του Δημήτρη Καμπουράκη
Αυτή μπήκε ξαφνικά στην πλατεία του χωριού περπατώντας μεγαλόπρεπα, σαν θεά την ημέρα της γιορτής της. Αυτός ήταν καθισμένος στο συνηθισμένο τραπεζάκι του στην αυλή του καφενείου, καπνίζοντας σιωπηλός όπως πάντα. Αυτή κοντοστεκόταν κάθε τόσο και χαιρετούσε ανθρώπους που είχε να δει από το περσινό καλοκαίρι, χαμογελώντας πλατιά σαν όλους τους ανθρώπους που έχουν περάσει χορτασμένη ζωή. Αυτός την κοίταζε σχεδόν κρυφά κάτω απ’ τα σμιχτά του φρύδια, σαν όλα τα πληγωμένα αγρίμια. Του ‘βαλα τσικουδιά και τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια τον παρότρυνα να το κατεβάσει, για να πνίξει τον συγκλονισμό που ανέβαινε απ’ τα σπλάχνα του και τον κυρίευε.
Κάθε χρόνο τον Αύγουστο η ίδια ιστορία. Αυτή κατέβαινε στο χωριό απ’ την Αθήνα για λίγες μέρες, πότε μόνη, πότε με παρέα, κάθε χρόνο ομορφότερη, πιο μεγαλόπρεπη, πιο πληθωρική, πιο καλοντυμένη, πιο επιτυχημένη. Και τον εύρισκε πάντα εκεί, στο ίδιο τραπεζάκι, κάτω από την ίδια μουριά, να πίνει την ίδια τσικουδιά, κάθε χρόνο πιο αγρίμι, πιο σκοτεινιασμένο, πιο ακούρευτο, πιο μαύρο απ’ τους ήλιους, πιο πότη, πιο αμίλητο. Παρατήρησα τις ρυτίδες στο μέτωπο του, τα γένια του που είχαν γίνει κάτασπρα, τα πετσιασμένα απ’ τις δουλειές χέρια του που έτριβε νευρικά και του ‘κανα την ίδια ερώτηση όπως κάθε καλοκαίρι: «Ακόμα ρε;» Έγνεψε καταφατικά μ’ ένα νεύμα αδιόρατο, σα να μην ήθελε να το ομολογήσει. «Θα ‘ναι καμιά δεκαπενταριά χρόνια πια, ε;» υπολόγισα φωναχτά, προσέχοντας να μην υπάρχει στη φωνή μου μήτε επιτίμηση, μήτε επιδοκιμασία.
Ο φίλος μου κοίταξε το κενό απέναντι: «Δέκα οκτώ και μισό» απάντησε κι έφτυσε στο τσιμέντο. Θαρρούσα πως έφτυνε την ίδια του την ψυχή, που δεν χωρούσε πια μέσα του. Τα πρώτα χρόνια, σαν μεθούσε έλεγε ότι ένα πρωί θα ξυπνούσε και θα την έβρισκε μετανιωμένη στην πόρτα του. Μετά έλεγε ότι θα τη σκοτώσει και θα σκοτωθεί πάνω της, για να βρει επιτέλους ησυχία. Σαν πέρασαν τα χρόνια και κατάλαβε πως μήτε θα την αγκάλιαζε ξανά μήτε θα τη σκότωνε, του ‘βγαινε πότε-πότε ένα βαθύ παράπονο και μανία μαζί, πως αυτή του κατέστρεψε τη ζωή. Και στο τέλος έκλεισε σαν το στρείδι και δεν έλεγε πια τίποτα.
- «Πες της ρε μια μαντινάδα και χέστην».
- «Μαντινάδα;»
- «Ναι ρε. Σπονδή στα δέκα οκτώ και μισό χρόνια που της δώρισες. Πιες και μια τελευταία τσικουδιά για πάρτη της και μην την ξανασκεφτείς ποτέ. Χρόνια ολόκληρα δεν έλεγες ότι θα τη σκοτώσεις; Κάνε το τώρα.»
Σα να κρεμόταν ήδη από τα χείλη του η μαντινάδα, ανάμεσα στα γεμάτα νικοτίνη μουστάκια του και τα σκληρά του γένια. Την είχε έτοιμη, μα δεν ήταν όπως την υπολόγιζα εγώ όταν τον συμβούλευα εκ’ του ασφαλούς. Ήταν ένα από κείνα τα παλιά δίστιχα, τα απρόσμενα, που τα ‘χε πει παλιότερα ο παππούς του και εκείνου ο δικός του παππούς, πάντα για τον ίδιο λόγο. Γιατί αντάριαζε η ψυχή τους και μ’ αυτά έβγαζαν από μέσα τους οργή και συγχώρεση, έρωτα δίχως απόκριση και παρηγοριά, όλα μαζί σ’ ένα συναίσθημα, σ’ ένα μάθημα ζωής. Απλές λεξούλες που όταν συνταιριάζονται αναδεικνύουν την ιδιοσυγκρασία μιας ράτσας που όταν καταπιάνεται με το καλό, είναι γεμάτη δύναμη, γοητεία και μεγαλοθυμία. Ήταν απ’ αυτές τις μαντινάδες που ενώ ξεκινούν σαν κύμα φουρτουνιασμένης θάλασσας που συσπειρώνεται έτοιμο να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα του, την τελευταία στιγμή κάτι γίνεται μέσα του και το μετανιώνει. Κι επειδή το κύμα (όπως κι η αγάπη) σαν ξεκινήσει δεν γυρίζει πίσω, μετατρέπει μαγικά την καταστροφική του μανία σε λυγμό, σ’ έναν χείμαρρο στοργής και προστατευτικότητας για κείνη που ήθελε να ισοπεδώσει.
«Το άχι* μου να σου γενεί,
χαλίκι να σκοντάψεις,
να πέσεις, μα να μη βαρείς*,
μόνο ν’ αναστενάξεις.»
Κάτι τέτοιες ώρες αγαπώ την Κρήτη πιο πολύ. Γιατί ξέρω πως μόνο από γεννησιμιού τους καλοδουλεμένες ψυχές μπορούν να την καταλάβουν.
*Αχι μου : Το αχ μου
*Βαρείς : Χτυπήσεις