Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Του νεκρού αδελφού...


του νεκρού αδελφού...


Τα κινητά τηλέφωνα μόλις είχαν πρωτοκυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Είχα αγοράσει ένα δήθεν κομψό motorola σε μέγεθος παντόφλας, με ανασυρόμενη κεραία και πορτάκι. Η μπαταρία του δεν κράταγε περισσότερο απο 24 ώρες, μολονότι δεν το χρησιμοποιούσα πολύ. Άλλωστε, πολύ λίγοι απο τους γνωστούς μου διέθεταν κινητό τηλέφωνο και δεν είμασταν ακόμη μαθημένοι να το χρησιμοποιούμε, όπως σήμερα. Η δουλειά μου πήγαινε απο το καλό στο καλύτερο κι αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, περιορισμένο ελεύθερο χρόνο. Πολύ περιορισμένο! Τις συνέπειες ανακαλύπτουμε συνήθως όταν ο χρόνος έχει πλέον χαθεί με βεβαιότητα. Κι ας ισχυρίζεται ο Αϊνστάιν ότι δεν υπάρχει χρόνος. Η εξίσωση πολύ δουλειά=λίγος ελεύθερος χρόνος καταστρέφει μεθοδικά πολύ κόσμο! Ας είναι...
Σπάνια βλέπω όνειρα! Κοιμάμαι βαρειά και λίγο. Τέσσερεις, άντε πέντε ώρες ύπνου, μου είναι αρκετές. Κι ότι όνειρα, σπάνια, θα ‘δώ, τα ξεχνώ σε μισό λεπτό, αφού ξυπνήσω. Έπειτα δεν δίνω σημασία στα όνειρα, όπως πολλοί άνθρωποι.  Γράφει κάπου ο Οδυσσέας Ελύτης, πως το όνειρο είναι η σκιά της πραγματικότητας! Με βολεύει κι εμένα αυτό και το συμμερίζομαι. Οπότε, δεν με αφορούν οι ονειροκρίτες ούτε επηρεάζεται η ψυχή μου απο όνειρα!  Εκείνο τον καιρό λοιπόν, που πρωτοβγήκαν τα κινητά τηλέφωνα, δύο απο τους πελάτες μου, με συνέδεσαν με το μακρυνό παρελθόν της οικογένειας του πατέρα μου. Ο πρώτος είχε φέρει τη σύζυγό του για θεραπεία. Ήταν γείτονας του παππού μου και συνταξιούχος χωροφύλακας. Ο άνθρωπος αυτός υπηρετούσε κάπου στα Γρεβενά την δεκαετία του ’50. Τότε που μόλις είχε τελειώσει, μάλλον είχε λήξει καλύτερα να ‘πω, ο εμφύλιος πόλεμος. Ουσιαστικά ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε την δεκαετία του ’80, όταν οι σοσιαλιστές ανέλαβαν την κυβέρνηση. Ο γείτονας χωροφύλακας είχε, τότε, βοηθήσει τον παππού μου και τον πατέρα μου, να ερευνήσουν για το πού είχε σκοτωθεί ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου. Ο νεκρός αδελφός είχε σκοτωθεί κάπου στον Σμόλικα, ή στον Γράμμο, ή στην Πίνδο. Κανείς στην οικογένεια δεν ήξερε πού ακριβώς. Ήταν στρατιώτης του ελληνικού στρατού και σκοτώθηκε σε μια μάχη με αντάρτες του δημοκρατικού στρατού. Στον Δημοκρατικό Στρατό και με τους αντάρτες πολεμούσαν τα αδέλφια της μάνας μου. Ο γείτονας είχε θυμηθεί, με συγκίνηση, τις απελπισμένες προσπάθειες της οικογένειας και προ παντός την φοβερή εμμονή της γιαγιάς μου!  Οι προσπάθειές τους δεν ευοδώθηκαν ποτέ, επειδή τα βουνά ήταν σπαρμένα με ναρκοπέδια - απομεινάρια του εμφύλιου πόλεμου και εκτός των αυτονόητων κινδύνων, υπήρχε και η απαγόρευση. Η Ελλάδα άργησε πολύ να συνέλθει απο τις συνέπειες του εμφύλιου πόλεμου. Εκτός του ότι είχε προηγηθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γερμανική Κατοχή, που πλήγωσαν ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό αλλά και το σώμα της πατρίδας, αντί για ειρήνη και “έλαιον επι τα ψυχάς των ανθρώπων”, αλληλοσκοτωθήκαμε ανελέητα. Και δεν έφτανε μόνο αυτό! Ακολούθησε μια ανώμαλη πολιτικά εποχή, με μίσος, απαγορεύσεις, νοθεία και μια διαρκή καχυποψία, όπου θύτες και θύματα αλληλοκαταστρέφονταν απο τον παγκόσμιο ψυχρό πόλεμο! Η δικτατορία του 1967 επισφράγισε τον κατήφορο του έθνους μας. Η γιαγιά μου δεν πρόλαβε να τη “γευθεί”. Πέθανε μαραζωμένη απο τον σκοτωμό του μεγάλου της γιού το 1961, αλύτρωτη και πικραμένη που δεν μπόρεσε να βρεί τα κόκκαλά του, να τον θάψει με τιμή και να τον θρηνήσει κατά πώς έπρεπε.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, απο την επίσκεψη του γείτονα παλιού χωροφύλακα και πριν ξεχαστεί, στη δίνη της καθημερινότητας, η πικρή μου μνήμη, για την ανεκπλήρωτη επιθυμία της εύρεσης των οστών του νεκρού αδελφού, μπήκε στο γραφείο μου ένας γηραλέος κύριος. Ήταν ο δεύτερος πόλος - αιτία αυτών που ακολούθησαν. Δεν τον γνώριζα και αφού μου συστήθηκε, με ρώτησε τίνος γιός είμαι, βλέποντας την πινακίδα με το όνομά μου στην είσοδο. Αμέσως κατάλαβε πως ο πατέρας μου είναι ο αδελφός του νεκρού, με τον οποίο ήταν συμμαθητές στο γυμνάσιο. Ο επισκέπτης δάκρυσε συγκινημένος και μου εξομολογήθηκε πως ο νεκρός αδελφός του πατέρα μου ήταν μεγάλη απώλεια για τον τόπο μας. “Ήταν εξαίρετος μουσικός και έπαιζε ακορντεόν και κιθάρα! Ήταν σπουδαίος άνθρωπος!” Εάν ζούσε, ο τόπος μας, η ζωή μας θα ήταν καλύτερα!
Ο παλιός συμμαθητής του θείου μου επανέλαβε αυτά που άκουγα απο μικρός απο τις αδελφές του πατέρα μου, απο τον παππού μου κι απο τον ίδιο τον πατέρα μου. Είμαι το μοναδικό αρσενικό της οικογένειας και φέρω το όνομα του νεκρού αδελφού. Οι δύο αδελφές του πατέρα μου με επηρέασαν πολύ όλα τα χρόνια. Προ παντός η μικρότερη, που είναι και νονά μου. Με θεωρούν μετενσάρκωση του νεκρού αδελφού. Η γιαγιά μου, που τη θυμάμαι πάρα πολύ αμυδρά, αφού πέθανε πριν γίνω πέντε χρονών, με υπεραγαπούσε, σε βάρος των εγγονών της - κοριτσιών ξαδελφών μου καθώς και της αδελφής μου. Μάλλον αυτή ήταν που επηρέασε όλη την οικογένεια και με αγαπούσαν τόσο πολύ. Για κάθε τι που έκανα, έβλεπαν μέσα σ’ αυτό τον νεκρό αδελφό! Για παράδειγμα, έγινα σημαιοφόρος του σχολείου στην έκτη τάξη του δημοτικού. Σαν τον Γιώργο! ίδιος! (Γιώργος ήταν το όνομα του νεκρού αδελφού) Έπαιρνα κάποιο βραβείο για τις μαθητικές μου επιδόσεις στο γυμνάσιο. Για τις θείες μου συνέβαινε αυτό, επειδή ήμουν ίδιος ο Γιώργος. Όταν ήμουν 14 -15 χρονών και μου φόρεσαν το πρώτο επίσημο σακκάκι για κάποια εκδήλωση, ο πατέρας μου δάκρυσε, βλέποντας στη μορφή μου τον νεκρό αδελφό. Κι εκείνος φόραγε σταυρωτό σακκάκι! 
Στούς πρώτους μήνες της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, τον Σεπτέμβρη του 1967 πέθανε ο παππούς μου. Πέθανε στη μεσημεριανή σιέστα του καθώς τον περίμενα να ξυπνήσει και να πάμε στο μεγάλο πανηγύρι της πόλης μας, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Την προηγούμενη μέρα, τον συνόδευα πεζή προς το σπίτι του. Ο παππούς γουστάριζε να τεστάρει την αντίληψή μου. Ρώταγε πολλές και ποικίλες ερωτήσεις. Βαδίζοντας απο τον σιδηροδρομικό σταθμό προς Αμπελόκηπους, περνάμε απο την γέφυρα των Αγίων Πάντων. Πάνω περνά το τραίνο και κάτω τ’ αυτοκίνητα. Σήκωσε το μπαστούνι του και μου έδειξε το ειδικό σήμα της τροχαίας που δείχνει το ύψος της γέφυρας, ώστε τα ψηλότερα φορτηγά να αποφύγουν να διέλθουν. 
-- Τί σημαίνει αυτό; με ρώτησε. Ήμουν 12 χρονών και δεν γνώριζα τί σήμαινε το σήμα. 
-- Αυτό ο Γιώργος θα το γνώριζε! σχολίασε, απογοητεύοντάς με. Κι ύστερα, αφού μου χάϊδεψε το κεφάλι (τα χάδια ήταν πολύ σπάνια χειρονομία του αυστηρού παππού) μου είπε αυτό που έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου: 
-- Είσαι ίδιος ο Γιώργος. Νομίζω ότι ξαναμεγαλώνω τον γιό μου...

Ο “εφιάλτης”

Παρ’ όλο που δεν θυμάμαι τα όνειρα που βλέπω στον ύπνο μου, θυμάμαι πολύ καλά έναν “εφιάλτη”. Έβλεπα πολύ συχνά να δουλεύω στο φυσιοθεραπευτήριο και να έχω πολύ κόσμο. Τα κρεβάτια γεμάτα. Τα μηχανήματα όλα σε λειτουργία. Το σαλόνι υποδοχής γεμάτο κόσμο που περιμένει, άλλοι όρθιοι στον διάδρομο, άλλοι στο γραφείο μου και άλλοι στην κουζίνα, που τη χρησιμοποιούμε για καπνιστήριο. Το τηλέφωνο χτυπά δαιμονισμένα, μου ζητούν κι άλλα ραντεβού και μερικοί απο τους αναμένοντες ασθενείς περνάν επιδεικτικά μπροστά μου, κουβαλώντας τις πολυθρόνες τους και κάνοντάς μου νοήματα να τελειώνω, για να ασχοληθώ μαζί τους! Με φρίκη βλέπω στο ρολόι του χεριού μου, ότι πλησιάζει πέντε η ώρα το απόγευμα, θα αρχίσουν να έρχονται άλλοι τόσοι κι εγώ δεν έχω τελειώσει με τους πρωινούς!
Αυτός, πάνω - κάτω, ήταν ο πιο συχνός εφιάλτης μου. Λίγο καιρό μετά τις διαδοχικές μου συναντήσεις με τους ανθρώπους που μου θύμισαν την πληγή της οικογένειας, ξαναείδα τον εφιάλτη μου. Τούτη τη φορά στο σαλόνι του φυσιοθεραπευτήριου περίμενε κι η γιαγιά μου! Στην πραγματικότητα δεν την θυμάμαι καλά. Της μοιάζει η μεγάλη αδελφή του πατέρα μου κι αυτής την παράσταση έχω μονάχα! Η γιαγιά μου πέθανε όταν ήμουν 5 χρονών! Παρ’ όλα αυτά την αναγνώρισα αμέσως! Νόμισα λοιπόν, ότι πονάει κάπου, είχε κάποιο πρόβλημα υγείας, σαν ηλικιωμένη γυναίκα, και τη ρώτησα για ποιό λόγο ήρθε και τί μπορούσα να κάνω για εκείνη. Ταυτόχρονα αγωνιούσα, πού να τη βολέψω με τόσο κόσμο που περίμενε και πόσο θα με καθυστερούσε ή θα την καθυστερούσα.
--Αχ! αγόρι μου, μου είπε, δεν έχω τίποτα, είμαι μια χαρά! Ήθελα μόνο να σού ‘πω, αν μπορείς να κάνεις κάτι, με τόσες γνωριμίες που έχεις, να βρούμε τα κόκκαλα του Γιώργου, του θείου σου!

Ξύπνησα απο την έκπληξη! Ήταν αδιανόητο αυτό το όνειρο! Ήταν τόσο ζωντανή η παρουσία της και τόσο απαιτητική η επιθυμία της, όσο δεν την είχα νοιώσει ποτέ. Ούτε απο τον πατέρα μου ούτε απο τον παππού μου ούτε απο τις θείες μου! Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση! Η γιαγιά μου δεν είχε ησυχάσει και γύρευε τα κόκκαλα του γιού της! Δεν είπα σε κανένα τίποτα για το όνειρο. Έψαξα και βρήκα κάποια παλιά γράμματα που είχε στείλει ο νεκρός αδελφός, όταν ήταν στρατιώτης, στον πατέρα μου. Τρείς επιστολές που, μολονότι, λογοκριμένες, φανέρωναν την καλή ποιότητα του γραπτού του λόγου αλλά  και την ελκυστική προσωπικότητά του. Τις ξαναδιάβασα, ύστερα απο τα παιδικά μου χρόνια -πάρα πολλά χρόνια δηλαδή και... τις ξέχασα! Ρίχτηκα πάλι με τα μούτρα στη δουλειά υπηρετώντας την θανατηφόρα εξίσωση πολύ δουλειά=καθόλου ελεύθερος χρόνος! Ξέχασα και το όνειρο, ξέχασα και την υπόσχεση που είχα δώσει στη γιαγιά να βρώ τα κόκκαλα του γιού της...
Εκείνη όμως δεν ξέχασε! Ούτε μήνας δεν πέρασε απο την πρώτη επίσκεψή της στο όνειρό μου. Ήρθε με τον ίδιο τρόπο, στο σαλόνι υποδοχής και αναμονής στο γραφείο μου. Με ευγένεια και ανυπομονησία με ξαναρώτησε εάν είχα κάνει κάτι, εάν είχα κάποιο νέο! Σάστισα απο την έκπληξη και την επιμονή της! Και ντράπηκα απο την “αδιαφορία” μου προς το απόκοσμο αίτημά της. Η ψυχή της γιαγιάς μου δεν είχε ησυχάσει, μολονότι είχε 35 χρόνια πεθαμένη! Κάτι έπρεπε να κάνω! Η δεύτερη επίσκεψή της κλόνισε και κατάργησε κάθε κάθε δισταγμό  και σφηνώθηκε στο μυαλό μου, ως ιερή υποχρέωση, η ανεύρεση των οστών του νεκρού αδελφού. Αυτό έπρεπε να κάνω!


Το 527 Τ.Π.

Στα επιστολόχαρτα των γραμμάτων του θείου, που απευθύνονταν το 1948 στην τότε οικογένεια του πατέρα μου, ήταν γραμμένος ο αριθμός του Τάγματος Πεζικού που υπηρετούσε ο θείος μου. Επικοινώνησα με ένα γνωστό μου αξιωματικό του στρατού και με κατατόπισε πως η σημερινή έδρα του Τάγματος βρίσκεται στο Πετρίτσι Σερρών. Κάποια μέρα κι αφού είχα τακτοποιήσει τα ραντεβού μου, πήγα κρυφά απο όλους στο Πετρίτσι. Δεν είχα σκοπό να ‘πώ σε κανένα και προ παντός στον πατέρα μου και τις αδελφές του, πως επρόκειτο να ψάξω για τα κόκκαλα του νεκρού αδελφού τους. Εάν αποτύγχανα, θα τους κόστιζε πολύ. Οπότε δεν είχα άλλη επιλογή, απο το να κρατήσω κρυφές τις προσπάθειες και τα σχέδιά μου.
Ο διοικητής του τάγματος του Πεζικού με λοξοκοίταζε περίεργα. Οι αναστολές και η δυσπιστία του, για τον λόγο που ζητούσα τα αρχεία του τάγματός του, παραμέρισαν όταν του έδειξα τις επιστολές του νεκρού αδελφού, Συγκινημένος, μου υπέδειξε να πάω στην Αθήνα, στο Γενικό Επιτελείο του Στρατού, στο Γραφείο Ιστορίας. Εκεί βρίσκονται όλα τα αρχεία όλων των μονάδων του ελληνικού στρατού. Ίσως εκεί έβρισκα κάποια άκρη, εάν ήταν αυτό δυνατό. Τρέχα γύρευε δηλαδή. Ήρθα σε επαφή με κάθε γνωστό μου αξιωματικό του Στρατού. Προσπάθησα να βρώ μια άκρη, κάποιον γνωστό τους που υπηρετούσε στο ΓΕΣ. Τζίφος! Κανείς τους δεν είχε το θάρρος να ζητήσει απο κάποιο συνάδελφό τους, να με βοηθήσει. Πέρασε καιρός και αποφάσισα να πάω μόνος κι απροσκάλεστος. Έτσι, δημιούργησα την ευκαιρία και πήγα στο ΓΕΣ. Οι σκοποί της πύλης του ΓΕΣ δεν ήξεραν πού να με στείλουν. Πέρασα εύκολα κι έφτασα στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Ήταν ένας νεαρός λοχαγός, που με είδε σαν ακόμη ένα μπελά της θλιβερής του ρουτίνας. Με απέπεμψε, ζητώντας μου να κάνω αίτηση με χαρτόσημο! τον ψάρωσε όμως η αδιάλλακτη άρνησή μου! θα σκέφτηκε ότι μπορεί να είχα κάποια εξουσία ή κάποια γνωριμία και δεν τον συνέφερε να ανοίξει μέτωπο μαζύ μου! τρίχες δηλαδή, αλλά έτσι λειτουργεί ακόμα και ο στρατιωτικός γραφειοκρατισμός. Για να με ξεφορτωθεί, με συνόδεψε μέχρι το αρμόδιο Γραφείο Ιστορίας ο ίδιος. Ο αντισυνταγματάρχης υπεύθυνος του γραφείου, αφού με άκουσε με προσοχή, φώναξε ένα νεαρό Λοχαγό και τον διέταξε να με εξυπηρετήσει. Ο Λοχαγός με τη σειρά του διέταξε ένα επιλοχία, ο επιλοχίας με  πήγε στον οπλίτη-γραφέα και σ’ αυτόν κατέθεσα την αίτησή μου. Ζήταγα να πληροφορηθώ όλη την πορεία του 527 Τάγματος Πεζικού απο τον Ιανουάριο του 1949 έως και τον Ιούλιο του ίδιου έτους, στο μέτωπο των επιχειρήσεων στην Βόρεια Ελλάδα. Με γράψανε κυριολεκτικά στα παπάρια τους και έφυγα. 
Πέρασαν τρείς μήνες κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Σχεδόν το είχα ξεχάσει κι εγώ, όταν ξαναβρέθηκα στην Αθήνα για άλλη δουλειά. Ήταν φθινόπωρο, έβρεχε καταρρακτωδώς, είχε πλημμυρίσει όλη η πρωτεύουσα και μπήκα μουσκίδι στο Γραφείο Ιστορίας του ΓΕΣ. Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω τί συνέβη εκείνη τη μέρα και τσακίστηκαν να με εξυπηρετήσουν! έφταιγε το βρεγμένο κουστούμι που φορούσα; έφταιγε η μπλέ γραβάτα; μυστήριο! Ο Λοχαγός, ο επιλοχίας και ο γραφέας με συνόδεψαν σ’ ένα τεράστιο υπόγειο, όπου υπήρχαν στιβαγμένοι σε φοριαμούς χιλιάδες φάκελλοι, αριθμημένοι και ταξινομημένοι σε τάξη. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό! Μου έδωσαν να καταλάβω ότι η αίτησή μου είχε πολύ δουλειά γι’ αυτούς και δεν είχαν το χρόνο να ασχοληθούν, επειδή θα έπρεπε να παραμελήσουν τα καθημερινά τους καθήκοντα! Πήρα παράμερα τον Λοχαγό και του έδωσα κρυφά και με τάκτ ένα ποσό μεγαλύτερο απο δυο μηνιαίους μισθούς του! Του τόνισα επίσης πως δεν με ενδιέφερε το πόσο ακόμη θα κόστιζε ο κόπος του. Πείστηκε αμέσως! Μέσα σε 15 μέρες είχα στα χέρια μου σε φωτοτυπίες όλα τα χειρόγραφα της πορείας του 527 για το χρονικό διάστημα που με ενδιέφερε. Είχα επίσης την ενθουσιώδη συμπαράστασή του για κάθε άλλη δυσκολία που ίσως αντιμετώπιζα!


Το ημερολόγιο των αναμνήσεων

Και οι δυσκολίες ήταν αρκετές. Το ημερολόγιο του τάγματος ήταν λιτό. Η ημερήσια αναφορά της πορείας τους περιείχε πολλά τοπονύμια και πολύ λίγες γνωστές πόλεις και χωριά. Με αφετηρία το Πετρίτσι, την Βυρώνεια και τα Πορρόϊα το τάγμα μπαινόβγαινε και στη Βουλγαρία, κυνηγώντας τους αντάρτες. Το ίδιο έκανε και στην περιοχή της Φλώρινας και της Καστοριάς. Μπαινόβγαινε και στην Γιουγκοσλαβία. Πότε μπρός και πότε πίσω, ο βασικός προσανατολισμός διατυπώνονταν με βάση άγνωστα, για τους χάρτες που είχα στη διάθεσή μου, τοπονύμια. Η οικογένειά μου έμαθε για τον θάνατο του νεκρού αδελφού, με επιστολή του τότε ΓΕΣ ανήμερα του Προφήτη Ηλία, στις 20 Ιουλίου του 1949. Συνεπώς πρέπει να είχε σκοτωθεί στις αρχές του μήνα. Τίς μέρες εκείνες το ημερολόγιο του τάγματος περιέγραφε δύο εμπλοκές κάπου στο όρος Σμόλικας, στα Γρεβενά. Τα αναφερόμενα τοπονύμια ήταν Αγιά Σωτήρα, Λυκοκρέμασμα, Λιβάδι και Κουρτός! Κανένας απο τους χάρτες μου δεν περιείχε κανένα απο τα τοπονύμια... Ο εντοπισμός των θέσεων που γύρευα φαινόταν αδύνατος!
Η δουλειά με απορροφούσε και αφιέρωνα τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο μου εκεί. Όποτε μπορούσα αγόραζα χάρτες παλιούς απο τα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης. Ύστερα άρχισα να ταξιδεύω στα Γρεβενά. Υπάρχει χωριό Αγια Σωτήρα, μετά τα Γρεβενά, στο δρόμο για την Κόνιτσα. Ρωτώντας τους γέρους του χωριού έτρεχα πάνω στα βουνά, απο τον Γράμμο και το Βίτσι, να βρώ το Λυκοκρέμασμα, ή το Λυκοπέρασμα, το Λιβάδι ή το Λιβαδερό, την κάθε Αγια Σωτήρα, τον Κουρτό ή τον Κούρτο και τον Τούρκο... Μύλος δηλαδή! Πάνω που απελπίστηκα έμαθα πως στο Γραφείο Γεωγραφίας του ΓΕΣ υπάρχουν χάρτες με τα παλιά τοπονύμια. Κατέβηκα πάλι στην Αθήνα, βρήκα τον εξυπηρετικό Λοχαγό και βρήκα την πρώτη καλή άκρη. Οι χάρτες που ζητούσα βρίσκονταν στην Γεωγραφική Υπηρεσία του Στρατού στην Κόνιτσα! 





Με τους χάρτες στα χέρια μου ξεκίνησε άλλη μια Οδύσσεια σ’ όλη την Πίνδο!  Όποτε μπορούσα να δικαιολογήσω και να κλέψω ένα Σάββατο ή μια Κυριακή, πάντα κρυφά απο την οικογένεια, έπαιρνα τα βουνά ψάχνοντας να καταλάβω την αληθινή πορεία του 527! Έτσι γνώρισα πολύ καλά όλη την περιοχή της δυτικής Μακεδονίας με τα απίστευτα δάση και την απαράμιλλης ομορφιάς φύση, κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, επειδή τον χειμώνα οι περιοχές είναι αδιάβατες απο το χιόνι και τη λάσπη. Κόντευα δυο χρόνια ερευνών κι αυτό επειδή η δουλειά και οι κακές χειμωνιάτικες συνθήκες ήσαν τα βασικά μου εμπόδια. Στο μεταξύ, οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις μου έφερναν κι άλλα εμπόδια. Η πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας δεν έφερε μόνο το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου, αλλά και την πτώση του καθεστώτος Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία. Οι Αλβανοί φυγάδες του “παραδείσου” τους κατά κύματα έμπαιναν λαθραία και πεζή στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας και τα πεδία των ερευνών μου. Ο στρατός και η αστυνομία έβαζαν φυλάκια στα βουνά και η έρευνά μου δυσκόλευε. Κατάφερα κι έβγαλα μια ειδική άδεια απο τον Αστυνομικό Σταθμό του Επταχωρίου, μολονότι ο διοικητής ήταν βέβαιος για την ματαιότητα των προσπαθειών μου.
Μια μέρα, στο γραφείο μου και σε μια συζήτηση με τον πατέρα μου, ήρθε η κουβέντα στον νεκρό αδελφό. Δεν θυμάμαι ακριβώς πως άνοιξε η συζήτηση, όμως βρίσκοντας μπόσικο τον πατέρα μου, τον ρώτησα, δήθεν με αφέλεια, που ακριβώς έψαχναν την δεκαετία του ’50, για τα κόκκαλα του νεκρού. Μου απάντησε πως είχαν πληροφορηθεί απο τον στρατό, ότι ο θείος μου είχε σκοτωθεί στην περιοχή της Αγια Σωτήρας, στο Λυκοπέρασμα, κάπου κοντά στη Σαμαρίνα! Τους χτύπησε όλμος και σκοτώθηκε ακαριαία μαζί μ’ άλλους 5 συναδέλφους του φαντάρους! Με πολύ μεγάλη δυσκολία έκρυψα την ικανοποίησή μου απο την πληροφορία του! Ήδη, γνώριζα την περιοχή! Είχα περάσει πολύ κοντά και γεωγραφικά ήμουν πολύ κατατοπισμένος...




Η τελική ευθεία

Εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισα να κλείσω για 10 μέρες το φυσιοθεραπευτήριο και να πάμε διακοπές. Την πρώτη μέρα των διακοπών, μου “έτυχε” μια υποχρέωση, που έπρεπε να λείψω για 2-3 μέρες στην Αθήνα. ΄Εφυγα ξημερώματα απο τη Χαλκιδική και οδηγώντας πιο γρήγορα απο ποτέ έφτασα στον Πεντάλοφο, μια ώρα απόσταση απο τη Σαμαρίνα. Μπήκα στον μακρύ διάδρομο του αστυνομικού σταθμού του χωριού ώρα 8:00 το πρωί. Ο αστυνομικός που ήταν σε υπηρεσία, κοιμόταν δίπλα στο μαγνητικό τηλέφωνο, σκεπασμένος με μια στρατιωτική κουβέρτα, φορώντας τις αρβύλες του. Τινάχτηκε τρομαγμένος απο την ξαφνική παρουσία μου, με τις ενοχές του πταίσματός του - επειδή κοιμόταν σε ώρα υπηρεσίας - να τον πολιορκούν. Τον καθησύχασα αμέσως κι άπλωσα τον χάρτη μου πάνω στο γραφείο του. Του έδειξα την περιοχή που ήθελα να πάω και τον ρώτησα να μου δείξει τον δρόμο. Του ζήτησα επίσης να με ενημερώσει εάν υπήρχε στρατιωτικό φυλάκιο, που θα μπορούσε να με εμποδίσει, καθώς και εάν υπήρχαν κάποια άλλα εμπόδια. Ανταποκρίθηκε θετικά και με κατατόπισε με λεπτομέρειες. Η μόνη του ένσταση ήταν το αυτοκίνητό μου. Οι χωμάτινοι δρόμοι ήταν ακατάλληλοι και θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τζίπ ή μουλάρι! Η BMW μου δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει. 
Έφτασα γρήγορα στο στρατιωτικό φυλάκιο, που έλεγχε τον χωματόδρομο που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι υλοτόμοι της περιοχής. Ο επικεφαλής λοχίας του φυλακίου συνέστησε να πάω απο το χωριό Ζούζουλη. Θα έκαμα κύκλο για να φτάσω στην περιοχή του Λυκοπεράσματος, στο ξωκκλήσι της Αγια Σωτήρας, αλλά το αμάξι μου δεν θα κόλλαγε πουθενά! Επίσης θα έπρεπε να φυλαχτώ απο τους λαθρομετανάστες Αλβανούς, που διέσχιζαν συχνά την περιοχή. Στο Μοναστήρι του Αϊ Γιώργη θα μπορούσα να διανυκτερεύσω, εφ’ όσον χρειαζόταν. 
Όλη η περιοχή είναι κατάφυτη απο μαύρα έλατα και πυκνό δάσος. Ο φιδίσιος, στενός χωματόδρομος είναι σε πολλά σημεία φαγωμένος απο τα νερά. Οι πλαϊνές ρόδες, πολλές φορές γλίστρησαν στα νεροφαγώματα κι άλλες τόσες κρεμάστηκαν στην άκρη του γκρεμού. Αριστερά μου και χαμηλά υπήρχε κάποιο ποτάμι, χωρίς πολύ νερό. Που και που διέκρινα ανάμεσα απο τα δέντρα χειροποίητα γεφύρια, απο κορμούς δέντρων και σανίδια, για να περνάν τα κατσίκια. Στο μοναστήρι του Αϊ Γιώργη δεν σταμάτησα καθόλου, όμως σιγουρεύτηκα πως ήμουν στο σωστό δρόμο. Η Ζούζουλη είναι ένα έρημο χωριό. Μοναδικός κάτοικος ένας τσομπάνος, που με φίλεψε παστή γίδα κι επιβεβαίωσε την σωστή μου πορεία, προς τα υπαρκτά πλέον τοπονύμια του Λυκοπεράσματος ή Λυκοκρεμάσματος όπου θα έβρισκα και το ξωκκλήσι της Αγια Σωτήρας.
Ψηλά, απ’ την πλαγιά όπου οδηγούσα με δυσκολία, είδα το λευκό ξωκκλήσι ανάμεσα απο τα μαύρα έλατα. Μέσα στην αγωνία μου διαπίστωσα πως το ξωκκλήσι βρίσκονταν στην απέναντι όχθη του ποταμού και γέφυρα δεν υπήρχε! Παρ’ όλα αυτά οδήγησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στον κακοτράχαλο δρόμο κι έφτασα στο ποτάμι. Στην απέναντι μεριά στα 300 μέτρα έβλεπα πεντακάθαρα το ξωκκλήσι, ανάμεσα στα δέντρα. Το ποτάμι δεν μπορούσε να με εμποδίσει και να με σταματήσει. Πήρα ένα μακρύ κλαδί και άρχισα να βυθομετρώ την κοίτη του ποταμού. Η κοίτη ήταν πετρώδης και προ παντός ρηχή! Έβαλα μπρός το αμάξι μου και αδίσταχτα τό ‘ριξα στο νερό! Πέρασα σχετικά άνετα, νοιώθοντας το σύρσιμο του αμαξώματος στο βυθό και σταμάτησα πίσω απο το ιερό της Αγια Σωτήρας.
Απόμεινα ακίνητος, μέσα στο αυτοκίνητο, βλέποντας με δέος το ξωκκλήσι. Είχε ένα στρέμμα αυλή, χωρίς δένδρα, με μερικά μεγάλα αγκωνάρια να προεξέχουν λοξά απο το έδαφος. Στα δεξιά υπήρχε μια συστάδα δέντρων, που βυθίζονταν σ’ ένα ρουμάνι και δίπλα υπήρχε χωματόδρομος, που οδηγούσε μακρυά απο το ξωκκλήσι. Διακόσια μέτρα πίσω μου υπήρχε ένα χειμαδιό και μια πρόχειρη καλύβα κάποιου τσομπάνη ή υλοτόμου.
Πήρα τη φωτογραφική μηχανή και βγήκα απ’ το αμάξι μου. Βαδίζοντας προ το ξωκκλήσι με πιάσαν κλάματα! Έκλαιγα, ανήμπορος να το ελέγξω και τράβαγα φωτογραφίες. Μπήκα στο έρημο ξωκκλήσι και φωτογράφισα τα δοκάρια που σχημάτιζαν την βάση της στέγης, το ξύλινο ταμπλώ του ιερού, τα φθαρμένα παράθυρα. Βγήκα στην αυλή, φωτογράφισα τα αγκωνάρια, την πίσω πλευρά του ξωκκλησιού, το παρακείμενο αλσύλιο. Κι όταν σταμάτησε το αβίαστο κλάμα μου  είδα τον τσομπάνο απο απέναντι, να με πλησιάζει με περιέργεια. Όταν του εξήγησα τους λόγους της παρουσίας μου, φωτίστηκε το πρόσωπό του. Θυμήθηκε τις ιστορίες που τού ‘λεγε ο πατέρας του, όταν ήταν μικρός, για την μάχη μεταξύ των ανταρτών με τον στρατό, για το ναρκοπέδιο που αφαιρέθηκε απο την περιοχή το 1964 και κατάφερε ο πατέρας του να φτιάξει εκεί το μαντρί τους. Τότε το 1964, είχαν ξεθάψει τους νεκρούς στρατιώτες απο το προαύλιο τη Αγια Σωτήρας, αλλά δεν γνώριζε πού τους είχαν πάει...
Σουρούπωνε κι έπρεπε να φύγω. Ευχαρίστησα και χαιρέτισα τον “ψοφάω για κουβέντα” συνομιλητή μου και οδήγησα προς τον Πεντάλοφο και την επιστροφή. ‘Ημουν βέβαιος πως εκεί ακριβώς είχε σκοτωθεί ο νεκρός αδελφός του πατέρα μου, πολύ πριν γεννηθώ. Η ψυχή μου με διαβεβαίωνε πως αυτός ήταν ο τόπος κι απόμενε να βρώ σε ποιό μέρος είχαν αποθηκευτεί τα οστά του. Στο δρόμο για το γυρισμό έπεσα πάνω σε μια ομάδα Αλβανών λαθροφυγάδων. Οι περισσότεροι, ακούγοντας τον θόρυβο απ’ το αμάξι μου, είχαν κρυφτεί σ’ ένα ρουμάνι, κάτω απο μερικά δέντρα. Σταμάτησα και τους φωτογράφισα, μέσα απ’ το αυτοκίνητο και ένας ξεθάρρεψε και πλησίασε το ανοιχτό μου παράθυρο. Μού έκαμε νόημα μήπως είχα κάτι φαγώσιμο. Δεν είχα τίποτε, παρά μονάχα ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό και μια κούτα τσιγάρα. Με νέο νόημα μου ζήτησε τσιγάρο και τού’ δωσα το ανοιχτό μου πακέτο. Μια κοπελίτσα που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, άρπαξε το πακέτο κι έβγαλε και μασούλησε μερικά τσιγάρα! Τέτοια πείνα είχε! Πήραν θάρρος κι οι άλλοι και περικύκλωσαν το αμάξι μου, ζητώντας οτιδήποτε φαγώσιμο. Ήταν φανερό πως η κατάσταση αγρίευε και τους πέταξα απ’ το ανοιχτό παράθυρο όλη την κούτα! Την στιγμή που όρμησαν στα τσιγάρα, χτύπησε το motorola μου, κουδουνίζοντας δυνατά! Απάντησα ανακουφισμένος και στην άλλη άκρη της γραμμής, άκουσα με έκπληξη την φωνή του Λοχαγού του Γραφείου Ιστορίας του ΓΕΣ! Οι Αλβανοί αποτραβήχτηκαν φοβισμένοι απ’ την ύπαρξη του τηλεφώνου, ίσως θεώρησαν πως είμαι της αστυνομίας κι έτσι έβαλα μπροστά τη μηχανή κι έφυγα, μιλώντας με τον Λοχαγό. Με πληροφόρησε πως είχε βρεί την κατάσταση με τα θύματα της μάχης στο Λυκοπέρασμα. Οι νεκροί είχαν εκταφεί το 1964 και τα οστά τους φυλάσσονταν στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Νεστορίου της Καστοριάς! Μπορούσε μάλιστα να μου δώσει και τα στοιχεία του οστεοφυλακίου, τμήμα τάδε, σειρά Β, αριθμός τόσο, όπου φυλάσσονταν τα οστά του νεκρού αδελφού, μαζύ με άλλους πέντε, που είχαν μοιραστεί τον ομαδικό τους τάφο.




Η λύτρωση

Ο πατέρας μου έκπληκτος είδε τις φωτογραφίες απο τον τόπο, που γύρευε μαζί με την μάνα του την δεκαετία του ’50. Με τρεμάμενα χέρια και με υγρά μάτια διάβασε το πιστοποιητικό της φύλαξης των οστών του σδελφού του, υπογραμμένο απο τον διοικητή του Στρατιωτικού Νεκροταφείου του Νεστορίου της Καστοριάς. Οι αδελφές του με έσφιξαν δυνατά στην αγκαλιά τους. Άγγιξαν με στοργή τα έγγραφα της πορείας του 527 Τ.Π. και απόμειναν βουβές, βλέποντας μ’ ένα βλέμμα απλανές μέσα και μακρυά απο τις φωτογραφίες. Η γιαγιά μου δεν ξαναήρθε ποτέ στα όνειρά μου! Όλη η οικογένεια αποφάσισε να μη διαταράξει την αιώνια ησυχία του νεκρού αδελφού, αφήνοντάς τον μαζύ με τους φίλους του. Τον τίμησαν και τον τιμούν αιώνια, κρατώντας τον ζωντανό στην μνήμη τους.

Αλέξανδρος Υδάτης
Μάρτιος 2009.


Υ.Γ. Το κείμενο γράφτηκε ύστερα απο την θερμή παρακίνηση του γιού μου Άγγελου - Πασχάλη. Είναι αφιερωμένο στη μνήμη του θείου μου και του πατέρα μου, αλλά και στους νεκρούς της οικογένειας της μητέρας μου. 
Α.Υ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ Αλέξανδρε

Διαβάζοντας αυτή την ανάρτησή σου, πραγματικά (δεν αποτελεί σχήμα λόγου και τυπική αβρότητα) ένιωσα να με πλημμυρίζει μια βαθιά συγκίνηση. Ο άδικος χαμός του παπού σου, το μαράζι της οικογένειας για τον άταφο και άκλαφτο από τη μεριά της νεκρό και η δκή σου εναγώνια αναζήτηση για εύρεση και ταφή των οστών, δεν ξέρω γιατί ασυναίσθητα μου έφερναν στο νου μου συνέχεια την τραγωδία του Σοφοκλή "Αντιγόνη".

Με τη διαπιστωμένη λογοτεχνική ικανότητα που σε διακρίνει και δίναντας έμφαση ότι στην απέναντι πλευρά ήταν τα άλλα αδέρφια της οικογένειας, θα μπορούσες να γράψεις ένα ιστορικό αφήγημα, που να τυπωθεί και σε βιβλίο. Το χρωστάς όχι μόνο στο γιο σου, που απ΄ ότι φαίνεται τον υπεραγαπάς (να τον χαίρεσαι) αλλά και στην τοπική ιστορία.

Κώστας Κούρτης