Πήρε η βροχή και ροκάνισε το θάμπος του ήλιου
Η θάλασσα σκοτείνιασε καθρεφτίζοντας το μπλαβί γκρί τ' ουρανού
Πεζός, δίπλα στη προκυμαία, περασμένα μεσάνυχτα ενός πικρού Σαββατόβραδου...
Έχοντας πόνο στη ψυχή, περπάτησε ασταμάτητα,
μέσα στο πούσι, μακρυά απ' τον κόσμο.
Στη σμίξη του ξημερώματος έγειρε κατάκοπος πάνω στο υγρό παγκάκι.
Τότε άρχισε η δυνατή βροχή, σβήνοντας το τελευταίο του τσιγάρο...
Πήγε και στάθηκε στην άκρη της προκυμαίας.
Βροχή και θάλασσα έσμιγαν μ' ένα ήχο τραχύ, σαν δυο θεριά
που αντάμωσαν λυτρωμένα...
Ο βυθός, τότε, ανέβηκε και φανερώθηκε η ψυχή του...
Μια ψυχή βασανισμένη ως την άκρη του ορίζοντα,
μ' εκείνη βαθειά μέσα του ακλόνητη...
Η θάλασσα σκοτείνιασε καθρεφτίζοντας το μπλαβί γκρί τ' ουρανού
Πεζός, δίπλα στη προκυμαία, περασμένα μεσάνυχτα ενός πικρού Σαββατόβραδου...
Έχοντας πόνο στη ψυχή, περπάτησε ασταμάτητα,
μέσα στο πούσι, μακρυά απ' τον κόσμο.
Στη σμίξη του ξημερώματος έγειρε κατάκοπος πάνω στο υγρό παγκάκι.
Τότε άρχισε η δυνατή βροχή, σβήνοντας το τελευταίο του τσιγάρο...
Πήγε και στάθηκε στην άκρη της προκυμαίας.
Βροχή και θάλασσα έσμιγαν μ' ένα ήχο τραχύ, σαν δυο θεριά
που αντάμωσαν λυτρωμένα...
Ο βυθός, τότε, ανέβηκε και φανερώθηκε η ψυχή του...
Μια ψυχή βασανισμένη ως την άκρη του ορίζοντα,
μ' εκείνη βαθειά μέσα του ακλόνητη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου