Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Πάντα και παντού εκείνη....


Βάζει στο ποτήρι του ουίσκυ. 
Φτηνά τη γλίτωσε σήμερα...
Στην καρδιά του απόμεινε λίγο μυαλό. Γι’ αυτό η καρδιά του αποφασίζει. Κι όταν χάσει το μυαλό του, όπως τώρα, τί τώρα δηλαδή, κοντεύουν διόμυσι χρόνια... της καρδιάς του το μυαλό φαίνεται πως βοηθάει το άλλο, το καθημερινό.
Δεν είδε πως ο άλλος δεν τον πρόσεχε, πως ήταν αφηρημένος κι έτσι θα μπορούσε να τον αποφύγει...
Το αμάξι έπεσε με δύναμη πάνω στη μηχανή. Τον ξάφνιασε. Τον ξάφνιασε και η σύγκρουση και η αδυναμία του να ελέγξει την ισορροπία της μηχανής. Ταλαντεύτηκε, για λίγο, ακροβατώντας πάνω στην ανεξέλεγκτη πορεία της μηχανής κι ύστερα μαζεύτηκε σε μια απελπισμένη άμυνα, για να γλιτώσει απ’ τα αντίθετα κινούμενα αυτοκίνητα, που είχαν ήδη αρχίσει να φρενάρουν τρομαγμένα.
Η μηχανή σύρθηκε στην άσφαλτο βγάζοντας σπίθες και σιδερένιο θόρυβο. Το κάψιμο της τριβής πάνω στα παγωμένα ρούχα του ήταν σαν έκπληξη. Ύστερα λιποθύμισε....
Κάποιος προσπαθούσε να του βγάλει το κράνος.‘Eνας άλλος πρόσταζε να τον αφήσουν ήσυχο, μπάς και του κάνουν κακό και πως θά ‘τανε καλύτερα να περιμένουν το ασθενοφόρο.... 
Ήταν σε μια λωρίδα άμμου που εισχωρούσε στην ήσυχη καταγάλανη θάλασσα. Απέναντι ορθώνονταν ένας μεγάλος βράχος, γιομάτος καταπράσινα δέντρα στην κορυφή του. Την ερημιά διέκοψε ο ήχος ενός ελικόπτερου. Εκείνη κατέβηκε, πανέμορφη, ντυμένη στα δερμάτινα μπλέ σκούρα ρούχα της, στις στιβαρές της μπότες. Τίναξε πίσω τα πλούσια μαλλιά της κι έσφιξε στα κάτασπρα δόντια της μια καρφίτσα. Δένοντας τα μαλλιά της με την καρφίτσα, πανέμορφη, θηρίο που ανυπομονούσε να τρέξει ελεύθερα στο χώρο, του χαμογέλασε δείχνοντάς του τη μηχανή της. Ήταν σκούρα γκριζόμαυρη και στιλπνή, φτιαγμένη απο ακριβό μέταλλο. Τιτάνιο με κράματα διαστημικών υλικών και δυο διπλές εξατμίσεις απο πίσω...
Δεν είχε ξαναδεί τέτοια στιβαρή και πανάλαφρη μηχανή. Μπροστά της η δική του έμοιαζε γριά και παρωχημένη. Κι όμως σαν την πήρε στα χέρια του ήταν σαν πούπουλο. Πήρε και την κούμπωσε πάνω στη δική του. Κούμπωσε πανεύκολα, λες και σχεδιάστηκε να ταιριάξει με το σώμα και το σχέδιο της παλιάς Africa. Κοίταγε τις δυό μηχανές, τη μία μέσα στην άλλη, να εφαρμόζουν σαν χέρι σε γάντι, με μεγάλη έκπληξη Έπιασε με περιέργεια τα grips, που ήσαν παράλληλα, τα μεν κάτω απο τα δε. Μπερδεύτηκε. Με ποιά θα έπρεπε να οδηγήσει;
Ανέβηκε με σιγουριά κι επιδεξιότητα πίσω του. Κάθισε και σφίχτηκε πάνω  του, γουργουρίζοντας ευχαριστημένη σαν γάτα. Με το που τον φίλησε τρυφερά πάνω στον γυμνό του αυχένα, γκάζωσε. Στην αρχή δυσκολεύτηκε. τον μπέρδευαν τα διπλά χειριστήρια και η κλίση των μηχανών στις στροφές. Μα πολύ γρήγορα συνήθισε κι απελευθερώθηκε. Η μηχανή γκάζωσε υποβλητικά κι η δύναμή της ήταν απίστευτη. Οι εξατμίσεις τραγουδούσαν με μια μπάσα φωνή, συγκρατημένη και σεμνή. Εαν άνοιγε περισσότερο το γκάζι θα χάλαγε ο κόσμος. Μπήκαν στη λεωφόρο που είχε πυκνή κίνηση. Πέρναγε ανάμεσα στα κινούμενα αυτοκίνητα με επιδεξιότητα κι ευκολία, λές κι ήταν σταματημένα. Κι όταν κάποιο τους εμπόδιζε δεν φρενάριζε! Ανέβαινε και προσπερνούσε τα ψηλά τοιχία των διαχωριστικών κράσπεδων μ‘ ευκολία κι άνεση απαράμιλλη! Λές και δεν υπήρχαν! Απολάμβανε το μπάσο μούγκρισμα των εξατμίσεων, γιομάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά, καθώς εμπόδιο δεν υπήρχε πλέον! Οι κουμπωμένες μηχανές, κυρίαρχες και ακαταμάχητες κι εκείνη πίσω του, τον γέμιζαν μ‘ ευτυχία και ικανοποίηση. Φτάσανε σε μια ακτή γιομάτη αντίσκηνα και κόσμο. Ο Νίκος και η Φωτεινή ήταν εκεί και τους περίμεναν. όμως διαπληκτίζονταν με κάποιους κι ο Νίκος τού ‘κανε νόημα να πάει και να τους περιμένει σπίτι του... Στράφηκε να φύγει, ακολουθούμενος απο τα παιδιά του Νίκου και της Φωτεινής, που έτρεχαν χαρούμενα γύρω τους, παίζοντας με την Τάνια, που είχε βγάλει το κράνος της κι ο άνεμος έφερνε τα μαλλιά της να τον χαϊδεύουν παρηγορητικά...
---Δεν είμαι η Τάνια, του απολογήθηκε μια γυναικεία φωνή και συνέχισε: --έχεις χτυπήσει και θα σε πάμε στο νοσοκομείο...
Μέσα στο ασθενοφόρο ήξερε πως δεν είχε τίποτα το σοβαρό. Όμως έπρεπε να υποστεί όλη τη διαδικασία...
Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν πως εκείνη δεν επρόκειτο να μάθει την περιπέτειά του κι έτσι δεν θα ανησυχούσε. Κι αυτό ήταν καλό...
Έβαλε το ουίσκυ στο ποτήρι, για να αντέξει τους πόνους, μάλλον της μοναξιάς του, στο άδειο σπίτι του.
Φτηνά τη γλίτωσε σήμερα....

Δεν υπάρχουν σχόλια: