Διάβασα το ποίημα στην εκδήλωση, παρά την έκπληξη των μαγκιώρων συμμαθητών μου, που δυσκολεύονταν να αποδεχτούν τον απροσδόκητο ρόλο μου ως φλώρο του Καλογερόπουλου.
Το ποίημα, το “Άγραφο”, λέει για τον Ιησού, που καθώς έμπαινε με τους μαθητές του στην Ιερουσαλήμ, έπεσε πάνω στον σκουπιδότοπο της πόλης. Εκεί ανάμεσα στα σκουπίδια, μέσα στη βρωμιά και στη δυσωδία, ο Ιησούς προχώρησε μέσα στον σκουπιδότοπο, όταν οι μαθητές του δείλιασαν να τον ακολουθήσουν, εξαιτίας της βρωμιάς. Τους έδειξε το ψοφίμι ενος σκύλου που κείτονταν ανάσκελα, πρησμένο απο τη σήψη. Τα δόντια του σκύλου έλαμπαν “ωσάν το κρίνο, ωσάν το φώς”. Και το δίδαγμα που τόνισε ο Ιησούς ήταν απλό: μέσα στη βρωμιά και στη δυσωδία του κόσμου, η αλήθεια και η ομορφιά λάμπει σαν το φώς και σαν κρίνο, σαν τα λευκά και φωτεινά δόντια του σκύλου κι αυτό πρέπει να μάθει να κάνει ο καθένας μας: να βρίσκει την αλήθεια και την ομορφιά ανάμεσα σε όλες τις δυσκολίες της καθημερινότητας.
Είχα εντυπωσιαστεί πάρα πολύ απο το ποίημα του Σικελιανού. Η προηγούμενη επαφή μου με τη σπουδαία ποίηση ήταν επικίνδυνη. Λίγα χρόνια πριν, στην αρχή της εποχής της χούντας. Ανέκαθεν μου άρεζε η ποίηση. Μόνο που τα ποιήματα στα σχολικά βιβλία ήταν του Παλαμά, του Βιζυηνού, του Δροσίνη, του Ζαχαρία Παπαντωνίου και όλων των ποιητών που δεν είχαν “κοπεί” απο την λογοκρισία. Ο Γιάννης, ο ¨αυτοεξόριστος” φοιτητής που με βοηθούσε στα μαθήματά μου, στραβομουτσιούναζε κάθε φορά που αναφερόμουνα σε τέτοια ποίηση.
--Έχει και καλύτεροι ποιηταί απ’ εφτούνοι που μου τσαμπουνάς! δήλωνε με ασυντακτική έμφαση περιπεκτικά, όταν επέμενα για την ομορφιά της ποίησης που μου άρεζε.
Μια βραδιά, σε μια τέτοια αντιδικία, αποφάσισε να με αποστομώσει. Έσυρε κάτω απ’ το ντιβάνι του ένα πικάπ, γαλάζιο κουτί σκονισμένο. Έβαλε ενα δίσκο στο πικάπ, αποσύνδεσε το καπάκι-ηχείο (επειδή και οι τοίχοι είχαν αυτιά) κι έσκυψα πάνω στο μαύρο δίσκο για ν’ ακούσω απο τη φωνή της βελόνας το ποίημα. Ήταν το ‘Άξιον Εστί” του Οδυσσέα Ελύτη, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, που ήταν πίσω απο το Σιδηρούν Παραπέτασμα και ύφαινε το μαύρο πέπλο της συνομωσίας, εναντίον της πατρίδας μας! Κι αν απο τη μια χέστηκα απο τον φόβο μου, απο την άλλη δεν μπορούσα να μην υποκύψω στον ανελέητο πειρασμό να κάτσω και ν’ ακούσω πως ο ήλιος της δικαιοσύνης λάμπει με τα θέμελιά του στα βουνά, με ένα χελιδόνι που έρχεται συνεπές σε άνοιξη ακριβή...
Την έκδοση εκείνου του αντίτυπου του Άγραφου τη φύλαγα, για πολλά χρόνια, σαν πολύτιμο φυλαχτό. Ήταν πανάκριβο δώρο του Καλογερόπουλου και ήταν μεγάλη μου τιμή. Όμως την δάνεισα σε κάποιο μπαγάσα φίλο μου, για να τη χρησιμοποιήσει, σε μια δουλειά του και δεν μου την επέστρεψε ποτέ! Το κακό είναι πως δεν θυμάμαι καθόλου σε ποιόν τη δάνεισα κι έτσι δεν μπορώ να το έχω, ενώ καίγομαι ακόμη απο την απώλεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου