Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Η Ανέμελη Χώρα XII


Διάβασα το ποίημα στην εκδήλωση, παρά την έκπληξη των μαγκιώρων συμμαθητών μου, που δυσκολεύονταν να αποδεχτούν τον απροσδόκητο ρόλο μου ως φλώρο του Καλογερόπουλου.
Το ποίημα, το “Άγραφο”, λέει για τον Ιησού, που καθώς έμπαινε με τους μαθητές του στην Ιερουσαλήμ, έπεσε πάνω στον σκουπιδότοπο της πόλης. Εκεί ανάμεσα στα σκουπίδια, μέσα στη βρωμιά και στη δυσωδία, ο Ιησούς προχώρησε μέσα στον σκουπιδότοπο, όταν οι μαθητές του δείλιασαν να τον ακολουθήσουν, εξαιτίας της βρωμιάς. Τους έδειξε το ψοφίμι ενος σκύλου που κείτονταν ανάσκελα, πρησμένο απο τη σήψη. Τα δόντια του σκύλου έλαμπαν “ωσάν το κρίνο, ωσάν το φώς”. Και το δίδαγμα που τόνισε ο Ιησούς ήταν απλό: μέσα στη βρωμιά και στη δυσωδία του κόσμου, η αλήθεια και η ομορφιά λάμπει σαν το φώς και σαν κρίνο, σαν τα λευκά και φωτεινά δόντια του σκύλου κι αυτό πρέπει να μάθει να κάνει ο καθένας μας: να βρίσκει την αλήθεια και την ομορφιά ανάμεσα σε όλες τις δυσκολίες της καθημερινότητας.
Είχα εντυπωσιαστεί πάρα πολύ απο το ποίημα του Σικελιανού. Η προηγούμενη επαφή μου με τη σπουδαία ποίηση ήταν επικίνδυνη. Λίγα χρόνια πριν, στην αρχή της εποχής της χούντας. Ανέκαθεν μου άρεζε η ποίηση. Μόνο που τα ποιήματα στα σχολικά βιβλία ήταν του Παλαμά, του Βιζυηνού, του Δροσίνη, του Ζαχαρία Παπαντωνίου και όλων των ποιητών που δεν είχαν “κοπεί” απο την λογοκρισία. Ο Γιάννης, ο ¨αυτοεξόριστος” φοιτητής που με βοηθούσε στα μαθήματά μου, στραβομουτσιούναζε κάθε φορά που αναφερόμουνα σε τέτοια ποίηση.
--Έχει και καλύτεροι ποιηταί απ’ εφτούνοι που μου τσαμπουνάς! δήλωνε με ασυντακτική έμφαση περιπεκτικά, όταν επέμενα για την ομορφιά της ποίησης που μου άρεζε.
Μια βραδιά, σε μια τέτοια αντιδικία, αποφάσισε να με αποστομώσει. Έσυρε κάτω απ’ το ντιβάνι του ένα πικάπ, γαλάζιο κουτί σκονισμένο. Έβαλε ενα δίσκο στο πικάπ, αποσύνδεσε το καπάκι-ηχείο (επειδή και οι τοίχοι είχαν αυτιά) κι έσκυψα πάνω στο μαύρο δίσκο για ν’ ακούσω απο τη φωνή της βελόνας το ποίημα. Ήταν το ‘Άξιον Εστί” του Οδυσσέα Ελύτη, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, που ήταν πίσω απο το Σιδηρούν Παραπέτασμα και ύφαινε το μαύρο πέπλο της συνομωσίας, εναντίον της πατρίδας μας! Κι αν απο τη μια χέστηκα απο τον φόβο μου, απο την άλλη δεν μπορούσα να μην υποκύψω στον ανελέητο πειρασμό να κάτσω και ν’ ακούσω πως ο ήλιος της δικαιοσύνης λάμπει με τα θέμελιά του στα βουνά, με ένα χελιδόνι που έρχεται συνεπές σε άνοιξη ακριβή...
Την έκδοση εκείνου του αντίτυπου του Άγραφου τη φύλαγα, για πολλά χρόνια, σαν πολύτιμο φυλαχτό. Ήταν πανάκριβο δώρο του Καλογερόπουλου και ήταν μεγάλη μου τιμή. Όμως την δάνεισα σε κάποιο μπαγάσα φίλο μου, για να τη χρησιμοποιήσει, σε μια δουλειά του και δεν μου την επέστρεψε ποτέ! Το κακό είναι πως δεν θυμάμαι καθόλου σε ποιόν τη δάνεισα κι έτσι δεν μπορώ να το έχω, ενώ καίγομαι ακόμη απο την απώλεια... 

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

For the moment that I 'll be unable to say I love you...

It has been a long time to write. It's because of the days... difficult days of hard memories...
I see the moon rising over your place. A small red dot-light in the night city horizon marks the destination. Over there, beyond this red dot is your place...
The July moon shapes nearly full. In same shape as two years ago, when I needed you...
I was begging the moon to help me, to have you with me, those days of desperate need...
In vain...
You were absent, you were interested in elsewhere... 
I can't forget...
Today I am destroyed. It took an unexpected picture and two minutes. It took lies and a fake face to push me in the bottom. Just the time I needed a helping hand. A helping sincere hand for the first time in my life... 
Your hand...
Two years passed away already. Years of loneliness  and despair...
Two years with your memory always present in the deepest veins of my heart and my mind...
This is very hard, very painful and yet so true!
I keep you every minute in my mind. I see you every night in my dreams! 
Strange?
Maybe... I can't help it!
The truth is that I still feel in love with you. Still in love as ten tears ago! As in the beginning...
This feeling is enormous and at the same time painful...
I need you! I want you! I love you!
But life can't turn back!
I cry for the moment we will meet again...
For the moment that I 'll be unable to say I love you...

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Ή Ἀνέμελη Χώρα XI


Στα ξυλάδικα λοιπόν αποκτήσαμε και νέους καθηγητές. Οι περισσότεροι ήσαν σχεδόν ίδιοι με τους προηγούμενους. Κι εκεί που νομίζαμε πως θα ξαναβαριόμασταν με το προνόμιο να είμαστε έλληνες, μπήκε στην τάξη μας ένα θηρίο! Ήταν ψηλός, πολύ γεροδεμένος, με μπράτσα στιβαρά και μυώδη, με κατάμαυρα γιαλιά ηλίου, που έκρυβαν το μισό του πρόσωπο και κόκκινος! Κοκκινόπετσος και κοκκινομάλης δηλαδή, κοντοκουρεμένος και βλοσυρός, όπως οι λοχαγοί των Ναζί, που βλέπαμε στο σινεμά. Είχαμε χεστεί όλοι απο τον φόβο μας! Η φήμη που τον συνόδευε ήταν σοκαριστική! Ο τύπος είχε διατελέσει δάσκαλος στο περίφημο αναμορφωτήριο του Τσοτυλίου! Κάνω μια παρένθεση εδώ, για να εξηγήσω πως η εφαρμογή της σκληρής, στρατιωτικού τύπου, πειθαρχείας που επέβαλαν τα προνόμια να είσαι έλληνας, εαν δεν τηρούνταν, σήμαινε μονομιάς πως θα καταλήγαμε τρόφιμοι των αναμορφωτηρίων! Τα αναμορφωτήρια ήσαν η μαθητική εκδοχή της ασφάλειας και των “περιποιήσεών” της. Το “θα σε στείλω στο αναμορφωτήριο” ήταν η τελική προειδοποίηση - τελεσίγραφο των γυμνασιαρχών μας, καθώς ούρλιαζαν μέσα στο αυτί μας, που το είχαν γραπωμένο στο χέρι τους, κουνώντας μας πέρα - δώθε, μέχρι που το αυτί γίνονταν πιο κόκκινο απο την επιδερμίδα του “κόκκινου”, που μας κοίταγε απειλητικά, μέσα απο τα κατάμαυρα γιαλιά του... Μπροστά στην φοβερή παρουσία του, άρχισα να συλλογίζομαι, μήπως θα ήταν προτιμότερο να πάω σε κάνα αναμορφωτήριο...
Το κόκκινο θηρίο μας συστήθηκε: Νίκος Καλογερόπουλος, φιλόλογος. Το Καλογερόπουλος με καθυσήχασε λίγο. Αφού το επώνυμό του περιείχε το καλός,  έστω το καλόγερος, ίσως είχαμε λίγες ελπίδες... 
Ο Νίκος Καλογερόπουλος αποδείχτηκε ο πιο μεγάλος μάγκας που γνωρίσαμε όλοι στη ζωή μας! Ο πιο σπουδαίος καθηγητής, ο πιο σημαντικός άνθρωπος, η πιο μεγάλη φυσιογνωμία του μέχρι τότε κόσμου μας. Μου άλλαξε τη ζωή! Το ίδιο ομολογούν και αρκετοί συμμαθητές μου, μέχρι σήμερα. Χάραξε, με ευκολία την γόνιμη, αλλά ακαλλιέργητη ψυχή μας. Την όργωσε, την φρεζάρισε, την ανακάτεψε και την έσπειρε με σπόρους δυνατούς, που αντέχουν ακόμη στον χρόνο. Μας  πήρε αντράκια - κουτάβια και μας έκανε άντρες αληθινούς! Μας ενέπνευσε με όλες τις παναθρώπινες αξίες της ζωής, μακρυά απο κάθε ακρότητα και φανατισμό. Μας δίδαξε την κοινωνική ευθύνη, την αλληλεγγύη και τον σεβασμό, την αγάπη και την φιλία, την ανεξικακία και προ παντός μας ενέπνευσε με την θεμελιώδη αντίληψη της ατομικής ελευθερίας. Της ελευθερίας που δεν υποδουλώνει, που δεν εμποδίζει, που δεν εκμεταλλεύεται κανένα άνθρωπο και καμμιά ζωή. Κι όλα τούτα, μέσα στη μαυρίλα του χουντικού καθεστώτος, άφοβος, ήρεμος, δίκαιος και ειλικρινής. Η φοβερή αυτοκυριαρχία του και η παραδειγματική εντιμότητά του μάγεψε τις ψυχούλες μας. Πάντα σοβαρός και μειλίχιος μας μετέδιδε με εξαιρετική πειθώ τις γνώσεις, που πρέπει να δίνει το αληθινό σχολείο. Ξεπερνούσε την διδακτική ύλη, διεύρυνε με μαεστρία τους ορίζοντές μας, δεν πλήξαμε ποτέ στο μάθημά του! Αντίθετα, δυσανασχετούσαμε που χτύπαγε το κουδούνι για διάλλειμα, όχι για να μη πάμε στην ταράτσα αλλά για να ακούσουμε ακόμη λίγα για τη μαγεία του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, της Σαπφώς, του Καβάφη, του Καζαντζάκη και των ατέλειωτων θεμάτων που γνώριζε η καθηγητάρα μας! Ποτέ δεν σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει κανένα μας. Η τιμωρία του για τις αταξίες μας ήταν μια πικρή ειρωνία. Κι όταν κάποιος το παράκανε, ο κόκκινος τον κοίταγε σιωπηλός κι ύστερα αφού του εξηγούσε τι θα ήταν προτιμότερο, του ζήταγε να μη επαναληφθεί. Και κανείς μας δεν διανοήθηκε ποτέ να επαναλάβει το παράπτωμά του.
-- Καπνίζεις μικρέ; με ρώτησε σε μια εκδρομή, όταν είχε ξεμείνει απο τσιγάρα και μου ζήτησε να πάω να του αγοράσω ενα πακέτο, ΕΘΝΟΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ. Τέτοια στούκας, κάπνιζε...
Πριν προλάβω να απαντήσω, σκάσανε στα γέλια οι παρόντες κοντινοί μου φίλοι και συμμαθητές.
-- Μόνο αυτός δεν καπνίζει κύριε καθηγητά! ήταν η απάντησή τους. Όλοι οι άλλοι καπνίζουμε, του ομολόγησαν με περίσσιο θάρρος, επειδή γνώριζαν πως δεν πρόκειται να τους τιμωρήσει ή να τους καρφώσει στον χουντικό γυμνασιάρχη. Μάλιστα, έβγαλαν και άνοιξαν τα πακέτα τους και του πρόσφεραν τσιγάρο. Αρνήθηκε. Κανείς συμμαθητής μου δεν μπορούσε να καπνίζει τα στούκας που ήταν η προτίμησή του...
Κόντευε η μέρα της εθνικής γιορτής της 28ης Οκτωβρίου. ΄Αλλη μια καλή ευκαιρία για να μας τρελλάνουν οι καθηγητές μας, όχι μόνο με την θριαμβολογία της ιστορικής άρνησης του δικτάτορα Μεταξά με το περίφημο “ΟΧΙ”, που απηύθηνε στους Ιταλούς, αλλά και στο λιβανιστήρι των διαδόχων του πραξικοπηματιών Παπαδόπουλου, Μακαρέζου, Παττακού, Ζωϊτάκη και των λοιπών αστέρων της εθνοσωτήριου επαναστάσεως... Με πιάνει ο Καλογερόπουλος και μου δίνει ένα βιβλίο με ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού. Βιβλίο εξωσχολικό, δικό του, της βιβλιοθήκης του. 
-- Θα διαβάσεις στη γιορτή ενα ποίημα του Σικελιανού, με προστάζει. Είναι στη τάδε σελίδα και λέγεται “Άγραφον”...
Δυσφόρησα και του το έδειξα. Για την προϊούσα μαγκιά μου ήταν υποτιμητικό να λέω ποιήματα, όπως οι φλώροι συμμαθητές μου, που ψόφαγαν για τέτοια μεγαλεία.
-- Δεν χρειάζεται να το μάθεις απ’ έξω, μου εξήγησε. -- Θέλω μονάχα να τους το διαβάσεις...
-- Δεν γίνεται  να το ‘πεί κάνας άλλος; επέμενα αρνητικός.
-- Διάβασέ το! ξαναπρόσταξε. Θα σου αρέσει!
Έβαλα το βιβλίο στη τσάντα μου, με ειλλημένη την απόφασή μου να μη το ανοίξω κι ούτε να το απαγγείλω...
Τη μέρα της γιορτής με πιάνει απ’ το μανίκι. 
-- Μελέτησες; ετοιμάστηκες; με ρωτάει με περιέργεια.
Και πριν προλάβω να διατυπώσω τις αντιρρήσεις μου, αντιλαμβανόμενος πως δεν είχα ασχοληθεί, μου ρίχνει την χαϊδευτική του σφαλιάρα στο σβέρκο, απαιτώντας να το διαβάσουμε μαζί, λίγο πριν αρχίσει η γιορτή...
--Τούτη δω η έκδοση, μου τονίζει σείοντας το βιβλίο στη μούρη μου, είναι πολύ σπάνια. Κοίταξε κάνει 14 δραχμές! Έχει συλλεκτική αξία, μα η αξία του περιεχομένου του είναι ανεκτίμητη. Διάβασέ το τους, μπας και ξεστραβωθεί κανένας! Κατάλαβες;
Είχε δίκιο!

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Εγώ για δύο (ένα αστείο η ζωή)...


Γράφω εγώ συνθήματα
γράμματα, μηνύματα
και ούτε μια απάντηση
χρόνια έχω συντροφιά
αντί για σένα μια σκιά

Μόνη τα μεγάλωσα
τα όνειρα που μάλωσα
που κλαίνε σε ζητούν διαρκώς
μα μου λείπεις δίχως άλλοθι
αχ, τι ζωή παράλογη

Ένα αστείο η ζωή
δεν έχει πώς, ούτε γιατί
κι εγώ που ζω καιρό για δύο
πια δε γελάω μ` αυτό τ` αστείο
εγώ για δύο

Φτιάχνω εγώ καφέ για δυο
και μιλάω στο κενό
σου συζητώ τα νέα μου
σε βλέπω στον καθρέφτη μου
σε νοιώθω εδώ συμπαίκτη μου

Ένα αστείο η ζωή
δεν έχει πώς, ούτε γιατί
κι εγώ που ζω καιρό για δύο
πια δε γελάω μ` αυτό τ` αστείο
εγώ για δύο