Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Πόσα λίγα πράγματα χωρίζουν έναν άνθρωπο, που δεν τα ξεπερνά..


Λίγο πριν χαράξει η Κυριακή άφησε τη θέση του στο αποστακτήριο. Ο ακούραστος Νίκος τον οδήγησε στη διπλανή καλύβα, όπου του είχε στρώσει για να κοιμηθεί. Το λαμπρό φεγγάρι, τέλος του Νοέμβρη, φώτιζε ολούθε όλη την πλαγιά του ανατολικού ΄Ολυμπου. Φώτιζε αντάμα και τον αντικρυνό Κίσαβο αλλά πιότερο έντονα ασήμωνε τη λωρίδα της θάλασσας που χωρίζει τις εκβολές του Πηνειού με την απέναντι Χαλκιδική. 
Κοντοστάθηκαν θαμπωμένοι απ' την ομορφιά. Ο νυχτερινός σιρόκος δρόσισε το πρόσωπό του, διώχνοντας την θολούρα των αναθυμιάσεων του τσίπουρου, που αποστάζονταν ολάκερη τη νύχτα. Μαζί με το θυμικό καθάρισε κι η ψυχή του, λες και το νάμα του φεγγαριού με το φωτισμένο τοπίο γίνηκαν φάρμακο για όλα όσα τον τυραννούν...


-- Σου άναψα και το τζάκι ξάδερφε, είπε ξεκλειδώνοντας την καλύβα ο Νικόλας, ο μέγας Ραψανιώτης. Μπήκαν στο φιλόξενο, λιτό δωμάτιο. Φωτίζονταν απ` τη φλόγα που κατάκαιγε δυο -τρία κούτσουρα κι από μια λάμπα με φυτίλι. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο από κιλίμια και τα έπιπλα ήταν όλα κι όλα δυο κρεβάτια και μια κουτσή, γερασμένη πολυθρόνα.
Ξάπλωσε, αφού φωτογράφισε με το τηλέφωνο το τζάκι. Ξάπλωσε σε μια άλλη εποχή, αφού το καλύβι δεν ηλεκτροδοτείται και το μοναδικό φως ήταν από τη φλόγα της λάμπας και των κούτσουρων. Φόρεσε τ`ακουστικά απ`το κινητό κι άκουσε στο ραδιόφωνο τον Μητροπάνο να τραγουδά το σημαδιακό τραγούδι "Μάνα που ζω;".
Ήταν εδώ, μπροστά στο καλύβι του Νικόλα, που η παρουσία της παρέμενε μυστική μέσα του και έντονη και ζωντανή στην καρδιά του. Την ένιωσε ξεκάθαρα να του χτυπά το τζάμι με τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της. Τινάχτηκε απ' το κρεβάτι βγάζοντας τ' ακουστικά από τ' αυτιά του. 
-Ποιός είναι; άκουσε την φωνή του πνιχτά να ρωτά αβέβαιος για την ερώτηση.
Κανείς...
Ξαναξάπλωσε σταματώντας τη μουσική. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε στη γλυκιά θολούρα του τσίπουρου, του φεγγαριού και της παρουσίας της.

"Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕνα μεγάλον ἴσκιο
τὸ χρῶμα τῆς αὐγῆς τὸ αἰσθάνομαι στὰ δάχτυλά σου.
Ξέχασε τὸ ψέμα ποὺ σὲ βοήθησε νὰ ζήσεις
γύμνωσε τὰ πόδια σου, γύμνωσε τὰ μάτια σου,
μᾶς μένουν λίγα πράγματα ὅταν γυμνωθοῦμε
ἀλλὰ τὰ βλέπουμε στὸ τέλος πιστά.

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ᾿ ἕνα μονοπάτι,
τ᾿ αὐλάκια χαλασμένα δεξιὰ κι ἀριστερά, στὴν ἄκρη
τὸ σπίτι μὲ γυαλιὰ ποὺ τὸ χτυπάει ὁ ἥλιος, ἄδειο.
Σκέφτηκα τὰ δάχτυλά σου νὰ χτυποῦν τὰ τζάμια
σκέφτηκα τὴν καρδιά σου νὰ χτυπᾷ πίσω ἀπ᾿ τὰ τζάμια
καὶ πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν ἕναν ἄνθρωπο
ποῦ δὲν τὰ ξεπερνᾷ.  

Γιώργος Σεφέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: