Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Η γκανίκα: Σαν ξαφνικό μπουρίνι...

Η ασυνήθιστη συμπεριφορά του πατέρα της έμοιαζε σαν εκρηκτικό καλοκαιρινό μπουρίνι. Είχε προγραμματιστεί να δειπνήσουν όλοι μαζί, όλη η οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα της, η γιαγιά Αντιγόνη και η ίδια η Αντιγόνη. Το πρόσχημα ήταν να ξαναβρεθούν όλοι μαζί, επειδή οι ασχολίες των γονιών είχαν συντελέσει στην “αποδιοργάνωση” της οικογένειας. Το υπονοούμενο που δεν άφησαν να φανεί, ήταν προφανές: η εμπλοκή της μονάκριβής τους κόρης με τον τσιγγάνο τραγουδιστή και η εγκυμοσύνη της οφείλονταν στο γεγονός πως την είχαν παραμελήσει. Έτσι, έσπευσαν να οργανώσουν τον έλεγχό τους στην παραστρατημένη τους κόρη και να διορθώσουν την τροπή που πήρε η ζωή της. Για τους δυό γονείς ο έρωτας που κυρίεψε το παιδί τους, δεν είχε καμία σημασία. Η διχογνωμία τους, για τον τρόπο που έπρεπε να διαλέξουν για να αντιμετωπιστεί η οικογενειακή τους κρίση, τους εμπόδιζε να αντιληφθούν το αυτονόητο: -” Έρως ανίκατε μάχαν”!

Η μητέρα υποστήριζε πως έπρεπε να ζητήσουν ψυχιατρική βοήθεια για την Αντιγόνη. Εκτιμούσε πως ο καλός της συνάδελφος και φίλος της ψυχίατρος, στον οποίο είχε ήδη εξομολογηθεί την τραγωδία της, θα βοηθούσε αποτελεσματικά. Ο πατέρας απέρριψε την πρόταση της γυναίκας του κατηγορηματικά. Η ψυχιατρική βοήθεια ήθελε χρόνο και η εγκυμοσύνη της κόρης του θα προχωρούσε πολύ. Επιπλέον δεν είχε σε καμία εκτίμηση τον φίλο της γυναίκας του, άλλωστε δεν έκρυβε πως τον αντιπαθούσε. Η παραδοσιακή παράθεση των ειρωνικών αντιρρήσεων της γυναίκας του άναψε απροσδόκητα το φυτίλι. Το δείπνο δεν πρόλαβε να ξεκινήσει όταν ο συνήθως ήπιος και επικυρίαρχος  χειρουργός εξερράγη σαν ξαφνικό μπουρίνι. 
Κατέβασε με δύναμη και οργή τα χέρια του πάνω στο τραπέζι, σείοντας πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα. Με βλέμμα σκοτεινό κι αγριεμένο, σαν ανακόντα έτοιμος να επιτεθεί σε όποιον τού ‘φερνε αντίρρηση, σφίγγοντας τα δόντια του για να συγκρατηθεί, κατάθεσε τη δήλωσή του προς όλες:

-- επειδή δεν αντιλαμβάνεστε την κρισιμότητα των περιστάσεων κι επειδή το κουμάντο εδώ μέσα βρίσκεται ακόμα στα χέρια μου, θα γίνει ότι θέλω εγώ!

Κάτι πήγε να ψελλίσει η συνήθως με μεγάλη αυτοπεποίθηση, τρομαγμένη πλέον γυναίκα του, όμως δεν της έδωσε ούτε ένα ψήγμα περιθωρίου. Τινάχτηκε όρθιος, παρασέρνοντας το τραπεζομάντιλο και ανατρέποντας την βενετσιάνικη καρέκλα του, ούρλιαξε:

-- σκασμός!

Ύστερα στράφηκε στην έκπληκτη μητέρα του και πρόσταξε:

-- πάρε την εγγονή σου και κλειδωθείτε στο δωμάτιό της! Να μη φάει και να μη πιει σταγόνα νερό. Αύριο το πρωί στις έξη να είναι έτοιμη για την κλινική. Θα την κανονίσω εγώ!


Η Αντιγόνη δεν αντέδρασε ούτε έκλαψε. Ούτε η πρωτοφανής βιαιότητα του θετού της πατέρα την τρόμαξε. Μόνο μια άγνωστη λύπη τύλιξε την ψυχή της. Που δεν γνώριζε να την ταξινομήσει, να τη χαρακτηρίσει για να την κατανοήσει. Στάθηκε αμίλητη μπροστά στο κλειστό παράθυρο και αφέθηκε, με το μυαλό της άδειο, να παρατηρεί τη βροχή, παρά τις εκκλήσεις της απαρηγόρητης γιαγιάς της να μιλήσει. Άδειασε κι η ψυχή της, λες και άνοιξε ένα αόρατο κέλυφος που την εμπόδιζε να ελευθερωθεί. Και μόλις άδειασε κι ελευθερώθηκε, βεβαιώθηκε πως δεν ανήκε πλέον σ’ εκείνο το σπίτι. Μάταια προσπάθησε η γιαγιά Αντιγόνη να εμποδίσει τη φυγή της. Ντύθηκε και διέσχισε το σπίτι φτάνοντας στο κεντρικό σαλόνι του σπιτιού και στην έξοδο. Ο πατέρας της ακιούμπησε το πούρο του δίπλα στο ποτήρι με το ουίσκι και εμφανώς πιωμένος και αγριεμένος της ζήτησε να επιστρέψει στο δωμάτιό της. Με τα μάτια κατακόκκινα από οργή και αλκοόλ την πλησίασε απειλητικά και μόλις κατάλαβε πως η κόρη του θα έφευγε οριστικά από το σπίτι του, σήκωσε τη γροθιά του. Η Αντιγόνη έπεσε κεραυνοβολημένη, αναίσθητη στο πάτωμα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: