Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Τα Χριστούγεννα του 1979



Το σκληρό 1979 έβαινε προς το τέλος του. Η δεκαετία του 1980 θα σηματοδοτούσε πολλές αλλαγές για την χώρα, που κανείς τους δεν υποψιαζόταν. Γι’ αυτούς πιο κοντά ήταν η ντροπή της Κύπρου το 1974, παρά η ευφορία της ένταξης στην Ε.Ο.Κ. το 1980 και της νίκης του σοσιαλιστικού κόμματος το 1981. Άλλωστε το να είσαι στρατευμένος σε ελληνικό νησί κι έχοντας αρχηγό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων τον πιο σκληροπυρηνικό δεξιό πολιτικό, που παρά το ρωσσογεννές επώνυμό του, είχε την ετικέτα του επιτυχημένου γεφυροποιού με την χούντα και επέζησε πολιτικά, δεν ήταν ότι καλύτερο να είσαι υφιστάμενός του. Οι διακρίσεις στο στράτευμα αλλά και στην πολιτική ζωή δεν είχαν εξαλειφθεί. Τα λεγόμενα ¨σταγονίδια¨, οι πιστοί των χουντικών και το «στιγμιαίο έγκλημα» που είχε χαρακτηριστεί το πραξικόπημα του 1967, συντηρούσαν με ανασφάλεια, μια επίπλαστη δημοκρατία που δεν μπορούσε παρά να κάμει υπομονή για να συνέλθει εντελώς και να απορρίψει αργότερα, τα υπολείμματα μιας ταραγμένης εποχής. Όλοι κοιτούσαν με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά παράλληλα έπαιρναν και τα μέτρα τους φυλαγόμενοι από παντού, προς το παρόν.



Ο λόχος του μηχανικού στο νησί είχε όλο κι όλο εξήντα πέντε άτομα στη δύναμή του. Όλοι ήσαν επαγγελματικά σχετικοί με την τοποθέτησή τους εκεί. Ύστερα από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο – ποτέ δεν είναι αργά—είχε αρχίσει ένας αγώνας δρόμου για την οχύρωση των νησιών του Αιγαίου. Γι’ αυτό όλοι, από τον διοικητή μέχρι τον τελευταίο φαντάρο, ήσαν σχετικοί με κατασκευές. Άλλος πολιτικός μηχανικός, άλλος αρχιτέκτονας, άλλος υπομηχανικός, τοπογράφος, εργοδηγός, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, καλουπατζής, χτίστης, σοβατζής… υπήρχαν και οι χειριστές μηχανημάτων. Οδηγοί, μπολντοζιέρηδες, εκσκαφείς, ισοπεδωτές, όλες οι ειδικότητες τέλος πάντων που είναι αναγκαίες και χρήσιμες για να στελεχωθεί μια στρατιωτική μονάδα, που θα μπορούσε να οχυρώσει το νησί.  Ο στρατός έχει πλάκα, (τουλάχιστον εκείνη την εποχή) αν δεν τον πάρεις στα σοβαρά. Υπάρχουν βαρύγδουποι τίτλοι, που απονεμόμενοι σε αγράμματους συμπατριώτες μας, τους έκαμαν να ανατριχιάζουν από υπερηφάνεια. ¨Χειριστής ηλεκτροπαραγωγών ζευγών¨! Έτσι δήλωνε ένας πειραιώτης ηλεκτρολόγος γιομάτος καμάρι. Αντίθετα ένας Αρτινός αρχιτέκτονας, χαρακτηρισμένος από τους παρακρατικούς μηχανισμούς της εποχής ως σκληροπυρηνικός κομμουνιστής (ενώ ήταν νεωτεριστής σοσιαλιστής) σάρκαζε δηλώνοντας ειρωνικά : στρατιώτης σκαπανεύς μηχανικού! Αμφότεροι ιδροκοπούσαν από τις εφτά το πρωί μέχρι το βράδυ, σκλαβωμένοι αναγκαστικά και αδιαμαρτύρητα, πότε να φτιάξουν ένα προκατασκευασμένο ( με αμερικάνικες προδιαγραφές άρα δοσμένες και στον απέναντι τούρκικο στρατό) πολυβολείο ή ένα ημιορεινό στρατιωτικό δρόμο ή ένα τόλλ ή ένα βόθρο (πάντα με τις ίδιες αμερικάνικες προδιαγραφές και για τα δύο αντίπαλα μέρη).
Εκτός όμως από την σκληρή δουλειά, υπήρχε ανάγκη να διατηρηθεί αλώβητο και σε υψηλό επίπεδο το φρόνημα των ανδρών. Οι αξιωματικοί ήσαν οι σε πιο δύσκολη θέση. Τόσο οι μόνιμοι όσο και οι έφεδροι έπρεπε να πείσουν άπαντες πως έπρεπε να έρθουν εις πέρας όλα τα έργα και παράλληλα όλοι να είναι ευτυχείς, ευχαριστημένοι και προ παντός υπάκουοι. Έτσι οι άδειες ήσαν σχετικά τακτικές και γενναιόδωρα συμπληρωμένες με αρκετές έξτρα ημέρες (τα λεγόμενα οδοιπορικά), δήθεν αναγκαίες για την μετάβαση και την επιστροφή. Έτσι μια σαρανταοχτάωρη άδεια διαρκούσε μέχρι μια βδομάδα, επειδή ήσαν σε νησί κι υποτίθεται ότι έπρεπε να ταξιδέψουν με καράβι για την ηπειρωτική Ελλάδα, μολονότι όλοι χρησιμοποιούσαν το αεροπλάνο. Ένας άλλος τρόπος – κίνητρο για αδιαμαρτύρητη δουλειά ήταν το βελτιωμένο συσσίτιο, με επιπλέον χρηματοδοτική ενίσχυση του λόχου και βέβαια – πολύ σημαντικό κι αυτό – η ανάθεση της υποχρεωτικής φύλαξης – σκοπιάς σε στρατιώτες του πεζικού, που φαίνεται περίσσευαν στις μονάδες τους και στέλνονταν με απόσπαση να φυλάξουν στη θέση των «προνομιούχων»  ανδρών του μηχανικού.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1979 και σ’ όλο το στρατόπεδο του Μηχανικού, πέντε μέρες πριν από την ημέρα των Χριστουγέννων, ήταν διάχυτη μια ανυπόφορη νευρικότητα. Οι μισοί είχαν τις κακές τους κι οι άλλοι μισοί περίμεναν κουμπωμένοι τις εξελίξεις. Είχε συμφωνηθεί οι μισοί να φύγουν και να κάμουν Χριστούγεννα στα σπίτια τους κι οι άλλοι μισοί να φύγουν την Πρωτοχρονιά, αφού επιστρέψουν οι πρώτοι. Όμως τα χάλασε ο καιρός. Βγήκαν νοτιάδες στο Αιγαίο, βγήκαν κι άνεμοι σφοδροί ανατολικοί, απαγορεύτηκε ο απόπλους των πλοίων, το αεροπλάνο (ένα δρομολόγιο την ημέρα κι εκείνο για εξήντα θέσεις με προτεραιότητα στους πολίτες) πότε πετούσε και πότε όχι κι άντε να εύρεις θέση, καθηλώθηκαν οι μισοί αδειούχοι στο νησί και τα μαντάτα της μετεωρολογικής ήσαν άσχημα. Ο καιρός ολοένα και θα χειροτέρευε με προοπτική να κορυφωθεί η κακοκαιρία την Πρωτοχρονιά! Οπότε άδεια γιόκ! Και τι τα θέλεις Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι ! μονάχα ο διοικητής έτριβε τα χέρια του με ικανοποίηση, που θα μπορούσε να παραδώσει στους ανωτέρους του τα προγραμματισμένα έργα πριν από τις ημερομηνίες παράδοσης. Γεγονός άκρως σημαντικό για την καρριέρα του και για τις προοπτικές πρόωρης προαγωγής του.
Το στρατόπεδο ήταν σχετικά μικρό. Μια πύλη με φύλακα ένα μόνιμο αλφαμίτη, ένα διοικητήριο με πέντε γραφεία, δύο προκατασκευασμένα κτίρια των τεσσάρων δωματίων για κοιτώνες, ένα μαγειρείο, ο όρχος των οχημάτων και των μηχανημάτων, το ΚαΨιΜί και το εστιατόριο, μια αποθήκη υλικού και μπάνια με τα αποχωρητήρια. Όλα τούτα γύρω – γύρω και στη μέση μια αυλή πέντε στρεμμάτων με μια μουριά στο κέντρο κι ένα γήπεδο του βόλεϊ. Η μουριά δεν ήταν το μοναδικό δέντρο του στρατοπέδου. Κοντά στην πύλη και με κατεύθυνση το πάρκινγκ του διοικητηρίου υπήρχε μια ψωραλέα χαρουπιά, που στέκονταν απογυμνωμένη από τα φύλλα της στο καταχείμωνο. Κάποιος φαντάρος λοιπόν έριξε την ιδέα να διακοσμήσουν την χαρουπιά, όπως ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο, με μπάλες και φωτάκια. Αφού δεν μπορούσαν να περάσουν τούτες τις άγιες μέρες στον τόπο τους και με τις οικογένειες τους, ας έκαμαν κάτι ώστε να αισθανθούν πως είναι Χριστούγεννα, πως υπάρχει – βρε αδερφέ – ατμόσφαιρα κι όχι μονάχα το πλαστικό δεντράκι στον προθάλαμο του γραφείου του διοικητή!
Χρειάζονταν λοιπόν φωτάκια και μπάλες για το δέντρο – εν προκειμένω την χαρουπιά -  και δέκα μέτρα καλώδιο, ώστε να πάρουν ρεύμα είτε από το διοικητήριο είτε από την πύλη του αλφαμίτη. Τούτη η αθώα ιδέα έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους περισσότερους. Όσο προχωρούσε η ώρα τόσο κατελάμβανε και τους αρχικά αδιάφορους. Ύστερα μεταλλάχτηκε σε μανία. Κόλλησε στο μυαλό ολονών κι απέκτησε τέτοια σπουδαιότητα και τόση προτεραιότητα, που αν οι Τούρκοι επιχειρούσαν εισβολή, θα ‘πρεπε να περιμένουν να στολιστεί πρώτα η χαρουπιά και μετά μπορούσε ν’ αρχίσει ο πόλεμος!
Μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο όλοι ονειρεύονταν ένα γλέντι κάτω απ’ την Χριστουγεννιάτικη ψωραλέα χαρουπιά, που μυθοποιήθηκε κι έγινε στα μάτια τους το καλύτερο έλατο του Καρπενησίου, του Γράμμου και του Καϊμακτσαλάν! Μια ανεξήγητη ομαδική ψύχωση τους κατέλαβε όλους και ανήγαγε σε υπέρτατο σκοπό την μετατροπή της χαρουπιάς σε Χριστουγεννιάτικο σύμβολο.  Έπιασαν τον επιλοχία και του ζήτησαν να αιτήσει από τον διοικητή την αγορά των στολιδιών και των φώτων. Ουδόλως απελπίστηκαν όταν ο επιλοχίας τους μετέφερε πώς ο προϋπολογισμός της μονάδας δεν προέβλεπε αγορά τέτοιων ειδών. Βέβαια τους έκαμψε αρχικά η άρνηση του διοικητή, που τυπολατρικά ενεργώντας απέρριψε το αίτημα. Ύστερα απευθύνθηκαν στον γιατρό την μονάδας που ήταν και διευθυντής του πρώτου γραφείου και που όλοι ήξεραν πως δεν έγραφε ούτε τις άδειες ούτε τις  ποινές τους και προ παντός είχε λέγειν δυνατό, ικανό να κάμει το άσπρο μαύρο και να πείσει την καλόγρια ν’ αρνηθεί την παρθενιά της! Άλλωστε οι 1500 δραχμές που κόστιζαν τα στολίδια και τα φώτα ήταν για τον φαντάρο ένας γενναίος προϋπολογισμός ενός μηνός, όταν ο μισθός τους ήταν 90 δραχμές το μήνα! Ο γιατρός έκαμε για άλλη μια φορά το καθήκον του, έψησε τον διοικητή, τον έφερε σε μια κρίση γαλαντομίας και διέθεσε, ο τσιγγούναρος που δεν έδινε τ΄ αγγέλου νερό, τα λεφτά από την τσέπη του! Μονάχα που τα φώτα του δέντρου ήσαν όλα άσπρα κι όχι έγχρωμα, αλλά μικρό το κακό. Προ-προπαραμονή Χριστουγέννων οι φαντάροι έψαλλαν – σε πρόβα -  τα κάλαντα κάτω απ’ τη στολισμένη χαρουπιά, με μια πρωτόγνωρη ευφορία να σκεπάζει όλο το στρατόπεδο κι ένα άκρατο ενθουσιασμό να σβήνει μονομιάς την κακοτυχία τους, του να μη μπορούν να ταξιδέψουν.
Την παραμονή συμφώνησαν να δουλέψουν μέχρι το μεσημέρι. Σχεδίαζαν πυρετωδώς να γλεντήσουν κάτω και γύρω απ’ την φωταγωγημένη χαρουπιά, αψηφώντας το κρύο και την χειμωνιάτικη υγρασία. Ρεφενέ μάζεψαν λεφτά για ν’ αγοράσουν μελομακάρονα, γλυκά και κρασιά απ’ το εμπόριο καθώς και χοιρινό, που θα το ‘φτιαχνε τηγανιά ο Τσίκνης, ο ελεεινός μάγειρας, κάτω απ’ την απειλή της ξιφολόγχης. Ο Μπαλαντίνας, ο αποθηκάριος είχε εξασφαλίσει κι ένα φορητό κασετόφωνο με κασέτες λαϊκών τραγουδιών του Μ. Λοίζου, με το σουξέ « έλα στην παρέα μας φαντάρε» που είχε γίνει εθνικός ύμνος για το στρατόπεδο.
Ξημερώνοντας της Προπαραμονής έφυγαν, με το βλέμμα στη στολισμένη χαρουπιά σαν αρραβωνιαστικιά τους, για τις δουλειές. Στο Λόχο απόμειναν ο μάγειρας ο Τσίκνης, ο αλφαμίτης στην πύλη κι ο γιατρός (που δεν ήταν γιατρός μα φυσιοθεραπευτής και που το γιατρός ήταν περισσότερο παρατσούκλι παρά αξίωμα). Κατά τις εννιά το πρωί ο γιατρός (που ήταν και τηλεφωνητής και διοικητής και πρώτο γραφείο και ότι χρειάζονταν τέλος πάντων ο λόχος) έλαβε σήμα πως ένα ελικόπτερο του στρατού θα προσγειωνόταν στο γήπεδο του βόλεϊ του Λόχου, προκειμένου να παραλάβει μερικούς λοκατζήδες από το διπλανό στρατόπεδο, για άσκηση. Τυπικός στα καθήκοντά του πήρε κι έβγαλε απ’ το γήπεδο τους πασσάλους με το φιλέ του βόλεϊ και κατά τις δέκα ήρθε το ελικόπτερο. Την ώρα που προσγειώνονταν με θόρυβο και με τον κοπετό των ελίκων του να σαρώνουν την γύρω περιοχή, βγήκε έντρομος απ’ το διοικητήριο και χοροπηδώντας, χειρονομώντας και ουρλιάζοντας καλούσε τον πιλότο να διακόψει την προσγείωση και να τσακιστεί να φύγει. Ο πιλότος – αριστοκράτης του στρατού επαγγελματίας και περιφρονώντας τον ηλίθιο έφεδρο – αγνόησε τις προσταγές του, κατέβασε το ελικόπτερο και βλέποντας την ρημαγμένη χαρουπιά, με τα σπασμένα στολίδια και τα διαλυμένα χριστουγεννιάτικα φώτα της, απλώς έσβησε τις μηχανές του. Ο αλφαμίτης είχε βγάλει το κράνος του και το δάγκωνε μ’ απελπισία, παρακολουθώντας τον γιατρό να κλωτσά με μανία τον αέρα και βρίζοντας σαν λιμενεργάτης. Το κουφάρι της χαρουπιάς πάλλονταν πέρα-δώθε, με διαλυμένα τα στολίδια, με σπασμένα τα φώτα και με μικρούς καπνούς απ’ τα σπασμένα λαμπάκια.
Θρήνος και οδυρμός και απελπισία γιόμισαν το σούρουπο το στρατόπεδο. Άφωνοι, συγκλονισμένοι φαντάροι, περνούσαν σιωπηλοί και με βλέμμα υγρό έβλεπαν τα συντρίμμια της χαρουπιάς να δέρνονται στον αέρα. Το όνειρό τους γκρεμίστηκε στη δίνη των ελίκων, μαζί με δυό ελλενίτ, πού είχαν ξεκολλήσει απ’ τους λυόμενους κοιτώνες. Ο αξιωματικός υπηρεσίας ψυχανεμίστηκε την τραγωδία και παραμερίζοντας τον αξιωματικό εγωισμό του έβγαλε ένα χιλιάρικο και το κατέθεσε στο δέντρο, καλώντας όλους να συνεισφέρουν από το πενιχρό χαρτζηλίκι τους, για να αγοραστούν νέα στολίδια κι έγχρωμα λαμπάκια. Ένας ροδίτης φαντάρος – μηχανικός προσφέρθηκε να φέρει απ’ τη Ρόδο, αναργύρως, από δικό του έμπορο το αναγκαίο υλικό, το αργότερο το μεσημέρι της παραμονής! 3.500 δραχμές έκαμαν μικρό σωρό μονομιάς κάτω απ’ την χαρουπιά. Τα τηλεφωνήματα των προσεχών ημερών προς τις κοπελιές, τα τσιγάρα, η έξοδος έγιναν θυσία σε μια παραξενιά, σ’ ένα ανεξήγητο πόθο, που ξεπερνούσε τ’ άτομα, τις ανάγκες τους και γίνονταν κοινός σκοπός κι αλληλεγγύη και πάθος δίχως ανταλλάγματα… 
Ανήμερα της παραμονής το μεσημέρι, η χαρουπιά είχε ανακτήσει τη χαμένη της αίγλη. Πολύχρωμα λαμπάκια αναβόσβηναν με ρυθμό και κόκκινες μπάλες λικνίζονταν χαρωπά κάτω απ’ τα βλέμματα τρισευτυχισμένων φαντάρων. Η συννεφιά και το κρύο ήσαν αμελητέες και ο θρίαμβος της επιτυχίας είχε καταλάβει το στρατόπεδο. Μοσχοβολούσε το χοιρινό που τηγανίζονταν με το κρασί κι ο διοικητής φούσκωνε σαν παγώνι από υπερηφάνεια. Ο γιατρός είχε εξασφαλίσει την παρουσία του συνταξιούχου παπά του διπλανού χωριού. Επειδή στα μέρη αυτά είχε πολλούς σκορπιούς κι επειδή πολλοί αγρότες έπεφταν θύματα δαγκωμάτων των σκορπιών, ο γιατρός διέθετε δωρεάν τ’ αποθέματα των ενέσεων του στρατού και γλύτωνε τους χωριάτες από το να τρέχουν στο νοσοκομείο. Ο παπάς είχε εκτιμήσει δεόντως την προσφορά του κι είχε θέσει τις υπηρεσίες του στη διάθεση του λόχου. Για τούτο θα έρχονταν το απόγιομα να λειτουργήσει μέσα στο στρατόπεδο. Ο γιατρός, προνοητικός πάντα, είχε στήσει κοντά στην χαρουπιά ένα μεγάλο χειρουργικό αντίσκηνο, χωρίς την άδεια του διοικητή, ώστε να έχει προστατευμένο κατάλυμα για την λειτουργία, σε περίπτωση κακοκαιρίας, αλλά και για να προκαταλάβει στις αντιρρήσεις του τυπολάτρη διοικητή. Έτσι ένα τεράστιο αντίσκηνο στήθηκε σε χρόνο ρεκόρ από τους ενθουσιασμένους φαντάρους, διευκόλυνε μάλιστα και τον μάγειρα να σερβίρει το χοιρινό και τα υπόλοιπα καλούδια του εκεί σε περίπτωση κακοκαιρίας.
Η καναδέζα με τα τρόφιμα για το παραλιακό φυλάκιο της Κέφαλου είχε φύγει από νωρίς το μεσημέρι. Ο δεκανέας Ράπτης απ’ το Σκάνδαλο Ιωαννίνων με τον στρατιώτη Χουντάλα απ’ την Αθήνα είχαν αναλάβει την τελευταία τροφοδοσία του φυλακίου, σε τρόφιμα και νερό. Μαζί τους είχαν πάρει και δυό μπουκάλια ουίσκυ, μπέρμπον κι έστησαν το προεόρτιο γλέντι μαζί με τους αποσπασμένους, μοναχικούς φύλακες του Αιγαίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις η εγκράτεια είναι πολυτέλεια. Μισομεθυσμένοι οδήγησαν την καναδέζα πίσω στο λόχο και κορνάροντας θριαμβευτικά προειδοποίησαν τον αλφαμίτη να ανοίξει την πύλη. Γκαζώνοντας με σπουδή τρόμαξαν στη θέα του νεοεγειρθέντος χειρουργικού αντίσκηνου της πρόχειρης εκκλησίας. Ούτε που πρόλαβαν να σκεφτούν πως βρέθηκε εκεί ή αν είχαν κάμει λάθος στρατόπεδο! Μια στραβοτιμονιά ήταν αρκετή να πέσουν με σφοδρότητα στην ψωραλέα – πλην όμως καλοστολισμένη χαρουπιά – και να την κόψουν σύρριζα απ’ τη βάση της.
Ανήμερα των Χριστουγέννων το στρατόπεδο ξύπνησε από συναγερμό. Η περιοχή όπου πετούσαν τα σκουπίδια είχε πάρει φωτιά κι επειδή ήταν στον χώρο ευθύνης τους έπρεπε να επέμβουν. Ζώστηκαν τα σκαπάνια, τις πετσέτες και το νερό και κίνησαν ποδαρόδρομο – μισή ώρα δρόμος. Κακόκεφοι και δυστυχείς γύρευαν κάπου να ξεσπάσουν. Το δέντρο τους είχε καταστραφεί, η γιορτή τους είχε χαλάσει, η διάθεσή τους είχε πληγωθεί, ήρθε και η φωτιά… τί χειρότερο μπορούσε πια να συμβεί; δύσθυμοι, με βαρειά καρδιά και ανόρεχτοι κλείστηκαν στον εαυτό τους και κανείς δεν μιλούσε. Περπατούσαν μηχανικά κι η ανάπηρη διάθεσή τους κατέρρευσε όταν διαπίστωσαν πώς προτού φτάσουν η φωτιά είχε σβήσει από μόνη της. Καταριόμενοι την  κακή τους μοίρα πήραν κι έσυραν, σκασμένοι, τα βήματά τους για την επιστροφή.
Όμως  ο μπολντοζιέρης, ο Σάββας απ’ τα Μέγαρα, είχε άλλη ιδέα. Κρυφά και χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ξέκοψε από την φρουρά και έμεινε πίσω μόνος του. Ξεχώρισε ένα πουρνάρι στην πλαγιά και πήγε και το ‘κοψε. Ύστερα το ‘συρε πίσω στο έρημο στρατόπεδο κι εκμεταλλευόμενος την απουσία όλων τους, που θρηνώντας την κακοτυχία τους είχαν κλειστεί στους εαυτούς τους, το ‘στησε στη θέση της ρημαγμένης χαρουπιάς, το στόλισε με τ’ απομεινάρια των φώτων και των στολιδιών κι ύστερα άρχισε να ουρλιάζει ακατάληπτα και να πανηγυρίζει, να χορεύει γύρω απ’ το φωτισμένο πουρνάρι, μέσα στη νύχτα, σαν ινδιάνος, αναγκάζοντας τα φαντάρια να ξετρυπώσουν αμήχανα κι απορημένα.
Εκείνο το γλέντι της βραδιάς των Χριστουγέννων του 1979 σημάδεψε τον Λόχο του Μηχανικού. Το πουρνάρι παρέμεινε στολισμένο μέχρι αρχές Φεβρουαρίου, σαν σημαία . Το κουφάρι της χαρουπιάς κρύφτηκε μ’ επιμέλεια από τον Μπαλαντίνα στην αποθήκη υλικού. Στη θέση της φυτεύτηκε μια νέα χαρουπιά, που ύστερα από μήνες, ένας νεοσύλλεκτος γεωπόνος επεσήμανε πως είχαν κάμει λάθος επιλογή. Το νεαρό δεντράκι ήταν αχλαδιά!

1 σχόλιο:

anevlavis είπε...

Γιατρέ μου, αληθινή ιστορία μου μοιάζει αυτή. Αναμιμνήσκεσαι ημερών αρχαίων, δεξιών, εποπτευομένων υπό γεφυροποιών και αγαλιάζει η ψυχή σου. Πού 'ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια...
Το πιο ωραίο όμως το φύλαξες για το τέλος. Καλά που το δέντρο δεν σας βγήκε ...συκιά.

Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σου για την ισροσελίδα μου.