Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Η πληγή απ’ τα παλιά.

Ο παπα Μόδεστος βάδιζε γοργά στα στενά κι ανηφορικά μονοπάτια του Άθωνα. ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, σιμά στην κορυφή, τα σύγνεφα πύκνωναν βαρειά και μελανά, σημάδι πως η καταιγίδα όπου νά’ ναι θα ξέσπαγε... το ανηφόρι γίνονταν πιότερο απότομο και ξέπνοος προσπαθούσε να κρύψει, απ’ τον παπά, την περίσσια προσπάθεια που κατέβαλε για να τον ακολουθήσει. τριανταπέντε χρόνια νεώτερός του και πάνω στα ντουζένια του κι όμως ο γέροντας, τι γέροντας δηλαδή, θά ‘τανε 63 - 65 χρονών - νεώτατος για τις ηλικίες των ασκητών κι ανέβαινε σαν αθλητής! έσφιξε το κορμί του, πάτησε γερά πάνω στις κακοτράχαλες πέτρες, πήρε βαθιάν ανάσα κι ακολούθησε τον ανήσυχο παπα Μόδεστο. ξαφνικό αεράκι δυνάμωσε στο διάβα τους, χτυπώντας τους καταμέτωπα, μέσα στο στενό μονοπάτι. τα φυλλώματα των δέντρων λύγισαν απότομα για δευτερόλεπτα κι ύστερα ‘σύχασαν πάλι, λες κι ο μεγαλοδύναμος τα πρόσταζε, παίζοντας με την πνοή του. ο παπα Μόδεστος ψυχανεμίστηκε, ποιός ξέρει τι και κοντοστάθηκε κάμνοντας το σταυρό του. αγνάντεψε στον πελαγίσιο κι ανήλιο ορίζοντα, που ‘χε μαυρίσει σαν απόκοσμο δειλινό μιας μαύρης ασύνορης νύχτας, γύρισε και τον κοίταξε μ’ εκείνα τα εκφραστικά μαύρα του μάτια, που ‘χαν σκοτεινιάσει σαν το δειλινό.
-- βιάσου! πρόσταξε. -- μας πήρε η νυχτιά κι έρχεται τρανή καταιγίδα...
Μπήκαν στο καλύβι μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο. ο παπα Μόδεστος ψαχούλεψε στο σκοτάδι κι άναψε το λιωμένο κερί. ύστερα άναψε δεύτερο και τρίτο και η δύναμη των τριών κεριών αποκάλυψε πόσο παραμελημένο ήταν το καλύβι. πάει πολύς καιρό όπου θά ‘χε να κατοικηθεί και τούτο δήλωνε πως ήταν ασφαλής κρυψώνας. αράχνες και ξέφτια ξύλινα κρέμονταν απ’ τους τοίχους και το σάπιο ταβάνι. το χωμάτινο πάτωμα ήταν σκληρό και παγωμένο και το νερό πού ‘πεσε απ’ τα ρούχα τους σχηματίζονταν ακίνητο, ζυμωμένο με τη σκόνη. βρύα λαμπερά και καταπράσινα είχαν κάμει κατοχή του βορεινού τοίχου, τρυπώνοντας απ΄τις χαραμάδες της μισοπεσμένης εξωτοιχιάς. τίναξαν τα ρούχα τους απ’ το νερό κι ο παπα - Μοδεστος ξετρύπωσε ένα κομμάτι ξερό δαδί. έβγαλε το μαχαίρι του, που πελεκούσε σταυρουδάκια, έκοψε προσεκτικά μικρές λωρίδες δαδιού, μάζεψε με  γοργές κινήσεις, μικρά κλαδάκια που ‘φερε μέσα ο άνεμος των προηγούμενων ημερων και τα ‘ναψε στο μικρό τζάκι. η φωτιά γλύκανε την παγωνιά και την δριμεία υγρασία. φως ζεστό αγκάλιασε το καλύβι, κάπως έτσι είν’ ο παράδεισος, τόσα λίγα χρειάζονται για να μερέψει η ψυχή των ανθρώπων... καθώς τίναζε τα νερά απ’ το μπουφάν του τό πιστόλι έπεσε με κρότο στο πάτωμα. πέφτοντας χτύπησε πάνω στον τενεκεδένο μαστραπά, που κύλησε λοξά, παράμερα. η κάνη γυάλισε στα μαύρα μάτια του καλόγερου. απόμεινε σιωπηλός κι ακίνητος σχεδόν ανέκφραστος. ύστερα πρόσταξε, χωρίς να τον κοιτάξει:
-- μάζεψέ το. δεν το χρειάζεσαι εδώ. σύρε να μαζέψεις μερικά ξύλα. διάλεξε όσο ξερά μπορείς να βρείς...





Η βροχή συνέχιζε να πέφτει ασταμάτητα. ο αγέρας είχε κόψει. η ήσυχη ανάσα του παπα Μόδεστου ακούγονταν παρηγορητική, φιλική και ημέρευε την αϋπνία του. ένοιωθε ντροπιασμένος που τού ‘πεσε το πιστόλι μπροστά στα πόδια του καλόγερου. δεν ήθελε να το ξέρει ότι κουβαλούσε όπλο. άλλωστε εδώ είναι Άγιο Όρος και κάθε όπλο είναι αταίριαστο στο περβόλι της Παναγιάς. ο λιγομίλητος  καλόγερος είχε αναλάβει να τον βοηθήσει κι ήταν ντροπή να πρέπει να του κρύβει την αλήθεια. έτριβε με τ ‘ακροδάχτυλα το παγωμένο όπλο πλάι στο κορμί του. τό τριβε με φροντίδα. το ‘χε σκεπασμένο με την κουρελού που του ‘δωσε ο καλόγερος για στρώμα. εκείνος είχε διαλέξει τσουβάλια με ξερόχορτα. το ταβάνι έσταζε ολοένα πιο πολύ. το νερό έγλειφε τις χαραμάδες και χοντρές σταγόνες ακούγονταν πέφτοντας στο χωματένιο πάτωμα, σιμά του. όμως παρέμενε ακίνητος για να μη ξυπνήσει τον ήσυχο ύπνο του καλόγερου. 
Ο παπα Μόδεστος είναι ο αδερφός της μάνας του. κοντεύει 25 - 30 χρόνια στο Όρος, δεν γνωρίζει πόσα ακριβώς. ούτε ξέρει λεπτομέρειες της προηγούμενης ζωής του. ξέρει μονάχα ότι του αφηγήθηκε η μάνα του για τον αδερφό της. ξέρει πως ο καλόγερος αγαπούσε πολύ τα γράμματα. που όμως δεν μπόρεσε να τα σπουδάσει, επειδή στην ιεραρχία της οικογένειας, ο μικρότερος γιός μονάχα μπορούσε να σπουδάσει. δυστυχώς, για τον παπα - Μόδεστο, δεν ήταν ο μικρότερος της οικογένειας, αλλά ο μεσαίος. κι ακόμα πιο δυστυχώς, για τον φιλογράμματο καλόγερο, ο μικρότερος γιός της οικογένειας ούτε ήθελε ούτε τα ‘παιρνε τα κολυβογράμματα εκείνης της εποχής... έτσι ο μεσαίος παπα Μόδεστος, πρώην Παναγιώτης στο κοσμικό του όνομα, διάλεξε να γίνει παπάς. μόνο σαν παπάς δεν θα είχε αντιρρήσεις απο τον πατέρα του. κι έτσι πήγε στο εκκλησιαστικό σχολείο κι έμαθε να γράφει και να διαβάζει. ονειρεύονταν να γίνει γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός μα ήρθε ο μεγάλος πόλεμος του ’40 και κάηκαν τα όνειρά του. αφοσιώθηκε στα καθήκοντα της ιερωσύνης του. η Γερμανική κατοχή κι ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε δημιούργησαν μεγάλη δυστυχία. ο κόσμος ήθελε και χρειάζονταν παπάδες αφοσιωμένους και τέτοιος ήταν ο παπα Μόδεστος. με τη λήξη και του εμφύλιου, όπου αδερφός σκότωνε τον αδερφό, δεν έληξαν οι καταραμένες διαφορές των ελλήνων. όλες του οι υπηρεσίες αλλά και οι ελπίδες του προς τους συνανθρώπους του, έβρισκαν εμπόδια την μισαλλοδοξία, την σκοπιμότητα, τον φανατισμό και την αδικοπραξία. απογοητευμένος απο όλα τούτα και χάνοντας σε ατύχημα, την εγκυμονούσα γυναίκα του δεν άντεξε άλλο. ύστερα απο το θάνατό της κλείστηκε στη σκήτη πάνω στον Άθωνα και αφιέρωσε την ζωή του στον ίδιο τον Θεό, ψάχνοντας τη λύτρωση απ’ τους ανθρώπους. 
Έτσι ζούσε μέχρι και τώρα. Μόλις έμαθε πως ο αγαπημένος του ανεψιός ήθελε καταφύγιο, για να προστατευτεί απο τη χούντα, δεν δίστασε καθόλου. έπεμψε ανθρώπους δικούς του στην πόλη κι έφεραν στα κρυφά, τον κυνηγημένο ανεψιό. δεν ρώτησε ποτέ γιατί τον κυνηγούσαν. επειδή καταλάβαινε πως η χούντα ήταν άκαρδη κι εχθρός του λαού. ήταν σαν δεύτερος εμφύλιος κι αυτό του αρκούσε. τον παρέλαβε τέσσερις μέρες πριν, σ ‘ενα μυστικό πέρασμα του Όρους κοντά στην Κομίτσα. βάδισαν κοπιαστικά, δεκάδες χιλιόμετρα, μέσα απο κρυφά περάσματα στην κορυφογραμμή της χερσόνησος, μακρυά απ’ τα φυλάκια των χωροφυλάκων, που μόλυναν με την παρουσία τους το άγιο βουνό. κι απόψε ήταν η τελευταία νύχτα πριν απ’ τον τελικό προορισμό: το κελλί των Άγιων Αποστόλων στην Κερασιά. ο παπα Μόδεστος έλπιζε και σχεδίαζε να  παρουσιάσει τον ανεψιό του σαν δόκιμο καλόγερο, μέχρι να περάσει το κακό. η χούντα βάδιζε προς το τέλος της. λίγο καιρό πριν είχε ξεσηκωθεί το Πολυτεχνείο και όλο το πανεπιστήμιο στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. οι χουντικοί είχαν ήδη διαφορές αναμεταξύ τους. μόνο που αυτό το ζαγάρι, ο ανεψιός του, ήταν παιδί της πόλης και της οργισμένης εποχής. δεν ήταν καλός ούτε ταπεινός χριστιανός... θα δέχονταν να παριστάνει τον δόκιμο; συγχώρησέ μας Παναγιά μου... 
Ο παπα Μόδεστος ανασηκώθηκε στην άκρη του πρόχειρου κρεββατιού απο τα τσουβαλοάχερα. χτένισε με μια χεριά τα λευκά του μαλλιά και σκυμένος άρχισε  να μουρμουρίζει την προσευχή του. προσευχήθηκε αρκετά κι ο ανεψιός απόμενε ακίνητος μέχρι που το μουρμουρητό της σιγανής προσευχής άρχισε να τον νανουρίζει. τον συνέφερε η δυνατή φωνή του παπά:
-- παιδί μου, παλληκάρι μου, πρέπει να μου δώσεις το πιστόλι σου!
άνοιξε τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι και δεν κινήθηκε.
-- τι το θέλεις το πιστόλι; ρώτησε ξανά ο παπα Μόδεστος και συνέχισε:
-- εδώ δεν σου χρειάζεται! θα το φυλάξω εγώ, να μου το δώσεις τώρα αμέσως!
Ο νεαρός τινάχηκε απότομα όρθιος μες το σκοτάδι. στύλωσε τα ποδάρια του θεληματικά στο λασπωμένο πάτωμα, ψηλός - πανύψηλος κι επιβλητικός, και με την αυθάδεια της νειότης του, αντιμίλησε ορθά - κοφτά στον σεβάσμιο καλόγερο:
-- ούτε εσυ το χρειάζεσαι το πιστόλι μου μπάρμπα! θα το κρατήσω πάνω μου και μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό! Ξέρω που βρίσκομαι και μη νοιάζεσαι χωρίς λόγο. δεν θα σε ξεμπροστιάσω.
-- η μάνα σου κι ο πατέρας σου τι λένε γι’ αυτό; ρώτησε ο καλόγερος, αποδεχόμενος την αποφασιστικότητα της δήλωσης του ανεψιού του.
-- παπα Μόδεστε... κόμπιασε ο μικρός. σε λίγο θα ξημερώσει. θα πάμε στο κελλί σου κι ύστερα θα φύγω. κάμε υπομονή μέχρι τότε... όλα θα πάνε καλά. μην ανησυχείς... 
-- Θα φύγεις; που θα πας; αντέτεινε με απορία ο καλόγερος...
-- εδώ ήρθες για να σε κρύψω! πως θα φύγεις;
Ο διοικητής της ασφάλειας Καραμήτσος είναι στεγνός, ξερακιανός και μπλάβος σαν φτισικός. το μαύρο του μουστάκι, περιποιημένο και δασύ, τονίζει την αντίθεση του χλωμού του προσωπείου. ήταν για καιρό άρρωστος και το πρόβλημα με το συκώτι του έχει σταθεροποιηθεί. πήρε το κουράγιο του για ένα προσκύνημα στη Μεγίστη Λαύρα, κατόπιν της επίμονης σύστασης του Μητροπολίτη της πόλης του. δεν ήθελε να χαλάσει το χατήρι ούτε του Μητροπολίτη, που είχε σημαντική εξουσία και γνωριμίες στα ανώτατα κλιμάκια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης, ούτε και της θεοσεβούμενης γυναίκας του αλλά και των παιδιών του. όλοι επέμεναν πως δυο βδομάδες άδειας στο Άγιο Όρος θα του έκαμαν πολύ καλό. και στην υγεία του και στην ψυχική του ηρεμία. άλλωστε οι κομμουνιστές είχαν περιοριστεί κατά πολύ, εξ αιτίας της διοίκησής του. ήταν ο πιο γνωστός πολέμιος των αντιφρονούντων και ο πιότερο πετυχημένος. οι έπαινοι και οι διακρίσεις που είχε στην κατοχή του ξεπερνούσαν κατά πολύ κάθε άλλο ομοιόβαθμο αξιωματικό της ασφάλειας. το μόνο που προσδοκούσε πλέον ήταν η αυτονόητη προαγωγή του. ήξερε πως μια θέση στην Αθήνα είχε κλείσει γι αυτόν. ανυπόμονα θα περίμενε, για άλλες τρείς μέρες στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, την επίσημη αναγγελία της χαρμόσυνης προαγωγής του. άλλωστε του το είχε υποσχεθεί ο ίδιος ο Μητροπολίτης...  σκέφτονταν όλα τούτα, κλεισμένος στο ευρύχωρο δωμάτιο, που με τόση καλωσύνη του είχαν προσφέρει ο ηγούμενος και οι καλόγεροι του μοναστηριού. είχε ετοιμαστεί, φορώντας το σκούρο μπλέ κοστούμι του, για το επίσημο δείπνο της αποψινής βραδυάς. το μοναστήρι τιμούσε με ειδική εκδήλωση την παραμονή του, δυο βδομάδες τώρα, την ώρα που ο ίδιος ανησυχούσε περσότερο απο ποτέ, ύστερα απο την εξέγερση των φοιτητών το περασμένο δίμηνο. άλλο είναι οι αντιφρονούντες αντιστασιακοί, που είναι λίγοι κι άλλο οι φοιτητές κι ο λαός που πήραν μέρος μαζικά στην εξέγερση... 
Έδενε τη γραβάτα του καθώς χτύπησε η πόρτα. 
-- Αντώνη, μπές είναι ανοιχτά! διέταξε με τυπική φωνή τον υπασπιστή του, που ήρθε για να τον συνοδέψει. η πόρτα άνοιξε  και στον καθρέφτη του είδε την μορφή ενός ψηλού νεαρού που μπήκε στο δωμάτιο. γύρισε και τον είδε καλά. ήταν ψηλός, ξανθός με γαλάζια μάτια και μακρυά μαλλιά. στο χέρι του κράταγε ένα πιστόλι! 
-- ποιός διάβολος είσαι εσύ; ρώτησε με σταθερή κι άφοβη φωνή
ο νεαρός τον κοίταζε διαπεραστικά, όμως το οπλισμένο χέρι του έτρεμε. Ο Καραμήτσος του γύρισε την πλάτη και πήγε βλέποντας έξω απο το μικρό παράθυρο.  ο ουρανός εξακολουθούσε και ήταν μουντός, τα σύγνεφα ήταν χαμηλά, γκρίζα και παχειά, εμπόδιζαν τον φώς να περάσει. η θάλασσα ταραγμένη λες και παρακολουθούσε για το τι επρόκειτο ν’ ακολουθήσει.
-- Καραμήτσο! γρύλισσε με μίσος ο μικρός. δεν με ξέρεις όμως εγω σε ξέρω καλά. 
-- Κομμούνι είσαι; ρώτησε με κυνισμό ο ασφαλίτης.
-- όχι! αντέτεινε με σπαραγμό ο ανεψιός. ούτε κι ο Ξενοφώντας ήταν κομμουνιστής! όμως τον σκότωσες άθλιε, αδίσταχτε φονιά!
-- κατέβασε το όπλο σου μικρέ και πρόσεξε τα λόγια σου! διέταξε ο Καραμήτσος! δεν γνωρίζω σε τι αναφέρεσαι! προφανώς κάνεις λάθος!
-- τρείς μήνες πριν, την πρώτη του Φλεβάρη, έπεσες με το τζίπ σου πάνω στον φίλο μου, τον Ξενοφώντα, στην παραλία της Θεσσαλονίκης! Το θυμάσαι; 
-- ποιόν; αντέταξε με περιέργεια ο Καραμήτσος. σ’ εκείνον με το ποδήλατο; στημένος ήτανε, για να μ’ εμποδίσει στην καταδίωξη που έκανα!
-- γύρισε προς το μέρος μου να σε βλέπω! διέταξε ο νεαρός.
Ο  Καραμήτσος στράφηκε αργά προς το μέρος του νεαρού, σηκώνοντας αργά τα χέρια του ψηλά. Η πόρτα άνοιξε απότομα πίσω απο τον οπλισμένο νεαρό και ο υπασπιστής έριξε την τυφλή μπιστολιά. Η σφαίρα του καρφώθηκε στα πλευρά του νεαρού την ίδια στιγμή που ο νέος πυροβολισμός, διέλυε το πρόσωπο του υπασπιστή. ακούστηκαν κι άλλοι δυο πυροβολισμοί κι ο Καραμήτσος έπεσε νεκρός. Το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας είχε ήδη αναστατωθεί...
Ο παπα Μόδεστος πλησίασε το έρημο καλύβι με βαρειά καρδιά. Η μισάνοιχτη πόρτα με το λιγοστό χιόνι στο διάβα της δεν έκρυβε πολλά. ο ανεψιός του κοίτονταν νεκρός και το αίμα του ήταν ζυμωμένο με το τραχύ χωμάτινο πάτωμα. ήταν ξαπλωμένος πάνω στα τσουβάλια με τα ξερόχορτα. τα γαλάζια του μάτια έβλεπαν στο άπειρο...
Η πληγή απ’ τα παλιά δεν είχε κλείσει...

Δεν υπάρχουν σχόλια: