Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά κι η ζέστη φλόγιζε πάνω στα μπράτσα του. Οδηγούσε προσαρμοσμένος στην κοινή ταχύτητα του ατέλειωτου κονβόι των αυτοκινήτων, που ανηφόριζε αργά την Καρδία. Ο άνεμος περιδινίζονταν στις θυρίδες του κράνους, παράγοντας ένα βουητό που δεν μπορούσε να πνίξει ούτε το θόρυβο της μηχανής ούτε τις σκέψεις του.
Σκέψεις που εκλύονται αυτόματα καθώς σ' αυτή τη διαδρομή, ήταν αμέτρητες οι φορές που ανηφόρισαν μαζί, πηγαίνοντας Χαλκιδική. Σκέψεις αναπόφευκτες όπως για κάθε δρόμο, κάθε μέρος, κάθε διαδρομή όπου αχώριστοι διάβηκαν αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη, που ποτέ δεν πρόκειται να σβήσουν...
Άνοιξε το γκάζι αλλάζοντας απότομα θέση στην καυτή άσφαλτο. Επειδή δεν ήθελε να σκέφτεται, να ξαναπέσει στα αφόρητα γιατί, που οι αναμνήσεις γεννούνε κι επειδή στις μεγάλες ταχύτητες οι αισθήσεις τσιτώνονται και μυαλό δεν περισσεύει, για να επιβιώσεις μέσα στο μεγάλο ποτάμι των αυτοκινήτων.
Η μηχανή μούγκρισε ανεβάζοντας θερμοκρασία. Τα λάστιχα ζεστάθηκαν, το στροφόμετρο μπήκε στα κόκκινα καθώς προσπέρναγε με σλάλομ τα αμέτρητα αυτοκίνητα. Ξεχύθηκε στις ανοιχτές καμπές γαντωμένος πάνω στο τανκ, με τα χέρια σφιχτά πάνω στο τιμόνι και τα γόνατα ενωμένα, ένα με τη μηχανή. Ανεβαίνοντας τη μικρή ανηφορίτσα για Λάκκωμα ένοιωσε το μπροστινό τροχό να πετάει, λες και στηρίζονταν μόνο στον πίσω τροχό. Η βελόνα πλησίαζε τα 200 στο ταχύμετρο, όταν ανοίχτηκε στη μεγάλη ευθεία της Καλλικράτειας.
Όπως εκείνο το βράδυ, χρόνια πριν. Όταν του είχε ζητήσει να κόψει ταχύτητα, που ο δρόμος ήταν άδειος και μόνη συντροφιά τους ήταν ένα λαμπρό φεγγάρι, που ασήμιζε τη εκείνη τη νύχτα...
Ήταν σαν να την άκουσε πάλι. Στο ίδιο σημείο...
Ούτε η μεγάλη ταχύτητα ούτε η αυξημένη προσοχή και συγκέντρωση ούτε η αδρεναλίνη ούτε το βουητό του ανέμου στ' αυτιά του ούτε ο χρόνος μπόρεσαν να την αναχαιτίσουν.
Έκοψε ταχύτητα, μπήκε στον παράδρομο και σταμάτησε. Κατέβηκε απ' τη μηχανή, έβγαλε το κράνος κι άναψε τσιγάρο.
Έμεινε αρκετή ώρα ακίνητος.
Με τον άνεμο στα μαλλιά κι εκείνη στη ψυχή του...