Στη ζωή των ανθρώπων είναι η ίδια η ζωή που κυβερνάει. Της Αντιγόνης η ζωή μέτρησε τη ζωή που κουβάλαγε στα σπλάχνα της και της έδωσε το κουράγιο ν’ αφήσει για πάντα το σπίτι της. Μαζί με τον Κωστή εγκαταστάθηκαν πρόχειρα σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, που τους παραχωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη του μπαρ - σκηνής, όπου περιστασιακά έπαιζε τα τραγούδια του ο Κωστής. Το μικρό διαμέρισμα ήταν παλιό, ασυντήρητο και άβολο. Η υγρασία είχε ποτίσει τους τοίχους και η μυρωδιά του μουχλιασμένου ασβέστη ήταν διάχυτη. Μια μικρή στενή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο χώρο, έτριζε σημαίνοντας το επικίνδυνο της χρήσης της. Τα παλιά παράταιρα έπιπλα μαρτυρούσαν πως είχαν πεταχτεί εκεί, άχρηστα από ετερόκλητες κατοικίες. Μονάχα τα σκεπάσματα, τα σεντόνια κι οι κουβέρτες δηλαδή, ήσαν φρεσκοαγορασμένα από την αδελφή του Κωστή. Η Αντιγόνη τρόμαξε. Κατάλαβε πολύ γρήγορα πως η διαβίωσή της εκεί, θα απέβαινε περισσότερο επικίνδυνη για την υγεία της και την υγεία του παιδιού που εγκυμονούσε, από το μένος του πατέρα της που επεδίωκε να “ξεριζώσει” από μέσα της το “μούλικο” του γύφτου...
Έμεινε ξάγρυπνη την πρώτη τους νύχτα εκεί, χωρίς να παραπονεθεί, χωρίς να δείξει τη δυσαρέσκειά της στον επίσης ανήσυχο Κωστή. Τρόμαξε πολύ όμως, όταν πρωί - πρωί άκουσε πολλά βαριά βήματα ν΄ ανεβαίνουν στην φθαρμένη ξύλινη σκάλα και να χτυπούν δυνατά στην εξώπορτα.
-- ο πατέρας μου με την Αστυνομία! Είπε τρομαγμένη του Κωστή που σηκώθηκε ν’ ανοίξει.
Δεν ήταν ο πατέρας της ούτε η αστυνομία. Ήταν πέντε -έξη τσιγγάνοι, που όλοι αγκαλιάστηκαν θερμά με τον Κωστή. Άλλοι τόσοι, ίσως και περισσότεροι περίμεναν κάτω στο δρόμο, με τα φορτηγάκια τους.
-- Αϊντέστε τώρα, είπε ένας που ήταν ο αρχηγός τους. -- Πάρε τη γιατρέσα σου και πάν’ τε στη μάνα σου! Θα είναι έτοιμο αύριο βράδυ. Κουκλί!
Πράγματι. Δυό μέρες αργότερα μπήκαν σε “άλλο” διαμέρισμα. Η ξύλινη σκάλα μοσχοβολούσε γυαλιστερή και βερνικωμένη, με τα περισσότερα σκαλοπάτια εμφανώς καινούρια. Η εξώπορτα είχε αντικατασταθεί. Ήταν ασφαλείας και κατακαίνουρια. Το εσωτερικό μοσχοβολούσε καθαριότητα και φρεσκάδα. Τα πατώματα είχαν τριφτεί και οι τοίχοι είχαν βαφτεί. Όλα τα κουφώματα είχαν αντικατασταθεί με νέα και εντελώς καινούρια. Το ίδιο και τα λιγοστά έπιπλα. Το σαλονάκι στο καθιστικό, το υπνοδωμάτιο, η κουζίνα. Μια καινούρια τηλεόραση δέσποζε στο χώρο, καθώς και το ψυγείο και η ηλεκτρική κουζίνα. Όλα καινούρια, του κουτιού! Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν το μπάνιο! Ο νιπτήρας και η τουαλέτα είχαν αντικατασταθεί και μια μοντέρνα ντουζιέρα με απαστράπτοντα εξοπλισμό είχε τοποθετηθεί στη θέση της παλιάς μπανιέρας, αφήνοντας χώρο ελεύθερο για ένα όμορφο έπιπλο μπάνιου με ολόσωμο καθρέφτη!
Η Αντιγόνη δεν μπορούσε να κρύψει την έντονη έκπληξή της. Το διαμέρισμα - εφιάλτης είχε μεταβληθεί σε στολίδι, μέσα σε 48 ώρες!
-- πόσο σου κόστισε; ρώτησε με θαυμασμό τον Κωστή, γνωρίζοντας πως τα οικονομικά του δεν ήταν ανθηρά.
-- τίποτε! Ούτε σέντ! Απάντησε χαμογελώντας ο Κωστής και συνέχισε: -- είναι δώρο των φίλων μου. Της φυλής μου!
-- δώρο; δεν μπορώ να το πιστέψω, σχολίασε εντυπωσιασμένη πάντα η Αντιγόνη.
-- οι τσιγγάνοι είναι περίεργοι άνθρωποι, ξεχωριστοί. Ξέρουν να βοηθούν ο ένας τον άλλο, όταν υπάρχει ανάγκη, δήλωσε ο Κωστής.
-- και τα έφτιαξαν όλα τόσο γρήγορα! Μέσα σε δυο μέρες; πώς έγινε αυτό;
-- εύκολα! Απάντησε ο Κωστής: -- πρώτα ξήλωσαν και πέταξαν ότι υπήρχε κι ύστερα το καθάρισαν και το έβαψαν. Έβαλαν τις πόρτες και τα παράθυρα, την κουζίνα και το μπάνιο και τέλος έφεραν τα έπιπλα και τις ηλεκτρικές συσκευές. Κάποιοι άλλοι ασχολήθηκαν με την σκάλα... Δούλευαν και τη νύχτα!
-- μα πόσοι ήταν; διέκοψε η Αντιγόνη.
-- καμιά δεκαριά. Μπορεί και περισσότεροι, απάντησε χαρούμενος ο Κωστής.
-- και δεν πήραν ούτε ένα ευρώ; απίστευτο! Κι όλα τούτα κοστίζουν πολύ παραπάνω από ένα δώρο...
-- Κι όμως! Διέκοψε ο Κωστής: -- ο καθένας τους συνεισέφερε αυτό που ήθελε. Άλλοι δούλεψαν κι άλλοι προμήθευσαν τα υλικά, τα έπιπλα, τις συσκευές. Μόλις έμαθαν πως έχω ανάγκη να φτιάξω νέο σπιτικό, έσπευσαν να με βοηθήσουν. Το ίδιο κάνω κι εγώ, σε άλλη ανάλογη περίπτωση...
-- δηλαδή εσύ τι κάνεις; τους τραγουδάς; ρώτησε περιπαικτικά η Αντιγόνη.
-- κι αυτό το κάνω, απάντησε γελώντας ο Κωστής κι έσπευσε να την αγκαλιάσει και να την καθησυχάσει, αντιλαμβανόμενος πως η πανέξυπνη Αντιγόνη υποψιαζόταν άλλα πράγματα. Που ήταν βέβαια αλήθεια:
Οι φίλοι του όλοι ήταν άνεργοι και φτωχοί. Δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτε περισσότερο από την εθελοντική τους εργασία. Όλα τα υπόλοιπα, τα υλικά, τα έπιπλα, οι ηλεκτρικές συσκευές, τα είδη υγιεινής, η κουζίνα, όλα τελοσπάντων με τα οποία εξοπλίστηκε το σπιτικό τους ήταν διαλεγμένα από τις αποθήκες με τα κλοπιμαία, που διατηρούσε ο ξάδελφός του και άσπονδος φίλος του, ο Τζό ο Ρουμάνος, στον οποίο είχε καταφύγει, αναγκαστικά ο Κωστής, προκειμένου να έχει η Αντιγόνη τις ανέσεις να ζει σε περιβάλλον ανεκτό στις προτιμήσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου