Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Η γκανίκα: Το όνειρο της σιωπής...

Ξύπνησε απ’ το βαθύ της ύπνο και ζαλισμένη σήκωσε το κεφάλι της να δει που βρίσκονταν. Ήταν σ’ ένα άγνωστο μικρό δωμάτιο, ξαπλωμένη σ’ ένα καναπέ. Μπροστά της ένα στρογγυλό τραπέζι της εμπόδιζε να δει ποιοί ήταν στο δωμάτιο, που ήταν μικρό και θα ‘πρεπε να βραδιάζει, μιας και δεν είχε αρκετό φως. Ανασηκώθηκε ακόμη περισσότερο και είδε τον πατέρα της να κάθεται στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Στ’ αριστερά του ήταν ο σωφέρ - μπράβος του και δεξιά ήταν ο Κωστής! Είχαν διακόψει την συνομιλία τους και της χαμογέλασαν σαν να την καλωσόριζαν. Το κεφάλι της ήταν βαρύ και το μυαλό της θολό. Στράφηκε στον Κωστή, με την ελπίδα να βρει τρόπο να της εξηγήσει που βρίσκονταν και τι επρόκειτο να γίνει. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε με τρυφερότητα τον ώμο. 

-- που είμαστε; ρώτησε με βραχνιασμένη φωνή
Κανείς δεν της απάντησε. Στράφηκε και κοίταξε τον Κωστή και καθαρίζοντας το λαρύγγι της ξαναρώτησε:
-- που είμαστε; που βρισκόμαστε;
Κανείς δεν απάντησε ούτε τη δεύτερη φορά. Ανασήκωσε το κεφάλι της και τους είδε να την παρατηρούν σοβαροί και αμίλητοι. Προσπάθησε να καταλάβει αν την άκουσαν, αν μίλησε και βγάζοντας όση φωνή είχε, ξαναρώτησε:
-- που είμαστε; γιατί δεν απαντάτε;
Η προσπάθεια να ανασηκωθεί της προξένησε ένα δυνατό πόνο στα σωθικά της. Ασυναίσθητα έβαλε τα χέρια κάτω στην κοιλιά της κι ένιωσε να υγραίνονται. Τα τράβηξε με βιασύνη μπροστά στα μάτια της και είδε με φρίκη να είναι κατακόκκινα από αίμα. Στράφηκε προς το μέρος του Κωστή και τον είδε να την κοιτά ατάραχος, ανέκφραστος, σιωπηλός.
-- τι μου κάνατε; τον ρώτησε με φρίκη και παρά τους πόνους της σηκώθηκε και στάθηκε όρθια. Εκείνοι εξακολουθούσαν να την παρατηρούν ανέκφραστοι και ατάραχοι, λες και δεν έβλεπαν τα αίματα στα χέρια της, ακίνητοι σαν αγάλματα και σαν ξένοι, σαν άγνωστοι... 
Το πρόσωπο του Κωστή πήρε και σκοτείνιαζε και καθώς το λιγοστό φως την εμπόδιζε να δει τα χαρακτηριστικά του που χάνονταν, τον πλησίασε. Εκείνος τότε κατέβασε αργά το κεφάλι του, σαν να μη ήθελε να τη δει, σαν να την απέφευγε κι όταν εκείνη τον πλησίασε αρκετά, είδε με έκπληξη αίμα κατακόκκινο να ρέει απ΄ το πλάι του λαιμού του.
Άκουσε το ουρλιαχτό της να σκίζει την ατμόσφαιρα κι είδε ταυτόχρονα το αγωνιώδες πρόσωπο της μητέρας της, που με δάκρυα στα μάτια να προσπαθεί να την ηρεμήσει, με τρυφερές χειρονομίες στο πρόσωπο και στα μαλλιά της.
-- που είμαι; ρώτησε γιομάτη αγωνία
-- ησύχασε κοριτσάκι μου, κακό όνειρο ήτανε, ησύχασε άκουσε τη φωνή της μητέρας της να την παρηγορεί.
-- που είμαι; ξαναρώτησε με άψυχη φωνή.

-- στο σπίτι μας είμαστε, καρδούλα μου, ησύχασε. Εφιάλτης ήταν και πέρασε...

Δεν υπάρχουν σχόλια: