! εγώ απλώς χώρισα. πήρα διαζύγιο! κι όταν παίρνεις διαζύγιο, φεύγεις! δεν μοιράζεσαι πλέον την ίδια στέγη!

Α: --σσσςςς! μη φωνάζεις! θα τους ξυπνήσεις!

Γ: -- μη με κατηγορείς άδικα! δεν μπορούσα να ζήσω όπως ζούσα! και θέλει κουράγιο να χωρίζεις... τί νομίζεις, δεν σκέφτηκα τα παιδιά μου;

Α: -- ας είναι... άλλο είναι το θέμα μας.

Γ: -- εντάξει! άλλο είναι το θέμα μας, αλλά μου ρίχνεις τις μπηχτές σου!

Α: -- έλεγα πως η οικογένειά της στάθηκε στο πλευρό της. τί ήθελα άλλο να ‘πώ; α! ναι! η Μαρία λοιπόν, που ήταν μοδίστρα, άνοιξε μια μικρή βιοτεχνία κι έραβε ρούχα. σιγά-σιγά τη μεγάλωσε, πήρε κι άλλες κοπέλλες κι η βιοτεχνία έγινε επιχείρηση!

Γ: -- καλά. πότε έμαθες οτι το παιδί ήταν δικό σου;

Α: -- απο την αρχή το ήξερα... δεν ήθελα απλά να το παραδεχτώ...

Γ: -- πώς το ήξερες; πώς είναι δυνατό να το ξέρεις; εδώ άλλοι καταφεύγουν στην εξέταση DNA!

Α: -- όπως ξέρω καλά εσένα, όπως ξέρω καλά την μητέρα σου, έτσι ξέρω καλά και την Μαρία!

Γ: -- την έβλεπες; ζούσες μαζί της; είχες διπλή ζωή δηλαδή; πώς τη γνώρισες τόσο καλά για να την πιστεύεις; αφού είπες πως δεν ζούσατε μαζί; μας κρυβόσουν τόσα χρόνια;

Α: -- παριστάνεις τον ανόητο τώρα. και ρίχνεις κι εσύ τις μπηχτές σου. όπως καταλαβαίνεις δεν μπορείς να με ξεγελάσεις με προβοκατόρικες ερωτήσεις, επειδή ξέρω καλά πως σκέφτεσαι! έτσι δεν είναι;

Γ: -- είσαι έξυπνος άνθρωπος πατέρα... πρέπει να παραδεχτώ πως κατάλαβα ήδη, με ποιόν τρόπο αντιλήφθηκες την αλήθεια..

Α: -- έτσι είναι! δεν χρειάζεται να σου μιλήσει ο δικός σου άνθρωπος για να καταλάβεις... αρκεί ν’ ανταμώσουν οι ματιές... 

Γ: -- των ερωτευμένων οι ματιές! μόνο των ερωτευμένων κι αυτών που αγαπιούνται!  την αγαπάς ακόμη πατέρα;

Α: -- αυτό δεν πέρασε ποτέ! ποτέ! και δεν είναι χριστιανική αγάπη...

Γ: -- αλήθεια, πές μου. και δεν θέλω να σε προσβάλω. την έβλεπες;

Α: -- κάθε φορά που ταξίδευα στη Θράκη για τις δουλειές μου, την έβλεπα. μια-δυο φορές το χρόνο δηλαδή...

Γ: -- κι εκείνη; τί έκανε; τί έλεγε, όταν βλεπόσασταν; δεν σου ζητούσε εξηγήσεις;

Α: -- την έβλεπα κρυφά κι απο ‘κείνη. χωρίς να με καταλάβει.

Γ: -- πώς γίνεται αυτό;

Α: -- γίνεται. όταν ταξίδευα στην Αλεξανδρούπολη, διανυκτέρευα σ’ ενα ξενοδοχείο, σχεδόν απέναντι απο τη βιοτεχνία της.

Γ: -- στην Αλεξανδρουπολη ή στο Διδυμότειχο ήταν; με μπέρδεψες!

Α: -- το μαγαζί της ήταν στην Αλεξανδρούπολη. εκεί ζούσε όταν πρόκοψε στη δουλειά της.

Γ: -- κι εκείνη; δεν σ’ έβλεπε; δεν σε καταλάβαινε;

Α: -- δεν ξέρω. μάλλον όχι. κρυβόμουν πίσω απο την κουρτίνα, στο παράθυρο του δωματίου μου στο ξενοδοχείο κι έμενα ώρες εκεί, ακίνητος για να κλέψω μια ματιά, απ’ τη μορφή της. όταν ήμουν τυχερός... την έβλεπα.

Γ: -- και γιατί δεν πήγαινες να της μιλήσεις;

Α: -- ντρεπόμουνα. ακόμα και σήμερα ντρέπομαι, που δεν είχα το κουράγιο να το κάνω.

Γ: -- εγώ θα το έκανα! θα πήγαινα να τη ‘δω, να της μιλήσω. θα της ζήταγα συγγνώμη και...

Α: -- εαν το έκανα αυτό, θα χώριζα με τη μητέρα σου! θα έκανα κι άλλο κακό. και προ παντός σε σένα...

Γ: -- μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή!

Α; -- έτσι είναι. κι έπρεπε να διαλέξω και διάλεξα εσένα και τη μητέρα σου...

Γ: -- με ικανοποιεί πολύ αυτό, αλλά γιατί πήγαινες και την έβλεπες στα κρυφά;

Α: -- επειδή την ποθούσα. ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και πολύ καλός άνθρωπος. στέρεη σαν διαμάντι!

Γ: -- και πώς...πότε σταμάτησε αυτό;

Α: -- όταν μεγάλωσε κι άλλο η δουλειά της, έχτισε ενα εργοστάσιο στις Φέρρες. τέλειωνε κι εμένα η καρριέρα μου στην εταιρεία, βγήκα στην σύνταξη και χαθήκαμε... την έχασα δηλαδή οριστικά.

Γ: -- πόσα χρόνια έχεις να την ‘δείς;

Α: -- ου! πάνε είκοσι χρόνια τώρα...

Γ: -- δεν σου λείπει;

Α: -- πάντα μου έλειπε! όμως στην ηλικία που έφτασα, προέχουν πια άλλα πράγματα...

Γ: -- πόσων χρόνων είναι η Μαρία πατέρα;

Α: -- χέ! μικρή! δυο χρόνια μεγαλύτερή σου!

Γ: -- μπράβο πατέρα! κι έλεγα σε ποιόν έμοιασα!

Α: -- ...

Γ: -- γιατί δεν μιλάς; πλάκα δεν έχει; χωρίς να το ξέρω κάναμε, κατά κάποιο ίδιο τρόπο, ίδια ζωή!

Α: -- ...                                                                                                                                   

Γ: -- μόνο που εσύ δεν χώρισες... είδες πως τα φέρνει η ζωή; κι εγώ τώρα είμαι ερωτευμένος με την Όλγα, που ‘ναι είκοσι χρόνια μικρότερή μου! κι ευτυχώς που την γνώρισα, πατέρα. μεγάλη τύχη!

Α: -- 

Γ: -- κι είναι και αθλήτρια του στίβου! κοίτα σύμπτωση! μα γιατί δεν μιλάς;

Α: -- σου είπα προηγουμένως, ότι δεν θα σου το έλεγα ποτέ, το μεγάλο μυστικό μου.

Γ: -- ναι, αλλά μου τό ‘πες. και καλά έκανες πατέρα. με συγκλόνισες και θέλω, μέσα απο την καρδιά μου, να σε βοηθήσω να αποκαταστήσεις την αδικία... πως να το ‘πω, να βγάλεις αυτό το βάρος απ‘ τη ψυχή σου...

Α: -- χθές που ήρθατε με την κοπέλα σου, για να τη γνωρίσουμε...

Γ: -- αλήθεια, πώς σου φάνηκε πατέρα; η μαμά ξέρω πως σκέφτεται... την ενοχλεί η διαφορά της ηλικίας που έχουμε με την Όλγα, αλλά θα συνηθίσει, θα το πάρει απόφαση... μόλις καταλάβει πόσο ευτυχισμένος είμαι θα το αποδεχτεί!

Α: -- χθές που ήρθατε με την κοπέλα σου, για να τη γνωρίσουμε... πήρα την απόφαση να σου εξομολογηθώ...

Γ: -- καλά έκανες πατέρα μου, καλά έκανες... λοιπόν, πώς σου φάνηκε η Όλγα;

Α: -- και το πρώτο που σου ζήτησα, ήταν οτι όλα τούτα δεν πρέπει να τα μάθει η μητέρα σου!

Γ: -- σου δίνω το λόγο μου. κανείς δεν πρόκειται να το μάθει, μείνε ήσυχος.

Α: -- το δεύτερο που σου ζητώ είναι να μη το μάθει ούτε η Όλγα!

Γ: -- μα αφού σου το υποσχέθηκα! ούτε η Όλγα θα το μάθει! κανείς δεν πρόκειται να το μάθει! λέγονται τέτοια μυστικά;

Α: -- η Όλγα είναι κόρη μου!

Γ: -- ...

Α: -- η Όλγα είναι κόρη μου! είναι αδελφή σου... στο είπα: αυτή είναι η εξέλιξη που θα τρομάξεις!

Γ: -- μα τι λές;

Α: -- αυτό είναι το φοβερό μυστικό μου!

Γ: -- τρελλάθηκες πατέρα; σου σάλεψε; η κοπέλα που είμαι ερωτευμένος μαζί της είναι κόρη σου;

Α: -- αλλοίμονό μου! ποιός Θεός με καταράστηκε;

Γ: -- είσαι σίγουρος;

Α: -- ΝΑΙ! δυστυχώς! μα δεν βλέπεις πόσο μου μοιάζει; δεν βλέπεις τα μάτια της;

Γ: -- όχι!όχι! δεν σε πιστεύω!...  ω! Θεέ μου! ακούω το παραλήρημα ενός γερο-ξεκούτη! αρχαία τραγωδία το κάναμε εδώ μέσα...

Α: -- η εκδίκηση του Θεού! παράδεισος και κόλαση είναι εδώ! επι της γής! το φάντασμα της ζωής μου, με εκδικείται...

Γ: -- μα τι λες τώρα; τι βλακείες είναι αυτές; απο πού τα έβγαλες όλα αυτά;

Α: -- όπως κατάστρεψα τη ζωή της Μαρίας έτσι καταστρέφονται όλα! ο χρόνος με πρόλαβε. γύρισε πίσω και με πρόλαβε!

Γ: -- πάψε επιτέλους! πάψε! θέλω να σκεφτώ!

Α: -- ω! Θεέ! διάλεξες τον χειρότερο τρόπο, για να μου δείξεις πως υπάρχεις! συγγνώμη, δεν μπορώ να σου ζητήσω, ούτε συγχώρεση!

Γ: -- σταμάτα!

Α: -- ούτε απο τα παιδιά μου δικαιούμαι να ζητήσω συγγνώμη και συγχώρεση. ούτε απο τη γυναίκα μου ούτε απο την Μαρία!

Γ: μη μιλάς άλλο πια! όλο τον εαυτό σου σκέφτεσαι! βούλωσέ το, μη μ’ αναγκάζεις να σε χτυπήσω!

Α: -- Το φάντασμα της ζωής μου είναι η κόρη  μου...

Γ: -- (αρπάζει το καρπουζομάχαιρο και τον χτυπά) αμάν, πιά!



ΑΥΛΑΙΑ

Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Του νεκρού αδελφού...


του νεκρού αδελφού...


Τα κινητά τηλέφωνα μόλις είχαν πρωτοκυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Είχα αγοράσει ένα δήθεν κομψό motorola σε μέγεθος παντόφλας, με ανασυρόμενη κεραία και πορτάκι. Η μπαταρία του δεν κράταγε περισσότερο απο 24 ώρες, μολονότι δεν το χρησιμοποιούσα πολύ. Άλλωστε, πολύ λίγοι απο τους γνωστούς μου διέθεταν κινητό τηλέφωνο και δεν είμασταν ακόμη μαθημένοι να το χρησιμοποιούμε, όπως σήμερα. Η δουλειά μου πήγαινε απο το καλό στο καλύτερο κι αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, περιορισμένο ελεύθερο χρόνο. Πολύ περιορισμένο! Τις συνέπειες ανακαλύπτουμε συνήθως όταν ο χρόνος έχει πλέον χαθεί με βεβαιότητα. Κι ας ισχυρίζεται ο Αϊνστάιν ότι δεν υπάρχει χρόνος. Η εξίσωση πολύ δουλειά=λίγος ελεύθερος χρόνος καταστρέφει μεθοδικά πολύ κόσμο! Ας είναι...
Σπάνια βλέπω όνειρα! Κοιμάμαι βαρειά και λίγο. Τέσσερεις, άντε πέντε ώρες ύπνου, μου είναι αρκετές. Κι ότι όνειρα, σπάνια, θα ‘δώ, τα ξεχνώ σε μισό λεπτό, αφού ξυπνήσω. Έπειτα δεν δίνω σημασία στα όνειρα, όπως πολλοί άνθρωποι.  Γράφει κάπου ο Οδυσσέας Ελύτης, πως το όνειρο είναι η σκιά της πραγματικότητας! Με βολεύει κι εμένα αυτό και το συμμερίζομαι. Οπότε, δεν με αφορούν οι ονειροκρίτες ούτε επηρεάζεται η ψυχή μου απο όνειρα!  Εκείνο τον καιρό λοιπόν, που πρωτοβγήκαν τα κινητά τηλέφωνα, δύο απο τους πελάτες μου, με συνέδεσαν με το μακρυνό παρελθόν της οικογένειας του πατέρα μου. Ο πρώτος είχε φέρει τη σύζυγό του για θεραπεία. Ήταν γείτονας του παππού μου και συνταξιούχος χωροφύλακας. Ο άνθρωπος αυτός υπηρετούσε κάπου στα Γρεβενά την δεκαετία του ’50. Τότε που μόλις είχε τελειώσει, μάλλον είχε λήξει καλύτερα να ‘πω, ο εμφύλιος πόλεμος. Ουσιαστικά ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε την δεκαετία του ’80, όταν οι σοσιαλιστές ανέλαβαν την κυβέρνηση. Ο γείτονας χωροφύλακας είχε, τότε, βοηθήσει τον παππού μου και τον πατέρα μου, να ερευνήσουν για το πού είχε σκοτωθεί ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου. Ο νεκρός αδελφός είχε σκοτωθεί κάπου στον Σμόλικα, ή στον Γράμμο, ή στην Πίνδο. Κανείς στην οικογένεια δεν ήξερε πού ακριβώς. Ήταν στρατιώτης του ελληνικού στρατού και σκοτώθηκε σε μια μάχη με αντάρτες του δημοκρατικού στρατού. Στον Δημοκρατικό Στρατό και με τους αντάρτες πολεμούσαν τα αδέλφια της μάνας μου. Ο γείτονας είχε θυμηθεί, με συγκίνηση, τις απελπισμένες προσπάθειες της οικογένειας και προ παντός την φοβερή εμμονή της γιαγιάς μου!  Οι προσπάθειές τους δεν ευοδώθηκαν ποτέ, επειδή τα βουνά ήταν σπαρμένα με ναρκοπέδια - απομεινάρια του εμφύλιου πόλεμου και εκτός των αυτονόητων κινδύνων, υπήρχε και η απαγόρευση. Η Ελλάδα άργησε πολύ να συνέλθει απο τις συνέπειες του εμφύλιου πόλεμου. Εκτός του ότι είχε προηγηθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γερμανική Κατοχή, που πλήγωσαν ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό αλλά και το σώμα της πατρίδας, αντί για ειρήνη και “έλαιον επι τα ψυχάς των ανθρώπων”, αλληλοσκοτωθήκαμε ανελέητα. Και δεν έφτανε μόνο αυτό! Ακολούθησε μια ανώμαλη πολιτικά εποχή, με μίσος, απαγορεύσεις, νοθεία και μια διαρκή καχυποψία, όπου θύτες και θύματα αλληλοκαταστρέφονταν απο τον παγκόσμιο ψυχρό πόλεμο! Η δικτατορία του 1967 επισφράγισε τον κατήφορο του έθνους μας. Η γιαγιά μου δεν πρόλαβε να τη “γευθεί”. Πέθανε μαραζωμένη απο τον σκοτωμό του μεγάλου της γιού το 1961, αλύτρωτη και πικραμένη που δεν μπόρεσε να βρεί τα κόκκαλά του, να τον θάψει με τιμή και να τον θρηνήσει κατά πώς έπρεπε.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, απο την επίσκεψη του γείτονα παλιού χωροφύλακα και πριν ξεχαστεί, στη δίνη της καθημερινότητας, η πικρή μου μνήμη, για την ανεκπλήρωτη επιθυμία της εύρεσης των οστών του νεκρού αδελφού, μπήκε στο γραφείο μου ένας γηραλέος κύριος. Ήταν ο δεύτερος πόλος - αιτία αυτών που ακολούθησαν. Δεν τον γνώριζα και αφού μου συστήθηκε, με ρώτησε τίνος γιός είμαι, βλέποντας την πινακίδα με το όνομά μου στην είσοδο. Αμέσως κατάλαβε πως ο πατέρας μου είναι ο αδελφός του νεκρού, με τον οποίο ήταν συμμαθητές στο γυμνάσιο. Ο επισκέπτης δάκρυσε συγκινημένος και μου εξομολογήθηκε πως ο νεκρός αδελφός του πατέρα μου ήταν μεγάλη απώλεια για τον τόπο μας. “Ήταν εξαίρετος μουσικός και έπαιζε ακορντεόν και κιθάρα! Ήταν σπουδαίος άνθρωπος!” Εάν ζούσε, ο τόπος μας, η ζωή μας θα ήταν καλύτερα!
Ο παλιός συμμαθητής του θείου μου επανέλαβε αυτά που άκουγα απο μικρός απο τις αδελφές του πατέρα μου, απο τον παππού μου κι απο τον ίδιο τον πατέρα μου. Είμαι το μοναδικό αρσενικό της οικογένειας και φέρω το όνομα του νεκρού αδελφού. Οι δύο αδελφές του πατέρα μου με επηρέασαν πολύ όλα τα χρόνια. Προ παντός η μικρότερη, που είναι και νονά μου. Με θεωρούν μετενσάρκωση του νεκρού αδελφού. Η γιαγιά μου, που τη θυμάμαι πάρα πολύ αμυδρά, αφού πέθανε πριν γίνω πέντε χρονών, με υπεραγαπούσε, σε βάρος των εγγονών της - κοριτσιών ξαδελφών μου καθώς και της αδελφής μου. Μάλλον αυτή ήταν που επηρέασε όλη την οικογένεια και με αγαπούσαν τόσο πολύ. Για κάθε τι που έκανα, έβλεπαν μέσα σ’ αυτό τον νεκρό αδελφό! Για παράδειγμα, έγινα σημαιοφόρος του σχολείου στην έκτη τάξη του δημοτικού. Σαν τον Γιώργο! ίδιος! (Γιώργος ήταν το όνομα του νεκρού αδελφού) Έπαιρνα κάποιο βραβείο για τις μαθητικές μου επιδόσεις στο γυμνάσιο. Για τις θείες μου συνέβαινε αυτό, επειδή ήμουν ίδιος ο Γιώργος. Όταν ήμουν 14 -15 χρονών και μου φόρεσαν το πρώτο επίσημο σακκάκι για κάποια εκδήλωση, ο πατέρας μου δάκρυσε, βλέποντας στη μορφή μου τον νεκρό αδελφό. Κι εκείνος φόραγε σταυρωτό σακκάκι! 
Στούς πρώτους μήνες της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, τον Σεπτέμβρη του 1967 πέθανε ο παππούς μου. Πέθανε στη μεσημεριανή σιέστα του καθώς τον περίμενα να ξυπνήσει και να πάμε στο μεγάλο πανηγύρι της πόλης μας, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Την προηγούμενη μέρα, τον συνόδευα πεζή προς το σπίτι του. Ο παππούς γουστάριζε να τεστάρει την αντίληψή μου. Ρώταγε πολλές και ποικίλες ερωτήσεις. Βαδίζοντας απο τον σιδηροδρομικό σταθμό προς Αμπελόκηπους, περνάμε απο την γέφυρα των Αγίων Πάντων. Πάνω περνά το τραίνο και κάτω τ’ αυτοκίνητα. Σήκωσε το μπαστούνι του και μου έδειξε το ειδικό σήμα της τροχαίας που δείχνει το ύψος της γέφυρας, ώστε τα ψηλότερα φορτηγά να αποφύγουν να διέλθουν. 
-- Τί σημαίνει αυτό; με ρώτησε. Ήμουν 12 χρονών και δεν γνώριζα τί σήμαινε το σήμα. 
-- Αυτό ο Γιώργος θα το γνώριζε! σχολίασε, απογοητεύοντάς με. Κι ύστερα, αφού μου χάϊδεψε το κεφάλι (τα χάδια ήταν πολύ σπάνια χειρονομία του αυστηρού παππού) μου είπε αυτό που έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου: 
-- Είσαι ίδιος ο Γιώργος. Νομίζω ότι ξαναμεγαλώνω τον γιό μου...

Ο “εφιάλτης”

Παρ’ όλο που δεν θυμάμαι τα όνειρα που βλέπω στον ύπνο μου, θυμάμαι πολύ καλά έναν “εφιάλτη”. Έβλεπα πολύ συχνά να δουλεύω στο φυσιοθεραπευτήριο και να έχω πολύ κόσμο. Τα κρεβάτια γεμάτα. Τα μηχανήματα όλα σε λειτουργία. Το σαλόνι υποδοχής γεμάτο κόσμο που περιμένει, άλλοι όρθιοι στον διάδρομο, άλλοι στο γραφείο μου και άλλοι στην κουζίνα, που τη χρησιμοποιούμε για καπνιστήριο. Το τηλέφωνο χτυπά δαιμονισμένα, μου ζητούν κι άλλα ραντεβού και μερικοί απο τους αναμένοντες ασθενείς περνάν επιδεικτικά μπροστά μου, κουβαλώντας τις πολυθρόνες τους και κάνοντάς μου νοήματα να τελειώνω, για να ασχοληθώ μαζί τους! Με φρίκη βλέπω στο ρολόι του χεριού μου, ότι πλησιάζει πέντε η ώρα το απόγευμα, θα αρχίσουν να έρχονται άλλοι τόσοι κι εγώ δεν έχω τελειώσει με τους πρωινούς!
Αυτός, πάνω - κάτω, ήταν ο πιο συχνός εφιάλτης μου. Λίγο καιρό μετά τις διαδοχικές μου συναντήσεις με τους ανθρώπους που μου θύμισαν την πληγή της οικογένειας, ξαναείδα τον εφιάλτη μου. Τούτη τη φορά στο σαλόνι του φυσιοθεραπευτήριου περίμενε κι η γιαγιά μου! Στην πραγματικότητα δεν την θυμάμαι καλά. Της μοιάζει η μεγάλη αδελφή του πατέρα μου κι αυτής την παράσταση έχω μονάχα! Η γιαγιά μου πέθανε όταν ήμουν 5 χρονών! Παρ’ όλα αυτά την αναγνώρισα αμέσως! Νόμισα λοιπόν, ότι πονάει κάπου, είχε κάποιο πρόβλημα υγείας, σαν ηλικιωμένη γυναίκα, και τη ρώτησα για ποιό λόγο ήρθε και τί μπορούσα να κάνω για εκείνη. Ταυτόχρονα αγωνιούσα, πού να τη βολέψω με τόσο κόσμο που περίμενε και πόσο θα με καθυστερούσε ή θα την καθυστερούσα.
--Αχ! αγόρι μου, μου είπε, δεν έχω τίποτα, είμαι μια χαρά! Ήθελα μόνο να σού ‘πω, αν μπορείς να κάνεις κάτι, με τόσες γνωριμίες που έχεις, να βρούμε τα κόκκαλα του Γιώργου, του θείου σου!

Ξύπνησα απο την έκπληξη! Ήταν αδιανόητο αυτό το όνειρο! Ήταν τόσο ζωντανή η παρουσία της και τόσο απαιτητική η επιθυμία της, όσο δεν την είχα νοιώσει ποτέ. Ούτε απο τον πατέρα μου ούτε απο τον παππού μου ούτε απο τις θείες μου! Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση! Η γιαγιά μου δεν είχε ησυχάσει και γύρευε τα κόκκαλα του γιού της! Δεν είπα σε κανένα τίποτα για το όνειρο. Έψαξα και βρήκα κάποια παλιά γράμματα που είχε στείλει ο νεκρός αδελφός, όταν ήταν στρατιώτης, στον πατέρα μου. Τρείς επιστολές που, μολονότι, λογοκριμένες, φανέρωναν την καλή ποιότητα του γραπτού του λόγου αλλά  και την ελκυστική προσωπικότητά του. Τις ξαναδιάβασα, ύστερα απο τα παιδικά μου χρόνια -πάρα πολλά χρόνια δηλαδή και... τις ξέχασα! Ρίχτηκα πάλι με τα μούτρα στη δουλειά υπηρετώντας την θανατηφόρα εξίσωση πολύ δουλειά=καθόλου ελεύθερος χρόνος! Ξέχασα και το όνειρο, ξέχασα και την υπόσχεση που είχα δώσει στη γιαγιά να βρώ τα κόκκαλα του γιού της...
Εκείνη όμως δεν ξέχασε! Ούτε μήνας δεν πέρασε απο την πρώτη επίσκεψή της στο όνειρό μου. Ήρθε με τον ίδιο τρόπο, στο σαλόνι υποδοχής και αναμονής στο γραφείο μου. Με ευγένεια και ανυπομονησία με ξαναρώτησε εάν είχα κάνει κάτι, εάν είχα κάποιο νέο! Σάστισα απο την έκπληξη και την επιμονή της! Και ντράπηκα απο την “αδιαφορία” μου προς το απόκοσμο αίτημά της. Η ψυχή της γιαγιάς μου δεν είχε ησυχάσει, μολονότι είχε 35 χρόνια πεθαμένη! Κάτι έπρεπε να κάνω! Η δεύτερη επίσκεψή της κλόνισε και κατάργησε κάθε κάθε δισταγμό  και σφηνώθηκε στο μυαλό μου, ως ιερή υποχρέωση, η ανεύρεση των οστών του νεκρού αδελφού. Αυτό έπρεπε να κάνω!


Το 527 Τ.Π.

Στα επιστολόχαρτα των γραμμάτων του θείου, που απευθύνονταν το 1948 στην τότε οικογένεια του πατέρα μου, ήταν γραμμένος ο αριθμός του Τάγματος Πεζικού που υπηρετούσε ο θείος μου. Επικοινώνησα με ένα γνωστό μου αξιωματικό του στρατού και με κατατόπισε πως η σημερινή έδρα του Τάγματος βρίσκεται στο Πετρίτσι Σερρών. Κάποια μέρα κι αφού είχα τακτοποιήσει τα ραντεβού μου, πήγα κρυφά απο όλους στο Πετρίτσι. Δεν είχα σκοπό να ‘πώ σε κανένα και προ παντός στον πατέρα μου και τις αδελφές του, πως επρόκειτο να ψάξω για τα κόκκαλα του νεκρού αδελφού τους. Εάν αποτύγχανα, θα τους κόστιζε πολύ. Οπότε δεν είχα άλλη επιλογή, απο το να κρατήσω κρυφές τις προσπάθειες και τα σχέδιά μου.
Ο διοικητής του τάγματος του Πεζικού με λοξοκοίταζε περίεργα. Οι αναστολές και η δυσπιστία του, για τον λόγο που ζητούσα τα αρχεία του τάγματός του, παραμέρισαν όταν του έδειξα τις επιστολές του νεκρού αδελφού, Συγκινημένος, μου υπέδειξε να πάω στην Αθήνα, στο Γενικό Επιτελείο του Στρατού, στο Γραφείο Ιστορίας. Εκεί βρίσκονται όλα τα αρχεία όλων των μονάδων του ελληνικού στρατού. Ίσως εκεί έβρισκα κάποια άκρη, εάν ήταν αυτό δυνατό. Τρέχα γύρευε δηλαδή. Ήρθα σε επαφή με κάθε γνωστό μου αξιωματικό του Στρατού. Προσπάθησα να βρώ μια άκρη, κάποιον γνωστό τους που υπηρετούσε στο ΓΕΣ. Τζίφος! Κανείς τους δεν είχε το θάρρος να ζητήσει απο κάποιο συνάδελφό τους, να με βοηθήσει. Πέρασε καιρός και αποφάσισα να πάω μόνος κι απροσκάλεστος. Έτσι, δημιούργησα την ευκαιρία και πήγα στο ΓΕΣ. Οι σκοποί της πύλης του ΓΕΣ δεν ήξεραν πού να με στείλουν. Πέρασα εύκολα κι έφτασα στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Ήταν ένας νεαρός λοχαγός, που με είδε σαν ακόμη ένα μπελά της θλιβερής του ρουτίνας. Με απέπεμψε, ζητώντας μου να κάνω αίτηση με χαρτόσημο! τον ψάρωσε όμως η αδιάλλακτη άρνησή μου! θα σκέφτηκε ότι μπορεί να είχα κάποια εξουσία ή κάποια γνωριμία και δεν τον συνέφερε να ανοίξει μέτωπο μαζύ μου! τρίχες δηλαδή, αλλά έτσι λειτουργεί ακόμα και ο στρατιωτικός γραφειοκρατισμός. Για να με ξεφορτωθεί, με συνόδεψε μέχρι το αρμόδιο Γραφείο Ιστορίας ο ίδιος. Ο αντισυνταγματάρχης υπεύθυνος του γραφείου, αφού με άκουσε με προσοχή, φώναξε ένα νεαρό Λοχαγό και τον διέταξε να με εξυπηρετήσει. Ο Λοχαγός με τη σειρά του διέταξε ένα επιλοχία, ο επιλοχίας με  πήγε στον οπλίτη-γραφέα και σ’ αυτόν κατέθεσα την αίτησή μου. Ζήταγα να πληροφορηθώ όλη την πορεία του 527 Τάγματος Πεζικού απο τον Ιανουάριο του 1949 έως και τον Ιούλιο του ίδιου έτους, στο μέτωπο των επιχειρήσεων στην Βόρεια Ελλάδα. Με γράψανε κυριολεκτικά στα παπάρια τους και έφυγα. 
Πέρασαν τρείς μήνες κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Σχεδόν το είχα ξεχάσει κι εγώ, όταν ξαναβρέθηκα στην Αθήνα για άλλη δουλειά. Ήταν φθινόπωρο, έβρεχε καταρρακτωδώς, είχε πλημμυρίσει όλη η πρωτεύουσα και μπήκα μουσκίδι στο Γραφείο Ιστορίας του ΓΕΣ. Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω τί συνέβη εκείνη τη μέρα και τσακίστηκαν να με εξυπηρετήσουν! έφταιγε το βρεγμένο κουστούμι που φορούσα; έφταιγε η μπλέ γραβάτα; μυστήριο! Ο Λοχαγός, ο επιλοχίας και ο γραφέας με συνόδεψαν σ’ ένα τεράστιο υπόγειο, όπου υπήρχαν στιβαγμένοι σε φοριαμούς χιλιάδες φάκελλοι, αριθμημένοι και ταξινομημένοι σε τάξη. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό! Μου έδωσαν να καταλάβω ότι η αίτησή μου είχε πολύ δουλειά γι’ αυτούς και δεν είχαν το χρόνο να ασχοληθούν, επειδή θα έπρεπε να παραμελήσουν τα καθημερινά τους καθήκοντα! Πήρα παράμερα τον Λοχαγό και του έδωσα κρυφά και με τάκτ ένα ποσό μεγαλύτερο απο δυο μηνιαίους μισθούς του! Του τόνισα επίσης πως δεν με ενδιέφερε το πόσο ακόμη θα κόστιζε ο κόπος του. Πείστηκε αμέσως! Μέσα σε 15 μέρες είχα στα χέρια μου σε φωτοτυπίες όλα τα χειρόγραφα της πορείας του 527 για το χρονικό διάστημα που με ενδιέφερε. Είχα επίσης την ενθουσιώδη συμπαράστασή του για κάθε άλλη δυσκολία που ίσως αντιμετώπιζα!


Το ημερολόγιο των αναμνήσεων

Και οι δυσκολίες ήταν αρκετές. Το ημερολόγιο του τάγματος ήταν λιτό. Η ημερήσια αναφορά της πορείας τους περιείχε πολλά τοπονύμια και πολύ λίγες γνωστές πόλεις και χωριά. Με αφετηρία το Πετρίτσι, την Βυρώνεια και τα Πορρόϊα το τάγμα μπαινόβγαινε και στη Βουλγαρία, κυνηγώντας τους αντάρτες. Το ίδιο έκανε και στην περιοχή της Φλώρινας και της Καστοριάς. Μπαινόβγαινε και στην Γιουγκοσλαβία. Πότε μπρός και πότε πίσω, ο βασικός προσανατολισμός διατυπώνονταν με βάση άγνωστα, για τους χάρτες που είχα στη διάθεσή μου, τοπονύμια. Η οικογένειά μου έμαθε για τον θάνατο του νεκρού αδελφού, με επιστολή του τότε ΓΕΣ ανήμερα του Προφήτη Ηλία, στις 20 Ιουλίου του 1949. Συνεπώς πρέπει να είχε σκοτωθεί στις αρχές του μήνα. Τίς μέρες εκείνες το ημερολόγιο του τάγματος περιέγραφε δύο εμπλοκές κάπου στο όρος Σμόλικας, στα Γρεβενά. Τα αναφερόμενα τοπονύμια ήταν Αγιά Σωτήρα, Λυκοκρέμασμα, Λιβάδι και Κουρτός! Κανένας απο τους χάρτες μου δεν περιείχε κανένα απο τα τοπονύμια... Ο εντοπισμός των θέσεων που γύρευα φαινόταν αδύνατος!
Η δουλειά με απορροφούσε και αφιέρωνα τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο μου εκεί. Όποτε μπορούσα αγόραζα χάρτες παλιούς απο τα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης. Ύστερα άρχισα να ταξιδεύω στα Γρεβενά. Υπάρχει χωριό Αγια Σωτήρα, μετά τα Γρεβενά, στο δρόμο για την Κόνιτσα. Ρωτώντας τους γέρους του χωριού έτρεχα πάνω στα βουνά, απο τον Γράμμο και το Βίτσι, να βρώ το Λυκοκρέμασμα, ή το Λυκοπέρασμα, το Λιβάδι ή το Λιβαδερό, την κάθε Αγια Σωτήρα, τον Κουρτό ή τον Κούρτο και τον Τούρκο... Μύλος δηλαδή! Πάνω που απελπίστηκα έμαθα πως στο Γραφείο Γεωγραφίας του ΓΕΣ υπάρχουν χάρτες με τα παλιά τοπονύμια. Κατέβηκα πάλι στην Αθήνα, βρήκα τον εξυπηρετικό Λοχαγό και βρήκα την πρώτη καλή άκρη. Οι χάρτες που ζητούσα βρίσκονταν στην Γεωγραφική Υπηρεσία του Στρατού στην Κόνιτσα! 





Με τους χάρτες στα χέρια μου ξεκίνησε άλλη μια Οδύσσεια σ’ όλη την Πίνδο!  Όποτε μπορούσα να δικαιολογήσω και να κλέψω ένα Σάββατο ή μια Κυριακή, πάντα κρυφά απο την οικογένεια, έπαιρνα τα βουνά ψάχνοντας να καταλάβω την αληθινή πορεία του 527! Έτσι γνώρισα πολύ καλά όλη την περιοχή της δυτικής Μακεδονίας με τα απίστευτα δάση και την απαράμιλλης ομορφιάς φύση, κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, επειδή τον χειμώνα οι περιοχές είναι αδιάβατες απο το χιόνι και τη λάσπη. Κόντευα δυο χρόνια ερευνών κι αυτό επειδή η δουλειά και οι κακές χειμωνιάτικες συνθήκες ήσαν τα βασικά μου εμπόδια. Στο μεταξύ, οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις μου έφερναν κι άλλα εμπόδια. Η πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας δεν έφερε μόνο το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου, αλλά και την πτώση του καθεστώτος Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία. Οι Αλβανοί φυγάδες του “παραδείσου” τους κατά κύματα έμπαιναν λαθραία και πεζή στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας και τα πεδία των ερευνών μου. Ο στρατός και η αστυνομία έβαζαν φυλάκια στα βουνά και η έρευνά μου δυσκόλευε. Κατάφερα κι έβγαλα μια ειδική άδεια απο τον Αστυνομικό Σταθμό του Επταχωρίου, μολονότι ο διοικητής ήταν βέβαιος για την ματαιότητα των προσπαθειών μου.
Μια μέρα, στο γραφείο μου και σε μια συζήτηση με τον πατέρα μου, ήρθε η κουβέντα στον νεκρό αδελφό. Δεν θυμάμαι ακριβώς πως άνοιξε η συζήτηση, όμως βρίσκοντας μπόσικο τον πατέρα μου, τον ρώτησα, δήθεν με αφέλεια, που ακριβώς έψαχναν την δεκαετία του ’50, για τα κόκκαλα του νεκρού. Μου απάντησε πως είχαν πληροφορηθεί απο τον στρατό, ότι ο θείος μου είχε σκοτωθεί στην περιοχή της Αγια Σωτήρας, στο Λυκοπέρασμα, κάπου κοντά στη Σαμαρίνα! Τους χτύπησε όλμος και σκοτώθηκε ακαριαία μαζί μ’ άλλους 5 συναδέλφους του φαντάρους! Με πολύ μεγάλη δυσκολία έκρυψα την ικανοποίησή μου απο την πληροφορία του! Ήδη, γνώριζα την περιοχή! Είχα περάσει πολύ κοντά και γεωγραφικά ήμουν πολύ κατατοπισμένος...




Η τελική ευθεία

Εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισα να κλείσω για 10 μέρες το φυσιοθεραπευτήριο και να πάμε διακοπές. Την πρώτη μέρα των διακοπών, μου “έτυχε” μια υποχρέωση, που έπρεπε να λείψω για 2-3 μέρες στην Αθήνα. ΄Εφυγα ξημερώματα απο τη Χαλκιδική και οδηγώντας πιο γρήγορα απο ποτέ έφτασα στον Πεντάλοφο, μια ώρα απόσταση απο τη Σαμαρίνα. Μπήκα στον μακρύ διάδρομο του αστυνομικού σταθμού του χωριού ώρα 8:00 το πρωί. Ο αστυνομικός που ήταν σε υπηρεσία, κοιμόταν δίπλα στο μαγνητικό τηλέφωνο, σκεπασμένος με μια στρατιωτική κουβέρτα, φορώντας τις αρβύλες του. Τινάχτηκε τρομαγμένος απο την ξαφνική παρουσία μου, με τις ενοχές του πταίσματός του - επειδή κοιμόταν σε ώρα υπηρεσίας - να τον πολιορκούν. Τον καθησύχασα αμέσως κι άπλωσα τον χάρτη μου πάνω στο γραφείο του. Του έδειξα την περιοχή που ήθελα να πάω και τον ρώτησα να μου δείξει τον δρόμο. Του ζήτησα επίσης να με ενημερώσει εάν υπήρχε στρατιωτικό φυλάκιο, που θα μπορούσε να με εμποδίσει, καθώς και εάν υπήρχαν κάποια άλλα εμπόδια. Ανταποκρίθηκε θετικά και με κατατόπισε με λεπτομέρειες. Η μόνη του ένσταση ήταν το αυτοκίνητό μου. Οι χωμάτινοι δρόμοι ήταν ακατάλληλοι και θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τζίπ ή μουλάρι! Η BMW μου δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει. 
Έφτασα γρήγορα στο στρατιωτικό φυλάκιο, που έλεγχε τον χωματόδρομο που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι υλοτόμοι της περιοχής. Ο επικεφαλής λοχίας του φυλακίου συνέστησε να πάω απο το χωριό Ζούζουλη. Θα έκαμα κύκλο για να φτάσω στην περιοχή του Λυκοπεράσματος, στο ξωκκλήσι της Αγια Σωτήρας, αλλά το αμάξι μου δεν θα κόλλαγε πουθενά! Επίσης θα έπρεπε να φυλαχτώ απο τους λαθρομετανάστες Αλβανούς, που διέσχιζαν συχνά την περιοχή. Στο Μοναστήρι του Αϊ Γιώργη θα μπορούσα να διανυκτερεύσω, εφ’ όσον χρειαζόταν. 
Όλη η περιοχή είναι κατάφυτη απο μαύρα έλατα και πυκνό δάσος. Ο φιδίσιος, στενός χωματόδρομος είναι σε πολλά σημεία φαγωμένος απο τα νερά. Οι πλαϊνές ρόδες, πολλές φορές γλίστρησαν στα νεροφαγώματα κι άλλες τόσες κρεμάστηκαν στην άκρη του γκρεμού. Αριστερά μου και χαμηλά υπήρχε κάποιο ποτάμι, χωρίς πολύ νερό. Που και που διέκρινα ανάμεσα απο τα δέντρα χειροποίητα γεφύρια, απο κορμούς δέντρων και σανίδια, για να περνάν τα κατσίκια. Στο μοναστήρι του Αϊ Γιώργη δεν σταμάτησα καθόλου, όμως σιγουρεύτηκα πως ήμουν στο σωστό δρόμο. Η Ζούζουλη είναι ένα έρημο χωριό. Μοναδικός κάτοικος ένας τσομπάνος, που με φίλεψε παστή γίδα κι επιβεβαίωσε την σωστή μου πορεία, προς τα υπαρκτά πλέον τοπονύμια του Λυκοπεράσματος ή Λυκοκρεμάσματος όπου θα έβρισκα και το ξωκκλήσι της Αγια Σωτήρας.
Ψηλά, απ’ την πλαγιά όπου οδηγούσα με δυσκολία, είδα το λευκό ξωκκλήσι ανάμεσα απο τα μαύρα έλατα. Μέσα στην αγωνία μου διαπίστωσα πως το ξωκκλήσι βρίσκονταν στην απέναντι όχθη του ποταμού και γέφυρα δεν υπήρχε! Παρ’ όλα αυτά οδήγησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στον κακοτράχαλο δρόμο κι έφτασα στο ποτάμι. Στην απέναντι μεριά στα 300 μέτρα έβλεπα πεντακάθαρα το ξωκκλήσι, ανάμεσα στα δέντρα. Το ποτάμι δεν μπορούσε να με εμποδίσει και να με σταματήσει. Πήρα ένα μακρύ κλαδί και άρχισα να βυθομετρώ την κοίτη του ποταμού. Η κοίτη ήταν πετρώδης και προ παντός ρηχή! Έβαλα μπρός το αμάξι μου και αδίσταχτα τό ‘ριξα στο νερό! Πέρασα σχετικά άνετα, νοιώθοντας το σύρσιμο του αμαξώματος στο βυθό και σταμάτησα πίσω απο το ιερό της Αγια Σωτήρας.
Απόμεινα ακίνητος, μέσα στο αυτοκίνητο, βλέποντας με δέος το ξωκκλήσι. Είχε ένα στρέμμα αυλή, χωρίς δένδρα, με μερικά μεγάλα αγκωνάρια να προεξέχουν λοξά απο το έδαφος. Στα δεξιά υπήρχε μια συστάδα δέντρων, που βυθίζονταν σ’ ένα ρουμάνι και δίπλα υπήρχε χωματόδρομος, που οδηγούσε μακρυά απο το ξωκκλήσι. Διακόσια μέτρα πίσω μου υπήρχε ένα χειμαδιό και μια πρόχειρη καλύβα κάποιου τσομπάνη ή υλοτόμου.
Πήρα τη φωτογραφική μηχανή και βγήκα απ’ το αμάξι μου. Βαδίζοντας προ το ξωκκλήσι με πιάσαν κλάματα! Έκλαιγα, ανήμπορος να το ελέγξω και τράβαγα φωτογραφίες. Μπήκα στο έρημο ξωκκλήσι και φωτογράφισα τα δοκάρια που σχημάτιζαν την βάση της στέγης, το ξύλινο ταμπλώ του ιερού, τα φθαρμένα παράθυρα. Βγήκα στην αυλή, φωτογράφισα τα αγκωνάρια, την πίσω πλευρά του ξωκκλησιού, το παρακείμενο αλσύλιο. Κι όταν σταμάτησε το αβίαστο κλάμα μου  είδα τον τσομπάνο απο απέναντι, να με πλησιάζει με περιέργεια. Όταν του εξήγησα τους λόγους της παρουσίας μου, φωτίστηκε το πρόσωπό του. Θυμήθηκε τις ιστορίες που τού ‘λεγε ο πατέρας του, όταν ήταν μικρός, για την μάχη μεταξύ των ανταρτών με τον στρατό, για το ναρκοπέδιο που αφαιρέθηκε απο την περιοχή το 1964 και κατάφερε ο πατέρας του να φτιάξει εκεί το μαντρί τους. Τότε το 1964, είχαν ξεθάψει τους νεκρούς στρατιώτες απο το προαύλιο τη Αγια Σωτήρας, αλλά δεν γνώριζε πού τους είχαν πάει...
Σουρούπωνε κι έπρεπε να φύγω. Ευχαρίστησα και χαιρέτισα τον “ψοφάω για κουβέντα” συνομιλητή μου και οδήγησα προς τον Πεντάλοφο και την επιστροφή. ‘Ημουν βέβαιος πως εκεί ακριβώς είχε σκοτωθεί ο νεκρός αδελφός του πατέρα μου, πολύ πριν γεννηθώ. Η ψυχή μου με διαβεβαίωνε πως αυτός ήταν ο τόπος κι απόμενε να βρώ σε ποιό μέρος είχαν αποθηκευτεί τα οστά του. Στο δρόμο για το γυρισμό έπεσα πάνω σε μια ομάδα Αλβανών λαθροφυγάδων. Οι περισσότεροι, ακούγοντας τον θόρυβο απ’ το αμάξι μου, είχαν κρυφτεί σ’ ένα ρουμάνι, κάτω απο μερικά δέντρα. Σταμάτησα και τους φωτογράφισα, μέσα απ’ το αυτοκίνητο και ένας ξεθάρρεψε και πλησίασε το ανοιχτό μου παράθυρο. Μού έκαμε νόημα μήπως είχα κάτι φαγώσιμο. Δεν είχα τίποτε, παρά μονάχα ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό και μια κούτα τσιγάρα. Με νέο νόημα μου ζήτησε τσιγάρο και τού’ δωσα το ανοιχτό μου πακέτο. Μια κοπελίτσα που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, άρπαξε το πακέτο κι έβγαλε και μασούλησε μερικά τσιγάρα! Τέτοια πείνα είχε! Πήραν θάρρος κι οι άλλοι και περικύκλωσαν το αμάξι μου, ζητώντας οτιδήποτε φαγώσιμο. Ήταν φανερό πως η κατάσταση αγρίευε και τους πέταξα απ’ το ανοιχτό παράθυρο όλη την κούτα! Την στιγμή που όρμησαν στα τσιγάρα, χτύπησε το motorola μου, κουδουνίζοντας δυνατά! Απάντησα ανακουφισμένος και στην άλλη άκρη της γραμμής, άκουσα με έκπληξη την φωνή του Λοχαγού του Γραφείου Ιστορίας του ΓΕΣ! Οι Αλβανοί αποτραβήχτηκαν φοβισμένοι απ’ την ύπαρξη του τηλεφώνου, ίσως θεώρησαν πως είμαι της αστυνομίας κι έτσι έβαλα μπροστά τη μηχανή κι έφυγα, μιλώντας με τον Λοχαγό. Με πληροφόρησε πως είχε βρεί την κατάσταση με τα θύματα της μάχης στο Λυκοπέρασμα. Οι νεκροί είχαν εκταφεί το 1964 και τα οστά τους φυλάσσονταν στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Νεστορίου της Καστοριάς! Μπορούσε μάλιστα να μου δώσει και τα στοιχεία του οστεοφυλακίου, τμήμα τάδε, σειρά Β, αριθμός τόσο, όπου φυλάσσονταν τα οστά του νεκρού αδελφού, μαζύ με άλλους πέντε, που είχαν μοιραστεί τον ομαδικό τους τάφο.




Η λύτρωση

Ο πατέρας μου έκπληκτος είδε τις φωτογραφίες απο τον τόπο, που γύρευε μαζί με την μάνα του την δεκαετία του ’50. Με τρεμάμενα χέρια και με υγρά μάτια διάβασε το πιστοποιητικό της φύλαξης των οστών του σδελφού του, υπογραμμένο απο τον διοικητή του Στρατιωτικού Νεκροταφείου του Νεστορίου της Καστοριάς. Οι αδελφές του με έσφιξαν δυνατά στην αγκαλιά τους. Άγγιξαν με στοργή τα έγγραφα της πορείας του 527 Τ.Π. και απόμειναν βουβές, βλέποντας μ’ ένα βλέμμα απλανές μέσα και μακρυά απο τις φωτογραφίες. Η γιαγιά μου δεν ξαναήρθε ποτέ στα όνειρά μου! Όλη η οικογένεια αποφάσισε να μη διαταράξει την αιώνια ησυχία του νεκρού αδελφού, αφήνοντάς τον μαζύ με τους φίλους του. Τον τίμησαν και τον τιμούν αιώνια, κρατώντας τον ζωντανό στην μνήμη τους.

Αλέξανδρος Υδάτης
Μάρτιος 2009.


Υ.Γ. Το κείμενο γράφτηκε ύστερα απο την θερμή παρακίνηση του γιού μου Άγγελου - Πασχάλη. Είναι αφιερωμένο στη μνήμη του θείου μου και του πατέρα μου, αλλά και στους νεκρούς της οικογένειας της μητέρας μου. 
Α.Υ.