Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Νύχτα Χριστουγέννων...


Είναι πολλές νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Χούι παλιό, που όσο περνάν τα χρόνια γίνεται χειρότερο. Επειδή όχι μόνο δεν με πιάνει ο ύπνος, αλλά δεν με χωρά κι ο τόπος. Το δωμάτιο μικραίνει, το ίδιο και το σπίτι. Πνίγομαι σ΄ ένα ακατανόητο αδιέξοδο, τα σκεπάσματα γίνονται βαριά κι ούτε το αλκοόλ και τα τσιγάρα φτάνουν για να με ξεμπουκώσουν. Το μυαλό μου δονείται από μια σεισμική ακολουθία σκέψεων, αναμνήσεων, εικόνων, σε μια ταχύτητα ασταμάτητου εκτροχιασμού. Όπως στα video clips, σε μια καταιγιστική προβολή που αν δεν φύγω, αν δεν βγω έξω στους δρόμους, το κεφάλι μου θα πάρει φωτιά, θα τυλιχτεί στις φλόγες που κατακαίουν χρόνια τώρα τα σωθικά μου. Ο χρόνος χάνει το νόημά του, γι’ αυτό αδιαφορώ ποια ώρα της νύχτας τρέχει. Παίρνω τη μηχανή μου και φεύγω, λες καλπάζοντας πάνω σ’ άλογο, το κορμί μου γίνεται ένα με τη μηχανή, τη νιώθω να ζωντανεύει μέσα στα σκέλια μου, γουργουρίζει ευτυχισμένη, ανταποκρίνεται στην αγάπη μου και μου κάνει νόημα:
-- να τα δώσω όλα;
Κι όταν το χέρι μου το δεξί χαϊδέψει το γκάζι, εκείνη το ‘χει συνήθειο, πριν ορμήξει πρόθυμη μέσα στα σκοτάδια, να κουνάει πρώτα τον πισινό της με την χάρη της γυναίκας, που ξέρει πως είναι όμορφη κι έχει την αυτοπεποίθηση να το επιδεικνύει, όχι προκλητικά, μα απλά και χαριτωμένα.

Η πόλη μου με πληγώνει. Σε κάθε δρόμο, σε κάθε στενό, σε κάθε δρομάκι και γωνιά της, οι αναμνήσεις μιας ευτυχισμένης ζωής που δεν υπάρχει πια, αναβλύζουν αβίαστα, ζωντανεύοντας όλες εκείνες τις στιγμές που η ζωή με είχε δωροδοκήσει, άγνωστο για ποιους λόγους. Γι’ αυτό αποφεύγω πλέον να τη διασχίζω. Απέναντι και δεξιά από την κεντρική παραλία βρίσκεται η λιμνοθάλασσα του Καλοχωριού. Δέκα λεπτά απόσταση απ’ το σπίτι μου. Μια ερημιά βολική όπου μπορώ να καταφύγω, κι όταν χρειαστεί μπορώ να σταματήσω και να χαζέψω τη θέα της πόλης απέναντί μου. Το δριμύ κρύο και η υγρασία της νύχτας περονιάζουν το κορμί μου. Σβήνουν τις φωτιές μου και συνέρχομαι. Συχνά με βρίσκει το ξημέρωμα, αγκαλιά με μια μηχανή, που η θέρμη της είναι πιότερο ζωντανή από οποιοδήποτε χάδι, που χρόνια τώρα έχω να νιώσω και που έχω ξεχάσει το νόημα και το περιεχόμενό του...

Η θάλασσα που αργοσάλευε μπροστά στα πόδια μου, τα νυχτοπούλια που πέταγαν με περιέργεια πάνω απ’ το κεφάλι μου, δεν ήξεραν πως ήταν νύχτα Χριστουγέννων. Ούτε η αχλύ της αντάρας που ‘χε καθίσει απαλά απέναντι, πάνω στην πόλη. Ούτε τα λιγοστά αστέρια που τρεμόσβηναν ψηλά. Ούτε ο βαρδάρης που μου τράβαγε το πέτο και το μανίκι.

Εσύ το ήξερες;

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Για πόσο ακόμη θα κρύβομαι;

Σε βλέπω... 
Σε βλέπω ανάμεσα στα πάθη και τα φαντάσματα. Σε βλέπω να υποφέρεις, να βασανίζεσαι, να ξοδεύεις τη ζωή σου περιπλανώμενη άσκοπα κι άδικα...
Κι υποφέρω...
Ξυπνώ απ' τον εφιάλτη, χωρίς λύτρωση, χωρίς την παρηγοριά πως ήταν κακό όνειρο...
Σε ποιόν να μιλήσω; με ποιόν να μοιραστώ την αγωνία μου;
Πως να κρύψω τον πόθο μου για σένα, που άσβεστος καίει ακόμη, ύστερα από τόσα χρόνια; 
Για πόσο ακόμη μπορώ να κρυφτώ, πως δεν σταμάτησα ποτέ κι ούτε πρόκειται να παραιτηθώ από όλα όσο νοιώθω για σένα;


Εκεί σκορπισμέμη στον ύπνο μουσκεύει η ψυχή
θλιμμένη αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράγματα
και κάπου στο βάθος της νύχτας αστράφτεις εσύ
σε εικόνες γεμάτες περάσματα.

Αίμα στο στόμα μου και τ' όνειρο άσπρο
μικρές αγγελίες στον τύπο διαβάζεις
μου μοιαζεις με όστρακο κι απόρθητο κάστρο
Αίμα στα πόδια μου και τ' όνειρο άσπρο
γυμνή-ξαπλωμένη να τρέχω διατάζεις
μου μοιάζεις απόμακρος και σβήνεις σαν άστρο
αίμα στο βλέμμα μου και τ' όνειρο άσπρο
στο χρώμα μπερδεύτηκα - δεν βλέπω - μ' αρπάζεις
φωνάζω σαν νήπιο μια λέξη σαν ''άσ' το''.

Εκεί διάλυμένη στον ύπνο, βαμμένη χρυσή
με γέλια φλερτάρω ένα σκεύος κουζίνας χαράματα
και μ' ένα μπουκάλι υγρό γεννημένο εσύ
γυμνή με δικάζεις να βάλω τα κλάματα

'Να 'μαι '' φωνάζω μπροστά στον καθρέφτη
''γυναίκα από πέτρα με ψυχή βιασμένη''
κοιτάζω τη φάτσα μου να βλέπει τον κλέφτη
''να 'μαι '' ψελλίζω κοντά στον καθρέφτη
διακρίνω τη χλόη μου με στάχτη βαμμένη
και κει μπρος στα πόδια μου το σώμα μου πέφτει
''να 'μαι '' υστερίζω σιμά στον καθρέφτη
τον χτυπώ με γροθιά και με βλέπω σπασμένη.

Ξυπνώ μουσκεμένη κοντά σ' ένα κάλπικο ψεύτη.

Ξυπνώ μουσκεμένη...

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Εσύ με κυβερνάς...

Κρύο δωμάτιο. Σκοτάδι κι ο ύπνος δύσκολος, πότε έρχεται πότε φεύγει. Ο λήθαργος ακροβατεί. χωρίς ισορροπία, βασανίζοντας μυαλό κι κορμί, μνήμη και συνείδηση. Ήχοι της νύχτας, ο βιαστικός βοριάς, η παγωνιά των δρόμων, τα δέντρα που τουρτουρίζουνε. η Μπέλα ανήσυχη στα πόδια μου, με ερωτηματικό στα μάτια της...
Η κουβέρτα γίνεται βαρειά, με δυσφορία την απομακρύνω. Σκυμμένος στα χέρια μου κρατώ βαρύ κεφάλι. Πόνος...
Τι ώρα είναι;
Το ξημέρωμα αργεί ακόμη και τα δάχτυλα ψαχουλεύουν στο σκοτάδι το μικρό ραδιόφωνο. Το τραγούδι που αναβλύζει γράφτηκε για μας. Για σένα και για μένα, για το τώρα, το σήμερα..
Για τη νύχτα αυτή, που την έβγαλα πάλι πάνω στο πληκτρολόγιο...

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Being alone still hurts...

When your day is long and the night
The night is yours alone
When you're sure you've had enough of this life, well hang on
Don't let yourself go
Everybody cries and everybody hurts sometimes

Sometimes everything is wrong
Now it's time to sing along
When your day is night alone (hold on, hold on)
If you feel like letting go (hold on)
When you think you've had too much of this life, well hang on

Everybody hurts
Take comfort in your friends.
Everybody hurts
Don't throw your hand. Oh, no
Don't throw your hand
If you feel like you're alone, no, no, no, you are not alone

If you're on your own in this life
The days and nights are long
When you think you've had too much of this life to hang on

Well, everybody hurts sometimes
Everybody cries
And everybody hurts sometimes
And everybody hurts sometimes
So, hold on, hold on
Hold on, hold on
Hold on, hold on
(Hold on, hold on)

Everybody hurts
You are not alone