Ο Μαρτιάτικος ήλιος ήταν ασυνήθιστα δυνατός. Δυνατό φώς και ζέστη καλοκαιριάτικη. Ένοιωθε τον αυχένα του να καίγεται κι ο ιδρώτας πότιζε, ήδη, τις μασχάλες κι έτρεχε απ' τα πλευρά του.
Το στυλιάρι της αξίνας μούσκεψε κάτω απ' τις χοντρές παλάμες του και γλυστρούσε. Σταμάτησε το σκάψιμο για λίγο, ακούμπησε το στυλιάρι πάνω στη κοιλιά του και το στήριξε για να ισορροπήσει. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του και τέντωσε προς τα πίσω το κορμί του. Η μέση του πονούσε. Σκούπισε και τις παλάμες του πάνω στα κολομέρια, τανύστηκε για να ξεπιαστεί και τον έκοψε η άγρια φωνή του Γιώτη:
-- Άντε , ρε κουνήσου, μη κάνεις δέκα ώρες... δυό τάφους δέκα ώρες...άντε... άντε...
Στράφηκε κι είδε τον χοντρομπαλά τον Γιώτη, να του νεύει να κάμει γρήγορα. Έφτυσε τις παλάμες του, τις έτριψε δυνατά και τις ένοιωσε να καίγονται, όπως καίγονταν ήδη και τα σωθικά του από τον θυμό. Έσκυψε το κεφάλι του κι άρπαξε απότομα την αξίνα κι όπως ήταν σκυφτός, κανείς δεν μπορούσε να 'δεί τα μικρά μαύρα μάτια του, να σκοτεινιάζουν ακόμη περισσότερο. Έχωσε με μανία την αξίνα στο στεγνό χώμα και τράβηξε με λύσσα, τόσο βίαια, που τα χώματα τινάχτηκαν ολοτρό γυρα και σκόρπισαν σαν νά 'σκασε χειροβομβίδα.
Δούλεψε με μανία θαρρείς, αδιάκοπα. Έσκαβε, φτυάριζε, τα χώματα σχημάτισαν ένα δεύτερο ανάχωμα, δίπλα σ' ένα, ήδη, ανοιχτό τάφο. Το χώμα στεγνό. Μήνες τώρα είχε να βρέξει. Η ανομβρία τυρρανούσε το χωριό του, τη χώρα όλη. Γκρίνιαζαν οι αγρότες για τ' ανύπαρκτα, μολονότι χιλιο-υποσχεμένα αρδευτικά κανάλια, απειλούσαν τους βουλευτές, ικέτευαν την πολιτεία, έκαμαν λιτανείες (έφεραν, μάλιστα, κι ολάκερο Μητροπολίτη) κι ύστερα απελπίζονταν και σιωπούσαν. Τό 'ξερε κι αυτός, ναί αληθινά, τό 'ξερε πως η γής εκδικείται, αλλά σε ποιόν και πώς να παραπονεθεί, αυτός ο νεκροθάφτης; Τί να πεί; Πως δεν μπορεί να σκάψει ν' ανοίξει τάφους; Σάματις οι νεκροί ανθίζουν και καρπίζουν; Δεν μίλαγε το λοιπόν. Του έφτανε , ήδη, που οι περισσότεροι τον απέφευγαν.
Η περιφρόνηση του χωριού στο πρόσωπό του ήταν δεδομένη. "Ο νεκροθάφτης". Μόνο που το πρόφεραν, ανατρίχιαζαν. Ιδιαίτερα οι γριές και οι γέροι που ψυχανεμίζονταν το τέλος τους να σιμώνει.
Όταν αποφάσισε κι έγινε νεκροθάφτης, κανείς δεν τον είχε ρωτήσει γιατί. Όλοι τους, μα όλοι, πάρε απ' τη μάνα του μέχρι τον τελευταίο γνωστό, είχαν καταδικάσει την απόφασή του. Όλοι, εξόν του παπά, πού 'χε ανακουφιστεί, που επιτέλους, είχε βρεθεί ένας χριστιανός κι ειχε αναλάβει να παραχώνει τους συγχωριανούς του. Κανείς δεν έλαβε υπ' όψιν του την μαύρη του φτώχεια, το ότι ήταν άκληρος, άνεργος, αδέκαρος και συνάμα κυνηγημένος σαν κομμουνιστής. κομμουνιστής απο βλακεία. Είχε πάει, ο ηλίθιος, μια φορά στην Καβάλα κι έπεσε σε μια διαδήλωση καπνοπαραγωγών. Ξαφνικά, γίνηκε φασαρία, πέσαν πάνω στο πλήθος οι χωροφύλακες, άρχισαν να δέρνουν, τό 'βαλε στα πόδια ο κακόμοιρος, όπως όλος ο κόσμος, κάποιος τον άρπαξε απ΄το γιακά, τον κλείσανε στο κρατητήριο, έγραψαν την επομένη οι εφημερίδες, "συλλάβανε τόσους κομμουνιστές", ανάμεσα κι αυτός.
Τρόμαξε να ξεμπλέξει. Τού 'χανε 'πεί (ούτε θυμάται πόσες φορές) να υπογράψει ένα χαρτί, που 'λεγε πώς δεν θέλει τον κομμουνισμό. Το υπέγραψε. Υπέγραφε κι όλες τις επόμενες φορές, που του το ξαναζητούσαν. Ακόμη κι ο παπάς τού 'χε ζητήσει τέτοιο χαρτί. Όπως, αιτείται απ' αυτούς που πρόκειται να βαφτίσουν ένα παιδί.
-- "Απεταξάμην τον διάβολο;"
-- Απεταξάμην!...
Κι έρχονταν τότες, (τι τότες; ακόμη και τώρα, ύστερα από εικοσιτρία χρόνια)_και τού 'λεγαν να τα παρατήσει, να σταματήσει να παραχώνει νεκρούς.
--Τί λέτε, μωρέ! είστε καλά;... ξαφνιάστηκε ακούγοντας τον εαυτό του να μονολογεί φωναχτά.
"Α, ρε κακομοίρη Φώτη! "σκέφτηκε..."τα χάνεις! παραμιλάς!"...
Τού ‘λείπαν οι άνθρωποι, η συντροφιά τους, του κακομοίρη, όπως ομολογούσε κι ο ίδιος. Ποιός να καταδεχτεί την παρέα του; Κανείς. Ούτε ένας. Μονάχα οι υπάλληλοι των γραφείων κηδειών κι αυτοί, για να τον παρακαλέσουν ν' ανοίξει ένα τάφο γρήγορα ή να τον βρίσουν επειδή ζήταγε, πότε-πότε, κάνα φράγκο παραπάνω.
Κι η γυναίκα του. Μαύρη φτώχεια αυτός; Αυτή να 'δείς! Παντρεύτηκαν. Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα. Πολύ-πολύ δύσκολα. Τα λεφτά της κοινότητας, ο μισθός δηλαδή, ελάχιστα. Πήγαινε, πότε-πότε στις οικοδομές για κά 'να μεροκάματο. Όταν, όμως, έπαιρναν χαμπάρι ότι είναι "πεθαμενατζής", τον έδιωχναν κακήν κακώς. Καμμιά δουλειά γι 'αυτόν, από κανέναν. Γεννήθηκε κι ο πρώτος γιός, στο ταραγμένο εξήνταεφτά, στριμώχτηκε ακόμη πιο πολύ. Δεν τού' φτανε η κακή του τύχη να είναι νεκροθάφτης, δεν τού 'φτανε η περηφρόνια του κόσμου, δεν είχε και να φάει! Τα φασόλια, οι φακές, η φάβα και το κατσαμάκι, ήσαν το μόνιμο μενού του τραπεζιού του.
Μια μέρα ήρθε η ώρα να βγάλουν, να ξεθάψουν ένα λείψανο. Μαζεύτηκαν τα παιδιά του νεκρού με τον παπά. άρπαξε τον κασμά και το φτυάρι και ξεπαράχωσε το φέρετρο. Ένας γιός του νεκρού τού 'δωσε ένα πεντακοσάρικο και του παρήγγειλε να φροντίσει τα κόκκαλα, να τα μαζέψει σ' ένα μεταξωτό σακκούλι, του ‘δωσε κι ένα ξύλινο περιποιημένο οστεοκιβώτιο και τα βάλει μέσα. Ανοίγοντας το φέρετρο, γιάλισε στα μάτια του μια χρυσή, ολόχρυση λίρα. Τον έπιασε πυρετός! Έψαξε καλά και βρήκε άλλες τέσσερεις. Σύνολον, πέντε ολόκληρες χρυσές λίρες! Ταχτοποίησε τα λείψανα στο μεταξωτό σακκούλι, τά 'βαλε στο κιβώτιο και τράβηξε στην εκκλησιά για το τρισάγιο. Πιάνει τον γιό του νεκρού και του λέει :
-- Αφεντικό, στο φέρετρο βρήκα τέσσερεις χρυσές λίρες!
Ο γιός του νεκρού είδε με κατάπληξη, τίς λίρες να γιαλίζουν στην παλάμη του. Το είπε στ' αδέλφια του, κι εκείνα κούνησαν με απορία τα κεφάλια τους.
--"Η μακαρίτισα η μάνα μας θα τά 'βαλε", συμπέραναν. Κανείς τους δεν γνώριζε την ύπαρξή τους!
Τού 'ρθε λιγοθυμιά. Την είχε πατήσει άσχημα. Ωστόσο, με την λίρα κι ένα χιλιάρικο εύρετρα, αγόρασε δυό κότες και σπόρο για ντομάτες. πιπεριές, μελιτζάνες, κλπ. Εφτιαξε ένα μπαξεδάκι και πλούτισε το τραπέζι του. Από τότε ο νούς του ήταν στα φέρετρα. Όποτε έβρισκε τον τρόπο, έψαχνε ακόμη και στις τσέπες των νεκρών κι όλο και κάτι έβρισκε: σταυρουδάκια, βέρες, κοσμήματα, χρήματα. Φτωχός ο κόσμος τότε, έτσι και τα "λάφυρά" του: λιγοστά κι ευτελή. Γεννήθηκε κι ο δεύτερός του γιός, ήρθαν άσκημες εποχές, δικτατορία, φόβος, συστολή, ξαναγύρισε στη φτώχεια. Ξέραινε το σκατό του και τό 'κανε παξιμάδι, που λέει ο λόγος.
Πέρασε κι η μπόρα της δικτατορίας, μεγάλωσαν τα παιδιά, μαζύ και τα βάσανά του. Συνήθισε, ωστόσο στη δουλειά του που άλλαξε, όπως αλλάζουν κι οι καιροί. Ο κόσμος τώρα πλήρωνε την περιποίηση και συντήρηση του μνήματος και τα μπαξίσια των ταφών, των μνημοσύνων και των εκταφών, συμπλήρωναν ικανοποιητικά τον μισθό του. Δεν έγινε, βέβαια, πλούσιος, όμως κατάφερνε να μη λείπει τίποτε από την οικογένειά του. Και τηλεόραση πια είχαν και ψυγείο και πλυντήριο, ακόμη κι αυτοκίνητο: ένα χιλιάρι φίατ μοντέλο του εβδομήντα, μεταχειρισμένο, βεβαίως.
Τώρα, λοιπόν, στα σαρανταδυό του κοιτάζει με φόβο το παρελθόν, όμως το παρόν είναι σίγουρο και το μόνο που απομένει είναι το μέλλον των παιδιών του. Ο μεγάλος μόλις πήγε φαντάρος. Έμαθε μηχανικός αυτοκινήτων, δεν πρόκειται να χαθεί. Ο μικρός τελειώνει το λύκειο. Θέλει, λέει, να πάει στο πανεπιστήμιο. Θεολόγος. Ας είναι... Ο παπά-Γιώργης του είπε τις προάλλες, πως ο μικρός έχει δυνατότητες... Ο μικρός έχει, όμως, τόν ρώτησε κανείς, άν αυτός έχει δυνατότητες να τον στείλει στην Θεσσαλονίκη, να πληρώνει κι άλλο ενοίκιο και τόσα άλλα έξοδα;
Σταμάτησε το φτυάρισμα κι έλεγξε γύρω του τον νιόκοπο τάφο. Το σίγουρο μάτι του έτρεξε απ' άκρη σ' άκρη, ερευνητικά. Τέλειος. Συμπέρανε. Πήδηξε έξω, μάζεψε τα εργαλεία του και τράβηξε στο καμαράκι του, στην άκρη του νεκροταφείου. Έβαλε τα εργαλεία στη θέση τους, έβγαλε την μπλούζα του κι έσκυψε το κεφάλι του, κάτω απ' την βρύση και δροσίστηκε.
--" Τι ζέστη και σήμερα", μονολόγησε.
Άναψε τσιγάρο και το κάπνισε σιωπηλός, διώχνοντας τις σκέψεις απ' το μυαλό του. Πέρασε το βλέμμα του πάνω απ' τους τάφους, λες κι ήθελε να χαιρετίσει την μοναξιά του, που άν ήταν ζωγράφος, θα την εζωγράφιζε με πολλούς σταυρούς όρθιους και ποικίλους : μαρμάρινους, ξύλινους, λευκούς, καφέ, μαύρους, γκρίζους, πλούσιους, δηλαδή ακριβούς και φτωχικούς, δηλαδή φτηνούς. Αυτός ο μπαγάσας ο Πέτρος ο μαρμαράς, τί λεφτά έβγαζε και βγάζει απ΄τους τάφους...
Έμαθε να σκέφτεται και να συλλογίζεται, γιατί δεν μπορούσε να 'βρεί άνθρωπο να συζητήσει. Κι όταν κάποιος αποφάσιζε να του μιλήσει, αυτός δεν ήθελε πιά...
Μεσημέριασε κι ήξερε πως στο σπίτι, η γυναίκα τού 'χε το φαγητό έτοιμο. Στίς τρισήμισυ θά 'πρεπε να επιστρέψει πάλι, για να θάψει δυό θύματα ενός τροχαίου δυστυχήματος.
--Πόλεμος ! είχε 'πεί του παπά, όταν έμαθε για το πώς πέθαναν οι σημερινοί.
--Τί πόλεμος; ρώτησε συνωφρυωμένος και σοβαρός ο παπα - Γιώργης.
--Νά, πόλεμος...τα τροχαία, λέω... πάνε και σκοτώνονται, κάθε μέρα τόσοι και τόσοι... λές και είναι πόλεμος... εξήγησε του παπά, πού 'σφιξε τα χείλη κι ένευσε συμφωνόντας.
Κλείδωσε το καμαράκι του και τράβηξε πρός τ' αυτοκίνητο.
--Φώτη, τέλειωσες;; άκουσε να τον ρωτά η φωνή του χοντρο- Γιώτη απ' το γραφείο κηδειών.
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και ξεκλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου του.
--Τρείς και δέκα νά 'σαι 'δώ ! Έτσι; πρόσταξε ο αντιπαθητικός χοντρομπαλάς.
--Ναί...έκανε με τα μάτια, κι έβαλε μπρός την μηχανή.
Τ' αυτοκίνητο μούγκρισε και ξεκίνησε αργά αργά και συνδύασε και συντόνισε τις κινήσεις των ποδιών του πάνω στο γκάζι και τον συμπλέκτη και ξαναθυμήθηκε, πως ο δίσκος του συμπλέκτη πατινάρει απ' την φθορά κι' όταν θα γύριζε ο μεγάλος με άδεια, πρώτη τους δουλειά θά 'τανε να τον αλλάξουν, να γλιτώσουν τα περαστικά.
Τα καθίσματα καίγανε απ' το δυνατό ήλιο και τον ευχαριστούσε καθώς ακουμπούσε την πονεμένη μέση του στη ζεστή πλάτη του καθίσματος. Σκέφτηκε την γυναίκα του κι επανέλαβε στο μυαλό του, όλες τις κινήσεις της, καθώς θά 'φτανε στο σπίτι. Όλες αυτές τις μονότονες, τις σταθερές κι αμετάβλητες κινήσεις και στάσεις της, ακόμη και τα λόγια της, τον τρόπο που σέρβιρε το φαγητό, τον τρόπο που έσκυβε εμπρός του. Είκοσι χρόνια, τώρα, πάντα τα ίδια. Ακόμη και στο κρεββάτι. Μια φορά στις δεκαπέντε, θα την ετραβούσε στο πλάι του κι εκείνη αμίλητη,, θά 'βγαζε τη νυχτικιά της, θά 'νοιγε τα πόδια της, θα της έκανε έρωτα και στο τέλος θά 'κουγε δυό τρία πνιχτά βογγητά της ή δυό τρείς βαθειές ανάσες. Να μή τους πάρουνε χαμπάρι τα παιδιά στο διπλανό δωμάτιο, άπο τότε πού 'τανε μικρά και τώρα ακόμη που μεγαλώσαν. Όμως, κι όταν λείπαν τα παιδιά, εκείνη τό 'χε συνήθειο να κάμει έρωτα, στα πνιχτά, στα μουλωχτά, το όλον πέντε δέκα λεπτά χρόνος.
Τι ζωή κι αυτή! Μ' άλλη γυναίκα να πάει, ούτε λόγος. Στη μικρή τους κοινωνία, ακόμη κι οι πουτάνες θα απέφευγαν τον νεκροθάφτη.
--" Θα πρέπει να είμαι ο πιο πιστός σύζυγος" , αστειευόταν καμμιά φορά με τον εαυτό του, "ίσως ο μοναδικός!"...
Η γυναίκα του τον υποδέχτηκε αμίλητη, όπως πάντα, συνωφρυομένη, και με τις καθιερωμένες κινήσεις της, έστρωσε το τραπέζι και σέρβιρε το φαγητό. Έφαγε βιαστικά, παρακολουθώντας, με την άκρη του ματιού του, το πρόσωπό της. Τα μάγουλά της πήραν να σουφρώνουν και τα μαλλιά της γκρίζαραν αρκετά. Μολονότι ήταν δυό χρόνια νεώτερή του, κάποιος τρίτος, παρατηρητής, θα τό 'χε σίγουρο, πως αυτός ήταν πολύ πιό μικρός. Το γεροδεμένο κορμί του, τα γυμνασμένα του μπράτσα, τα μαύρα του μαλλιά και το μελαχροινό καλοξυρισμένο του πρόσωπο, αποδείκνυαν την καλή του υγεία. Αντίθετα, τούτη η κακομοίρα είχε ταλαιπωρηθεί αρκετά τόσο στις εγκυμοσύνες της όσο κι αργότερα, σε μια βαρειά πνευμονία, που την είχαν καταβάλει αρκετά, τόσο που φαίνονταν ακόμη καταβεβλημένη. Την έδερνε κι η μοναξιά, (ποιά θά 'βαζε στο σπίτι της την γυναίκα του νεκροθάφτη;), τό 'χε πάρει κιόλας απόφαση πως το ριζικό τους ήταν τέτοιο, που να την κυνηγά παντού η ρετσινιά πως μυρίζουν πτωμαϊνη, σκυλεύουν τους νεκρούς, φτιάχνουν απο ανθρώπινα κρανία σταχτοθήκες κι άλλες τέτοιες αηδίες. Έτσι, κλείστηκε ακόμη πιο πολύ στον εαυτό της κι ούτε που έκαμε κάποια προσπάθεια να φτιάξει φιλίες με τις γειτόνισσες, ακόμη και με τις πιο γενναίες ή φιλότιμες, πού 'θελαν να ξεπεράσουν , έτσι, τις προκαταλήψεις τους.
Σηκώθηκε απ' το τραπέζι, άναψε τσιγάρο, πήρε και μιά καρέκλα και βγήκε στην αυλή, στον ήλιο και κάθησε έτσι, ώστε η ζέστη να χτυπά στη πλάτη και στη μέση του.
-- Με συγχωρείτε .... άκουσε μία δισταχτική κοριτσίστικη φωνή πίσω του.
Στράφηκε κι αντίκρυσε, πίσω στο διχτυωτό σύρμα της αυλής του, ένα κορίτσι. Ένα φωτεινό πρόσωπο, μ' ένα ακόμη φωτεινότερο χαμόγελο στολίζονταν από καστανά-μελιά-όμορφα μάτια, μια λεπτή μυτούλα, καλοσχηματισμένα χείλη, κάτασπρα δοντάκια κι όλα τούτα μαζί, στεφανώνονταν από καστανόξανθα μαλλιά, κυματιστά, όπως στα περιοδικά, στις φωτογραφίες που διαφημίζουν σαμπουάν.
Σηκώθηκε και πλησίασε προς τον φράκτη κι είδε καλύτερα, πως το πανέμορφο τούτο πρόσωπο, στέκονταν κορώνα σ' ένα αγαλματένιο κορμί, βγαλμένο θαρρείς από κάποιο αρχαίο χώρο, όπως εκείνο της Σαμοθράκης, τότε που ήταν φαντάρος κι είχανε πάει εκεί σε μιά άσκηση.....
.... --Λοιπόν; Ξέρετε που είναι;
-- ΄Ε... δεν κατάλαβα, τί είπατε; ψέλισσε απορώντας με τον εαυτό του που χρησιμοποίησε πληθυντικό...
--Ψάχνω το σπίτι μιάς συμμαθήτριάς μου, της Μαλάμου. Ο πατέρας της έχει φορτηγό μεγάλο κι έχουν καιρό που ήρθαν σ' αυτή τη γειτονιά. Ξέρετε μήπως που είναι;
-Ναί, ναί ... πώς ... βέβαια, τραύλισε προσπαθώντας να ελέγξει την χαμένη ψυχραιμία του. Ένοιωσε πως τα χέρια του είχαν ιδρώσει, έτρεμαν λίγο κιόλας...
Σκούπισε τον ιδρώτα των χεριών στα κολομέρια του κι έπειτα της έδειξε το σπίτι. Το κορίτσι τον ευχαρίστησε, του χαμογέλασε πάλι κι αυτός απόμεινε στο φράχτη να την κοιτά ν' απομακρύνεται, απορημένος με τον εαυτό του, Ξαφνικά την είδε να σταματά, να γυρίζει και τον κοιτάζει ... έστριψε το κεφάλι του πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, μην τυχόν και κοιτάζει προς κάποιον άλλο, όμως δεν υπήρχε κανείς άλλος, τέτοια ώρα, μεσημεριάτικα, στον δρόμο. Ξαναγύρισε το κεφάλι του γρήγορα προς το μέρος της κι αυτή έστρεψε πάλι στο δρόμο της κι απομακρύνθηκε.
Γύρισε σαστισμένος στην καρέκλα του, το τσιγάρο τού 'καψε τα δάχτυλα, τίναξε το χέρι του και βιάστηκε ν' ανάψει δεύτερο απανωτά, ανιχνεύοντας συνάμα τα σημάδια της ψυχής του. Ένοιωθε να ζεματίζεται απ' τα μηνίγγια του μέχρι τις άκρες των ποδιών του και το μάτι του, μόλις που πρόφθασε κι είδε την σκιά της γυναίκας του να κρύβεται πίσω απ' την κουρτίνα του παράθυρου.
"Μα πώς φέρθηκα έτσι"; αναρωτήθηκε. Ύστερα έφερε στο μυαλό του, την συνάντησή του με το κορίτσι και συνειδητοποίησε, πώς όση ώρα αυτός απορροφήθηκε να εξετάζει τη μορφή της, εκείνη τον ρωτούσε κι αυτός δεν την άκουγε. Ένοιωσε πάλι να ζεματίζεται απ' την κορφή, μέχρι τα νύχια.
"Πόσο ανόητος θα της φάνηκα" σκέφτηκε, κι ύστερα διαμαρτυρήθηκε για τούτες τις σκέψεις του. '"Τι κάνεις μωρέ, Φώτη, παλάβωσες; Τούτο είναι κορίτσι δεκαεφτά χρόνων! Τι σημασία έχει τι εντύπωση σχημάτισε για σένα;"Προσπάθησε να διώξεις απ' το μυαλό σου τις σκέψεις αυτές.
Μάταια. Τινάχτηκε απ' την καρέκλα, όρμηξε στο σπίτι, άρπαξε το σακάκι του να φύγει.
--Φεύγεις; Τον ρώτησε η γυναίκα του.
--Ναί, απάντησε.
--Νωρίς δεν είναι; ξαναρώτησε εκείνη.
--Έχω δουλειά, της απάντησε κοφτά και βγήκε ανυπόμονος στον δρόμο, πηγαίνοντας προς τ' αυτοκίνητό του.
Φτάνοντας στο νεκροταφείο, διαπίστωσε πως στο γραφείο του, ήταν μαζεμένοι, όπως συνήθως, οι υπάλληλοι του γραφείου κηδειών, πού 'χε αναλάβει την διεκπεραίωση της ταφής των σημερινών νεκρών.
"Κοράκια"... γρύλλισε ανάμεσα στα δόντια του και τράβηξε στην αποθήκη των εργαλείων του.
--Γειά σου ρε Φώτη μάγκα, άκουσε να τον χαιρετά κάποιος κοροϊδευτικά, μα ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Μπήκε στην αποθήκη, τράβηξε ένα τενεκέ, κάθισε κι άναψε τσιγάρο. Ρούφηξε βαθειά τον καπνό κι ύστερα ανασηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει νευρικά στο στενό χώρο.
Το μυαλό του ήταν άδειο. Προσπάθησε να σκεφτεί γιατί ήρθε νωρίς και για ποιό λόγο κλείστηκε εδώ μέσα... το κορίτσι .... το κορίτσι.... Ποιά ήταν; Πρώτη φορά την έβλεπε. Ναι, βέβαια. Τούχε κάνει εντύπωση. Όμως δεν είναι η πρώτη φορά, που ένα όμορφο κορίτσι, μια γυναίκα, τέλος πάντων, τούκανε εντύπωση. Έ και λοιπόν; Γιατί ταράχτηκε έτσι; Τι σόϊ εκνευρισμός είν' αυτός;
Πάτησε με δύναμη τ' αποτσίγαρό του πάνω στο χωμάτινο έδαφος της αποθήκης. Άναψε κι άλλο τσιγάρο, έκαμε να βγεί έξω, στο προαύλιο του νεκροταφείου, ύστερα το μετάνοιωσε και ξανακάθισε στον τενεκέ. Ένοιωσε πάλι το περίεργο τούτο κι ανεξήγητο μαζί συναίσθημα : υπάρχουν φορές, έτσι στα καλά καθούμενα, που αισθάνεται ένα αόρατο πολυβόλο να τον γαζώνει στην κοιλιά. Έτσι και τώρα. Το πολυβόλο τον γάζωσε με μιά ριπή, σαν να υπάρχει ένας αόρατος, ανύπαρχτος τιμωρός και τον πυροβολεί. Τινάχτηκε πάλι όρθιος και βημάτισε νευρικά, διώχνοντας έτσι τα κακά αυτά προαισθήματα.
Το κορίτσι ... Ποιό ήταν; Πρώτη φορά που την έβλεπε. Ναι, αυτό είναι σίγουρο. Άλλη φορά δεν την είχε ξαναδεί. Ωραία, κοπέλα. Ποιός ξέρει, ποιός γεύεται τούτο το λαχταριστό καρπό!
-- Φώτη! σύνελθε! άκουσε την φωνή του να τον προστάζει. " Τί να συνέλθω", σκέφτηκε, "καλά είμαι".
Άνοιξε την πόρτα της αποθήκης και πετάχτηκε στο προαύλιο. Έψαξε με τα μάτια ανάμεσα στούς σταυρούς των τάφων, χωρίς να καταλαβαίνει τι ψάχνει. Έριξε μια ματιά πρός το γραφείο του. Τα κοράκια χασκογελούσαν με κάποιο αστείο, ρίχνοντας πότε πότε κλεφτές ματιές γύρω τους, μή τυχόν τούς ακούσει κανείς.
Η κηδεία των θυμάτων του τροχαίου άρχισε και τέλειωσε, κατα πώς πρέπει σε μια τέτοια τελετή. Οι θρήνοι, οι οιμωγές και τα σπαραχτικά κλάματα των συγγενών και των μοιρολογητών, επαναλήφτηκαν υστερικά και υπερβολικά μπροστά στα μάτια του. Συνηθισμένα πράγματα, τον άφηναν ασυγκίνητο. Με κατεβασμένο το κεφάλι και φορώντας το σοβαρό επαγγελματικό του προσωπείο, σκέπασε με τα χώματα τους τάφους κι ύστερα, με επιμέλεια, περιποιήθηκε τον χώρο, ώστε να σχηματιστούν σωστά τα περιγράμματα του κάθε τάφου και να μείνει ένας στενός διάδρομος ανάμεσά τους. Έπειτα από δυό - τρείς μέρες, θά 'φτιαχναν μαζύ με τον Πέτρο τον μαρμαρά, το μαρμάρινο περίβλημα.
Σαν τέλειωσε, πλησίασε και συλλυπήθηκε τον πιό στενό συγγενή των νεκρών, που η πείρα του τον βοήθησε να τον εντοπίσει, από πριν, σαν το πιο ψύχραιμο και χουβαρντά. Συνήθως, σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι άντρες σκέφτονται και ενεργούν πιό καθαρά. Μακρυά απ' τις γυναίκες που πενθούν ! Ούτε αυτή την φορά είχε πέσει έξω. Εισέπραξε δυό χιλιάρικα για τον κόπο του, τον κάλεσαν και στην δεξίωση, που ακολουθεί μετά την κηδεία, για ένα πικρό καφέ της παρηγοριάς.
Μόλις τέλειωσαν όλα τα τυπικά, το πρωτόκολλό του έλεγε να πλυθεί καλά. Αυτό έκαμε αμέσως. Μόνο που τούτη τη φορά, κάτι τον έσπρωχνε να χτενιστεί κιόλας κι έβαλε και λίγη κολώνια στις μασχάλες του. Φρόντισε το παρουσιαστικό του, κοιτάχτηκε λίγη ώρα παραπάνω στον καθρέφτη (πράγμα που συνέβαινε σπάνια) κι ύστερα τακτοποίησε τα πράγματά του. Βιαζόταν. Αυτό κατάλαβε. Γιατί, όμως, βιαζόταν; Έδιωξε απ' το μυαλό του τα περί βιασύνης και τα γιατί, όμως, βιαστικά, κλείδωσε την αποθήκη, το γραφείο του και την εξώπορτα του νεκροταφείου.
Μπήκε στ' αυτοκίνητό του, κοιτάχτηκε στον εσωτερικό καθρέφτη του οδηγού κι απόρησε, άλλη μια φορά, με τον εαυτό του. " Τί κάνεις; πού πάς" , διερωτήθηκε. Ένα του ήταν σίγουρο. Σπίτι του δεν πήγαινε. Έβαλε μπρός την μηχανή και τράβηξε κατά την πλατεία. Εκεί που μαζεύονται οι νέοι. Οδήγησε αργά, ψάχνοντας με το βλέμμα του κάθε περαστικό διαβάτη, μάλλον σε κάθε περαστικό κορίτσι. Έλεγχε ακόμη και στα μπαλκόνια των σπιτιών καθώς και στις αυλές. Ομολόγησε, στον εαυτό του, ξεπερνώντας τις δειλίες του, πώς έψαχνε το κορίτσι. Φτάνοντας στον κεντρικό δρόμο με τα μαγαζιά όπου σύχναζαν οι νέοι του χωριού, επιβράδυνε. Κάποιοι τον κοίταζαν με περιέργεια. Κόντευε έξη το απόγευμα κι οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Κατάλαβε πώς ήταν μάταιο να ψάχνει με τέτοιο τρόπο. Σάμπως και να την εύρισκε, θα της έλεγε τίποτε; Άσε που θα προκαλούσε την προσοχή των κουτσομπόληδων. Γιατί, αν οι γυναίκες είναι μια φορά κουτσομπόλες, οι άντρες είναι τρείς !
Διέσχισε ένα γύρω την πλατεία κι αποφάσισε να φύγει. Κάτι, όμως, τον τραβούσε να ξαναελέγξει. Γι' αυτό νίκησε τους δισταγμούς του και ξαναέκανε την βόλτα. Την δεύτερη φορά πολλαπλασιάστηκαν τα περίεργα βλέμματα. Αυτό, όμως, που τον ενόχλησε περισσότερο, ήταν ότι δεν μπορούσε να προσέξει, ελεύθερα, όλα τα κορίτσια, που ήταν πολλά. Κάποιος του φώναξε από ένα καφενείο :
-- Τον γιό σου ψάχνεις ;
-- "Ναί", έκαμε νόημα με το κεφάλι...
-- Δεν τον είδαμε! έλαβε την αυθάδικη απάντηση και μαζύ τα γέλια των υπόλοιπων θαμώνων του καφενείου.
Συγχίστηκε, απογοητεύτηκε, περισσότερο που δεν μπόρεσε να εντοπίσει την κοπελλιά κι έστριψε προς το σπίτι του. Η απογοήτευση βάρυνε το μυαλό του κι η διάθεσή του χάλασε. Ξαφνικά φωτίστηκε. Τού 'ρθε η ιδέα " άν η κοπέλλα δεν είχε φύγει, ακόμη, από το σπίτι της φιλενάδας της;" κι έσπευσε να επιταχύνει προς τα 'κεί.
Πεντακόσια μέτρα πρίν απ' το σπίτι του, την είδε. Ήταν σίγουρα αυτή. Καμμιά άλλη δεν είναι δυνατό να της μοιάζει . Ναί! αυτή είναι! Ένοιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν και τα μηνίγγια του να χτυπούν. Η καρδιά του ανέβηκε και χτυπούσε στο πλάι του λαιμού του. Έκοψε την ταχύτητα και αφού βεβαιώθηκε πως κι αυτή τον είδε και τον είχε αναγνωρίσει, σταμάτησε. Την είδε να σκύβει στην πλευρά της δεξιάς του πόρτας και να του χαμογελά. Έσκυψε και της άνοιξε.
-- Καλησπέρα! Χαιρετήθηκαν προφέροντας ταυτόχρονα τον χαιρετισμό και γέλασαν, συγκρατημένα απ' την σύμπτωση.
-- Το βρήκατε το σπίτι; Πήρε την πρωτοβουλία να ρωτήσει πρώτος.
-- Ναί.. βέβαια και σας ευχαριστώ που μου το δείξατε, του απάντησε πρόσχαρα.
Καθώς έμενε σκυφτή, για να μπορεί να του μιλά, παρατήρησε τα σφιχτά στήθεια της να βαραίνουν την μπλούζα και να στέκουν αγέρωχα, σχηματιζόμενα πάνω στο ύφασμα προκλητικά, καλοφτιαγμένα, λές και φτιάχτηκαν από έναν εξαίρετο γλύπτη. "Παναγία μου!" σκέφτηκε συνεπαρμένος, "Παναγία μου! τί 'ναι αυτό ;"
-- Θέλεις ... να σε πάω... μέχρι το σπίτι σου; αποτόλμησε την ερώτηση, χωρίς νά 'χει ελπίδα για καταφατική απάντηση.
-- Δε... πάω σπίτι μου... του απάντησε, με τέτοιο ύφος, στεκάμενη άβολα στην πόρτα του αυτοκινήτου, σαν να τού 'λεγε : " σπίτι μου, βέβαια, δεν πάω, όμως μπορούμε να πάμε κάπου αλλού".
Μέχρι να το καλοσκεφτεί και να τολμήσει να επιβεβαιώσει την ανομολόγητη πρόθεσή της, την είχε απορρίψει, όχι όμως ασυζητητί.
-- Μήπως θέλεις να σε πάω αλλού; ξαναρώτησε αυτόματα, δίχως να μπορεί να σκεφτεί γιατί το είπε αυτό.
-- Ε... δεν ξέρω... του μισοαπάντησε κι ήταν πια φανερό, πως το κορίτσι δεν ένοιωθε πια άνετα, κρεμασμένη στην ανοιχτή πόρτα. Ούτε κι αυτός, βέβαια, ήθελε να παραμένει άλλο εκεί, μέσ' στη γειτονιά του.
-- Μπές μέσα, της πρόσταξε αποφασιστικά κι έβαλε πρώτη στο κιβώτιο ταχυτήτων.
Εκείνη, αφού ερεύνησε με μιά ματιά γύρω της, χώθηκε στ' αυτοκίνητο και κάθισε, σφίγγοντας πλεγμένες τις παλάμες της, ανάμεσα στους μηρούς της.
-- Με λένε Φώτη, της συστήθηκε, αντιλαμβανόμενος ταυτόχρονα μια μείωση της ταραχής του.
-- Εμένα με λένε Άννα, του απάντησε χαμογελαστή κι αυτός πρόσεξε να σχηματίζεται ένα χαριτωμένο λακκάκι στο μαγουλό της.
Ανέπτυξε γρήγορα ταχύτητα και προσπερνώντας μπροστά απ' το σπίτι του, έρριξε μια ματιά. Ευτυχώς, η γυναίκα του κλείνονταν πάντα μέσα και δεν συνήθιζε να βλέπει απ' το παράθυρο. Πήρε, από συνήθεια, τον δρόμο προς το νεκροταφείο. Ο ίδιος δρόμος έβγαζε έξω απ' το χωριό κι είχε σκοπό να πάνε σ' ένα έρημο, ήσυχο κι όμορφο μέρος, καταπράσινο, κοντά στο ποτάμι.
-- Πώς απ' τη γειτονιά μας; ρώτησε σπάζοντας την ολιγόλεπτη κι άβολη σιωπή.
-- Πήγα σε μια παλιά μου συμμαθήτρια, του εξήγησε.
-- Παλιά; πάς δηλαδή σχολείο; ρώτησε απορημένος.
-- Όχι! Το στάματησα πέρσι. Δεν πήγα στο λύκειο. Η μαμά της συμμαθήτριάς μου άνοιξε βιοτεχία. Πήγα να πιάσω δουλειά, του απάντησε σταθερά, σημάδι ότι αυτή δεν ήταν ταραγμένη.
Μ' αυτή την διαπίστωση ανέκτησε την ψυχραιμία του και ξαναρώτησε:
-- Πέρσι το σταμάτησες; δηλαδή, πόσο χρονώ είσαι;
-- Δεκαπέντε και μισό! του δήλωσε χαμογελαστά κι αθώα...
" Παναγία μου! " σκέφτηκε. " Τούτη 'δώ, είναι ακόμη παιδί!"
-- Δεκαπέντε και μισό ;
-- Ναί ! γιατί; αντιρρώτησε αυτή, κάπως πονηρά σαν να του φάνηκε.
-- Δείχνεις μεγαλύτερη... ψέλισσε την διαπίστωσή του.
-- Καλύτερα!... του απάντησε εμφανώς ικανοποιημένη.
-- Έτσι, θα μπαίνεις στον κινηματογράφο εύκολα έ; αμόλυσε την ανοησία του, συγχισμένος καθώς αισθάνονταν.
-- Δηλαδή; απόρεσε η μικρή.
-- Τι δηλαδή! πήρε να τα μπαλώσει. --Να λέω, πως αφού δείχνεις μεγαλύτερη, θά 'ναι ευκολώτερα για σένα,... να πηγαίνεις σινεμά και σ'... ακατάλληλα έργα. Αυτά που απαγορεύονται... για τους κάτω των δεκαεφτά χρονώ...
-- Δέν πολυπηγαίνω σινεμά, κι ούτε ξέρω ότι απαγορεύεται να πηγαίνω σ' ακατάλληλα έργα, του παρατήρησε η μικρή με το ύφος "τι μου λές εδώ τώρα.."
-- Στην εποχή μου, δήλωσε αυτός, απαγορεύονταν να πηγαίνουμε σε ακατάλληλα έργα, όταν είμασταν κάτω των δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών. Σήμερα δεν ξέρω αν ισχύει αυτό, επειδή πάνε πολλά χρόνια τώρα, από τότε που πήγα για τελευταία φορά σινεμά.
-- Πόσο χρονών, δηλαδή είσαι ; τον ρώτησε μ' αφέλεια.
Η ερώτησή της τον πάγωσε. Τον βρήκε απροετοίμαστο. Σε δέκατα του δευτερολέπτου σκέφτηκε, πώς στα σαράνταδυό του χρόνια, θα μπορούσε νά 'ναι αυτός ο πατέρας της και πως εάν ομολογούσε την ακριβή του ηλικία θα την τρόμαζε και θά 'φευγε.
-- Εσύ, πόσο με κάνεις ; ρώτησε δήθεν πονηρά
-- Μμμμ...εικοσιεννιά, τριάντα... θάλεγα γύρω στα τριάντα.
-- Διάνα! αναφώνησε ενθουσιασμένος με την εκτίμησή της. --Τόσο είμαι, τριάντα !
-- Ωραία ! αναφώνησε κι η μικρή συμμετέχοντας στον ενθουσιασμό του.
"Άκου τριάντα!" σκέφτηκε. "Η καλή ζωή θα φταίει!" σάρκασε μέσα του ικανοποιημένος απ' την αναπάντεχη επιτυχία του. Μια δεύτερη, όμως, σκέψη, επεξεργάστηκε το τελευταίο επιφώνημα της κοπέλλας. "Ωραία; Έτσι είπε; Ωραία; Παναγία μου! "σκέφτηκε". Κοίταξε να 'δείς... Ωραία! ναί, ναί...πολύ ωραία!"
Φτάνοντας στο σημείο πού 'χε καθορίσει, διεπίστωσε, απ' την πρώτη ματιά, πώς τούτη η άνοιξη είχε παράξενα σημάδια. Τα χορτάρια δεν είχαν το υγιές δυνατό πράσινο των προηγούμενων χρόνων. Τα δέντρα του φάνηκαν άρρωστα. "Nωρίς θά' ναι ακόμη", σκέφτηκε καθυσηχάζοντας τον εαυτό του. "Φταίει και τό ότι δεν έβρεξε"....
-- Είμαι πολύ χαρούμενη, σήμερα! τον ξάφνιασε η διάθεση της κοπέλλας.
-- Αλήθεια; ψέλισσε μ' απορία.
"Χαρούμενη; τί σόι χαρά είν' τούτη;" σκέφτηκε κι αναρρωτήθηκε: "υπάρχουν χαρούμενοι άνθρωποι;" -- Γιατί ; άκουσε την φωνή του να ρωτά.
-- Μα έπιασα δουλειά σήμερα! του υπενθύμισε η μικρή, χρωματίζοντας κάπως έντονα την φωνή της.
-- Ααα...ναί! απάντησε γελαστά, πείθοντας τον εαυτό του να πάψει να σκέπτεται και να προσγειωθεί στην συμπεριφορά της μικρής.
-- Καί πώς θα το γλεντήσεις; ξαναρώτησε, έτσι για να 'πεί κάτι.
-- Δεν ξέρω... δεν αποφάσισα... του απάντησε, χαμογελώντας γλυκά και πλέκοντας τις παλάμες της τις έχωσε, με νάζι, ανάμεσα στους μηρούς της.
Με το μάτι του έτρεξε τριγύρω τον χώρο κι εύκολα βρήκε αυτό που γύρευε. Άνοιξε το ραδιόφωνο, της έκανε νόημα με τον ανασηκωμένο δείκτη του χεριού του, "ένα λεπτό, περίμενε...", ύστερα γλίστρησε έξω απ' τ' αυτοκίνητο κι έτρεξε και μάζεψε ένα μπουκέτο αγριολούλουδα. Επιστρέφοντας την είδε να τον παρακολουθεί, μ' εμφανή ευχαρίστηση, να βγαίνει απ' τ' αυτοκίνητο και να τρέχει προς το μέρος του. Της πρόσφερε τα λουλούδια, με μια κίνηση πού νόμισε πώς την κάνει κάποιος άλλος. Άλλωστε ήταν, σαν να μη τα κάνει όλα τούτα αυτός, παρά κάποιος άλλος.
-- Ευχαριστώ πολύ, είσαι πολύ ευγενικός, του δήλωσε μ' ένα τέτοιο τρόπο, που νόμισε πώς ήθελε να τον φιλήσει κιόλας. Ασυναίσθητα έσκυψε το κεφάλι του, φιλί όμως δεν πήρε, κι έμεινε να ξύνεται αμήχανος, ψιλοντροπιασμένος.
-- Είναι...είπε κι έδειξε το μπουκέτο, που μοιράζεσαι την χαρά σου μαζύ μου...
-- Πάμε; ρώτησε η κοπέλλα κι αυτός υπάκουσε χωρίς αντίρρηση, αφού δεν μπορούσε να σκεφτεί, τί άλλο θα μπορούσε να κάνει ή να 'πεί μαζύ της, εδώ στην ερημιά.
Οδηγώντας πίσω προς το χωριό, κατάφερε από τον εαυτό του να της ζητήσει να την ξαναδεί. Δεν είχε αντίρρηση κι όρισαν να συναντηθούν πάλι, την επομένη.
Το εικοσιτετράωρο που ακολούθησε μέχρι τη δεύτερη συνάντησή του με το κορίτσι, δεν θα το ξεχνούσε για όλη του τη ζωή. Τούτο το εικοσιτετράωρο, του φάνηκε πως κράτησε μέρες πολλές. Μια ανεξήγητη νευρικότητα τον κυρίεψε. Στο σπίτι, αντάλλαξε δυό κουβέντες όλο κι όλο με την γυναίκα του και καθηλώθηκε, αφηρημένος, μπροστά στην τηλεόραση. Οι εικόνες των καναλιών έπεφταν αδιάκοπα μπροστά του, μα δεν υπήρξε ούτε μία που να προκαλέσει την προσοχή του. Κάπνιζε, αχόρταγα, τα τσιγάρα του απανωτά κι όταν του τελείωσαν, δεν έστειλε τον γιό του να του αγοράσει άλλα, αλλά πήγε πεζή. Στο δρόμο για το περίπτερο ένοιωθε τ' αυτιά του να καίνε. Θυμήθηκε τα χρόνια του στο δημοτικό σχολείο . Έτσι καίγανε τ' αυτιά του, τότε πού 'χε αγαπήσει, για πρώτη του φορά, μια συμμαθήτριά του. Το πολυβόλο τον γάζωσε κανονικά, πνιχτά, αθόρυβα, μα τόσο καθαρά κι έντονα, που για μιά στιγμή κοντοστάθηκε. "Σαν πολύ συχνά δεν συμβαίνει;" αναρωτήθηκε. Έδιωξε την εικόνα του πολυβόλου κι έφερε στο μυαλό του κι ανάπλασε την απογευματινή του συνάντηση με την Άννα. " Άννα , Άννα", ψυθίρισε ανάμεσα στα χείλη του. "Τι τύχη κι αυτή Θεέ μου!", σκέφτηκε ανασηκώνοντας το βλέμμα του στον ουρανό. Την έβλεπε, ολοζώντανη μπροστά του, να του χαμογελά, ανασηκώνοντας με νάζι τους ώμους της και τοποθετώντας τις πλεγμένες παλάμες της ανάμεσα στα πόδια της. " Λές ;" , αναρρωτήθηκε, "λές , να της αρέσω ;"... " Μα είναι δυνατόν να τα φτιάξω με τούτο το παιδάκι; Τί τάχα μπορώ να κάνω μαζύ της;
Σιγά σιγά τού 'φυγε η πρώτη φλόγα, κόπαζε η επιθυμία του γι αυτήν. Το μυαλό του καθάριζε κι η λογική ξανάπαιρνε την θέση της στις σκέψεις του. "Αν είναι δυνατόν!", άκουσε τον εαυτό του να μονολογεί." Τί δουλειά έχω εγώ με δαύτην; Τρελλάθηκα!!!", αυτοεπιβεβαιώθηκε. " Παραμιλάω!... Άσε που πάω να κάμω καμμιά τρέλλα... Μού 'στριψε!... Αυτή είναι κόρη μου... Θα μπορούσε νά 'ναι γκόμενα των γιών μου!... Πού πάω;;;"
Συνειδητοποίησε, πώς επιστρέφοντας απ' το περίπτερο, προσπέρασε το σπίτι του. Ένοιωσε πολύ ηλίθιος. Στράφηκε προς το σπίτι του κι αποφάσισε να μη μείνει εκεί. Ειδοποίησε τη γυναίκα του, πως θα βγεί για λίγο... να ξεσκάσει. Την συμβούλεψε, μάλιστα, να πλαγιάσει, χωρίς να τον περιμένει...
-- Έχω να σκεφτώ..., της είπε... μου πρότειναν μια δουλειά... μπορεί να παρατήσω το νεκροταφείο...
Οδηγώντας τ' αυτοκίνητό του έξω απ' το χωριό, μούδιασε αναλογιζόμενος το ψέμμα που είπε της γυναίκας του. "Γιατί το είπα αυτό;" βλαστήμησε. "Μια ολόκληρη ζωή, μου γυρεύει να αλλάξω δουλειά. Γιατί της τό 'πα; "συλλογίστηκε". ΄Η, μήπως, τό είπα για να τ' ακούσω εγώ;... να μη μάθει η μικρή, πως είμαι νεκροθάφτης και φύγει;"
Τού 'ρθε να σκάσει. Άνοιξε το παράθυρο κι άφησε την δροσιά της νύχτας να τον χτυπήσει, μπάς και συνέλθει. Οδηγώντας μηχανικά και φτάνοντας ασυναίσθητα στην Κεραμωτή, έστριψε το φιατάκι στο λιμάνι. Εκεί, στο τέλος, στην άκρη της φαρδιάς προβλήτας, σταμάτησε, έσβησε τον κινητήρα και τα φώτα κι άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Ένοιωθε να διεξάγει ένα πόλεμο με τον εαυτό του. Η ψυχή του γύρευε την μικρή. Άκουγε την φωνή του να προφέρει τ' όνομά της, " Άννα, αν Άννα..."
Η λογική του απόδιωχνε κάθε περίπτωση σχέσης μαζύ της. Πρώτη φορά είχε να λύσει ένα τόσο δύσκολο πρόβλημα. Απ' τη μιά ονειρευόταν το κορίτσι δίπλα του, στην αγκαλιά του κι απ' την άλλη τρόμαζε με την ιδέα να βλέπει τον εαυτό του αγκαλιά με κάποια που θα μπορούσε να είναι κόρη του.
-- Θεέ μου... βόγγηξε. Βοήθα με...βοήθα με να 'δώ τί θα κάνω...
Ένα αστέρι έπεσε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του. Τρόμαξε. Ανασηκώθηκε στο κάθισμα, τεντώθηκε κι είδε, με δέος, την μαύρη θάλασσα εμπρός του, να λαμπυρίζει σαν βρεγμένο κάρβουνο, στιλπνή, λεία, ήμερη στο φώς των αστεριών. Όσο πολύ αγαπούσε την θάλασσα τη μέρα, τόσο τον τρόμαζε, τώρα, την νύχτα. Ανατρίχιασε. Έκλεισε γρήγορα το παράθυρο, έβαλε μπρός και κίνησε πάλι για το χωριό. Έρριξε μια ματιά στο ρολόι του: περασμένες δυό. Κι ακόμη δεν είχε αποφασίσει. Στο σπίτι όλοι κοιμόνταν. Κάπνισε ακόμη ένα τσιγάρο και ξάπλωσε στο ντιβάνι της κουζίνας. Αγωνίστηκε να κοιμηθεί, όμως μάταια. Ένοιωθε σαν νά' χε πιεί πέντε καφέδες δυνατούς, απανωτά. Δεν νύσταζε καθόλου. Το ξημέρωμα τον βρήκε μπροστά στο παράθυρο ν' αγναντεύει τον έρημο δρόμο. Το στόμα του πικρό, το στομάχι σφιχτό, το κεφάλι του άδειο. Πήγε στο μπάνιο κι άνοιξε την βρύση, έχωσε το κεφάλι του κάτω απ' το νερό, δροσίστηκε. Ξελαμπικάρισε το μυαλό του, άνοιξαν τα μάτια του, είδε:
" Άννα... μικρή μου Άννα...σ 'αγαπώ! Αυτό είναι σίγουρο. Όμως, επειδή είσαι πολύ μικρή κι επειδή εγώ είμαι πολύ μεγάλος, δεν πρέπει να ξαναειδωθούμε. Δεν υπάρχει μέλλον για μένα, δεν μπορούμε να προσδοκούμε τίποτε..."
--Αυτό είναι ! μονολόγησε φωναχτά, σκουπίζοντας το κεφάλι του.
"Όμως", ξανασκέφτηκε, "πώς μπορώ να της 'πώ κάτι τέτοιο; Θα γελοιοποιηθώ! ... Άκου την αγαπώ! Θα με πάρει με τις πέτρες!... Πώς θα γίνει όμως;... Την αγαπώ!... Ναί! Αγάπη, θά είναι αυτό που νοιώθω. Θα 'ναι Έρωτας!..."
" Α!! ρε κακομοίρη Φώτη... πώς έμπλεξες έτσι; Θα βγούμε λοιπόν, απόψε, θα κάτσουμε κάνα μισάωρο μαζί κι ύστερα θα την αφήσω να φύγει, δίχως να συμφωνήσω ραντεβού μαζύ της. Ναι! Έτσι θα κάμω. Αυτό είναι πιό σωστό."
Το συμπέρασμα που κατέληξε κι η απόφαση που πήρε τον ανακούφισαν. Έψησε καφέ, ξύπνησε κι η γυναίκα του και τον βρήκε χαρούμενο. Όταν τον ρώτησε για την καινούρια δουλεία, προσποιήθηκε πως δεν ήθελε να της την αποκαλύψει. Της υποσχέθηκε, ωστόσο, πως αυτή θα την μάθαινε πρώτη. Εκείνη, με φανερή ικαοποίηση, δέχτηκε να περιορίσει την περιέργειά της και τον αποχαιρέτησε για την δουλειά, χαμογελαστή, ύστερα από πάρα πολύ καιρό.
Στο νεκροταφείο έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Δουλεύοντας, πυρετωδώς, καθάρισε τους τάφους απ' τα μαραμένα λουλούδια, τους ξεχορτάριασε, έσιαξε τα σπασμένα μάρμαρα, καθάρισε τα χώματα απ' τους διαδρόμους, έστρωσε τα χαλίκια εκεί όπου είχαν πατηθεί απ' τ απολλά πόδια της χτεσινής κηδείας, ύστερα κούρεψε τους θάμνους, πότισε τα παρτέρια της εκκλησίας, νοιώθοντας πολύ καλά κι ευδιάθεετος. Ήρθε κι ο Πέτρος, ο μαρμαράς, για να μετρήσουν τις διαστάσεις των νέων τάφων κι απόρησε κι αυτός για τα κέφια του νεκροθάυτη.
-Τέ σύ! Τον ρώτησε : μπάς και κέρδισες στο λαχείο;
-Γιατί το λές αυτό;
- -Πολλά κέφια βλέπω σήμερα .... λές κι έγινες ξαφνικά πλούσιος, παρατήρησε ο Πέτρος.
Λέγοντάς του τούτη την παρατήρηση ο άλλος, ο Φώτης ταράχτηκε. Το μυαλό του άνοιξε στα δυό και βομβαρδίστηκε από νέες σκέψεις, ανακατεμένες με χιλιάρικα, ακριβά αυτοκίνητα και την Άννα στη μέση.
Αφού τέλειωσε γρήγορα τη μέτρηση, κετέφυγε στο αγαπημένο του καμαράκι. "Για σκέψου λέει να ήμουν πλούσιος. Πρώτα-πρώτα θα έπαυα να είμαι νεκροθαύτης. Ή δεν θ αήμουν νεκροθαύτης. Νάχω την αμαξάρα μου και να λέω : πέρασε Άννα κορίτσιθ μου κι εκείνη να μπαίνει μλεσα και να με φιλάει στο στόμα..."
Ο αναστεναγμός του τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το πολυβόλο τον γάζωσε πάλι σι ασυναίσθητα έφερε τα χέρια του στην κοιλιά του "όπως ακριβώς θάκανε κάποιος που τον πυροβολούν στην κοιλιά. "Ανόητε" μουρμούρησε βρίζοντας τον εαυτό του. "Μπορεί να μην την αγαπάς και να την θέλεις μόνο για το κορμί της". "Για το μουνί της", ιόρθωσε με μια δεύτερη σκέψη.
Ποτέ του, ως τώρα, δεν τον είχε πλησιασει γυναίκα άλλη, εκτός της γυναίκας του. Ούτε του είχε δοθεί ευκαιρία να κάνει έρωτα μ' άλλη γυναίκα. Στα νειάτ ατου μαλακιζότανε. Και τώρα, να που του τυχαίνει κάποια κι αυτή είναι ένα παιδί! Τούρθε να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο. Η απέπλισία τον κυρίευσε. Η απελπισία του στερημένου τις χαράς της ζωής, η απελπισία του στερημένου της γυναίκεία ςσυντροφιάς, της νειότητς και της ζωντάνιας. Τούρθε να βάλει τ ακλάματα. Θάτανε καλύτερα να πεθάνει....
-Φώτη.... πούσε μωρέ Φώτη; Τον έβγαλε απ' τ' αδιέξοδο η φωνή του Παπά Γιώργη που τον καλούσε.
Εδώ! Φώναξε βιαστικά και κοιτάχτηκε στον καθρεύτη, ώστε να σβήσει κάθε έκφραση του προσώπου, που θα μπορούσε να τον προδώσει.
Βγιές μωρε να σε δώ, πρόσταξε ο παππάς.
Βγήκε σκουπίζοντας τα χέρια του μ' ένα στουπί.
Τι ωραία που τάφταιξες όλα σήμερα! Τον επένεσε ο παππάς δείχνοντας με τα χέρια του, ένα γύρω, όλο το νεκροταφείο.
Κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά, σκύβοντας λίγο και βλέποντας προς τα πόδια του παππά.
Μπράβο Φώτη! Αυτό ήθελα μόνο να σου πώ, είπε ο παππά και συνέχισε :
Άμα έχεις δουλειά να μη σε διακόπτω, είπε και μπήκε από την πλαϊνή πόρτα της εκκλησίας στο γραφέιο του.
Το μεσημέρι γύρισε νωρίτερα στο σπίτι του. Η γυναίκα του παραξενεύτηκε, όμως δε μίλησε. Οτε και όταν τον είδε να τοποθετεί ξύλα στο καζάνι πιέσεως και ν' ανάβει φωτιά.
Θα κάμω μπάνιο σήμερα, επειδή έχω να μιλήσω για τη δουλειά, δικαιολογήθηκε χωρίς να περιμένει να δικαιολογηθεί.
Πρέπει να είμαι καθαρός, να κάμω καλή εντύπωση, συνέχισε.
Όση ώρα έκαμε για να μπανιαριστεί και να ξυριστεί η γυναίκα του του σιδέρωσε ένα καθαρό πουκάμισο τούδωσε και το κάλο του το σακάκι. Τον βοήθησε να ντυθεί και τον ξεπροβόδησε μέχρι την πόρτα, σταυρώνοντάς τον για καλή τύχη. Στην αυλόπορτα κοντοστάθηκε γύρισε και την κοίταξε.
Στέλλα της φώναξε με τ΄όνομά της ύστερα από πολύ καιρό,ίσως αργήσω...
Θα περιμένω... Του ένευσε με καρτερία...
Δεν είχε τύξεις που την ξεγελούσε. Τόχε παρει απόφαση να βγεί για τελευταία φόρά με το κορίτσι. Να το διαλύσει τώρα, πρις ακόμη αρχίσει κατι. Όσο πλησίαζε προς το μέρος πούχαν συμφωνίσει να βρεθούν, η καρδιά του είχε ξανανέβει στον στην αριστερή του καρωτίδα και χτύπαγε έντονα. Δεν την είδε κι ένοιωσε να ζεμετίζεται. Σκούπισε το μέτωπό του με το μαντήλι, ακινητοποίησε τ' αμάξι και περίμενε. Ο δρόμος ήταν απόμερος, όμως ανησυχούσε μήπως τον δεί κανείς. Ελέγχοντας τους καθρέφτες του αυτοκινήτου την είδε. Ερχότανε βιαστική και φτάνοντας στ' αμάξι, προσπάθησε μ' ανυπομονυσία ν' ανοίξει την κλειδωμένη δεξιά πόρτα. Μπήκε μέσα ορμητικά και πρις προλάβει να την καλυσπερίσει, την άκουσε να προστάζει :
Ξεκίνα γρήγορα, γιατί κάπου εδώ γύρω βρίσκεται ο αδερφός μου και δεν θέλω να μας δεί.
Υπάκουσε γρήγορα, γιατί κι ο ίδιος δεν θάθελε να του συμβεί κάτο τέτοιο.
Καλησπέρα, της χαμογέλασε.
Γειά σου, τι κάνεις; του ρώτησε ευδιάθετα.
Καλά, απάντησε μονολεκτικά.
Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Τον αιφνιδίασε.
Μιλούσε ελεύθερα κι αυθόρμητα κι αυτό τον παραξένεψε. Δεν έμοιαζε για παιδί δεκαπέντε - δεκάξι χρονών και η συμπεριφορά της θα ταίριαζε σε μια εικοσάχρονη.
Κι εγώ χαίρομαι.... είπε βιαστικά, προσπαθόντας να κρύψει την τααρχή του.
Τι κασσέτες έχεις; Ρώτησε αλλάζοντας ξαφνικά την ατμόσφαιρα.
Να... δες... τις προέτρεψε, δείχνοντάς την κασσετοθήκη.
Έσκυψε προς το μέρος του και άρχισε να περιεργάζεται τις κασσέτες. Τον χτύπησε η δριμεία μυρωδιά της κολώνιας του κι ένα ελαφρύ άγγιγμά της στον αγκώνα του τον έκαμε να αναρριγίσει. Ξαφνικά, είδε ένα αντίθετα ερχόμενο αυτοκίνητο, να επιχειρεί προσπέραση ενός τρακτέρ, παραβιάζοντας την προτεραιότητά του. Φρενάρισε απότομα, έκοψε δεξιά το τιμόνι, η μικρή τινάχτηκε φοβισμένη και πριν προλάβει να πεί οτιδήποτε, είδε τον οδηγό του άλλου αυτοκινήτου. "Ο χοντρογι'ώτης, διαπίστωσε με φρίκη, αντιλαμβανόμενος ταυτόχρονα το βλέμα του Γιώτη να τρυπά την ατμόσφαιρα και να καρφώνεται στο πρόσωπο του κορίτσιού.
Αναθεμάσε παλιοκαριόλη, έβρυσε, όχι τόσο για την πιθανότητα της σύγκρουσης που δημιουργήθηκε, όσο για τη βεβαιότητά του, πως ο χοντρογιώτης τον είχε δει με την μικρή.
Πω πω! Κόντεψε να μας σκοτώσει! Ψέλισε η μικρή.
Τον βλάκα, τον απρόσεκτο, ξέσπασε ο Φώτης για να κρύψει έτσι την αληθινή αιτία της ταραχής του.
Ενώ η μικρή ασχολιότανε με την μουσική το μυαλό του καρφώθηκε στον χοντρογιώτη. η αμφιβολιά του άν ο χοντρός τον είχε δεί ή όχι, του έτρωγεε την προσοχή.
Σε ρωτάω! σ' αρέσει αυτό; τον διέκοψε η ερώτηση της μικρής, που προφανώς ενοούσε το τραγούδι, που ακούγονταν εκείνη τη στιγμή.
-Ναι, καλό είναι...
Εσύ τι μουσική ακούς;
Η ανάκριση της μικρής συνεχίστηκε μέχρις ότου φτάσανε στο μέρος, που την είχε φέρει την προηγούμενη ημέρα. Οι αφελείς ερωτήσεις της, οι παιδικές σχεδόν αποριές της, του έφτιαξαν τη διάθεση και τον συνεπήρε το ύφος της, οι κινήσεις της, οι γκριμάτσες της, που του φανέρωναν μια νειότη ασύληπτη για τα μέτρα του. Το γάργαρο γέλιο της του στήθους της, το ανέμισμα των μαλιών του, το παιχνιδιάρικο κοίλισμα του χυμώδους κορμιού της στο γρασίδι, η χαρά της, ήσαν εμπειρίες πρωτόγνωρες γι' αυτόν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί άλλη φορά στη ζωή του, να γεύτηκ ετόση νειότη, απλόχερι σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Του εκμυστηρεύτηκε τα σχέδιά της. Ήθελε να δουλέψει για να φύγει απ' το σπίτι της. Δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τους δικούς της, ούτε ήθελε να αποκαλύψει τις αιτίες . "Τόσο μικρή που θα πάς, πως θα ζήσεις" την ρώτησε. Είχε τα σχέδιά της. Μόλις θάπαιρνε τον πρώτο της μισθό, θάκανε δώρο στον εαυτό της ένα φουστάνι. Ένα φουστανάκι που τόχε ήδη σημαδέψει και που το ποθούσε πολύ. Προσφέρθηκε να την διαυκολύνει, δίνοντάς της εκείνη τη στιγμή τα χρήματα, που χρειάζονταν για να τ' αγοράσει. Δεν του αρνήθηκε την προσφορά. Μόνο σήκωσε το δάκτυλό της του το ακούμπησε στη μύτη και τούπε: Δανεικά όμως έτσι; Και τούσκασε ένα ρουφηχτό φιλή, το πρώτο που του δόθθηκε στο μάγουλο και πήρε και λίγο ξόφαλτσα στο πλάϊ των χειλιών του και τον έκαμε ν' ανατριχιάσει και ταυτόχρονα να νοιώσει τον αντρισμό του, να ορθώνεται άταχτα και γρήγορα, από τον έρποντα πόθο.
Στην επιστροφή αυμφώνησαν να ξανασυναντηθούν την επομένη, την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο. Χαιρετόντας τον, τον ξαναφλιλησε στο μάγουλο και τον άφησε με τη γεύση της, το άρωμά της, την νειότη της να τον πλυμηρίζουν.
Στο σπίτι, δεν έδωσε περιθώρια στη γυναίκα του, να ρωτήσει για την "επιτυχία" του ραντεβού του, για την "νέα" δουλειά. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και τον πήρε ο ύπνος. Ύπνος τυρρανικός, γιομάτος ανεκπλήρωτο έρωτα και πόθους ανικανοποίητους. Φωνές μυστικές τον καλούσαν σ' ένα νέο κόσμο γιομάτο γέλιο, ηδονές κι αρώματα. Ο αντρισμός του δοκιμάστηκε άγρια τούτη τη νύχτα. Δεν τόλμησε, ωστόσο, να εκτονωθεί στην γυναίκα του, γιατί φοβήθηκε πως το υπέρμετρο πάθος του, θα μπορούσε να τον προδώσει.
Το επόμενο πρωϊ βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τον χοντρο-Γιώτη. Λες και τον περίμενε και χωρίς να χάσει καιρό τον ρώτησε αυθάδικα.
-Τι έγινε ρε μάγκα;
-Τι να γίνει ρε Γιώτη; Ρώτησε ατάραχα.
-Που την πήγαινες τη μικρή ψές; Ξαναρώτησε το ίδιο αυθάδικα κι απαιτητικά.
-Ποιά μικρή; Απάντησε δήθεν μ' απορία, προσπαθώντας να κρύψει τον θυμό του. Είχε ζεματιστεί. Ένοιωθε τις καρωτίδες του να φουσκώνουν και κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κρυφτεί άλλο.
-Τον βλάκα μου κάνεις, ρε; Ξαναρώτησε επίμονα κι .... θυμωμένος ο χοντρός.
Κρατήθηκε. Τα μάτια του μίκραιναν, στένεψαν. Το πρόσωπό του συσπάστηκε και μαζί τα μπράτσα του και όλο του το κορμί. Αποφάσισε να κάμει υπομονή και να τον αποφύγει.
-Παράτα με, τού έκανε και στράφηκε ν' απομακρυνθεί. Ο άλλος βλέποντάς τον να επιχειρεί να ξεφύγει του άρπαξε το χέρι.
-Για στάσου λίγο, για στάσου.... είπε φανερώνοντάς του την διάθεση να συνεχίσει την ανάκριση.
-Κάτω τα κωλοχερά σου, του σφύριξε ανάμεσα στα δόντια τρίζοντάς τα από το θυμό και συνέχισε:
-Μιά ανηψιά μου ήτανε και τίποτ' άλλο.
-Ποιά ανηψιά σου, ρε μαλάκα, σε τα μας τώρα, αντέκρουσε ο χοντρός.
-Ποιά ανηψιά σου; Του Μανώλη του Γεωργιάδη η κόρη δεν ήτανε; εκτόξευσε την φονική ερώτηση.
Δεν κρατήθηκε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν κι ένοιωσε την ψυχή του να λειώνει. Νάτανε τρόπος ν' ανοίξει η γής να τον καταπιεί, να μην νοιώσει τούτο το μίγμα από οργή, ντροπή, αγανάκτηση, ταπείνωση, εξαθλίωση. Σήκωσε τη γροθιά του και κατεβάζοντάς την μ' ορμή, την ένοιωσε να συνθλίβει τα χοντρά μάγουλα, την χοντρή μύτη, το πλαδαρό στόμα και το σκληρό πηγούνι τούτου του γλοιώδους κι αντιπαθητικού υποκείμενου. Μαζεύτηκε μονομιάς κάθε θυμός και κάθε αγανάκτηση πούχε μαζέψει στην ψυχή του, όλα τα προηγούμενα χρόνια, όταν αυτός ο χοντρομπαλάς τού παρίστανε τον καμπόσο.
Ο χοντρο-Γιώτης έσκασε στο χώμα ζαλισμένος σαν κοτόπουλο, μα συνήλθε γρήγορα και αντικρύζοντας την απειλητική στάση του αντιπάλου του, σύρθηκε φοβισμένος προς τα πίσω και τόβαλε στα πόδια, χτυπώντας απρόσεχτα κι άσχημα στην καγκελόπορτα του νεκροταφείου.
Κανείς δεν είχε αντιληφθεί το περιστατικό. Η εκκλησία ήταν άδεια, το ίδιο και το νεκροταφείο. Τάβαλε με τον εαυτό του. "Ηλίθιε, προδόθηκες μόνος σου". Πήγε και κουλουριάστηκε σε μια γωνία στο καμαράκι του. Άργησε να συνέλθει. Σαν αστραπή πέρασαν εμπρός του τα μελλούμενα. Ο πατέρας της μικρής, ο αδελφός της ίσως, ειδοποιημένοι από τον χοντρό, θάρχονταν να τον βρούν. Μικρή κοινωνία το χωριό. Θα μαθεύονταν το νέο γρήγορα. Δεν ήθελε να σκεφτεί παρακάτω. Θάχανε την μικρή! Αυτό ήταν ότι χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί. Η πίκρα ξεχείλισε από μέσα του. Το κάτω χείλος του συσπάστηκε μαζί με το σαγόνι του, τα μάτια του βούρκωσαν. Ξέσπασε σ' ένα βουβό, φρικτό και ανελέητα πνιχτό κλάμα, απ' αυτά που δεν μπορούν να ξαλαφρώσουν την ψυχή ενός άνδρα.
Όλη την ημέρα έμεινε κλεισμένος στο καμαράκι του στο νεκροταφείο. Το απόγευμα, νηστικός και πνιγμένος από τα τσιγάρα, ξεκίνησε για το ραντεβού του. Οδήγησε με το συναίσθημα που πρέπει νάχουν οι μελοθάνατοι, βαδίζοντας προς το εκτελεστικό απόσπασμα. Ήταν σίγουρος πως δεν θα την ξανάβλεπε.
Όμως ήταν εκεί! Το κορμί της λικνίστηκε, μόλις τον είδε, σε μια φιγούρα χορευτική, που φανέρωσε δυο υπέροχα πόδια, στολισμένα από ένα ολοκαίνουριο μίνι-φόρεμα. Το φωτεινό της χαμόγελο, τούσβησε την βαρειά του καρδιά κι όταν χύθηκε μες στ' αυτοκίνητο ο ενθουσιασμός της, αναπτερώθηκε το ηθικό του. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε απρόσεχτα, χωρίς να λογαριάσει, πως κάποιος θα μπορούε να τους 'δεί κι αυτό τον έκαμε να κοιτάζει τριγύρω του ... και να παγώνει.
Ένας νεαρός ξεπρόβαλε από τη γωνία κι ορμούσε προς τ' αυτοκίνητό του βρίζοντας και χειρονομόντας.
-Ο αφελφός μου! Τσίριξε η μικρή κι ύστερα ξεφώνησε έντρομη!
-Ξεκίνα, ξεκίνα γρήγορα, πάμε να φύγουμε!
Τάχασε. Τι ατυχία ήταν αυτή; Πανικοβλήθηκε κι όπως κάνει κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε πανικό σπινάρισε με δύναμη τους τροχούς του αυτοκινήτου, και ξεκίνησε ταχύτατα, υπακούοντας στα υστερικά κελεύσματα μιάς μικρής, που η φρίκη ενός επαπειλούμενου δημόσιου ξυλοδαρμού της είχε παγώσει το αίμα.
Οδήγησε τ' αυτοκινητό του με μεγάλη ταχύτητα, που αλλού; Στο καθιερωμένο μέρος, μακρυά απ' τον δημόσιο δρόμο.
Η ταραχή τους δεν είχε κοπάσει, γι' αρκετή ώρα από το προηγούμενο συμβάν. Έπεσε στην αγκαλιά του αμίλητη και ζάρωσε πάνω στο στήθος του. Ούτε κι αυτός έβρισκε κάτι να της πεί, αφού κάνα-δυό απόπειρες για να της μειώσει το φόβο, να την παρηγορήσει κι ό ίδιος, απέβησαν μάταιες.
Το κορμί της, σφιχτά πάνω του, μύριζε σαπούνι και τα μαλλιά της, μαλακά και γερά, μπερδεύονταν στο πρόσωπό του κι απόμενε ακίνητος, μη τυχόν κι απομακρυνθεί από κοντά του. Απολάμβανε, όσο μπορούσε κι όσο επέτρεπε η περίσταση, την αίσθηση του σώματός της, κι ούτε που σκέφτηκε να της αποκαλύψει (φανερώσει) το πρωϊνό συμβάν με τον χοντρο-Γιώτη.
Απόμειναν έτσι αγκαλιασμένοι για ώρα αρκετή. Ύστερα, φαίνεται πως άρχισε να λειτουργεί το μυαλό της και προσπάθησε να εξηγήσει την παρουσία του αδερφού της, στο μέρος εκείνο. Τον είχε ακούσει στο σπίτι της, πριν φύγει, πως θα πήγαινε προς το αντίθετο μέρος το χωριού, απ' το μέρος που επρόκειτο οι δυό τους να συναντηθούν. Πως είχε βρεθεί εκεί; Ανέλαβε να της εξηγήσει. Τα πράγματα ήταν φανερά γι' αυτόν. Ήξερε κάτι παραπάνω.
Της διηγήθηκε το πρωϊνό συμβάν με τον χοντρο-Γιώτη. Της εξήγησε πως τον εγνώριζε και πως κατά πάσα πιθανότητα, αφού τους είχε δεί μαζί και αφού ο ίδιος την είχε πατήσει το πρωϊ, κι είχε ομολογήσει, πως κατά κάποιο τρόπο είχε δεσμό μαζί της. Ο χοντρο-Γιώτης θα αποκάλυψε στον αφελφό της-άγνωστο πως και εάν γνωρίζονται- και ο αδελφός της την είχε παρακολουθήσει, αφού έντεχνα την είχε παραπλανήσει στο σπίτι τους.
-Μόνο αυτή η εξήγηση υπάρχει, της δήλωσε στο τέλος.
Η μικρή συμφώνησε με το συμπέρασμά του κι έπεσε σε απελπησία. Αναρωτιότανε πως θα αντιμετώπιζε το βράδυ τον αδελφό της, τον πατέρα της, την μάνα της κι έβαλε σε κάποια στιγμή τα κλάματα. Την τράβηξε στην αγκαλιά του για να την παρηγορήσει. Ούτε που σκεφτότανε για τον εαυτό του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βρή τρόπο να την παρηγορήσει. Έστιβε το μυαλό του να βρεί μια λύση εφικτή, όταν την αισθάνθηκε να εντείνει το σφίξιμό της επάνω του και τα στήθια της να συνθλίβονται πάνω στο δικό του. Ανασήκωσε το κεφάλι της προς το δικό του και είδε τα μάτια της που περιείχαν ικεσία, όμως δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν αυτό το βλέμμα ήταν βλέμμα ικεσίας ή κάτι άλλο αλλόκοτο. Κράτησε την αναπνοή του, γιατί φοβήθηκε πως θα τούβγαινε καυτή απ' τον πόθο, που τον είχε κυριέψει, και που απόδιωχνε κάθε έννοια για το πρόβλημά τους. Όμως δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι έσκυψε και ρούφηξε λαίμαργα τα χείλη της, που του τάδωσε χωρίς αντίρηση, αλλά με θερμή ανταπόκριση, τέτοια ώστε ξέχασε πως έχει να κάνει μ' ένα παιδί. Ένοιωσε τον αντρισμό του να ορθώνεται παντοδύναμος και πλημύρισε από ένα παράξενο πόνο, πούχε χρόνια πολλά να τον νοιώσει, από τότε πούταν εικοσάχρονο αγόρι, γιομάτο θέρμη και πυρετό καταλυτικό για κάθε γυναικείο κορμί, που του γυάλιζε στο μάτι. Τα νύχια της μπήχτηκαν γενναία στην πλάτη του και πνιχτά βογγητά, βογγητά ηδονής γιόμισαν τ' αυτιά του κι ένας σπασμός στο στήθος της μεταδόθηκε στο δικό του και συντόνισε σε μια συχνότητα ουράνια, μια συχνότητα επικοινωνίας μαγικής, που εκπέμπεται κάθε φορά που ένα αντρικό κορμί συντονίζεται μ' ένα γυναικείο. Καμμιά λογική δεν μπορεί να συνυπάρξει μ' ένα τέτοιο καθεστώς και τα χέρια του, από μόνα τους, τρέξαν και ζωγράφησαν το κορμί της, διέσχισαν τ' άγρια όρη του στήθους της, γλίστρησαν στην πλάτη της, την ίδια ώρα που τα δικά της ξέσχισαν την πλάτη του, για να τονίσουν την ορμή της, την απαίτησή της να γίνει γυναίκα. Φιλί έντονο, αιώνιο σύνδεσε τον άντρα με την γυναίκα. Ανασήκωσε τη μπλούζα της και φάνηκε ο παράδεισος σε σχήμα γυναικείου στήθους και μέθυσε από ηδονή στην λευκή σάρκα, όταν ήχος βραχνός, άγριος και ορμητικός έσπασε ξερά τ' όνειρό τους, φρενάροντας στα χώματα δίπλα τους.
-Η αστυνομία!
Τον έβαλαν στο περιπολικό, αφού του πέρασαν, πρώτα, χειροπέδες στα χέρια. Οι αστυνομικοί, όλοι τους νεαροί, αφού ξεπέρασαν τ' αρχικό τους μούδιασμα, απ' τον πρώρο εκνευρισμό, άρχισαν τις ερωτήσεις : "Ποιός είσαι; Τι γυρεύεις από το παιδί; Παιδεραστής είσε ρε; ανώμαλος; Αυτή ρε θα μπορούσε νάναι κόρη σου. "Ύστερα πέρασαν στα βρισίδια."Φτου σου ρε μαλάκα! Ανώμαλε! Δράκε!"
Ένοιωθε τέτοια συντριβή σαν νάχε πέσει ο ουρανός πάνω του. Κοντανάσενε με δυσκολία, το μυαλο του στο κενό, η στεναχώρια του αβάσταχτη. Ευτυχώς, έφτασαν γρήγορα στο αστυνομικό τμήμα. Σάμπως, όμως, εδώ θάτανε καλύτερα; Καθώς τον οδηγούσαν, απ' τα σκαλοπάτια, προς τον πρώτο όροφο, του επιτέθηκαν, με κλωτσιές και μπουνιές, δύο άντρες. Αναγνώρισε τον αδελφό της Άννας κι υπέθεσε πως ο άλλος θάτανε ο πατέρας της. Μέσα από άναρθρες βρισιές που εκτοξεύονταν από αφρισμένα στόματα, αγριεμένα πρόσωπα, που με σύσπαση της εκδίκησης ζωγραφισμένη πάνω τους, τον φοβέριζαν, σύρθηκε στην πόρτα ενός γραφείου. Εκεί μπροστά δέχτηκε και το τελευταίο χτύπημα, που ήταν το ισχυρότερο και το πλέον επώδυνο. Μιά κλωτσιά στ' αρχίδια. Οι αστυνομικοί συνοδοί τον κατάφεραν να τον τραβήξουν απ' τα χέρια των έξαλλων συγγενών και για να τον γλυτώσουν, τον πέταξαν στο πάτωμα του γραφείου, κλείνοντας την πόρτα ξοπίσω τους.
Απόμεινε εκεί πάνω στα παγωμένα μωσαϊκά, προσπαθόντας να συνεφέρει όχι τόσο το κορμί απ' τους πόνους, μα το μυαλό απ' τη θολούρα του. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα!
Η ανάκρισή του δεν κράτησε πολύ. Ούτε μια ώρα. Κι αυτό επειδή διακόπηκε απ' την φασαρία που έκαμαν οι έξω από το αστυνομικό τμήμα, συγκεντρωμένοι, που ευθέως δήλωναν την επιθυμία τους να τον λυντσάρουν.
Ο αξιωματικός που τον ανέκρινε, ήταν ψύχραιμος και τυπικός. Ούτε σχόλια, ούτε μομφές για τα συμβάντα. Αναθάρρησε. Το μυαλό του άρχισε πάλι να λειτουργεί. Κατάλαβε πως οι κατηγορίες, που του απηύθυναν. Ήταν αρκετά σοβαρές. "Απαγωγή, αποπλάνηση ανηλήκου, ίσως και βιασμός". Ο αξιωματικός προσπαθούσε ν' αντιληφθεί αν οι πράξεις, για τις οποίες τον κατηγορούσαν είχαν επαναληφθεί, άλλη φορά, στο παρελθόν. Ήδη θεωρούσε δεδομένη την ενοχή του. Του ξανάρθε στο μυαλό η προηγούμενη εμπειρία του το '66. Τότε, που στην ασφάλεια της Καβάλας, είχε φάει ένα αξέχαστο ξύλο. Καταλάβαινε ωστόσο, πως τούτη τη φορά τα πράγματα ήσαν διαφορετικά.
Το πλήθος πούχε συγκεντρωθεί έξω από το τμήμα μεγάλωσε. Μαζί και οι φωνές τους. Ο αξιωματικός διέκοψε και δεν τον άφησε να διηγηθεί τις απόψεις του. "Θα σε πάμε στην Καβάλα" του εξήγησε "εκεί θάσε πιό ασφαλής, θάχεις και δικηγόρο".
Βγαίνοντας απ' το αστυνομικό τμήμα, αντιμετώπισε την εχθρότητα ενός ανώνυνου πλήθους, που άφριζε απ' το θυμό εναντίον του. Εισέπραξε τις "φιλοφρονήσεις" τους, παρά τις προσπάθειες των αστυνομικών να τον προστατέψουν. "Που τους είχα όλους αυτούς τους εχθρούς;" αναρωτήθηκε. Το αστυνομικό αυτοκίνητο διέτρεξε την απόσταση απ' το χωριό μέχρι την Καβάλα, με μεγάλη ταχύτητα. Σ' όλη τη διαδρομή προσπάθησε να ανασυντάξει τις σκέψεις του. Τον βασάνιζε πιότερο, η σκέψη των συνεπειών, που θα δεχόταν η Άννα. Απ' τους δικούς της, απ' τον περίγυρό της, απ' το χωριό ολάκερο. Ύστερα οι δικοί του : η γυναίκα του, τα παιδιά του. Τρομαγμένος. προσπάθησε να διώξει όλες αυτές τις σκέψεις. Ένοιωθε πως είχε καιρό μπροστά του, να τα σκεφτεί καλά όλα.
Στην Καβάλα τον κλείδωσαν σ' ένα κρατητήριο, στο τμήμα Μεταγωγών, μαζι με δυό κλεφτρόνια. Τα κλεφτρόνια ήταν έμπειρα σε τέτοιου είδους διαδικασίες. Έμοιαζαν να αισθάνονται άνετα εκεί μέσα. Προσπάθησαν να τον πλησιάσουν με το καλό, στην αρχή. Αρνήθηκε, ξερά, την συντροφιά τους. Ύστερα άρχισαν να τον κοροϊδεύουν, να τον δουλεύουν "έ, όχι κι αυτοί" είπε αγανακτισμένος στον εαυτό του και τους ζήτησε, κοφτά, να πάψουν να τον ενοχλούν. Εκείνοι όμως συνέχισαν και το κακό δεν άργησε να γίνει. Όρμησε πάνω τους, έγιναν ένα ανθρώπινο κουβάρι, χτύπησε, χτυπήθηκε, ώσπου μπήκαν στη μέση οι φύλακες, τους χώρισαν και τον έβαλαν σ' ένα διπλανό κελί μόνο του. Τα κλεφτρόνια συνέχισαν φωνάζοντας, δυνατά να τον κοροϊδεύουν. Δεν απάντησε, κουράστηκαν, σταμάτησαν και τόριξαν στον ύπνο.
Η νύχτα που ακολούθησε ήταν εφιαλτική. Ένα-ένα τα πιο πικρά συναισθήματα. άρχισαν να βγαίνουν, να τον πολιορκούν και να τον καταδικάζουν. Συνειδητοποίησε, σ' όλο του το βάθος, το πολύπλοκο κι αποφασιστικό για το μέλλον του, πρόβλημα που ζούσε. Πρώτον, έχανε την Άννα. Μικρό παιδάκι καθώς ήταν, θάτανε εύκολο να επηρεαστεί απ΄την κατάσταση, να δηλιάσει μπροστά στα γεγονότα και, στα σίγουρα, να τον εγκαταλείψει. Ίσως και να συνηγορήσει στις κατηγορίες που είχε δεχτεί και να στραφεί εναντίον του. Δεύτερον έχανε την δουλειά του. Παιδεραστής, απαγωγέας, βιαστής είναι ιδιότητες χειρότερες κι' απ' αυτή ακόμη του νεκροθάφτη. Άν προστεθεί στις προηγούμενες και η ιδιότητα του νεκροθάφτη, μ' όλα τα αποκρουστικά συναισθήματα που προκαλεί, τότε όχι μόνο είχε χάσει την δουλειά του, αλλά έχανε και κάθε ελπίδα νάβρει άλλη δουλειά, εάν και όταν ξεμπέρδευε απ' εδώ. Τρίτον, έχανε την γυναίκα του και τα παιδιά του, που ακόμη κι αν αυτοί τον δέχονταν μετά απ' αυτή την περιπέτεια, ο ίδιος δεν θ' άντεχε, που, να ζή με την αμφιβολία και τις υποψίες, που, ενδεχομένως, θα φωλιάζουν στις ψυχές τους. Τέταρτον, η περιφρόνηση του κόσμου στο πρόσωπό του, είχε ήδη γίνει φανερή η εχθρότητα και μάλιστα με τέτοια οξύτητα, που θα κινδύνευε ακόμη κι η σωματική ακεραιότητα των παιδιών του και της γυναίκας του, εκτός απ' τον ίδιο. Πέμπτον, θα ήταν αδύνατο για τα παιδιά του να βρούν δουλειά και βέβαια όλα τούτα, σήμαιναν, πως το χωριό δεν τους χωρούσε πιά κι όχι μόνο το χωριό, αλλά ολόκληρη η περιοχή. Τούτα τα νέα διαδίδονται τόσο γρήγορα και τόσο διαστρεβλωμένα, που θαρρείς όσο προοδεύουν τα τεχνολογικά μέσα διάδοσης των ειδήσεων, τόσο γρηγορότερα παραμορφώνεται η αλήθεια.
Η απελπησία, που γεννήθηκε από τα συμπεράσματά του, έσφιξε, σα ....... το κεφάλι του, την καρδιά του, τα σωθικά του. Πόνος διάχυτος σφυροκοπούσε το κρανίο του, σε τέτοια ένταση, που νόμιζε, πως κάθε φορά, που πεταρίζουν οι βλεφαρίδες των ματιών του, κάποιος του χτύπαγε μ' ένα σφυρί το κεφάλι. Τα χέρια του αδιάκοπα έψαχναν στις τσέπες του για τσιγάρα, όμως του τάχαν πάρει όλα : Τα τσιγάρα, τον αναπτήρα, την ζώνη, τα κορδόνια του, το ρολόϊ του.
Απελπισμένος, παγωμένος, υποφέροντας ένα ανυπόφορο πονοκέφαλο, πέρασε, ξάγρυπνος, μια δύσκολη νύχτα που προμήνυε μια ακόμη δυσκολότερη μέρα.
Έξω απ' το γραφείο του ανακριτή τον περίμενε μια καλή έκπληξη. Η γυναίκα του κι ο μικρός του γιός είχα κινηθεί δραστήρια κι αποτελεσματικά, πέρα απ' την συνηθισμένη τους αναποφασιστικότητα και διστακτικότητα. Ξεπερνώντας τους εαυτούς τους και το πρώτο σόκ, στο άκουσμα της σύλληψής του και των κατηγοριών του, τούφεραν δικηγόρο, ρούχα καθαρά και προπαντός τσιγάρα. Η παρουσία τους τούδωσε κουράγιο. "Είμαι αθώος" δήλωσε της γυναίκας του. "Ότι κι αν γίνει, πρέπει να με πιστέψεις, είμαι αθώος" Ήθελε μ' αυτό τον τρόπο να της δώσει κουράγιο, ν' αποσείσει κάθε αμφιβολία της εναντίον του, να του σταθεί. Όταν τέλειωνε τούτη η δοκιμασία, ορκίστηκε στον εαυτό του να της τα εξηγήσει όλα. Είδε τον μικρό του γιό να τον κοιτάζει πέτρινος, ανέκφραστος, μακρυνός. Τούκανε νόημα νάρθει κοντά του. "Είσαι παλλικάρι τώρα, μεγάλος", τούπε "άνοιξε τα μάτια σου, τέντωσε τ' αυτιά σου. Ότι δεις κι ότι ακούσεις είναι μεγάλο μάθημα για σένα. Κράτησε τη φωνή σου, όρθια, ότι κι άν γίνει".
Η γυναίκα του προσπαθούσε, με κόπο, να κρατήσει τα δάκρυά της, όταν ο δικηγόρος του επενέβη και διέκοψε την συγκινησιακή φόρτιση, που είχε δημιουργηθεί.
Με το τέλος της ανάκρισής του με ομόφωνη απόφαση του ανακριτή και του εισαγγελέα, διατάχτηκε η προφυλάκισή του. Οι κατηγορίες ήταν σαφείς : Απαγωγή, αποπλάνηση ανίληκης. Στις αντιδράσεις του και στις αντιδράσεις του δικηγόρου ο ανακριτής ήταν ψυχρός : το δικαστήριο θ' αποφασίσει.
Μια βδομάδα αργότερα.
Το επόμενο πρωΐ ξεκίνησε η δίκη του. Κόσμος πολύς, περίεργοι, δημοσιογράφοι, χασομέρηδες, μερικοί συγχωριανοί του, συνωστίζονταν και τον έδειχναν με το δάχτυλο. Δεν άντεχε στα βλέμματά τους. Κρατούσε χαμηλωμένο το κεφάλι του κι άκουγε. Αισθάνονταν μιά ψυχραιμία ανεξήγητη. Δεν είχε υποψιαστεί πως θάχε τέτοια λογική ψυχραιμία και τόση υπομονή. Ξεπέρασε γρήγορα τις χλευαστικές φωνές, που τριγυρνούσαν στο μυαλό του απ΄τις προηγούμενες μέρες.
"Αξιοπρεπής". Αυτό πρέπει νάμαι "σκέφτηκε", "ένας άντρας πρέπει πάνω απ' όλα νάναι αξιοπρεπής, όταν συναντά τέτοιες δυσκολίες". Σ' όλη την διαδικασία της δίκης δεν παρακολουθούσε με προσοχή, όπως ίσως, θα έπρεπε. Ένοιωθε βαθύτατη περιφρόνηση, για όλους αυτούς που τον κατηγορούσαν. Και για τον αδελφό της Άννας, που ήταν ο πρώτος μάρτυρας και για τον πατέρα της και για την μάνα της. Ο τρόπος που μιλούσαν, οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν εναντίον του, ενώ κανείς τους δεν τον γνώριζε, του έκαμαν να σκέφτεται, πως αυτός στη θέση τους, ποτέ δεν θα μιλούσε έτσι. Γι' αυτό αισθάνονταν περιφρόνηση, γι' αυτό δεν σήκωσε τα μάτια του να τους δεί. Μα πιό πολύ περιφρονούσε το ανώνυμο πλήθος, πίσω του, που άγεται και φέρεται, τώρα, απ' τους δικηγόρους, ύστερα, απ' τους πολιτικάντηδες, τους δημαγωγούς. "Ζώα" έβρισε μεσ' τα δόντια του.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου κάλεσε την επόμενη μάρτυρα : την Άννα. Ανατρίχιασε σύγκορμος. Πέρασε από δίπλα του, φορώντας ένα ολόσωμο κατακόκκινο φουστάνι, ίδια φωτιά. Παραξενεύτηκε, καθώς την είδε. Δεν έμοιαζε και φοβισμένη. Για την ηλικία της κρατούσε μια περίφημη στάση και ψυχραιμία. Φανερά δασκαλεμένη απ' τον δικηγόρο της, απήγγειλε την κατάθεσή της, όπως ακριβώς θάκανε όταν έλεγε το μάθημά της στο σχολείο. Με λίγα λόγια κι όπως ακριβώς ο ίδιος το περίμενε, τον είχε κατηγορήσει πως την πήρε με το ζόρι στ' αυτοκίνητο, πως ξέφυγαν απ' τον αφελφό της, ενώ η ίδια επιθυμούσε νάχανε σταματήσει και πως την χάιδευε μέσ' στο αυτοκίνητο, όταν τους συνέλαβε η αστυνομία.
Προσπάθησε να δεί το πρόσωπό της. Ήθελε να της δώσει να καταλάβει μ' ένα νόημα, με μιά χειρονομία, πως καταλάβαινε. Πως κατανοούσε τη στάση της και γι' αυτό δεν θα της κρατούσε κακία, πως δεν θα την παρεξηγούσε. Δεν κατάφερε όμως να την δεί. Ούτε κι αυτή δεν έκαμε καμμιά προσπάθεια, να στραφεί προς το μέρος του.
Ο δικηγόρος του άρχισε τις ερωτήσεις, έμπειρος καθώς ήταν δεν άργησε να την στριμώξει με "δύσκολες", γι' αυτήν ερωτήσεις. Η πολιτική αγωγή προσπάθησε να προστατεύσει τη μικρή κι άρχισαν οι σχετικές αντεγκλήσεις μεταξύ των δικηγόρων και του προέδρου. Ζητώντας απ' το δικηγόρο του να σταματήσει "Δεν επιθυμώ τέτοιου είδους ερωτήσεις προς της Άννα" του δήλωσε. Εκείνος έμεινε κατάπληχτος, όπως και οι δικαστές και το κοινό. Τον πλησίασε και προσπάθησε χαμηλόφωνα να τον κάμει ν' αλλάξει γνώμη. "Όχι" του απάντησε ξερά "δεν θέλω να την προσβάλεις κι ας πάω φυλακή". Μπροστά στην αποφασιστηκότητά του ο δικηγόρος υποχώρησε αγανακτισμένος, αφού πρώτα έκαμε μια σχετική δήλωση προς το δικαστήριο, για να προστατεύει την επαγγελματική του φήμη.
Όταν ήρθε η ώρα για να απολογηθεί, δεν είχε αποφασίσει ακόμη, εάν θά τόκανε, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του ή αν θα δήλωνε νέτα-σκέτα πως είναι αθώος και ότι θέλει άς γίνει. Αποφάσισε για το δεύτερο κι αφού δήλωσε πως είναι αθώος, για ότι κατηγορείται, επενέβει ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Του ζήτησε, είναι αλήθεια με αρκετά πειστικό τρόπο, πως δεν θάπρεπε να χάσει την ευκαιρία και ν' απολογηθεί για την υπόθεσή του, μιάς κι είχε εμποδίσει, προηγουμένως, τον δικηγόρο του. Η πειθώ του δικαστή και το φιλικό του ύφος του έκαμαν ν' αλλάξει γνώμη.
"Είμαι σαρανταδύο χρονών", άρχισε την απολογία του. "Η Άννα, μόλις δεκαπέντε, δεκάξη. Αυτό είναι το πρόβλημα. Δείτε την όμως. Δεν μοιάζει μεγαλύτερη; Αυτό, στην αρχή, με ξεγέλασε. Μούκανε μεγάλη έκπληξη, όταν μου είπε την ηλικία της. Όπως, έμεινα έκπληκτος και με τον εαυτό μου, όταν ένοιωσα τα πρώτα σκιρτήματα γι' αυτήν. Η κοινωνική μου θέση, η χαμηλή τάξη που ανήκω και το επάγγελμά μου, πάντοτε μ' εμπόδιζαν στην ζωή μου. Τούτη τη φορά όμως υπερίσχυσε ένας καταπιεσμένος αντρισμός, που χρόνια τώρα, τον έκρυβα επιμελώς, τον έθαβε μαζί με τους νεκρούς που περνούσαν απ' τα χέρια μου. Όλα έγιναν ξαφνικά. Ξαφνικά μπήκε στη ζωή μου, ξαφνικά την αγάπησα, την ερωτεύτηκα, αυτή είναι η αλήθεια και το λέω για ν' ακούσουν τ' αυτιά μου, να τ' ακούσει κι η κακομοίρα η γυναίκα μου. Ξαφνικά την τρίτη φορά, που βγήκα μαζί της, μού δείχνει αγάπη και μάλιστα, μετά από τη συνάντησή μας με τον αδελφό της. Δεν έκαμα τίποτε μαζί της. Με συνέλαβαν και βρίσκομαι τώρα εδώ,. Ούτε απαγωγή έκαμα, ούτε πέρασε απ' το μυαλό μου τέτοιο πράγμα. Εγώ τώρα καταστράφηκα. Μαζί μου η οικογένειά μου, τα παιδιά μου. Ας μη καταστρέψουμε κι ένα κορίτσι, που είναι μικρό και δεν φταίει σε τίποτε".
-Ά ρε μπαγάσα! ακούστηκε μια φωνή απ' το ακροατήριο.
-Το κατανόνησες το παιδί και τώρα παριστάνεις την αθώα περιστερά έ! συνέχισε, μέσα σε γέλια που ανάγκασαν τον πρόεδρο να κουνήσει, υστερικά, τα κουδουνάκια και να αποβάλει απ' την αίθουσα τον ταραξία.
Οι αγορεύσεις του εισαγγελέα της πολιτικής αγωγής και του δικηγόρου του δεν τον συγκίνησαν. Ερεύνησε με το μάτι του, μήπως μπορέσει να δεί την Άννα. Δεν το κατάφερε. Μάλλον την είχαν απομακρύνει από 'κεί. Στο διάλλειμα, που μεσολάβησε, ως ότου οι δικαστές βγάλουν την απόφαση, προσπάθησε να καθυσηχάσει την γυναίκα του και τον γιό του. Πίστεψε στην αθώωσή του. Εξ άλλου, έτσι τον διαβεβαίωνε κι ο δικηγόρος του, μολονότι δεν έπαυσε να του διακυρήσσει, πως τα πράγματα θάτανε πιότερο σίγουρα, αν τον είχε αφήσει να την "ξετινάξει". "Δεν είναι η Άννα εχθρός μου", θέλησε να του πεί, μα δεν τόκανε. Πού να του εξηγήσει τώρα.....
Ο γιός του φαίνονταν πολύ ανήσυχος. "Τι νάχει ψυχαναιμιστεί" αναρωτήθηκε. "Την καταδίκη μου, την αθώωσή μου, ή μήπως σκέφτεται το ρεζιλίκι, πούσεσε στο κεφάλι του".
Τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε.
-Θα πάω να δουλέψω, του δήλωσε απαντώντας ο μικρός σταθερά και σταράτα.
Κούνησε το κεφάλι του. Την τελευταία αφορά, που τόχε ακούσει αυτό, ήταν απ' την Άννα. Κάνοντας αυτήν την σκέψη, σαν αστραπή ξεπίδησε απ' το μυαλό του μια ιδέα. "Αφού ο γιός μου σκέφτεται να δουλέψει, παρατώντας τα διαβάσματά του για το πανεπιστήμιο, είναι πολύ απογοητευμένος μαζί μου και έτσι θέλει να ξεφύγει. Δεν έχει άδικο, βέβαια, μα μήπως, για κάποιες παρόμοιες αιτίες, η Άννα ήθελε να φύγει απ' το σπίτι της; Μήπως είναι απογοητευμένη απ' το σπίτι της, γι' αυτό θέλει να φύγει; Είναι πολύ μικρή!" Τις σκέψεις του διέκοψε το κάλεσμά του, στην αίθουσα του δικαστηρίου, για την εκφώνηση της απόφασης. Μπαίνοντας στην αίθουσα και κατευθυνόμενος στο εδώλιο αναρωτήθηκε "Λές; λέει να με καταδικάσουν;"
Οι υποψίες του βγήκαν αληθινές. Δεκαοχτώ μήνες φυλακή, για τη αποπλάνηση, αθώος για την απαγωγή. Δεκαοχτώ μήνες! Η γυναίκα του έπεσε πάνω του κλαίγοντας. Ο κόσμος χειροκροτούσε την απόφαση. Είδε τον γιό του δακρυσμένο.
Τώρα θα δουλέψεις, του είπε πρικρά.
Χρήματα δεν είχε, για να εξαγοράσει την ποινή του. Ο δικηγόρος, τα δικαστικά έξοδα και περίσσια οδύνη ήταν τα μοναδικά έξοδα, που μπορούσε να καλύψει. Κι ούτε υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει κι ούτε σε κανέναν θα μπορούσε ν' απλώσει το χέρι του. Έτσι οδηγήθηκε στις φυλακές της Κομοτηνής, μένοντας αποσβολωμένος με την εξέλιιξη της περιπέτειάς του.
Είναι δύσκολο πράγμα η φυλακή. Στη φυλακή δεν μπαίνεις με ραντεβού. Βρίσκεται εκεί ξαφνικά. Τόσο πολύ ξαφνικά, που δεν έχεις προλάβει ν' αποτελειώσεις κάποιες δουλειές, αφήνεις εκκρεμότητες και το κυριώτερο : είσαι ανήμπορος να επέμβεις, να βοηθήσεις έστω, συμβουλεύοντας αυτούς, που μένουν πίσω σου, αυτούς που μέχρι τώρα κρεμόταν απ' τα χέρια σου. Ο μεγάλος του γιός δεν μπόρεσε να πάρει άδεια απ΄ το στρατό νάρθει στη δίκη. Και πώς να πάρει άδεια; Πώς να την ζητήσει απ' τον λοχαγό του; Κυρ Λοχαγέ δώσμου άδεια, δικάζουν τον πατέρα μου γι' αποπλάνηση ανήλικου; Δεν γίνονται αυτά.
Είναι δύσκολο πράγμα η φυλακή. Ιδιαίτερα εάν έχεις υπηρετήσει προηγουμένως στρατιώτης. Είναι όπως ο στρατός. Αισθάνεσαι νεοσύλλεκτος, ακόμη και στα σαρανταδύο σου χρόνια. Μόνο που τώρα δεν κουβαλάς το μυαλό του δεκαοχτάρη, αλλά τις εμπειρίες του σαρανταδυάρη, του σαραντάρη. Μέχρι τα δεκαοχτώ σου χρόνια, και άλλες φορές μέχρι τα εικοσιτέσσερα η ζωή σου είναι πολύ μικρή. Εξαρτάσαι από άλλους, συνήθως τους γονείς κι είτε σπουδάζεις είτε δουλεύεις ή κάμεις και τα δυό. Το μυαλό σου είναι νερουλό, άπηχτο κι ασχολείται, μόνο, μ΄ ότι η μόδα παρουσιάζει σε κάθε εποχή. Κοινός παρονομαστής στα ενδιαφέροντά σου οι γυναίκες, τα κορίτσια. Τότε είναι που αναζητάς την μοναδική θέρμη, που προσφέρεται από δύο γυναικεία σκέλια, ανάσκελα.
Απ΄τα εικοσιπέντε περίπου μέχρι να τριανταπέντε, άντε σαράντα χρόνια σου, αρχίζουν και τελειώνουν οι μεγάλες δυσκολίες. Το μυαλό πήζει, σκέφτεται, η εξάρτηση των άλλων μειώνεται δραστικά. Τώρα η ευθύνη του εαυτού σου βρίκετεται στα χέρια σου, στην δουλειά σου. Σ' αυτή τη δεκαετία-δεκαπενταετία αποκτάς τις περισσότερες και πλέον ποικιλόμορφες εμπειρίες όλης της ζωής σου. Ο γάμος, τα παιδιά, οι κοινωνικές σχέσεις, οι πολιτικές αντιλήψεις, η επαγγελματική αποκατάσταση, η οικονομική αυτοτέλεια, τα όνειρα κι οι προσδοκίες σου, όλα οργανώνονται μέσα σ΄αυτό το χρονικό διάστημα. 'Η πετυχαίνεις ή όχι. Αυτός είναι ο κανόνας, αυτή και η κατάληξη. Η επιτυχία ή η αποτυχία. Ποιό εύκολα συνενοείσαι μ' ένα εξηντάρη, παρά μ' έναν εικοσάρι. Είναι τρομαχτική η απόσταση που σε χωρίζει απ΄τους εικοσάρηδες, όσο τρομαχτικά μεγάλο είναι και το διάστημα των δέκα-δεκαπέντε τούτων χρόνων.
Όμως, τέτοια κατάληξη; Φυλακή! Για τέτοιο λόγο; Αποπλάνηση ανηλίκου; Ανήκουστο!
Ο παράλογος έρωτάς του τον είχε οδηγήσει στην παράλογη φυλάκισή του. Αυτό τόχε καταλάβε καλά, μολόνοτι δεν μπορούσε να το χωνέψει. Σαν νεοσύλλεκτος φαντάρος παρουσιάστηκε στους υπεύθυνους της φυλακής. Ένοιωσε όπως ακριβώς είχε νοιώσει εικοσιτρία χρόνια πρίν, όταν είχε παρουσιαστεί νεοσύλλεκτος στρατιώτης στο Ναύπλιο. Εδώ, βέβαια, δεν χρειάζονταν να χαιρετά στρατιωτικά όμως η ατμόσφαιρα και η προοπτική τής φυλακής ήταν ίδια κι όμοια με αυτήν του στρατού.
Ταχτοποιήθηκε σ' ένα θάλαμο μ' άλλους τριάντα κρατούμενους. Οι περισσότεροι είχαν αδιαφορήσει για την παρουσία του. Ελάχιστοι τον πλησίασαν. Δύο. Αυτός που κοιμόταν κάτω από το κρεββάτι του κι ο διπλανός του. Του εξήγησαν το πρόγραμμα της φυλακής και του ζήτησαν να σκουπίζει κάθε μέρα ολόκληρο τον θάλαμο. Όπως στον στρατό. Τους άκουγε σιωπηλός. Καταλάβαινε πως ήταν ανάγκη, να κατανοήσει τη διαδικασία της λειτουργίας της φυλακής, να προσαρμοστεί και να ξεπεράσει μ' αυτόν τον τρόπο, τον βομβαρδισμό των αλεπάλληλων γεγονότων, των τελευταίων ημερών. Είχε όλο τον καιρό μπροστά του να σκεφτεί. Δυό εικόνες ωστόσο τούχανε μείνει ζωντανές κι έντονες στο ταλαιπωρημένο του μυαλό : πρώτη η εικόνα της Άννας. Μιάς Άννας ολοκόκκινης, με στραμένη την πλάτη, χωρίς πρόσωπο, ν' απομακρύνεται. Δεύτερη, η εικόνα του προέδρου του δικαστηρίου ν' απαγγέλει τον θλιβερό αριθμό : δεκαοχτώ μήνες.
Δεκαοχτώ μήνες στη φυλακή κόστιζε, για τον αξιότιμο δικαστή, η ικανοποίηση της κοινής γνώμης. Η δικαιοσύνη απούσα, όταν τη χρειάστηκε. Χωρίς αποδείξεις της ενοχής του, χωρίς διάθεση να τον πιστέψει κανείς. Δεκαοχτώ μήνες ζωής στη φυλακή. Μιά άλλη φυλακή, διαφορετική απ' αυτή που είχε δημιουργήσει μόνος του. Χωρίς η διαφορά της νάναι τόσο μεγάλη, που να τον επηρεάσει, άσχημα. Αυτό που τον είχε πειράξει ήταν, που δεν είχε καταφέρει να γίνει πιστευτός, να τον αναγνωρίσουν το ότι είπε την αλήθεια, αυτοί που είναι δουλειά τους να κρίνουν πότε λέγεται η αλήθεια και πότε κυριαρχεί το ψέμα. Ακόμη κι οι δικαστές τον αντιμετώπισαν, όχι σαν κοινό άνθρωπο, μα σαν μακάβριο νεκροθάφτη. Αλλοίμονο, γι' αυτόν, ποτέ του δεν περίμενε να τον αντιμετωπίσουν, έτσι όπως αντιμετώπιζαν, εκείνες τις μέρες, κάποιους κυβερνητικούς πολιτικούς, που είχαν εμπλακεί σ' ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο. Δεν είχε τέτοια απαίτηση. Η μεγάλη ατυχία του ήταν η επαγγελματική του ιδιότητα. Αυτή, μαζί με το νεαρόν της ηλικίας της Άννας, είχε επισκιάσει και το πολιτικό σκάνδαλο, τουλάχιστον στα όρια της περιοχής τους.
Έ ρε κακομοίρη, τούπε, μια μέρα ένας κρατούμενος, που μάλλον γνώριζε την ιστορία του,
-σ' έφαγαν γιατί είσαι νεκροθάφτης!
Η ζωή του στη φυλακή κυλούσε μονότονα. Κλείστηκε ακόμη πιό πολύ στον ευατό του κι όλοι, γύρω του, γρήγορα συνήθισαν στη σιωπή του. Οι φύλακες, άριστοι ψυχολόγοι, κατάλαβαν πως ήταν αρνάκι. Το ίδιο και οι συγκρατούμενοί του. Η φυλακή δεν είναι τελικά συναρπαστική εμπειρία. Κάθε δεκαπέντε μέρες τον επισκέπτονταν η γυναίκα του. Μία, φορά τον επισκέφτηκε κι ο μεγάλος του γιός. Καμμιά (ποτέ) φορά ο μικρότερος. Ο μεγάλος γιός, διακριτικός και ψύχραιμος, όπως πάντα, δεν τον κατηγόρησε για τίποτε. Αντίθετα του υποσχέθηκε βοήθεια, μόλις απολύονταν απ' το στρατό.
Η γυναίκα του δούλευε ήδη σ' ένα εργοστάσιο συσκευασίας φρούτων και λαχανικών. Δούλευεε σκληρά, έκαμε αιματηρές οικονομίες, για να μαζέψει χρήματα, ώστε να εξαγοράσουν το υπόλοιπο της ποινής του. Τοι ίδιο σκληρά δούλευε κι ο υπερήφανος μικρός του γιός, που καθάριζε πολυκατοικίες και γραφεία μ' ένα συνεργείο καθαριστών στην Καβάλα.
Τα σκεφτόταν όλα αυτά και βούρκωνε. δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν βούρκωνε από ευγνομοσύνη, για την αυτοθυσία της γυναίκας του και των παιδιών του ή αν βούρκωνε για την δική του θέση - προδοσία εναντίον τους. Κάθε βράδυ, όταν όλοι κοιμόντουσαν κι όταν κόπαζαν οι σκέψεις της ημέρας, που αφορούσαν στο χρόνο της αποφυλάκισής του, την έφερνε στο μυαλό του.
Ερχόταν στα μάτια του, σαν τρισδιάστατη ολοζώντανη εικόνα, με το κατακόκκινο φόρεμά τη, ανασήκωνε ναζιάρικα τους ώμους της, έχωνε τα χέρια της ανάμεσα στα πόδια του και παιχνίδιζε ένα χαμόγελο λαμπερό και τρυφερό μαζί στο πρόσωπό της. Ύστερα, χάνονταν μαζί της σ' ένα λήθαργο μυστήριο, όπου χρόνος και τόπος δεν υπήρχαν. Μεθούσε σ' ένα όνειρο καθημερινό σχεδόν, όπου βρίσκονταν σ' άλλους κόσμους χωρίς φυλακές, χωρίς ανθρώπους, χωρίς συγγενείς. Μέσα από θεϊκές μυρωδιές και αρώματα, μέσα από εικόνες πράσινων πεδιάδων με λουλούδια πολύχρωμα, μέσα από ουράνια γαλήνη κι ευτυχία, καθηλώνονταν απ' την εξουσιαστική μορφή της κι ένοιωθε πανίσχυρος, ανέγγιχτος, ευτυχής. Ηδονές πόνων κρυφών και πόθων τον πλημμύριζαν κι είχε βεβαιωθεί πιά πως ο έρωτας, ήταν αυτός που τον βασάνιζε όλη μέρα και τον λύτρωνε την νύχτα. Κανένα πολυβόλο δεν τον πυροβολούσε πιά κι η καρδιά του τόχε αποφασίσει, κόντρα στη λογική του.
"Μόλις βγώ από δώ, θα φύγω μαζί της. Θα ζήσω μαζί της, μακρυά, όπου κανείς δεν θα μας γνωρίζει."
Βασανίζονταν από την συμπαράσταση της γυναίκας του, μα δεν μπορούσε να την αποδιώξει. Θα τον βόλευε να τον είχε παρατήσει. Ντροπιασμένη καθώς ήταν μαζί του, κανείς δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει, αν τον χώριζε. Ούτε και τα παιδιά του. Θάτανε, καλύτερα έτσι, μα να τώρα, που η αντίδρασή της είναι τελείως αντίθετη. όχι μόνο δεν τον εγκαταλείπουν, ντροπιασμένος και ξεφτυλιζμένος καθώς είναι, αλλά του συμπαραστέκονται θερμά, τον αγαπούν και το δείχνουν περισσότερο από πρώτα, εργαζόμενοι σκληρά, για να τον αποφυλακίσουν. Δεν υπολογίζω ούτε την κακία της κοινωνίας τους ούτε τον εξευτελισμό που υπέστησαν εξαιτίας του. Θυσιάστηκαν και εξακολουθούν να θυσιάζονται για χάρη του, ενώ η Άννα δεν τούχε στείλει ούτε ένα μύνημα ήθελε να μάθει κάτι γι' αυτήν, όμως ποιόν να ρωτήσει;
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο τον βασάνιζε τούτο το ερώτημα. Γιατί δεν επικοινωνούσε μαζί του; Θα μπορούσε να τούχε γράψει ένα γράμμα, δυό λέξεις. Τούτη η αγωνία του μεγάλωνε καθημερινά κι έγινε επώδυνη ανησυχία. η γυναίκα του, σε κάποιο επισκεπτήριο, ψυχανεμίστηκε το σαράκι του, μιάς κι η προϊούσα ωριμότητα, οξυμένη και απ' την επαγγελματική της απελευθέρωση και το αίσθημα της χρησιμότητας και του σκοπού, πούχε βάλει στον εαυτό της, τούπε:
Η Άννα εργάζεται σ' ένα καμπαρέ σαν σερβιτόρα. Του τόπε ξεκάρφωτα, χωρίς κανένα σχόλιο, χωρίς θέση στην κουβέντα τους. Έμεινε αποσβολωμένος.
"Η Άννα εργάζεται σ' ένα καμπαρέ. Σερβιτόρα". Η πληροφορία της γυναίκας του, σαν καυτό σίδερο, του πυράκτωσε το νού, τον σημάδεψε κι έκαμε ώρες πολλές να μπορέσει να λειτουργήσει, ώστε ν' αρχίσει να σκέφτεται.
Η επιλογή του καμπαρέ ήταν παράξενη. Φαίνεται πως την έδιωξαν απ' τη βιοτεχνία. έψαχνε κι ο ίδιος, γι' αυτό. Μα στο καμπαρέ; Εκεί βρήκε να πάει, για ν' αποκτήσει οικονομική αυτοτέλεια; Κι οι δικοί της, που κόπτονταν για την ηθική της, πως το επέτρεψαν αυτό; Χωρίς άλλο η γυναίκα του ή δεν γνώριζε που δούλευε η Άννα ή τούλεγε ψέμματα. "Ναι, βέβαια, ψέμματα, τούλεγε, για να τον κάμει να την σιχαθεί και να την ξεχάσει. Δεν είναι δυνατόν η Άννα του, το μικρό κοριτσάκι του, νάχει καταλήξει σε καμπαρέ!"
Τα αλληλοσυγκρουόμενα, με τη λογική του συναισθήματα δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Σιγά-σιγά όμως και με τον καιρό, κατέληξε σε μερικά συμπεράσματα., τα οποία αποφάσισε να εφαρμόσει μόλις τέλειωνε η ποινή του. έτσι δημιούργησε ένα σχέδιο, πάνω στο οποίο θα στήριζε την ζωή του, μ' ένα καινούριο ξεκίνημα και σκοπό είχε όχι μόνο ν' αποκαταστήσει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, μα να δημιουργήσει και τις προϋποθέσεις, που θα του εξασφάλιζαν διαρκή ευτυχία, χωρίς τύψεις.
Κατάλανε πολύ καλά, πως δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στην γυναίκα του και στα παιδιά του. Αρκετά είχαν υποφέρει εξ αιτίας του. Η ζωή τους δεν θα εξακολουθούσε να θυσιάζεται γι' αυτόν. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε, ποτέ του πιά, να ζεί κάτω από την ίδια στέγη μαζί τους, αισθανόμενος διαρκώς τις ευθύνες του, να τους κατατρέχουν. Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάμει γι' αυτούς, θάτανε να τους ξεπληρώσει τα χρέη του και να τους βοηθά από μακρυά, να ορθοποδήσουν οικονομικά, να φτιάξουν δική τους δουλεία και να σπουδάσει ο μικρός. Ο ίδιος αισθάνονταν, πως δεν θάτανε μεγάλη απώλεια για την γυναίκα του.
Για αυτούς τους λόγους θάπιανε κάπου δουλειά. κάπου μακρυά απ' το σπίτι τους, κοντά, ωστόσο στην Άννα. Τουλάχιστον στην αρχή. Μέχρι να ξεπληρώσει τα χρέη του. Τα χέρια του, δόξα των θεώ, ήταν δυνατά και σίγουρα. Κάποιο εργοστάσιο θα χρειαζόταν χαμάλη, κάποια οικοδομή θα χρειαζόταν μπετατζή. Στην ανάγκη που βρίσκονταν, ήταν διατεθειμένος να δουλέψει και σε δύο δουλειές.
Ύστερα θάβρισκε και την Άννα. Μπορούσε, ήδη, να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή της από κοντά του. Πως να μπορέσει ένα παιδάκι να αντιμετωπίσει τέτοια κατάσταση; Της ήταν βέβαια, αδύνατο να τον επισκεφτεί στη φυλακή. Ούτε μπόρεσε, μέχρι τότε, να του γράψει ένα γράμμα. Αρκετά είχε τραβήξει εξ αιτίας του. Μόλις έβγαινε, θα φρόντιζε να την συναντήσει. να της εξομολογηθεί την αγάπη τοιυ γι' αυτήν και να επανορθώσει το ρεζίλεμα, στο οποίο την υπέβαλε. Πώς; Μα με το να την πάρει μακρυά, να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί για πάντα.
"Πώς είμαι τόσο σίγουρος, πώς μ' αγαπά;" αναρωτήθηκε. "Θεέ μου, κάνω τόσα σχέδια, χωρίς να ξέρω;"
Πολλές φορές έκτοτε άλλαξε σχέδια. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο απομακρύνονταν απ' το μυαλό του η προοπτική να ζήσει μαζί με την Άννα; Σιγά-σιγά σιγουρεύονταν, πως θάπρεπε να υπηρετήσει την ανάγκη, να θυσιάσει τον έρωτά του, στον βωμό της οικογένειά του. Μόνο για τα παιδιά του και την γυναίκα του θάξιζε να δουλεύει και να ξεχρέωνε, μ' αυτό τον τρόπο, τις δουλειές του, προς τα πρόσωπά τους.
Ο καύσωνας εκείνου του καλοκαιριού ήταν ανυπόφορος. η τρομαχτική ζέστη του λιάνισε τις σκέψεις. Αποχαυνωμένος, όλο το εικοσιτετράωρο, έλειωνε μές στο κλουβί του, πούχε γίνει αληθινός φούρνος. Οι ταχτικές και καθορισμένες επισκέψεις της γυναίκας του έγιναν βάλσαμο στο μαρτύριό του. Στο τέλος του καλοκαιριού η θύμηση της μικρής Άννας, είχε αδυνατήσει αρκετά. Ο χρόνος είχε δουλέψει. Οι έγνοιες του τώρα, περισσότερες γύρω απ' το χρόνο της αποφυλάκησής του, που σίγουρα συντόμευε και δεν υπήρχε, καμμιά αμφιβολία, πως οι δικοί του θα κατάφερναν να εξαγοράσουν το υπόλοιπο της ποινής του.
Του Αη-Δημήτρη αποφυλακίστηκε. Ένα μπουκέτο χρυσάνθεμα, στα χέρια της γυναίκας του, συμβόλιζαν γιαυτόν, την έννοια της ελευθερίας. Από την φυλακή μέχρι την πόλη της Κομοτινής, περπάτησε στο πλάϊ της γυναίκας του αμίλητος. Έμοιαζαν μ' άνα κοινό ζευγάρι, όπως όλα τα ζευγάρια του κόσμου που περπατούν, έτσι χωρίς νόημα.
Ολάκερη η πόλη τον υποδέχτηκε στολισμένη. Έτσι νόμισε. Ήταν όμως στολισμένη για την νέα προεκλογική περίοδο....
Στη γειτονιά του τα παράθυρα μισάνοιξαν κι από τις πόρτες γνώριμες φάτσες κοντοστάθηκαν και παρατηρούσαν. Αμίλητος, περπάτησε εμπρός του χωρίς να καταδεχτεί να κοιτάξει. ένας γέρος τον πλησίασε και τον καλωσόρισε...
-Φώτη, έσφαλες, πλήρωσες, καλώς ήλθες.. τού είπε εκπλήσσοντάς τον και σγίγγοντας το χέρι.
Μουρμούρησε ένα ευχαριστώ κσι προσπέρασε επειδή το βλέμμα του πιάστηκε απ' το φιατάκι του, πούτανε παρκαρισμένο στο γνώριμο μέρος, ανέγγιχτο, αναλοίωτο από τον χρόνο που τους χώριζε. Πλησίασε και χάϊδεψε το καπώ, τον ουρανό, τόψαξε με τα μάτια του, άνοιξε την πόρτα και κάθισε στο τιμόνι. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του να βρεί τα κλειδιά του, ύστερα αντιλήφτηκε πως δεν τάχε πιά.... άνοιξε το κουμπί του ραδιοφώνου αλλά κι αυτό ήταν σιωπηλό.
Ο μεγάλος γιός βγήκε απ' το σπίτι σκουπίζοντας τα χέρια του στα κολομέρια, απαράλαχτα, όπως αυτός, τον καλωσόρισε με τα μάτια και του δήλωσε, σαν να μην είχε περάσει ο χρόνος της φυλακής, σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτε :
Το συντήρησα καλά .. είναι σε άριστη κατάσταση, τζιτζιλόνι, δείχνοντάς του το φίατ.
Χαμογέλασε, δίχως να του απαντήσει, ερευνώντας με τα μάτια του το εσωτερικό της μισάνοιχτης πόρτας. Διέκρινε στο μισόφωτο τον μικρό που κοντοστέκονταν και διέταξε να ξεπροβάλει. Γύρισε και κοίταξε ερωτηματικά την γυναίκα του. εκείνη, κατάλαβε, ανασήκωσε τους ώμους της, ανήξερη, μα με σιγουριά της μάνας του χαμογέλασε. Ο μικρός, ξεπερνώντας τους δισταγμούς του, ξεπετάχτηκε ορμητικά, έτρεξε πάνω του και σφιχταγκαλιάζοντας τον ξέσπασε σ' ένα βουβό λυτρωτικό κλάμα.
Το δέιπνο ήταν ίδιο κι απαράλαχτο όπως παλιά. Φάγανε σιωπηλοί, βυθισμένοι ο καθένας στις σκέψεις του κι όταν αποσύρθηκε στο κρεββάτι του ένοιωσε πως δεν έλειψε ποτέ. Οι γιοί του παρακολουθούσαν μια προεκλογική συζήτηση στην τηλεόραση, ενώ η γυναίκα του αθόρυβα, αφού .................. με την κουζίνα, έπιασε θέση στο ντιβάνι καθαρίζοντας φρούτα.
Η νύχτα τελείωσε γρήγορα όσο γρήγορες ήταν και οι αποφάσεις του. Ο χρόνος στη φυλακή δούλεψε αποδοτικά και καθάρισε το μυαλό του. Τώρα πιά σκεφτόταν γρήγορα και προπαντός αποφασιστικά και ενεργητικά. Άλλωστε δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Αξημέρωτα σηκώθηκε, έβαλε το κεφάλι του κάτω από την βρύση και το παγωμένο νερό ξέπλυνε και τους τελευταίους δισταγμούς. Η γυναίκα του ψυχανεμίστηκε τις αποφάσεις του κι έφετρε τον καφέ του με την βεβαιότητα της τελευταίας φορά. Όταν της πρόσταξε να ετοιμάσει την τσάντα με τα ρούχα του δεν έφερε καμμιά αντίρηση και ούτε ρώτησε "πως και γιατί". Έκλεισε πίσω του την πόρτα κι απόμεινε μόνος στην αυλή, για άνα λεπτό ακίνητος σαν άγαλμα, που η πρωϊνή πάχνη το στόλισε γιαλιστερό και στιλπνό με το μουντό χρώμα του Αυγερινού, σαν φωτοστέφανο στο κεφάλι του. Το φιατάκι πήρε με την πρωτη - τσακμάκι - κι αφού ζέστανε τον κινητήρα με μερακλίδικη επιμέλεια άναψε τα φώτα και οδήγησε για Καβάλα.
Πολύβουο το πλήθος στο λιμάνι σήμαινε την δέουσα κινητικότητα για Θάσο και Σαμοθράκη. Τα ψαράδικα ξεφόρτωναν την φρέσκια ψαριά και τα φορηγά μούγριζαν να πάρουν θέση. Στο καλντερίμι του υδραγωγίου έβαλε νεκρά κι άφησε το φιατάκι να τσουλήσει δονούμενο κατά το λιμάνι εξετάζοντας γύρω του την Καβάλα ίδια κι απαράλαχτη όπως την είχε αφήσει. "Περιέργο" σκέφτηκε "Όταν ο κόσμος αλλάζει οι άνθρωποι μένουν ίδοι κι όταν αλλάζουν οι άνθρωποι δεν αλλάζει στάλα ο κόσμος". Παρκάρησε στην παραλία, κλείδωσε, κι αφού ερεύνησε σχολαστηκά ένα γύρω τ' αμάξι του, ροβόλησε στο λιμάνι. Τράβηξε γραμμή στους εμπόρους των ψαριών, που οι επιστάτες τους έστηναν πρόχειρα υπέθρια γραφεία καταμετρήσεως των κασσών με τα ψάρια και των εργατών που τις μετέφεραν απ' τα καΐκια στα φορτηγά-ψυγεία. Ο ήλιος δεν έιχε φανεί ακόμη, μολονότι το ξημέρωμα είχε προχωρήσει αρκετά και το πρωϊνό άγιαζε επιτάχυνε κάθε εργασία και κάθε διαδικασία ή συμφωνία. Σε δύο λεπτά έιχε συμφωνήσει για δουλειά και βρέθηκε άγνωστος μεταξύ αγνώστων να μεταφέρει ψαροκασσέλες με φούργια, λές και χρόνια τώρα έκανε τούτη τη δουλειά. Όταν τελείωσαν, ο εργοδηγός τον κέρασε ένα Μάλμπορο κι αφού τον κοίταξε προσεκτικά για να τον θυμηθεί και την επόμενη μέρα, τούδωσε ένα πεντοχίλιαρο και συμφώνησαν να τα 'πούν και την επόμενη μέρα.
Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά. Πλάκωσαν οι τουρίστες και πλημμύρησαν τα παραλιακά καφενεία για το μπρέκφαστ. Ένοιωσε ένα παράξενο κέφι, απαλλαγμένος από κάθε έννοια, λές και η φυλακή ήταν το αντίτιμο μιας ελευθερίας, που του ανήκε ολοκληρωτικά, αφού ήδη είχε ξεπληρώσει κάθε χρέος σαραντατριών ετών. Αγόρασε τσιγάρα και την Μακεδονία που οι τίτλοι της ήταν ακατανόητοι. Σκάνδαλα-υπουργοί-πρωθυπουργοί-τραπεζίτες-τα πιάναν όλοι .... "Σιγά τ' αυγά" ειρωνεύτηκε "τώρα το πήραν χαμπάρι;". Κάθησε στο πρώτο καφενείο και παρήγγειλε καφέ. Άνοιξε την εφημερίδα, κρύφτηκε πίσω της, τάχα την διάβαζε και παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του. Τού άρεσε που μπορούσε να παρατηρεί χωρίς να νοιάζεται αν τον βλέπει κανείς. ιδιαίτερα εξέταζε τις γυναικείες μορφές. γρήγορα συνειδητοποίησε πως έψαχνε την μορφή της Άννας. Άλλωστε γι' αυτό το λόγο ήταν εδώ. Όλη την προηγούμενη νύχτα ξαναδυνάμωσε η φλογίτσα του έρωτά του. Οι γιοί του κι η γυναίκα του ήταν από πάντα στην καρδιά του όπως ήταν τα χέρια και τα πόδια του. Το σπίτι του η οικογένειά του δεν τούλειπαν ποτέ. Τούλειπε, όμως, εκείνο το σφοδρό συνασθημα μιάς εκκρηκτικής νειότητας, που φορούσε κόκκινο φουστάνι και χαμογελούσε βάζοντας τις πλεγμένες παλάμες ανάμεσα στα πόδια. Κι έλειπε, στ' αλήθεια, όπως θα του 'λειπε το ένα μάτι, το ένα αυτί, το ένα πλεμόνι. Έκλεισε τα μάτια του και ξαφνικά, είδε το πολυβόλο να τον σημαδεύει απειλητικό και μολονότι άνοιξε τρομαγμένος τα μάτια του άκουσε τη ριπή κι ασυναίσθητα τσαλάκωσε την εφημερίδα πάνω στην κοιλιά του, απότομα κι έντονα, που κόντεψε να ρίξει το νερό και τα φλυτζάνια από το τραπεζάκι. Για μιά πλήρωσε στα γρήγορα το ανήσυχο γκαρσόνι και σύντομα κατέφυγε στον πιό πιστό του φίλο. Το φιατάκι του. Μηχανικά έβαλε μπρός, έψαξε στο ραδιόφωνο κάποιο σταθμό με μουσική, αλλά όλοι τόχανε ρίξει στην πολυλογία για τα σκάνδαλα του ποδοσφαιρομανή τραπεζίτη και του αλαζονικού υπουργού προεδρίας, που έπνιξε τις ενοχές του και τις ενοχές ολόκληρης της βουλής με κουτσονόμους. Έβαλε την πρώτη κασσέτα που βρήκε κι ύστερα από ένα λεπτό αναγνώρισε τη μουσική που άρεσε στην Άννα.
Το απόγευμα τον βρήκε μουσκεμένο από τον ιδρώτα, κατάκοπο και λερωμένο από μπετά, ανάμεσα σέ δυό Πολωνούς μπετατζήδες, που αδυνατούσε να συνενοηθεί μαζί τους. Ο εργολάβος ύστερα, από εφτά ώρες δουλειάς τους κέρασε ένα μπακλαβά και τσιγάρο, μουρμουρίζοντας αδιάκοπα, δυσαρεστημένος από την ακρίβεια και την ανεργία, που μάστιζε τα σαγώνια του. Με το ζόρι, λές και τους δάνειζε, τους πλήρωσε από ένα πεντοχίλιαρο και απομακρύνθηκε βρίζοντας με την Μερσεντές του. Οι Πολωνοί που όλη την ημέρα δούλευαν ανέκφραστοι, έδειχναν καλοδιάθετοι και προθυμοποιήθηκε να τους πάει σπίτι τους. Στη διαδρομή, με παντομίμα, τους είπε πως γύρευε κατάλυμμα και αυτοί ενθουσιασμένοι τον οδήγησαν σ' ένα ετοιμόροπο σπίτι στην άνω πόλη, όπου τούδειξαν το μέρος που περνούσαν όλοι μαζί τη βραδυά τους. Εφτά νοματαίοι σε δυό δωμάτια. Πλύθηκε, άλλαξε, χτενίστηκε και αφήνοντας τους Πολωνούς να μπεκρουλιάζουν με φτηνή ρετσίνα ξεροσφύρι οδήγησε το φιατάκι του σε αναζήτηση όλων των καμπαρέ της καβάλας. "Άν ψάξεις την Άννα έτσι ξεκάρφωτα, η Καβάλα είναι μεγάλη πόλη" μονολόγησε. "Αν την ψάξεις όμως σε καμπαρέ, είναι μικρή". Η περιοχή της παραλίας έσφυζε από κόσμο. Οι καφετέριες γεμάτες κι οι γαμπροί πηγαινοέρχονται πάνω σε μοτοσυκλέτες ή με αυτοκίνητα σ' όλη την παραλιακή. Το νυφοπάζαρο ήταν στο φόρτε του κι αγόρια και κορίτσια ξεφώνιζαν άναρθρα, άλλά ευτυχισμένα "Τι γυρεύεω εγώ εδώ σαν τη μύγα στο γάλα;" διερωτήθηκε. Το ντύσιμό του, οι τρόποι του, το χτένισμά του δεν μαρτυρούσαν τίποτε άλλο παρά την αταίριαστη κι αλλόκοτη παρουσία του σ' ένα ξένο κόσμο. Σκέφτηκε να ξεχτενιστεί, να ανακατώσει τα μαλλιά του, να βγάλει έξω απ' το παντελόνι του το πουκάμισο, να ξεκουμπώσει το σακκάκι του. Του φάνηκε καλή η ιδέα αλλά η δεύτερη σκέψη που πάντα είναι καλύτερη από την πρώτη τον προστάτεψε από την αυτογελειοποίηση. Άφησε το φιατάκι του σ΄ένα μέρος φωτεινό και ασφαλές και σφίγγοντας την καρδιά του μπήκε στο πρώτο καμπαρέ. Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά και το μισοσκόταδο δεν διευκόλυνε την ταραχή του. Κοντοστάθηκε για λίγο δίπλα σε μιά κολώνα, ερευνώντας το άδειο μαγαζί και με την άκρη του ματιού του είδε δυό σκιές να χάνονται βιαστικές πίσω από μιά κουρτίνα. "Μήπως ήρθα νωρίς;" αναρωτήθηκε. "Που είναι ο κόσμος;" Ο μπάρμαν τον καλησπέρισε κι η ανθρώπινη φωνή τούδωσε θάρρος. Μονομιάς και δυνατή μουσική πλημμύρισε από παντού και η καλησπέρα η δική του χάθηκε, πνίγηκε από τα μπάσα που βρυχήθηκαν στο κεφάλι του. "Ουίσκυ;" ρώτησε ο μπάρμαν καθώς πλησιάσε και ένευσε καταφατικά κουνώντας γοργά το κεφάλι του. Η κουρτίνα άνοιξε και μια ξανθειά γυναίκα τον πλησίασε χαμογελαστή και φανέρωσε μονομιάς τα αραιά δόντια και ξέχειλα κολομέρια μέσα από ένα προκλητικό φουστάνι. Τάχασε, αλλά φρόντισε να κρύψει την άβολη ταραχή του. "Εύα" δήλωσε τ' όνομά της κι ήταν η πρώτη Εύα που γνώρισε στη ζωή του, ύστερα από τον Αδάμ και την Εύα, που άκουγε στην εκκλησία. Η Εύα, τζιμάνι, αντιλήφτηκε αμέσως πως είχε να κάνει με χωριάτη και πριν καταλάβει τι σημβαίνει είχαν κοπανήσει από τρία ουϊσκυ. Πνιγμένος απ' τον καπνό των τσιγάρων και ζαλισμένος απ΄ το αναθεματισμένο αλκοόλ της τρίτης κατηγορίας, έψαχνε, αδεξια, με το βλέμμα του για την Άννα. "Τι ψ'αχνεις;" ρώτησε η Εύα. "Μιά Άννα" και της εξήγησε. "Γιατί εμείς δεν σου κάνουμε;" αντίγύρισε η παμπόνηρη ξανθειά. Το πιοτό τους έλυσε τη γλώσσα. Της άνοιξε την καρδιά του. "Την αγαπάω", ομολόγησε πρώτη φορά σε άνθρωπο κι απόρησε με το θάρρος του. Η Εύα λύγισε. Κατάλαβε με τι είχε να κάνει κι αποτίναξε τον επαγγελματισμό της, απελευθερώνοντας όλες τις ευαισθησίες μιάς στερημένης ψυχής. Αντιλήφτηκε μια αληθινή εξομολόγηση και τσακίτηκε στα τηλεφωνήματα για να βρεί τη συναδέλφισσά της. Σε λίγη ώρα τούφερε το μαγικό χαρτάκι. "Μαύρος Γάτος". Οδός τάδε, αριθμός δέινα.
Τα μεσάνυχτα της καβάλας, χειμώνα ή καλοκαίρι είναι το ίδιο υγρά και κρύα. Η θάλασσα λούζει και ξαπλένει την πόλη και τους ανθρώπους και αξαγνίζει τη ζωή, με μιά παντοτεινή διαδικασία-μυστήριο. Αποφάσισε να πάει πεζός προς την περιοχή του υδραγωγείο όπου κι ο "Μαύρος Γάτος" και να επωφεληθεί απ' το κρύο, ώστε να συνέλθει απ' το άθλιο ουϊσκυ και τα δεκαπέντε απανωτά τσιγάρα. Έκλεισε τα πέτα του σακκακιού του πάνω στο στήθος και μετρώντας τα βήματά του πάνω στο καλντερίμι ακροπάτησε, κερδίζοντας μια πρωτοφανή ισορροπία ανάμεσα στη βεβαιότητα των αισθημάτων και και στην αβεβαιότητα μιάς αμφισβητούμενης υποδοχής. Η πόρτα του "Μαύρου γάτου" ήταν ασορτί με τα χρώματα της πρώτης δουλειά του : μώβ. Διάβηκε σαν άϋλος, υπνωτισμένος, μηχανικά. Κοντοστάθηκε για να συνιθίσει στο ημίφως και τη δυνατή μουσική, την κάπνα και τους σκυφτούς παραχωμένους στο σκοτάδι ανθρώπους. Πήγε γραμμή στο μπάρ, έπιασε και σκαρφάλωσε σε μιά καρέκλα, κοιτάζοντας ίσια μπροστά στο άπειρο του καθρέφτη. Ο μπάρμαν στάθηκε εμπρός του και μονολεκτικά - ξερά του παράγγειλε ουΐσκυ. Έπιασε τα τσιγάρα του και ανάβοντας τη φωτιά είδε στον απέναντι καθρέφτη να φωτίζεται το μούτρο του. Όσο διήρκεσε η φλόγα, σαν αστραπή πέρασε εμπρός του η γνωριμία του με την Άννα κι η φυλακή. Άλλο τόσο διαπίστωσε την τρέχουσα βεβαιότητά του. Δεν ήταν πιά ο εαυτός του. Τώρα ήταν μη μάλλον είναι κάποιος άλλος. Κάποιος που δεν έχει σχέση με τον Φώτη τον νεκροθάφτη. Που δεν είχε γυναίκα και δυό γιούς. Που δεν έχει παρελθόν ούτε καλά-καλά και παρόν. Όσο για το μέλλον .... "Γειά σου" άκουσε μιά γυναικέια φωνή δίπλα του. Η μελαχροινή που κοίταζε παιγνιδίστικα, ναζιάρικα και μασούσε μ' αυθάδεια τσίκλα. "Μόνος;" Ρώτησε σκαρφαλώνοντας ταυτόχρονα δίπλα του και στηριζόμενη στο μπράτσο του. Την κοίταξε, προσπαθώντας να κρύψει την απορία του, που του γένησε η ...... προσέγγισή της. Μόρφασε τραβόντας, μη ξέροντας τι άλλο να κάμει, το μισό του στόμα δεξιά ενώ η μελαχροινή απτόητη. "Ξένος είσαι;" Από που είσαι; "Πρώτη φορά σε βλέπω στο μαγαζί!" "Θέλω την Άννα" την έκοψε ξερά. "Ποιά Άννα;", ρώτησε η κοπέλλα τάχα ενοχλημένη με το πνέυμα "δεν σου κάνω εγώ;" "Την Άννα" επανέλαβε με έμφαση καρφώνοντας το βλέμμα του με αποφασιστικότητα και με μιά εσωτερική βεβαιότητα αναμφισβήτητη "Ξέρεις εσύ" σκέφτηκε κατάπληχτος με τον εαυτό του. Η μελαχροινή απομακρύνθηκε ενοχλημένη κουνόντας με προκλητικότητα τα πισινά της κι όσο χάνονταν μές στον κόσμο έτσι χάνονταν κι η επίκτητη αποφασιστκότητα, το θάρρος κι η ψυχραιμία του, που πιθανώς οφείλονταν στο αλκοόλ. Για να πάρει κουράγιο κατέβασε μονοκοπανιά το ποτήρι του και το έφερε επιδεικτικά μπροστά στον μπάρμαν, σημαίνοντας να το γεμίσει.
-Γειά σου! - τρόμαξε, τινάχτηκε με τον ξαφνικό και αναπάντεχο χαιρετισμό "Τι κάνεις;" Μ' ορθάνοιχτα, από την απορία μάτια, έβλεπε εμπρός του μιά Άννα, που δεν ήταν η Άννα, αλλά ήταν η Άννα. Εκείνη με τη σειρά της έφερε την παλάμη της στο ορθάνοιχτο στόμα της, μη μπορώντας να κρύψει την αδήριτη εκπληξή της που σύντομα αναμείχθηκε μ ένα τρυκιμισμένο φόβο και μιά οπισθοχώρηση του σώματός της, σ' ένα λίκνισμα ...... και λογικής που σωματοποιούσε μ' ένα σπασμό το βεληνεκές του χρόνου, του τόπου, των γεγονότων και των αισθημάτων τους. "Αννα.." ψέλισε "Άννα μου".
"Φώτη!" αντιγύρισε αντιλαμβανόμενη σε δέκατα του δευτερολέπτου τη διάθεσή του, που ακύρωνε τους φόβους της κι αποκαθιστούσε εντός της αδιόρατες ενοχές και τύψεις, κρατώντας με τόνα χέρι τα μαλλιά της στον κρόταφο και αφήνοντας το άλλο στις ζεστές του παλάμες. Πήρε και φίλησε με θέρμη το χέρι της και σηκώνοντας το κεφάλι του είδε τα δάκρυα στα φλεγόμενα μάτια της, που με ανακούφιση, διέτρεξαν τρυφερά πάνω του κι ύστερα βιαστικά τον τράβηξε από το μπάρ κι απ' τα μάτια του έκπληκτου μπάρμαν κι αποσύρθηκαν στα σκοτάδια της παρακείμενης γωνίας.
Το μαγαζί έκλεισε στις πέντε τα ξημερώματα. Σχεδόν τους έδιωξαν έτσι απορροφημένοι που αλληλοεξομολογήθηκαν τον χρόνο που τους χώρισε, τους ανθρώπους που τους τυρράνησαν, τις σκέψεις που τους σημάδεψαν. Περπάτησαν προς την παραλία αγκαλιασμένοι σφιχτά, αδιαφορώντας για το κρύο και τα πυκνά σταχτιά σύννεφα, που βαρειά καθηλώθηκαν πάνω απ' την πόλη. Φιλήθηκαν και ξαναφιλήθηκαν με τον αρχέτυπο εκείνο τρόπο που ο άντρας κι η γυναίκα ζευγαρώνουν ανά τους αιώνες. Κι όταν το πρώτο φώς άσκούσε την εξουσία του επί ουρανού και γής η ζωοδόχος συνύπαρξή τους υλοποιήθηκε σε κάμαρα στην παληά πόλη της Καβάλας αντίκρυ του Άθωνα.
Τι ωραία που έγινε η ζωή του! Δυό μήνες τώρα οι άνθρωποι τον χαιρετούν αγκάρδια, ο εργοδηγός των ψαράδικων κερνά μόνο σ' αυτόν Μάλμπορο και ο εργολάβος του φάνηκε πως γλύκανε. Ο μπάρμαν του "Μαύρου Γάτου" και τ΄ αφεντικό τον κερνούν αδιάκοπα κι η μικρή Άννα, μουρμουρίζει πάνω του σαν ευτυχισμένη γάτα. Ασφαλής δεν έχει καμμιά σχέση ο εργάτης με τον νεκροθάφτη και το μόνο που τον απασχολεί πλέον είναι η ταχύτητα που οι ρυτίδες αυλακώνουν το πρώσοπο και τον λαιμό του. Ο έρωτας διάβασε κάπου πως ομορφαίνει τον άνθρωπο. Αντίθετα αυτός ασκήμαινει αλλά παρηγοριέται αληθινά, όταν η Άννα του, διαπιστωμένο απ΄όλους, ολοένα και χτίζεται πιότερο όμορφη κι ελκυστική από ποτέ. Την παρατηρεί απ΄ το παράθυρο, όταν κατηφορίζει για τη δουλειά, να τριζοβολάει ο τόπος, καθώς τα βήματά της κι η κορμοστασιά της καταχτητικά φυλακίζουν τα βλέμματα των αντρών και των γυναικών, που συναντιούνται στο διάβα της. Κλείνει τα μάτια του κι αποτραβιέται μοναχός στο κρεββάτι προσμένοντας την ώρα που θα σκολάσει, πάντα κοντά στα ξημερώματα, δυστυχώς, και θά 'ρθει να κουλουριαστεί στην αγκαλιά του, ωσότου φύγει ο ίδιος για το λιμάνι πρώτα κι ύστερα για την οικοδομή. "Μη τα θέλουμε κι όλα δικά μας" σκέφτεται ικανοποιημένος που τα κατάφερε καλά και στέλνει κι είκοσι χιλιάδες τη βδομάδα στους άλλους, στο χωριό. Και τι γέλια, τι ευτυχία όταν ο ίδιος σκολάει τ΄ απόγευμα και γυρίζει στη φωλιά της, να την ξυπνήσει, να την φιλήσει, να παίξουν κι ύστερα να καταλήξουν σε μιά μάχη ηδονής σ' ένα πόλεμο που τα λάφυρά του κατανέμονται εξ ίσου στους νικητές κι όπου ηττμένος δεν υπάρχει. Τι ωραία που έγινε η ζωή του! "Και γιατί, τάχατες να μην το καταλαβαίνουμε και να το απολαμβάνουμε παρά μονάχα όταν χάσουμε τούτη την ισορροπία;" διερωτήθηκε, σχεδόν φωναχτά, ροβολώντας κατά το λιμάνι, πεντέμισυ το πρωΐ. Τούτο το ξημέρωμα σηκώθηκε μόνος του. Η Άννα άργησε, για πρώτη φορά να επιστρέψει στην ώρα της. Αναγκάστηκε να μην περιμένει. Παρηγορήθηκε με τη σκέψη πως θα συναντιώντουσαν το απόγευμα και θα λύνονταν η απορία του. Η απουσία της τον γέμισε δυσθυμία και σκλήραιναν οι ρυτίδες στο πρόσωπό του, τα μάτια του μίκραιναν και μαύρισαν πιότερο κι απέφυγε να χαιρετίσει το φιατάκι του για να μην το κακοκαρδίσει. Στο λιμάνι, δούλεψε το δίωρό του σαν να ήταν άλλος, κι ευτυχώς η βροχή που έπεφτε συνεχώς εμπόδισε τις επαφές του με τους υπόλοιπους εργάτες. Στην οικοδομή, όταν μετρήθηκαν, έλειπαν οι Πολωνοί και κατά τις έντεκα κατέφτασε η αστυνομία με τα μαντάτα. Ο ένας από τους δύο Πολωνούς, ο Σμπι...... αυτοκτόνησε, κόβοντας τις φλέβες του, αφού προηγουμένως είχε αδειάσει δυο μπουκάλια τσίπουρο κι είχε χρησιμοποιήσει τα σπασμένα γυαλιά τους "ως φονικόν μέσον" κατά πως δήλωσε ο ανθυπασπιστής. Διέκοψαν τη δουλειά τους και μ' επικεφαλής τον εργοδηγό πήγαν στην ασφάλεια της Καβάλας, για να δώσουν καταθέσεις. Εκεί έμαθαν ότι ο Σμπιγνιν, ο Σπύρος, όπως είχαν εξελληνίσει τ' όνομά του, ήταν σπουδασμένος αρχιτέκτονας και δεν τού ήταν δυνατό, να συνεχίσει να υπηρετεί μιά ανορθόγραφη και άτεχνη ζωή, σαν καταδικασμένος ισόβιος οικονομικός πρόσφυγας ενός διαλυμένου έθνους. Σε δυό ώρες ξεμπέρδεψαν με τις καταθέσεις κι επειδή ο εργολάβος έκρινε πως δεν υπήρχε όρεξη για δουλειά, τους άφησε να πάν στα σπίτια τους.
Αποφάσισε να κατέβει στην παραλία για ένα καφέ. Να μείνει μόνος και να σκεφτεί, αφήνοντας κατά μέρος την ανησυχία του για την πρωϊνη απουσία της Άννας, συγκλονισμένος απ' την απόφαση του ευγενή Πολωνού με το κόκκινο γενάκι και τα μελαγχολικά μάτια. Η έξοδος του Μεγάρου της Ασφάλειας, τόπος μαρτυρίου γ' αυτόν άλλοτε, που του προξενούσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, γυάλιζε από την πάστρα, που δυό εργάτες καθαριότητας, πάσχιζαν να καθαρίσουν. Μοσχοβολούσε χλωρίνη κι ακροπάτησε με προσοχή στο πλάϊ του διαδρόμου, για να μην αφήσει τις πατημασιές του στο νωπό πάτωμα. Στην έξοδο της οικοδομής, σηκώνοντας το κεφάλι του αντίκρυσε μπροστά του τον γιό του. Στέκονταν ακίνητος, μαρμάρινος, ανέκφραστος με το κοντάρι της σφουγγαρίστρας παρά πόδα. Το πολυβόλο ήχησε στ' αυτιά του, τούτη τη φορά έντονα και με διάρκεια. Ένας μυς στο κάτω χείλη του πετάρισε άταχτα, έντονα και δαγκώθηκε με μανία για να καταφέρει να πνίξει μια φωνή, που δεν ήξερε άν θα 'βγαινε από χαρά ή από ντροπή. Έκλεισε γιά λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του κι άκουσε τη φωνή του γιού του να προστάζει : "Πάμε Μπάμπ, τελειώσαμε". "Άνοιξε τα μάτια του και τον είδε να μαζεύει κουβάδες και σφουγκαρίστρες, αργά, τελετουργικά, βασανιστικά και να τα τοποθετεί σ' ένα φορτηγάκι. Ύστερα μπήκαν μέσα κι έφυγαν αργά, αφήνοντας ξοπίσω τους, ένα ακίνητο, σταχτί, ρυτιδιασμένο λείψανο, που η σκιά του διέκοπτε παράταιρα την αστραφτερή γυαλάδα του πατώματος.
Τα παιδιά έχουν ξεκάθαρα συναισθήματα. Δεν μπερδεύονται επηρεασμένα από δόγματα, ιδεολογίες, κοινωνικές συνθήκες. Όταν ντρέπονται ντρέπονται, όταν αγαπούν αγαπούν, όταν μισούν μισούν. Οι αποφάσεις τους είναι καθαρές και τίμιες. Έκανες αυτό; Να το χρώμα της .... Έκανες τ' άλλο; Να το άνθος της γεναιοδωωρίας τους.
Εισπράτοντας την ηχηρή εκδίκηση μιάς εύγλωτης σιωπής και την περιφρόνηση ενός παντοτινού αμνού, μάζεψε τα συντρίμμια του και βάδισε πυρετωδώς προς το σπίτι. Ήθελε κουράγιο η μέρα του και προσπέρασε, αποφεύγοντας να ρίξει ματιά στο φιατάκι του, λές και δεν μπορούσε να δώσει λόγο ούτε σ' αυτό. Η Άννα ήταν παραδομένη σε βαθύ ύπνο, ημίγυμνη κι ευτυχισμένη, με την αναπνοή ήρεμη και τα μαλλιά ξέπλεκα, χρυσός ποταμός σε μαξιλάρι. Κάθισε στο πάτωμα κι ακούμπησε την πλάτη και το κεφάλι του στο ντουβάρι κι απόμεινε ακίνητος. με άδειο μυαλό, να κοιτά στο άπειρο. Έπαυσε ο χρόνος, ο τόπος, η ύπαρξη, άδειασαν όλα από μέσα του, χάθηκαν, χάθηκε κι αυτός μαζί, έπαυσε να υπάρχει και ξαφνικά επαναδραστηριοποιήθηκαν όλα, συγκεντρωμένα σε μιά μελανιά στο μπούτι της Άννας. Παραδίπλα κι άλλη μελανιά, κι άλλη και τρίτη και τέταρτη. Το συνετό βλέμμα της περιέργειας και της έκπληξής του, ξύπνησαν τη μικρή, που τανίστηκε ναζιάρικα σαν ευχαριστημένη γάτα. Τον χαιρέτησε ζαβλακωμένη και καθώς αντιλήφτηκε την αλλαγή του, "Τι έχεις μωρό μου;" ρώτησε ανύποπτη για τις μπόρες του. "Τι μελανιές είν' αυτές Άννα;" "Πού; α! αυτές;" "Γιατί άργησες το πρωϊ;" Δεν απάντησε. Κουλουριάστηκε όμως γύρω από το λαιμό του, φιλώντας τον ρουφηχτά σε διάφορα σημεία του. Την πέταξε από πάνω του βίαια, καθώς τινάχτηκε όρθιος, μένοντας αναποφάσιστος για την επόμενη κίνησή του. Η επόμενη κίνηση ήταν της Άννας, που ξεπερνώντας την έκπληξή της τινάχτηκε όρθια, σαν θεριό, με τα μάτια μεταλλικά από οργή και σφυριχτά, κυνικά του αποκάλυψε όλα όσα ο ίδιος απέφευγε να δεί, να ομολογήσει. Έλειψε, γιατί έκανε τη δουλειά της και δουλειά της ήταν να συντροφεύει άντρες και να τους κάνει να παρνούν καλά. Έλειπε στην Ηρακλείτσα, όπου γίνηκε ένα ιατρικό συνέδριο (συνέδριο με φυσιοθεραπευτές είναι προτιμώτερο) και τις πήγανε στους γιατρούς, όπου ο πιό μερακλής τους την κατατσίμπησε. Γι' αυτό κι οι μελανιές. Ζαλίστηκε. Πυρετός τούκαψε τα σωθικά και μαύρισε ο κόσμος γύρω του. Φοβήθηκε μη χάσει τις αισθήσιε του. Η άλλη απτόητη συνέχισε λογικοποιόντας το παραλήρημά της. Τα λεφτά που έστελνε στο χωριό (στους δικούς του και στους δικούς της) ήταν απ' την δουλειά της, ήταν απ' την γεναιοδωρία των πορνευομένων σχέσεων, που εκτυλίσονταν κάθε βράδυ στον Μαύρο Γάτο. Τούρθε εμετός. Άρπαξε το σακκάκι του και κίνησε να φύγει. Στην πόρτα ήταν η μάνα της Άννας με το χέρι μετέωρο εκατοστά πριν το κουδόυνι. Κοντοστάθηκε, ανταλλάσοντας τ' απορημένα βλέμματά τους, αλλά η μάνα της Άννας (συνομίληκη ίσως λιγότερο της γυναίκας του) μεταμορφώθηκε σε φίδι που κουλουριάστηκε ανατριχιασμένη κι ακτίναξε την παλάμη της, σχίζοντάς τον το πρόσωπο με τα νύχια, σέρνοντας κραυγή φρίκης κι αηδάς ταυτόχρονα.
-Χτικιάρη! Την κατάρα μου νάχεις!
Παραπατόντας απομακρύνθηκε συγχισμένος, πληγωμένος, ντροπιασμένος, φοβισμένος. Περπάτησε σε μιά ανεξάντλητη πορεία, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς αντίληψη της πόλης και των ανθρώπων.. Τα διαδοχικά συμβάντα της ημέρας εκτέλεσαν κάθε συναισθηματική και εγκεφαλική λειτουργία κι άδειος από σκέψεις, συνήλθε, όταν τα πόδια του βράχηκκαν στην θάλασσα. "Μα τι κάνω; Πού πάω;", διερωτήθηκε συνερχόμενος γρήγορα και αποφορτίζοντας κάθε συναισθηματική και ψυχική σύγχυση. Στις δύσκολες στιγμές το μυαλό του ανθρώπου κόβει, λειτουργεί με επιτυχή συνδυασμό ακέραιας λογικής και διαυγούς συναισθήματος, όταν απεμπλακεί από τις συνέπειες των πρώτων εντυπώσεων. Ξαναγύρισε με βήματα αποφασιστικά, σταθερά, βήματα που μαρτυρούν την λογική επιλογή των πραγμάτων, που οδηγούν τους ανθρώπους στο μεγαλείο της ζωοφόρου εκλογής που ορίζει την ζωή τους. Διάβηκε την πόρτα του σπιτιού κι ύστερα έσβησε, με την παρουσία του, όλη την ατμόσφαιρα της έντονης οργής, της ...απορίας κι έκπληξης καθώς και τους πρωϊνούς φόβους της έφηβης συντριβής των ονείρων ενός αμφίβολου μέλλοντος. Η μάνα της Άννας σωριάστηκε, στη θέα του, σ' ένα ντιβάνι, ακινητοποιημένη από ένα παράξενο φόβο, ανάμεικτο με σβησμένο θυμό, κατάπληξη κι αντίληψη ενός επικού έρωτα. Χειραγκαλιάστηκε με θέρμη με την Άννα, που υπάκουσε στη δύναμη της ψυχής του, κατανοόντας ταυτόχρονα το ζέον φώς της αγάπης του. Απομαρκύνθηκαν αμίλητοι, αφήνοντας ξοπίσω τους ένα βολταϊκο τόξο συναισθημάτων, που πλημμύρισαν τη μικρή κάμαρα κι αναπτύχθηκαν στους τοίχους, στα κάδρα, στις φλοκάτες και στην έντρομη ψυχή μιάς γυναίκας, που πρώτη της φορά έζησε αυτό που δεν μπορούσε να ονειρευτεί ποτέ.
Μπήκαν στο φιατάκι του, πρόθυμο χωρίς να σκορτσάρει ούτε μιά φορά, τους έφερε σ' ένα ορμίσκο στο Παλιό, όπου ... ευτυχίας, παραδόθηκαν στη θεά της θάλασσας.
Οι άνθρωποι δεν συγχωρούν τα παραστρατήματα των κατώτερώ τους. δεν συγκρίνουν ποτέ την οργή τους απέναντι σ' αδυνάτους και απένατι σε ισχυρούς. Διαδηλώνουν εύκολα την ηθική τους, όταν αφορά σε άλλους, ενώ καταπίνουν τη γλώσσα τους, όταν έχουν κατουρημένη τη φωλιά τους. Έτσι ακριβώς ίσχυσαν οι επιλογές κι οι νόμοι τους εναντίον του Φώτη και της Άννας. Ο τυπολάτρης εισαγγελέας άσκησε τη εξουσία του με την εύκολη σκλεψη "στείλτους στο δικαστήριο να ξεμπερδεύουμε" και το αγανακτησμένο κοινό, καθοδηγούμενο εντέχνως από την παραφροσύνη των εφημερίδων και ραδιοτηλεοράσεων, απλώς ανέμενε την επικύρωση της επιθυμίας τους : απαγωγή ανήλικης; κρεμάστε τον ανάποδα! Ο Φώτης συνελήφθη στην οικοδομή, εισπράτοντας ως πρώτη ποινή την ακαίραια απόλυσή του κι από τις δυό δουλειές. Η Άννα δεν πρόλαβε να πάει στη δουλειά της. Το αφεντικό του Μαύρου Γάτου δεν γουστάριζε τις προστριβές με την αστυνομία, πόσο μάλλον με την αδύστακτη επικριτική δημοσιότητα. Με συνοπτικές διαδικασίες το δικαστήριο όρισε την ανώτατη ποινή. Δεν μπορούσαν πλέον ούτε να βγαίνουν μαζί. Η Άννα σύρθηκε ταπεινωμένη στο πατρικό της κι ο Φώτης επέστρεψε στην άνω πόλη της Καβάλας παρέα με έξη μελαγχολικούς μπεκρήδες κι ανήξερους Πολωνούς.
Το ηλιοβασίλεμα στον κάμπο της Ελευθερούπολης διαλύεται στην αχτί της υγρασίας κι η παλαιά εθνική οδός ασημώνει με τις ευθείες της το δειλινό, όπου τ' αυτοκίνητα σφαίρες δεν επιτέπουν την παραμικρή στραβοτιμονιά. Το φιατάκι ορμά τρίζοντας και μουγκρίζοντας ξέφρενο σε μιά πορεία - πρόβα θανάτου. Οι ρυτίδες στο πρόσωπό του βάθυναν πιότερο και πολλά πλησιάστηκαν σκάβοντας ώρα το μέτωπο, τα μάγουλα, τα σαγόνια. Οδηγά, κάθε απόγευμα, με σφιγμένα τα χείλη, με τους αρμούς των χεριών κλειδωμένους στο τιμόνι, να ανιχνεύουν κάθε τράνταγμα της ανάρτησης στην καταγραφή του δρόμου. Του φτάνει μιά μικρή παρέκκλιση για να καρφωθεί σ΄ ένα μαντρότοιχο ή στο τεράστιο ψυγείο μιάς νταλίκας. Γνωρίζει πιά το ασύλληπτο. Το κανόνησε και τ΄ αποδέχτηκε. Έζησε σαραντατρία χρόνια εκτός κοινωνίας κι όταν αποπειράθηκε να μπεί στο προσκήνειο της ζωής, απέτυχε. Όλες του οι ήττες συμπυκνώθηκαν σε μιά προϊούσα ωριμότητα - οδηγό προς μιά νίκη ολοκληρωτική. Το μέγεθος της νίκης του είχε μόνο μιά επιλογή.
-Να τερματίσει τη ζωή. Μιά ζωή, διαρκές στρατοδικείο σε ώρα πολέμου. Ο Σιμπίγνιου του είχε δείξει το δρόμο. Είχε αποφασίσει να ξοφλήσει όλο του το χρέος. Να αποχαιρετήσει την Άννα και να φύγει. Ο θάνατός του θάτανε λύτρωση για όλους. Για την γυναίκα του και τα ταλαιπωρημένα παιδιά του. Για το χωριό του. Για την Άννα, που μικρή καθώς είναι, θα ξεχάσει γρήγορα κι ο χρόνος θα γιάνει τις πληγές της. Κι έτσι θα φύγει νικητής, ασυμβίβαστος με την ζωή που τον καταδίκασε να ζήσει. Νικητής επί των απαραβίαστων ορίων του θεσμικού αλλά και εθιμικού δικαίου. Με μοναδική συντροφιά και στήριγμα το φιατάκι του.
Ο δρόμος που είχε προϋπολογίσει τελείωσε. Φρενάρισε προοδευτικά και τύπωσε γι' αλλη μιά φορά την τελική που είχε επιλέξει. Ήξερε πιά τον δρόμο, την ταχύτητα και τα σημάδια. Ο μαντρότοιχος της βιοτεχνίας αριστερά της πορείας του, ήταν ο ιδανικός. Έστρεψε το φιατάκι πίσω και οδήγησε αποφασιστικά προς το χωριό του. Έπρεπε να κάμει το χρέος του. Ν' αποχαιρετήσει πρώτα την Άννα. Οδήγησε σχεδόν χαρούμενος, λυτρωμένος, βέβαιος για τις αποφάσιες του. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα σταμάτησε, εκατό μέτρα πριν από το σπίτι της Άννας. Έσβησε τα φώτα και την μηχανή και περίμενε καπνίζοντας στο σκοτάδι. Στύλωσε τα αυτιά στο σπίτι κι απ΄την ψυχή του ανέβλυσε σφοδρή η επιθυμία να μεταδώσει την παρουσία του στην αγαπημένη του. Είκοσι λεπτά αργότερα είδε ν' ανοίγει δισταχτικά ένα παντζούρι. Το κεφλάλι της Άννας ξεπρόβαλλε ανήσυχο, για να ικανοποιήσει ένα παράδοξο ψυχανέμισμα, που την ειδοποιούσε πως κάποιος την κοίταζε. Το ένστικτο των ερωτευμένων δεν την είχε ξεγελάσει. Πέταξε το νυχτικό της και φόρεσε στα γρήγορα ένα παντελόνι και μιά μπλούζα και χώθηκε στην αγκαλιά του, με αναφυλλητά, δίχως να είναι ικανή να κρίνει αν ήταν χαράς ή απελπησίας. Ένοιωσε τα κλάμματά του με τα δικά της κι οδηγήθηκαν με δυσκολία, απ΄ το φιατάκι, έξω απ΄το έρημο νεκροταφείο.
-Θέλω να πεθάνω! του εξομολογήθηκε, πνιγμένη από ένα κόμπο πόνου στο λαιμό της αλλά με τρομαχτική βεβαιότητα και ισχυρή αποφασιστικότητα. Έκλεισε τ' αυτιά του συγκλονισμένος από την ξεκάθαρη διαπίστωσή της. Η φράση της, ωστόσο, ο τόνος της φωνής της, η δύναμη της λογικής της του τρύπησε πάλι την ψυχή.
-Θέλω να πεθάνω. Τι μου μένει να ζήσω χωρίς εσένα...
Προσπάθησε να την παρηγορήσει, να την μεταπείσει. Αδύνατον. Το δίκαιο της ήταν δικό του, η επιλογή του, η σκέψη της σκέψη του. Κάθε κουβέντα της, κάθε λόγος και φράση επικύρωναν την προειλλημένη απόφασή του. Ενίσχυαν τις δικαιολογίες του, οριοθετούσαν την πορεία τους. Ξεδιάλυνε εντός του κάθε μυστήριο, μορφοποιήθηκαν όλες οι άμορφες πληροφορίες και σχηματίστηκε το κρυστάλλινο ύφο των αποφασσμένων περιφρονητών του θανάτου.
Της εξομολογήθηκε την απόφασή του και τον λόγο της παρουσίας του εκεί. Η Άννα χάρηκε απροκάλυπτα ειλικρινά. Ανακουφίστηκε και του αποκάλυψε πως είχε την βεβαιότητα, πως ο επερχόμενος θάνατός τους, θα έφερε μιά αναγέννηση, μιά επιστροφή, σε μιά άλλη καλύτερη ζωή. Γι' αυτό θά έπρεπε να πεθάνουν αντάμα, για νάναι οριστικά μαζι. Αποδέχτηκε τις εξηγήσεις της με την προσδοκία μιάς άφατης σιγουριάς ανεξήγητης. Η Άννα είχε διαλέξει και το μέρος. Το λιμάνι της Κεραμωτής.
Η ταύτιση των ερωτευμένων συνήθως επιτελείται μ' ένα γάμο. Με την ίδια λογική πάρθηκε κι η οριστική απόφασή τους. Οι προγαμιαίες ετοιμασίες τους ήταν λιτές και σύντομες. Η παράγκα του νεκροθαύτη στο νεκροταφείο είχε δέκα μέτρα σύρμα και δυό μέτρα σχοινί. Ήξερε το μέρος και τον τρόπο και γρήγορα της τα επέδειξε ώς ...... σύμβολα μιάς οριστικής δέσμευσης. Απομακρύνθηκαν, οδηγώντας επελευθερωμένοι απ' αυτό τον κόσμο, κοιτώντας τη γή ήδη από μακρυά, όπως κάνουν ενδεχομένως οι αστροναύτες αλλά και οι συμπαντικοί άνθρωποι. Παρκάρισε προσεκτικά στην έρημη πλατειούλα που οδηγεί στην προβλήτα της Κεραμωτής. Κατέβηκε και με σταθερό χέρι έδεσε ένα κομμάτι σύρμα στο χερούλι της δεξιάς πόρτας και το ένωσε σφιχτά με τον πίσω προφυλακτήρα. Η πόρτα ακινητοποιήθηκε. Αδύνατο να ανοίξει. Ύστερα πήρε το υπόλοιπο σύρμα το στερέωσε καλά στον αριστερό βραχίονα του πίσω προφυλακτήρα και κάθισε στη θέση του οδηγού. Άνοιξε το παράθυρό του και κλείνοντας την πόρτα, κρεμάστηκε κι έσφυξε καλά το σύρμα σε πολλές στροφές στο χερούλι της πόρτας. Η Άννα αμίλητη παρακολουθούσε την επιμελή εργασία του. Το πρόσωπό της πεντακάθαρο, απαλαγμένο από κάθε σύσπαση αγωνίας, από κάθε σφίξιμο αμφιβολίας, συγκατένευε θετικά την διαδικασία της τελετής. Μόνη της πήρε ένα κομμάτι σχοινί και τόδεσε στο εσωτερικό χερούλι της πόρτας. Τούδωσε το άλλο άκρο κι έκανε κι αυτός το ίδιο ενώνοντας τις πόρτες, φροντίζοντας να τεντώσει καλά το σχοινί ώστε να μην υπάρχει περίπτωση ν' ανοίξουν. Αντάλαξαν μιά ματιά, ζυγίζοντας την αποφασιστικότητά τους, που παρέμενε ακλόνητη και συνεπής. Τελετουργικά και ταυτόχρονα πήραν την ζώνη ασφαλείας και σφήνωσαν τα παράθυρα πάνω τους, ώστε να είναι αδύνατον να ανοίξουν, Ήσαν όλα έτοιμα, το ίδιο κι εκείνοι. Έγειρε πάνω του, ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του κι άκουσε την καρδιά του. Ήταν ήρεμος κι ευτυχισμένος. Μισόκλεισε τρυφερά τα μάτια της, σήκωσε το κεφάλι της κι ενώθηκαν στο τελευταίο φιλί - σφραγίδα τελειότητας της εν λογική επιλογής τους.
-Εμπρός, του είπε. Ας αρχίσουμε.
-Ναι! Ας αρχίσουμε, αντήχησε η φωνή του.
Έβαλε μπρός και ξεκίνησε ομαλά, όπως κάνει κάθε άνθρωπος όταν πάει στη δουλειά του. Με σβησμένα φώτα, όρμησε στην άδεια προβλήτα, με τα σιωπηλά καϊκια αραγμένα στα πλαϊνά της. Το φιατάκι βούτηξε στα παγωμένα νερά, με τον παφλασμό του ικανού καταδύτη, να σπάζει την ερημιά της προχωρημένης νύχτας. Η μηχανή έσβησε μαζί με το θόρυβο της πτώσης και τα νερά χύμηξαν παγωμένα από παντού. Η Άννα ήρεμη ακούμπησε στην αγκαλιά του κλείνοντας τα μάτια της. Την αγκάλιασε κι ανατρίχιασε σύγκορμος απ' το σκοτάδι του βυθού. Το νερό έφτασε γρήγορα στο στήθος του και σκέπασε το κεφάλι της μικρής. Έχωσε τα νύχια της στα πλευρά του και πλημμύρισε από μιά αλλόκοτη ηδονή. Ένας ξαφνικός κι ισχυρός σπασμός στο στήθος της και το χαλάρωμα της αγκαλιάς της έδωσε το τελικό στίγμα. Την κράτησε άψυχη σφιχτά πάνω του και γέμισε το πρόσωπό του νερό. Χαμογέλασε επιτρέποντας το νερό να μπεί μέσα του, για να ξεπλύνει μιά και καλή, τη ζωή από πάνω του, αφήνοντας ξοπίσω του ένα νεανικό πρόσωπο χωρίς ρυτίδες και το ανεξίτηλο βλέμμα της αγάπης.
1 σχόλιο:
Το διάβασα μονορούφι. Θα σου πω απερίφραστα τη γνώμη μου, όπως το εισέπραξα εγώ. Ξεκινάς καταπληκτικά. Δυνατός ηθογράφος της αποκλεισμένης και περιθωριοποιημένης ελληνικής επαρχίας και του κατατρεγμένου και κυνηγημένου άδολου επαρχιώτη, στην Ελλάδα της εποχής του Κοσκωτά. Αυτός είναι ο Φώτης και ο περίγυρός του μέχρι να συναντήσει την Άννα. Ο Φώτης μεταλλάσεται ως χαρακτήρας (ίσως λίγο βιαστικά) μετά τη γνωριμία του με την Άννα. Δεν παύουν όμως και τα δύο πρόσωπα να εκφράζουν αντιπροσωπευτικά τους μύχιους πόθους κέθε επαρχιώτη και επαρχιωτοπούλας, από τον βρόγχο που στήνουν στο λαιμό τους τα αυστηρά ήθη μιας κλειστής κοινωνίας. Η πλοκή της ζωής στην Καβάλα πολύ δυνατή, άλλη μια ηθογραφία εκείνης της εποχής με τους πρώτους μετανάστες (Πολωνούς). Στο αδιέξοδο έρχεται ο εξαγνισμός, με στοιχεία από αρχαία ελληνική τραγωδία. Πραγματικά μου άρεσε και το διάβασα με πολύ ενδιαφέρον.
Αν γράφεις και διστάζεις να τα παρουσιάσεις, διώξε τους φόβους σου, αρέσεις στο αναγνωστικό κοινό.
Έτσι το εισέπραξα εγώ, δεν ξέρω εσύ τι είχες στο μυαλό σου όταν το έγραφες και ποιος ήταν ο στόχος σου.
Δημοσίευση σχολίου