Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Our telegraph road...

Η μέρα άνοιξε σαν παραθυρόφυλλο, σαν μπαλκονόπορτα. Απ' τη μοναξιά του κλειστού σπιτιού στην απλωσιά του έξω κόσμου. Μέρα μουντή, νοτερή, μ' ένα ψιλόβροχο ενοχλητικό και λίγο κρύο, ταιριαστό για το τελευταίο δεκαήμερο του Νοέμβρη. Οι υαλοκαθαριστήρες κινούνταν ρυθμικά, σαν εκκρεμές που 'χε αντιγράψει την συχνότητα των χτύπων της καρδιάς. Σκούπιζαν το υγρό τζάμι μ' ένα ελαφρό τρίξιμο, υπενθυμίζοντας πως άλλοτε αυτόν τον δρόμο δεν τον έπαιρνε μόνος. Το κάθισμά της παραμένει άδειο, σιωπηλό όλα αυτά τα χρόνια κι είναι αδύνατο να φιλοξενήσει κάποια άλλη. Επειδή δεν γίνεται να φιλοξενήσει κάποια άλλη...
Οι υαλοκαθαριστήρες λειτουργούν και σαν μετρονόμος. Κρατούν το τέμπο μιας μέτριας μελωδίας, αλλά το χέρι της δεν θα πειράξει το ραδιόφωνο, δεν θα ψάξει έναν - έναν τους σταθμούς όπως συχνά το συνήθιζε. Σ΄ όλη τη διαδρομή αναβλύζουν οι αναμνήσεις. Όποτε αλλάζει το τοπίο, του υπενθυμίζεται πως πέρασαν πολλές φορές από τον δρόμο αυτό. Πολλές! Τόσες πολλές που μοιάζει παράταιρο να οδηγεί τώρα μόνος, σιωπηλός, βουβός...
Τα σύννεφα χαμήλωσαν και τύλιξαν σαν μεταξένια σάλια τον Όλυμπο. Ακούμπησαν στις πλαγιές, σαν το λευκό της μακρύ κασκόλ, διακοσμώντας το μουντό τοπίο της βροχερής μέρας, με εκείνη τη μοναδική της αίσθηση της ομορφιάς.
Ανεβαίνοντας στη Ραψάνη την αντάμωσε. Είχε πάρει τη μορφή μιας γερακίνας, που μπήκε ξαφνικά και πέταξε παιχνιδιάρικα μπροστά του, στη διαδρομή του, κάνοντας τσαλίμια στις στροφές. Επιμένοντας την ακολούθησε μέχρι το δάσος με τα πλατάνια κι όταν κούρνιασε σ' ένα από αυτά, σταμάτησε και κατέβηκε απ' τ' αμάξι. Αλλάξανε ματιές. Για ένα ολόκληρο λεπτό τον κοίταζε επίμονα, διαπεραστικά.
Σαν να τον ρώταγε: γιατί;
Ύστερα άνοιξε τα φτερά της και πέταξε ευκίνητη, μακριά, περνώντας ψηλά πάνω απ' το κεφάλι του. Χάθηκε πίσω απ' τα πλατάνια και τον άφησε να τη θαυμάζει, αδιαφορώντας για την βροχή που σύντομα τον μούσκεψε.
Όλη η διαδρομή, όλος ο δρόμος, όλες οι αναμνήσεις ήταν σαν σήματα Μόρς. Σαν ένας νοερός τηλέγραφος επικοινωνίας, που λειτουργεί αδιάκοπα.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν...


And the birds up on the wires and the telegraph poles 
They can always fly away from this rain and this cold 
You can hear them singing out their telegraph code 
All the way down the telegraph road 
You know I'd sooner forget but I remember those nights 
When life was just a bet on a race between the lights 
You had your head on my shoulder you had your hand in my hair 
Now you act a little colder like you don't seem to care 
But believe in me baby and I'll take you away 
From out of this darkness and into the day 
From these rivers of headlights these rivers of rain 
From the anger that lives on the streets with these names 
'cos I've run every red light on memory lane 
I've seen desperation explode into flames 
And I don't want to see it again. . . 
From all of these signs saying sorry but we're closed 
All the way down the telegraph road

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα...

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-
ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.
Γιώργος Σεφέρης: Κίχλη


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Χίλια χρόνια...

Και να 'μαι εδώ, ανάμεσα Κυριακή και Δευτέρα όπου παράπεσε η αληθινή μου νύχτα. Για ένα δευτερόλεπτο. Που, όπως η ζωή μου τέμνεται μόνο από 'σένα κι όχι από τους άλλους, έτσι κι αυτό το δευτερόλεπτο: μοιάζει σαν αστρικός αιώνας, που η ταχύτητα του φωτός δεν μπορεί να ξεπεράσει.
Δεν είναι η απόσταση που μας χωρίζει. Ούτε ο χρόνος που πέρασε. Τίποτε δεν μας χωρίζει, όσο την ψυχή μου κυβερνάς. Ούτε μια ανάσα.
Κι αν μακριά ζω απ' τους ανθρώπους, το δευτερόλεπτο (που κανείς δεν συλλογίζεται) είναι που τέμνει μια Κυριακή από μια σημαδιακή Δευτέρα 11 του Νοέμβρη.
Εκεί μέσα ζω. Σ' αυτό το ασήμαντο δευτερόλεπτο. Κι όσο ατέλειωτα κι αν αργεί να σβήσει, εύχομαι άλλα χίλια χρόνια να ζήσεις.
Και να με θυμάσαι, γιατί έτσι μονάχα μπορώ κι εγώ να ζώ...

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Οι γραμμές στην σκοτεινή άσφαλτο...

Οι γραμμές στην σκοτεινή άσφαλτο. Βαμμένες σε ευθεία, η μία μετά την άλλη. Σαν δείκτες των ημερών που χάθηκαν στη μοναξιά. Μονότονες, σταθερές, ατέλειωτες. Κι οι νύχτες άγρυπνες, γραμμένες στο περίγραμμα του δρόμου, όσο οι προβολείς μπορούν να φωτίσουν. Ανάμεσα σε σκιές και σκοτάδι, σκιάχτρα μιας ζωής ανυπόφορης, χωρίς νόημα και ουσία. Σε μόνιμο παραλήρημα μοναξιάς, κατάθλιψης και σιωπής...
Οι γραμμές στην σκοτεινή άσφαλτο. Οδηγοί σταθεροί για το τέλος του κόσμου που συντελέστηκε χρόνια πριν. Διαρκής τιμωρία το παρόν, ποινή μη εξαγοράσιμη, υποχρεωτική, βασανιστική. Σχηματίζονται αδιάκοπα, όπως οι ατέλειωτες ώρες, οι ατέλειωτες νύχτες της μάταιης ζωής του. Κυνηγούν και κυνηγιούνται σαν αναμνήσεις καταιγιστικές, όπως μέσα στην ηρεμία της παραφροσύνης. Ούτε η έξαλλη ταχύτητα μπορεί να τις σβήσει, να τις μετασχηματίσει σε μια γραμμή ευθεία, ισοηλεκτρική.
Πατά με πείσμα κι άλλο το γκάζι. Τίποτα...
Διαρκώς στα άδεια μάτια του μονάχα εκείνη...