Γύρισε στο σπίτι. Το φεγγάρι πάνω του έλαμπε διαφορετικά. Έσβησε τον κινητήρα της μηχανής, κατέβηκε κι αφού την σταθεροποίησε στο στάντ, ακούμπησε πάνω της και στηρίχτηκε, ανάβοντας τσιγάρο. Στο αμυδρό φως του φεγγαριού τυλίχτηκε απ' τον καπνό και στις εικόνες της εξομολόγησης, που "αναγκάστηκε" απο την περίσταση να υποβληθεί. Χάιδεψε με την παλάμη του τη μηχανή, όχι στοργικά, μα μ' ένα συναίσθημα συντροφικότητας, λες κι η μηχανή είναι (και ίσως παραμένει σταθερή) η μοναδική του συντροφιά. Έκλεισε τα μάτια κι "είδε" κι ένιωσε την παρουσία της πίσω του. Όπως τότε, που αρμενίζανε πάνω στη μηχανή ανέμελοι κι ευτυχισμένοι.
Βαθιά μέσα του ανέβλυσε και τον γέμισε η ικανοποίηση πως δεν την πρόδωσε. Κι ας μην υπάρχει νόημα...
Επειδή κάπως έτσι συμβαίνει,
όταν χάνεται το όνειρο...
Εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια μου, τις νύχτες που η αγάπη θα μου φταίει...
Βαθιά μέσα του ανέβλυσε και τον γέμισε η ικανοποίηση πως δεν την πρόδωσε. Κι ας μην υπάρχει νόημα...
Επειδή κάπως έτσι συμβαίνει,
όταν χάνεται το όνειρο...
Εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια μου, τις νύχτες που η αγάπη θα μου φταίει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου