Πήρε η καταιγίδα το λογισμό μακρυά πολύ. Σχεδόν τρία χρόνια πριν. Που αν μετρηθούν οι μέρες και οι νύχτες, τα σαββατοκύριακα της μοναξιάς, οι γιορτινές του κόσμου οι μέρες, χάνεται ο λογαριασμός. Και καμμιά αργία δεν έστερξε να τη βγάλει απ' το μυαλό και στη ψυχή του. Ακατάπαυστα την σκέφτεται, ακατάπαυστα...
Σκίζουν οι κεραυνοί τον απέραντο ουρανό, όμως κανείς δεν μπορεί να σκίσει έτσι και την καρδιά του. Μόνο εκείνη. Μόνο εκείνη κατάφερε να τον σκίζει, να τον πονά ακόμη και τώρα, ύστερα απο τόσο καιρό...
Μερόνυχτα παλεύει να την αρνηθεί, να τη ξεχάσει...
Δεν γίνεται...
Κι ολοένα και πιο πολύ μια μελωδία είναι αρκετή για να ερμηνεύσει την πικρή του ζωή...
Ποτέ ξανά
ποτέ ξανά δε θα σε δω,
ποτέ ξανά δε θα σ' αγγίξω.
και τα στερνά τα λόγια που σου τραγουδώ
μες στην καρδιά μου θα τα πνίξω
Ποτέ ξανά τα μάτια σου τα φωτεινά
δε θα με ντύσουν γιορτινά
ποτέ ξανά οι γειτονιές και τα στενά
δε θα μας βρουν μαζί ξανά
Ποτέ ξανά δε θα σου πω ευχαριστώ
για όσα έκανες για μένα
ποτέ ξανά στα χέρια σου δε θα κρυφτώ,
να κλάψω για τα προδομένα
Ποτέ ξανά τα μάτια σου τα φωτεινά
δε θα με ντύσουν γιορτινά
ποτέ ξανά οι γειτονιές και τα στενά
δε θα μας βρουν μαζί ξανά...
ποτέ ξανά δε θα σε δω,
ποτέ ξανά δε θα σ' αγγίξω.
και τα στερνά τα λόγια που σου τραγουδώ
μες στην καρδιά μου θα τα πνίξω
Ποτέ ξανά τα μάτια σου τα φωτεινά
δε θα με ντύσουν γιορτινά
ποτέ ξανά οι γειτονιές και τα στενά
δε θα μας βρουν μαζί ξανά
Ποτέ ξανά δε θα σου πω ευχαριστώ
για όσα έκανες για μένα
ποτέ ξανά στα χέρια σου δε θα κρυφτώ,
να κλάψω για τα προδομένα
Ποτέ ξανά τα μάτια σου τα φωτεινά
δε θα με ντύσουν γιορτινά
ποτέ ξανά οι γειτονιές και τα στενά
δε θα μας βρουν μαζί ξανά...