Φύγαν οι μέρες. Φύγαν μία - μία σε σειρά, σαν τα μυρμήγκια που βιαστικά κλείστηκαν στις φωλιές τους, πριν έρθει ο χειμώνας. Απόμεινε η θλίψη. Η θλίψη της μνήμης, που όπου και να την αγγίξεις, πονεί.
Οι βουβοί μεγάλοι πόνοι της ψυχής κρύβονται βαθιά μέσα της, ώστε πολύ λίγοι να το αντιλαμβάνονται. Επειδή ο πιο βαθύς τρόπος για να αιστανθούμε κάτι, είναι να υποφέρουμε...
Υποφέρει κανείς μόνο μονάχα από το κακό που του κάνουν αυτοί που αγαπάει. Των "εχθρών" το κακό δεν μετράει...
Ο γέρικος χρυσαετός με "ζύγιζε" με την κουρασμένη ματιά, καθώς τον πλησίαζα. Γαντζωμένος σε μια πέτρα - ξερολιθιά της απότομης πλαγιάς είχε πάρει το χρώμα του τριγύρω νοτισμένου κοκκινοχώματος. Δεν έμοιαζε λαβωμένος. Ούτε ανήσυχος. Μ' άφησε να τον πλησιάσω στα πέντε μέτρα κι ύστερα άνοιξε διάπλατα τα φτερά του, κάνοντάς μου νόημα: --φτάνει!
Υπακούοντας στην προσταγή του κοντοστάθηκα. Κατόπιν κάθισα στο έδαφος ακίνητος. Στην ανατολική πλαγιά του κάτω Όλυμπου βλέπεις τον προθάλαμο του Θεσσαλικού κάμπου. Οι Γόννοι, το Μακρυχώρι και οι γύρω λόφοι γίνηκαν κάδρο. Το επίκεντρο του κάδρου, ο γέρικος χρυσαετός, κούρνιαζε μπροστά στα έκπληχτα μάτια μου, ήσυχος κι αινιγματικός: το αγρίμι των Θεών καταδέχτηκε να μ' αφήσει- άγνωστο για ποιό λόγο - να γίνω συντροφιά του. Κράτησα την αναπνοή μου, δεόμενος της τύχης που μου δώρισε τέτοια εμπειρία.
--Έρχομαι από μακριά, άρχισα να του εξομολογούμαι σιγανά. Είμαι κι εγώ μόνος, πολλά χρόνια τώρα. Με μια μοναξιά συγγένισσα της θλίψης. Γι' αυτό πήρα τα βουνά. Δεν αντέχω τους ανθρώπους...
Καθώς σιώπησα, έστρεψε το κεφάλι του προς τον κάμπο, με το άγρυπνο μάτι του να μ' επιτηρεί καθώς αργά, χωρίς απότομες κινήσεις έβγαλα κι άναψα τσιγάρο. Τα ακρόνυχά του μαζεύτηκαν κι αρπάχτηκαν παραδίπλα, σε μια Αγέλαστη Πέτρα, παρόμοια με της θεάς Δήμητρας, όταν θρηνούσε τον χαμό της Περσεφόνης. Έκλεισα τα μάτια. Κι αν ο αετός ήταν θηλυκός; αναρωτήθηκα. Σαν σκουριασμένο χρυσάφι τα μαδημένα του φτερά, έμοιαζαν με τα σκίτσα της δικιάς μου αετίνας, όταν ζωγράφιζε την επιθυμία της να πετάξει ψηλά...
--Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι, κάθεται ένα αητός... πλημμύρισε ξαφνικά το μυαλό μου με τη ριζίτικη μελωδία. Ένα δυνατό χτύπημα των φτερών στον άνεμο, μ' έκανε ν' ανοίξω τα μάτια μου. Ο χρυσαετός ήδη ήτανε ψηλά, κυβερνώντας τ' αόρατα ρεύματα του αγέρα, φεύγοντας ψηλά κατά τον Όλυμπο.
Σηκώθηκα συγκινημένος κι άρχισα να τραγουδώ, με δυνατή τρεμάμενη φωνή, το ριζίτικο τραγούδι. Και δεν ένιωθα για ποιόν είναι οι στίχοι του. Για τον αητό ή για μένα;
Μ' ακούς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου