Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Δυό μικρές στιγμές από ένα όνειρο...

"Τον κοίταγες δακρυσμένη, πιάνοντας σφιχτά τα χέρια στο τιμόνι. Ανάβλυζε απ' τα μάτια ο πόνος κι ούτε τα δάκρυα δεν μπορούσες να κρύψεις, καθώς ο νέος σου σύντροφος, στο πλάι σου καθισμένος, σας έβλεπε αντιλαμβανόμενος ακριβώς αυτό που συνέβαινε...
Δεν ήταν αποχαιρετισμός. Ήταν βουβός θρήνος. Όσο εκείνος απομακρύνονταν βαδίζοντας μακριά σου, γίνονταν ικεσία το βλέμμα σου, που τρυπούσε την απόσταση που μεγάλωνε σε κάθε βήμα του. Μάταια. Το ίδιο μάταια με το όσο είχατε κι οι δυο προσπαθήσει, να γεφυρώσετε τις άδειες ζωές σας, αυτές που καταστρέψατε με τα ίδια σας τα χέρια. Απόμεινε ο φόβος της μοναξιάς και ο διαρκής ανεκπλήρωτος πόθος της ανάγκης του ενός για τον άλλο."
"Τα δακρυσμένα σου μάτια του είχαν σκίσει την ψυχή. Το πρόσωπό σου, η όψη σου είχαν απομείνει ακίνητη φωτογραφία στο μυαλό του. Βάδιζε τυφλός μακριά σου, μη αντέχοντας ούτε τα γαντζωμένα σου χέρια πάνω στο τιμόνι ούτε την ανοχή του νέου συντρόφου, που βρίσκονταν στο πλάι σου. Τον έπνιγε ο πόνος και ο αγιάτρευτος πόθος, που ούτε ο χρόνος μπορεί να μειώσει."

Δυό μικρές στιγμές από ένα όνειρο. Που διαρκούν πολύ, σαν την μαχαιριά που κόβει μια φλέβα. Με το μυαλό θολό και την ψυχή θλιμμένη, να υποφέρετε κι οι δυό, όσο το αίμα αναβλύζει...

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Σαν ζεϊμπέκικο με τον διάβολο...

Αργά, τις ώρες που ο κόσμος κοιμάται, εκείνος, μοναχική φιγούρα - σκιά της νύχτας, τριγυρνά σαν αερικό. Χαμένος στο χρόνο, τριγυρνά στην ξεχασμένη πόλη, ανάμεσα στα σκυθρωπά κτίρια του λιμανιού, στο καλντερίμι που γυαλίζει βρεγμένο απ' τη δυνατή βροχή. Σβησμένος απ' τον χάρτη, θαρρείς κι είναι γέννημα ενός άλλου τόπου και μιας εποχής που μετασχηματίστηκε ύστερα απ' τα βαλκανικά θρύψαλα της γενιάς του βίαιου σκοταδισμού...

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η μηχανή που περιμένει...

Δυό νύχτες, τρείς, τέσσερεις νύχτες, πολλές νύχτες. Νύχτες αμέτρητες από τότε. Πότε πάνω στη μηχανή, πότε πάνω στο πληκτρολόγιο, πότε κρεμασμένος απ' τις σκιές στο ταβάνι...
Θέλω απόψε να σου γράψω... όπως λέει το τραγούδι
Σε τι ωφελεί;
Κι όπως οι σκέψεις παραμένουν σταθερά σε 'σένα, τόσο σταθερά παραμένουν ανώφελες. Όμως παραμένουν...
Είναι μια δύναμη από μέσα που άσβεστη ποθεί το ανέλπιστο: να αποκατασταθεί ο κόσμος, να ισορροπήσει πάλι, μήπως και σβήσει η άγνωστη αγωνία.
Η κιθάρα σιωπηλή στ' αριστερά, το ίδιο το τρίχορδο δεξιά. Παραστάτες σταθεροί της μοναξιάς και της νύχτας. Σκιάχτρα που δεν μπορούν να σε διώξουν απ' το μυαλό. Κι όσο κι αν θέλω να σου γράψω, μπας και φύγει αυτό που με πνίγει, γίνεται αντίθετα θηλειά που σφίγγει ολοένα και πιο πολύ...
Χωρίς την ανάσα σου δεν αναπνέω. Μονάχα ξεψυχώ, αργά και σταθερά, πότε κρεμασμένος απ' τις σκιές στο ταβάνι, πότε πάνω στο πληκτρολόγιο και πότε πάνω στη μηχανή...
Κι αφού δεν υπάρχει ύπνος γι' απόψε... κι νύχτα φαίνεται γλυκειά ας πάω να "τεντώσω" τη μηχανή...


Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Άλικα κόκκινα ίχνη...


Μπήκε μόνος. Τριγύρω κανείς. Η αγκαλιά της υγρή, ατίθαση, μαζεμένη κάτω από τη βαριά σκιά της καταιγίδας που ετοιμάζονταν, όχι μακριά.
Παραπάτησε πάνω σ' ένα σωρό από πέτρες του βυθού. Κοφτερές σαν την ξαφνική φωνή της, ύστερα από καιρό.
Κοκκίνισε αταίριαστα ο γκρίζος βυθός κι η λάμψη του αίματος στόλισε τον αφρό των κυμάτων. Ανασήκωσε το χέρι μαζί με το κορμί, πάτησε γερά και με μικρό άλμα πέρασε πάνω απ' το παγωμένο κύμα. Ύστερα έκανε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο άλμα...
Έπαιξε σαν τότε, χορεύοντας πάνω στις κοφτερές πέτρες και τ' αφρισμένα κύματα, αφήνοντας τον άνεμο που σηκώθηκε, να του ψιθυρίζει στα μουσκεμένα του μαλλιά, πως η στιγμή που αντέχει στην αιωνιότητα, θα πάλλεται μέσα του, σαν μια σκισμένη φλέβα...
Αφήνοντας άλικα κόκκινα ίχνη, που ούτε η θάλασσα 
δεν μπορεί να ξεπλύνει...