Μέρα και νύχτα πάει κι έρχεται στης μάνας του το σπίτι. Η φροντίδα της απαιτεί και την παρουσία του, μολονότι η αδελφή του τραβάει όλο το ζόρι αγόγγυστα... Ζει σε διαρκή συναγερμό, έχοντας το νού του στο τηλέφωνο...
Η μητέρα ζει με θολό μυαλό. Δεν αντιλαμβάνεται την κατάστασή της. Δεν μπορεί να την αξιολογήσει, δεν έχει μέτρο σύγκρισης για το πώς είναι η καλή υγεία, για το πώς νοιώθει και πως μπορεί να προφυλάξει τον εαυτό της... Δεν ειδοποιεί όταν δεν νοιώθει καλά, δεν μπορεί να ισορροπήσει, δεν μπορεί να προσανατολιστεί. Δεν μπορεί να συγκρατήσει στη μνήμη της τίποτε απο το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν.
Κλαίει πολύ συχνά. Όμως δεν θυμάται για το θέμα που την λυπεί. Μονάχα η παρουσία του γιού της την συνεφέρει... Τότε νοιώθει σιγουριά, λιγοστεύει το κλάμα της και πότε - πότε χαμογελάει με τ' αστεία του...
Η διαδρομή απο το σπίτι του στο σπίτι της γίνεται πια μηχανικά. Κοντά στα ξημερώματα πήγε και γύρισε. Σαν υπνωτισμένος. Επειδή πλέον ύπνος δεν υπάρχει κι έχει γίνει σαν μισολιπόθυμη εγρήγορση. Όπου το όνειρο μπερδεύεται με την πραγματικότητα. Ο πόνος γίνεται μανδύας και περιβάλλει το μυαλό και τη ψυχή του. Ο μανδύας μεγαλώνει κι αφήνει έντονα να φανεί κι εκείνη. Που η ψυχή του δεν σταμάτησε να τη συλλογάται. Κι ο πόνος μανδύας μπερδεύεται και τον μπερδεύει. Έτσι δεν ξεχωρίζει πότε πονά για 'κείνη και πότε για τη μάνα του...
Μονάχα ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο καθώς οδηγεί πάλι στη μοναξιά, του ξεκαθαρίζει γιατί και για ποιά πονά περισσότερο ακόμη...
Η μητέρα ζει με θολό μυαλό. Δεν αντιλαμβάνεται την κατάστασή της. Δεν μπορεί να την αξιολογήσει, δεν έχει μέτρο σύγκρισης για το πώς είναι η καλή υγεία, για το πώς νοιώθει και πως μπορεί να προφυλάξει τον εαυτό της... Δεν ειδοποιεί όταν δεν νοιώθει καλά, δεν μπορεί να ισορροπήσει, δεν μπορεί να προσανατολιστεί. Δεν μπορεί να συγκρατήσει στη μνήμη της τίποτε απο το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν.
Κλαίει πολύ συχνά. Όμως δεν θυμάται για το θέμα που την λυπεί. Μονάχα η παρουσία του γιού της την συνεφέρει... Τότε νοιώθει σιγουριά, λιγοστεύει το κλάμα της και πότε - πότε χαμογελάει με τ' αστεία του...
Η διαδρομή απο το σπίτι του στο σπίτι της γίνεται πια μηχανικά. Κοντά στα ξημερώματα πήγε και γύρισε. Σαν υπνωτισμένος. Επειδή πλέον ύπνος δεν υπάρχει κι έχει γίνει σαν μισολιπόθυμη εγρήγορση. Όπου το όνειρο μπερδεύεται με την πραγματικότητα. Ο πόνος γίνεται μανδύας και περιβάλλει το μυαλό και τη ψυχή του. Ο μανδύας μεγαλώνει κι αφήνει έντονα να φανεί κι εκείνη. Που η ψυχή του δεν σταμάτησε να τη συλλογάται. Κι ο πόνος μανδύας μπερδεύεται και τον μπερδεύει. Έτσι δεν ξεχωρίζει πότε πονά για 'κείνη και πότε για τη μάνα του...
Μονάχα ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο καθώς οδηγεί πάλι στη μοναξιά, του ξεκαθαρίζει γιατί και για ποιά πονά περισσότερο ακόμη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου