Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

Πρός Ουρανούπολη...


 

 

                                    Πρός Ουρανούπολιν...

 

 

         -- " Αpril is the cruellest month",

         -- " o Mάιος είναι ο μήνας των ερώτων και της πολιτικής",

         -- " Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε",

         -- " μέρα Μαγιού μου μίσεψες"... φράσεις - στίχοι απο αγαπημένα του ποιήματα κάμανε κατοχή του μυαλού του, όπως συχνά του συμβαίνει, σε τυχαίες στιγμές.

         -- " Μα Απρίλιος είναι τούτος ή Μάιος;" συλλογίστηκε οδηγώντας με 140, μόνος στον αυτοκινητόδρομο προς Χαλκιδική. "Μπερδεύτηκαν οι εποχές μπερδεύτηκαν κι οι μήνες. "Pollution" η αιτία, που λέει κι η {φωτοδότρα} δύση, τρύπα όζοντος, Greenpeace... Παράξενο είναι νά 'χεις δεκαοχτώ - είκοσι βαθμούς θερμοκρασία, τεσσεράμισυ τα ξημερώματα 25 Απριλίου... ή μήπως είναι Μαϊου;"

         -- ΄Οζον! ΄Ο-ου-ζον! πρόφερε ενθυμούμενος και μιμούμενος την φωνή του Αμερικάνου παρουσιαστή του CBS, ελέγχοντας ταυτόχρονα τις στροφές του κινητήρα, την ταχύτητα, την θερμοκρασία και πίεση λαδιού και τον δείκτη της βενζίνης.

         -- ΄Ολα εντάξει! διαπίστωσε και συνέχισε πιέζοντας παραπάνω το γκάζι.

         -- "΄Οζον!... ΄Ο-ου-ζον!...  ... Ού - ζών! έτσι όπως πάμε", έπαιξε με τις λέξεις.

         Άλλαξε την διάθεσή του αλλάζοντας σταθμό στο ραδιόφωνο και σταθεροποίησε την ταχύτητά του στα 160 χιλιόμετρα. Γρήγορα όμως, έκοψε κι άρχισε την διαδικασία εξόδου προς Θέρμη. Διέσχισε προσεχτικά την αερογέφυρα κι έπιασε πρός Γαλάτιστα, έχοντας κατά νού τις πιθανές εξόδους των φορτηγών της αεροπορίας, των εργοστασίων και της  Coca Cola. Μά πού!  Ερημιά παντού !

         -- " Σε λίγο θα ξημερώσει και θ' απολαύσω την φρέσκια 'μέρα... με την πρωινή δροσιά και τις μυρωδιές του πεύκου και του θυμαριού, του χώματος και της κοπριάς. Με το πρώτο φώς της ανατολής θά 'χω περάσει απ' την Αρναία και κατά τις έξη - έξη και τέταρτο θά 'μαι στην Ουρανούπολη."

         -- Φρέσκια 'μέρα! μονολόγισε φωναχτά. Πόσο λιγόστεψαν οι φορές, που μπορώ ν' απολαύσω μια φρέσκια 'μέρα...

         Έλεγξε πάλι την ταχύτητα, πήγαινε με 115, μόνος ολομόναχος, με τους φάρους στη μεγάλη σκάλα, αφέντης του δρόμου, κτήτορας, κυρίαρχος. Ωστόσο, οδήγησε τοποθετώντας τ' αυτοκίνητο σε τέλειες τροχιές στις ανοιχτές καμπές, όπως θά 'κανε κι όταν υπάρχει κίνηση." Μα νά! "Στούς καθρέφτες του είδε φώτα! Κάποιος έρχεται πίσω του." Είναι μακρυά ακόμη αλλά, βρε αδερφέ, νά που υπάρχει κάποιος, που ταξιδεύει αξημέρωτος κι αυτός! Κοντεύουμε στη Γαλάτιστα κι οι αγρότες κοιμούνται ακόμη! Πέντε το πρωί και κοιμούνται!"

         -- Μά τί θέλεις να κάμουν Κυριακάτικα; σάρκασε φωναχτά στον εαυτό του." Αφού γλεντοκοπούσαν όλο το Σαββατόβραδο!"

         Ξανακοίταξε τους καθρέφτες. Ο πίσω ερχόταν γοργά, τα φώτα του μεγάλωναν και δυνάμωναν.

         --" Θα πρέπει να τρέχει πολύ!", μουρμούρισε προετοιμαζόμενος να του δώσει δρόμο. Κοίταξε στο ταχύμετρό του. Έγραφε 120.

         --" Αρκετά χιλιόμετρα για τούτο τον δρόμο. Με πόσα μπορεί να πάει αυτός ο διάολος;"

         Έβγαλε το αυτοκίνητο προσεχτικά απο μια ανοιχτή καμπή και βλέποντας εμπρός του μια μεγάλη ευθεία, αποφάσισε να το σανιδώσει. Κατέβασε τετάρτη και πίεσε τέρμα το γκάζι.

         -- " Μέχρι να μπούμε στις στροφές θά 'χει μείνει πολύ πίσω" σκέφτηκε ικανοποιημένος.

         Βάζοντας πέμπτη, οι  καθρέφτες του γέμισαν φώς. Του ξέφυγε ένα σφύριγμα εντυπωσιασμού.

         --" Αυτός είναι άλλο πράγμα! Καλά θα κάνει, όμως, να κατεβάσει τα φώτα του, γιατί θα με στραβώσει."

         Το κοντέρ έδειχνε 165 χιλιόμετρα κι οι φάροι, του απο πίσω, πλημμύρισαν τους καθρέφτες και τ' αυτοκίνητο. Σήκωσε το χέρι του και τού 'καμε νόημα να τους κατεβάσει, τοποθετώντας το ύστερα, επιδεικτικά, πάνω στον εσωτερικό καθρέφτη.

         --" Τί διάολο! δεν βλέπει πως με τύφλωσε;... Μα πότε με πρόφτασε;"

         Τα φώτα δυνάμωσαν ανελέητα. Εγιναν λαμπρός ήλιος και τού 'πνιξαν κάθε διάθεση να ξεφύγει. Άλλαξε την κλίση του εσωτερικού καθρέφτη κι έσκυψε μπροστά, πάνω στο τιμόνι, για ν' αποφύγει τις αντανακλάσεις των εξωτερικών καθρεφτών, μειώνοντας ταυτόχρονα την ταχύτητά του.

         -- Πανάθεμά σε ! Ηλίθιε ! βλαστήμησε με μίσος, ανάβοντας το δεξιό φλάς και μειώνοντας ακόμη περισσότερο, στα 90.

         -- Άντε ! Πέρνα ! πρόσταξε με αγανάκτηση.

         -- Μα τί κάνει ; διερωτήθηκε με έκπληξη. " Μείωσε κι αυτός ! Μα είναι τρελλός; Θα σκοτωθούμε !..." και πριν ολοκληρώσει αναγκάστηκε να αγανακτήσει.

         -- Μα τί κάνει; Προσπερνάει τώρα! Πάνω στη στροφή !

         Κατέβασε στα γρήγορα το παράθυρό του, για να τον ιδεί, και να τον επιτιμήσει με την αυστηρότερη ματιά που διέθετε. Ο άλλος προσπέρασε αργά, θαρρείς τελετουργικά και τα φυμέ σκούρα του τζάμια τον εμπόδισαν να διακρίνει πόσοι υπήρχαν στο άλλο αυτοκίνητο.

         Έμεινε με την βρισιά στο στόμα, απο την έκπληξη. Ηταν ένα ολόιδιο αυτοκίνητο με το δικό του ! Ίδιο μοντέλο ! Ίδιο χρώμα !... Ακόμη κι ο πίσω προφυλακτήρας τσαλακωμένος, με τον ίδιο τρόπο, στο ίδιο αριστερό σημείο!... Κι η σκουριά...

         -- Μά τί κάνει πάλι ; γιατί δεν φεύγει ; Α! τον ανόητο, πάει μ' εξήντα ! Γελάδι ! ε! γελάδι!, βλαστήμησε κι όρμησε να προσπεράσει γρήγορα. Τ' αυτοκίνητο μούγκρισε κι όρμησε σε μια τρελλή επιτάχυνση, αφήνοντας πίσω τον προκλητικό κι αυθάδη άγνωστο. Μια γλυκειά ευχαρίστηση διέτρεξε το κορμί του και μπαίνοντας στη Γαλάτιστα, τον ξαναείδε στούς καθρέφτες του.

         -- Έλα ! ΄Ελα μάγκα μου τώρα, να 'δείς ποιός είναι ο μάστορας στις στροφές !

         Πέρασαν, σαν αστραπή, μέσα απ' το χωριό, ο ένας κολλημένος πίσω απ' τον άλλο. Μπήκαν στις αλλεπάλληλες ανηφορικές στροφές, με τα μουγκρητά των κινητήρων να τέμνουν κοφτερά την άκρα σιγαλιά του ξημερώματος. Τα λάστιχα στρίγγλιζαν σ' έναν αλλόκοτο χορό, έφευγαν με τα τέσσερα, τα χέρια ιδρωκοπούσαν σφιχταγκαλιάζοντας το τιμόνι, οι ταχύτητες άλλαζαν απότομα και βίαια και μια άφατη ικανοποίηση κυρίεψε την ψυχή του, καθώς ο πίσω δεν μπορούσε ν' ακολουθήσει.

         -- Είπαμε ! ανέκραξε θριαμβευτικά. Ο μάστορας είναι 'δώ !  Γελάδι !.. έ! γελάδι ! συνέχισε. Μόνο στην ευθεία είσαι ικανός να τρέχεις ! ...Στίς στροφές; έ; στις στροφές;

         Δεν έκοψε διόλου ταχύτητα. Συνέχισε οδηγώντας γρήγορα και στήνοντας με μαεστρία τ' αυτοκίνητο, ανοιχτά πρίν απο κάθε στροφή, έκλεινε στην εσωτερική κορυφή της, γκαζώνοντας, ισσοροπώντας το κορμί του με το αυτοκίνητο μαζύ, σ' ένα παιγνίδισμα λογικής κι εξουσιασμού των φυσικών νόμων, όπου η φυγόκεντρος μάχονταν με την κεντρομόλο, όπου η επιτάχυνση αντιτάσσονταν στο φρενάρισμα, σε μια ατέρμονη διαδοχή ισχύος και αδράνειας... Μπροστά του, ένα χιλιόμετρο περίπου, πέντε στροφές δηλαδή, είδε τα φώτα ενός άλλου αυτοκινήτου. Χύθηκε ορμητικά να το φτάσει, αυτός ο θριαμβευτής των στροφών, αυτός ο ακατανίκητος δαμαστής  των μηχανών.

         Πλησιάζοντας γοργά, διαπίστωσε πως τα φώτα δεν μετακινούνταν και κόβοντας ταχύτητα, υπολόγισε πώς τού 'μενε μόνο μια στροφή για να έρθει σε επαφή . Μέσα στη στροφή φρενάρισε πανικόβλητος. Πιάστηκε σφιχτά πάνω στο τιμόνι, τ' αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε κι απόμεινε, όλος ένα ερωτηματικό, να μη μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Το μυστηριώδες αυτοκίνητο που τον ακολουθούσε, το ολόιδιο με το δικό του, ίδιο μοντέλο, ίδιο χρώμα, με τον όμοια τσαλακωμένο πίσω αριστερά προφυλακτήρα, ακόμη κι η σκουριά στο δεξί μέρος του πόρτ-μπαγκάζ.... και... Θεέ μου ! ο ίδιος αριθμός ! ο αριθμός κυκλοφορίας ο δικός του ! ίδιος κι αυτός ! ήταν σφηνωμένο πάνω στον βράχο, με τις πόρτες κλειστές και μια φλογίτσα έπαιρνε να δυναμώνει, μέσα απ' τα συντρίμμια.

         -- Παναγία μου ! ψέλλισε και κατέβηκε συγχισμένος. " Πώς είναι δυνατόν;" αναρρωτήθηκε. " Αφού τον προσπέρασα... άλλος δρόμος δεν υπάρχει !"..." Πώς είναι δυνατόν;" Πλησίασε στα συντρίμμια. " Είναι... είναι το δικό μου αυτοκίνητο"...  Μέσα δεν υπήρχε κανείς.  Έψαξε τριγύρω. Κανείς ! Κανείς !

         -- Βοήθεια ! βόγγηξε κι ένοιωσε όλο το σώμα του να πονά.

         -- Βοήθεια ! προσπάθησε να ουρλιάξει, μα φωνή δεν έβγαινε απο μέσα του.

         --" Μα αφού τον πέρασα" ! ψυθίρισε με λυγμό, σαν χαμένος...

        

         -- " April is the cruellest month..." ξαναέκαμαν κατοχή οι φωνές των στίχων.

         -- " Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε..."

         -- " Εύρον ωραιοτάτην πρασίνην πέτραν! Ελθέ αμέσως !..."

         Μά Απρίλης είναι τούτος ή Μάιος ; Δοκίμασε να φωνάξει βοήθεια. Αδύνατον. Ηχος δεν μπορούσε να 'βγεί απ' το στόμα του.. Η πλάτη του ήταν παγωμένη. Το κορμί του πονούσε ολάκερο...  Δοκίμασε να κινηθεί. Αδύνατον. Πυκνή ομίχλη σκέπαζε το φώς. " Βοήθεια!"

         -- " Τώρα σ' όποια βάρκα κι αν 'μπείς, άδεια θα φτάσει..."

         -- " Τί νερό ! κυανό με σπίθες ! κάπου, συντελεσμένη κείται η τελειότητα κι αφήνει να κυλήσει ίσαμε 'δώ, ρυάκι..."

         Χλωμό φώς πλυμμήρισε το απόλυτο σκοτάδι του. Μαζύ, φωτίστηκε το μυαλό του. Κείτονταν γυμνός, ανήμπορος να κινηθεί, σκεπασμένος μ' ένα πλαστικό σεντόνι, πάνω σ' ένα μαρμάρινο πάγκο ! Το κορμί του, η πλάτη του παγωμένη, πονούσε ολάκερος.

         -- " Βοήθεια !" δοκίμασε, άλλη μια φορά να φωνάξει. Αδύνατο ν' ακούσει την φωνή του. Άκουσε, όμως, βήματα. Κάποιοι τον πλησίασαν κι ένας ανασήκωσε το σεντόνι απ' τα πόδια του. Ένοιωσε ένα σπάγγο δεμένο στο μεγάλο δάχτυλό του να τραβιέται.

         -- Αυτός είναι !... άκουσε μια φωνή.

         Τού 'δεσε τα πόδια μ' ένα λουρί και τον άρπαξαν άγαρμπα και τον έβαλαν σ' ένα φορείο, αδιαφορώντας για τα βογγητά του... ή μήπως δεν τ' άκουγαν;

         -- Θηρίο είναι ! Πολύ βαρύς ! άκουσε την ίδια φωνή.

         -- Κρίμα στο παλληκάρι ! είπε μια άλλη φωνή και συνέχισε: Κρίμα ! έτρεχε πολύ!

         -- " Με περιμένει ο Γιάννης στην Ουρανούπολη" ούρλιαξε. " Στις εφτά και τέταρτο το πρωί, φεύγουμε για τ' Άγιο ΄Ορος!" ολοκλήρωσε παραπονεμένα, μα φωνή δεν βγήκε απ' τα χείλη του.

         Ξανάπεσε στο παραλήρημα. Είδε στο κοντέρ τα 100 χιλιόμετρα, κατέβασε τρίτη κι ετοιμάστηκε για τη στροφή... Ο άλλος τον ακολουθούσε με τα φώτα καρφωμένα πάνω του... Το φορείο έτρεχε τραντάζοντας επώδυνα το ανίσχυρο κορμί του.

         -- " μέρα Μαγιού μου μίσεψες..."

         -- " ΄Ο-ζον. ΄Ο-ου-ζον !..."

         -- " April is the cruellest month..."

         -- " Εύρον ωραιοτάτην πρασίνην πέτραν ! Ελθέ αμέσως!..."

         Το φορείο σταμάτησε. Είδε τον εαυτό του να ψάχνει στα σκοτεινά, ανάμεσα στα συντρίμμια. Κάποιοι μιλούσαν γύρω του. ΄Ακουσε κλάματα απο μακρυά. Το πλαστικό σεντόνι τραβήχτηκε απο το κεφάλι του. Το δυνατό φώς τού 'καψε τα μάτια. Τά 'κλεισε σφιχτά. Αμέσως μετά άκουσε κραυγές κι ένα χέρι τον άρπαξε απ' τον λαιμό και του ψαχούλεψε δυνατά τις καρωτίδες.

         -- Σιγά ! άκουσε την φωνή του, αδύναμη να διαμαρτύρεται, ανακατωμένη με βογγητά...

 

Αλέξανδρος Υδάτης