Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
απ' τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και
η αύριο άγνωστη.
Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από
το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα
της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια-
στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία!
Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ' ένα θρόισμα, κι άλλα
που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπα-
ρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κε-
φαλή της άναβαν. Και μία
Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό το-
πίο να φανεί
Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι,
δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά
Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που
έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς
Ιεροδούλου, ζυγωματικά
Τεντωμένα στ' ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρ-
θένου.
«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της
μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο
φως να 'ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρ-
χοντα.
»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμε-
να, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των
άστρων
»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα
στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μονα-
ξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»
Οδυσσέας Ελύτης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου