Είναι πολλές νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Χούι παλιό, που όσο περνάν τα χρόνια γίνεται χειρότερο. Επειδή όχι μόνο δεν με πιάνει ο ύπνος, αλλά δεν με χωρά κι ο τόπος. Το δωμάτιο μικραίνει, το ίδιο και το σπίτι. Πνίγομαι σ΄ ένα ακατανόητο αδιέξοδο, τα σκεπάσματα γίνονται βαριά κι ούτε το αλκοόλ και τα τσιγάρα φτάνουν για να με ξεμπουκώσουν. Το μυαλό μου δονείται από μια σεισμική ακολουθία σκέψεων, αναμνήσεων, εικόνων, σε μια ταχύτητα ασταμάτητου εκτροχιασμού. Όπως στα video clips, σε μια καταιγιστική προβολή που αν δεν φύγω, αν δεν βγω έξω στους δρόμους, το κεφάλι μου θα πάρει φωτιά, θα τυλιχτεί στις φλόγες που κατακαίουν χρόνια τώρα τα σωθικά μου. Ο χρόνος χάνει το νόημά του, γι’ αυτό αδιαφορώ ποια ώρα της νύχτας τρέχει. Παίρνω τη μηχανή μου και φεύγω, λες καλπάζοντας πάνω σ’ άλογο, το κορμί μου γίνεται ένα με τη μηχανή, τη νιώθω να ζωντανεύει μέσα στα σκέλια μου, γουργουρίζει ευτυχισμένη, ανταποκρίνεται στην αγάπη μου και μου κάνει νόημα:
-- να τα δώσω όλα;
Κι όταν το χέρι μου το δεξί χαϊδέψει το γκάζι, εκείνη το ‘χει συνήθειο, πριν ορμήξει πρόθυμη μέσα στα σκοτάδια, να κουνάει πρώτα τον πισινό της με την χάρη της γυναίκας, που ξέρει πως είναι όμορφη κι έχει την αυτοπεποίθηση να το επιδεικνύει, όχι προκλητικά, μα απλά και χαριτωμένα.
Η πόλη μου με πληγώνει. Σε κάθε δρόμο, σε κάθε στενό, σε κάθε δρομάκι και γωνιά της, οι αναμνήσεις μιας ευτυχισμένης ζωής που δεν υπάρχει πια, αναβλύζουν αβίαστα, ζωντανεύοντας όλες εκείνες τις στιγμές που η ζωή με είχε δωροδοκήσει, άγνωστο για ποιους λόγους. Γι’ αυτό αποφεύγω πλέον να τη διασχίζω. Απέναντι και δεξιά από την κεντρική παραλία βρίσκεται η λιμνοθάλασσα του Καλοχωριού. Δέκα λεπτά απόσταση απ’ το σπίτι μου. Μια ερημιά βολική όπου μπορώ να καταφύγω, κι όταν χρειαστεί μπορώ να σταματήσω και να χαζέψω τη θέα της πόλης απέναντί μου. Το δριμύ κρύο και η υγρασία της νύχτας περονιάζουν το κορμί μου. Σβήνουν τις φωτιές μου και συνέρχομαι. Συχνά με βρίσκει το ξημέρωμα, αγκαλιά με μια μηχανή, που η θέρμη της είναι πιότερο ζωντανή από οποιοδήποτε χάδι, που χρόνια τώρα έχω να νιώσω και που έχω ξεχάσει το νόημα και το περιεχόμενό του...
Η θάλασσα που αργοσάλευε μπροστά στα πόδια μου, τα νυχτοπούλια που πέταγαν με περιέργεια πάνω απ’ το κεφάλι μου, δεν ήξεραν πως ήταν νύχτα Χριστουγέννων. Ούτε η αχλύ της αντάρας που ‘χε καθίσει απαλά απέναντι, πάνω στην πόλη. Ούτε τα λιγοστά αστέρια που τρεμόσβηναν ψηλά. Ούτε ο βαρδάρης που μου τράβαγε το πέτο και το μανίκι.
Εσύ το ήξερες;