Ο μοναχογιός του ήταν σχεδόν δεκαεννιά χρονών. Τα τελευταία δυο - τρία χρόνια τον έβλεπε κάθε καλοκαίρι, όταν έρχονταν στην Ελλάδα για τις διακοπές του. Ζούσε με τη μητέρα του στην πατρίδα της, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στη Νέα Υόρκη, στο Μανχάταν. Όταν χώρισε με τη μητέρα του ήταν μόλις πέντε χρονών και είχε αποφασίσει πως ήταν καλύτερο να τον αφήσει να μεγαλώσει μαζί της. Εκείνη ξαναπαντρεύτηκε. Για καλή του τύχη, ο νέος της Αμερικανός σύζυγος και πατριός του γιου του ήταν καθηγητής φιλολογίας σε κολέγιο και θαυμαστής των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Θεώρησε μεγάλη του τύχη να έχει θετό γιο με ρίζες αυθεντικά ελληνικές. Γι αυτό έπεισε τη γυναίκα του και τον θετό του γιο, να μάθει γράμματα σε ελληνικό σχολείο στη Νέα Υόρκη και άρχισε και ο ίδιος να μαθαίνει ελληνικά. Άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και λεβεντιά, όχι μόνο δεν έκοψε τις γέφυρες του θετού του γιου με τον πραγματικό του πατέρα, αντίθετα τις υποστήριξε και τις ενίσχυσε.
Ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη για τον θετό πατέρα του γιου του. Όχι μονάχα για όλα τα παραπάνω, αλλά επειδή τον μεγάλωσε, ίσως καλύτερα από όσο θα έκανε κι ο ίδιος. Ο μοναχογιός του ήταν καλό παιδί, με σημαντικά ανθρωπιστικά αισθήματα, πειθαρχημένος και ευφυής, σεμνός και καλλιεργημένος τόσο πνευματικά όσο και σωματικά. Ήταν πολύ τυχερός που η πρώην γυναίκα του ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε έναν τόσο συγκροτημένο άνθρωπο. Θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι αν δεν υπήρχε μια σημαντική λεπτομέρεια: ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο τον κεράτωνε η γυναίκα του, όσο ακόμα ήταν παντρεμένοι...
Ο παππούς πέθανε ήσυχα καθώς κοιμότανε στη μεσημεριανή του σιέστα, την παραμονή του δεκαπενταύγουστου. Η νοσοκόμα που τον φρόντιζε τον βρήκε νεκρό, όταν πήγε να τον ξυπνήσει στην καθιερωμένη του ώρα. Ο παππούς ήταν ακριβώς 99 χρονών και έξη μηνών σε ηλικία απλησίαστα μεγάλη για το μέσο όρο των ανθρώπων. Με πνευματική διαύγεια οξύτατη μέχρι το τέλος και σοφία αναμφισβήτητης αξίας αποτελούσε το σύμβολο και το επίκεντρο της οικογένειας, επηρεάζοντας τις ζωές όλων με θαυμαστή και θαυμάσια διακριτικότητα και ζωοφόρο και καλοδεχούμενη επιρροή. Ήταν ο κυρίαρχος και υπεράνω όλων τους, αλλά ποτέ κανένας δεν τον ένιωθε σαν βάρος. Ήταν πάντα μπροστά, καθοδηγητής και εμπνευστής, αλλά κανένας δεν τον θεωρούσε ως εμπόδιο. Ήταν ο τελευταίος, που ακολουθούσε πιστά τη ζωή τους αλλά δεν τους καθυστέρησε ποτέ. Ήταν μοναδικός, όσο και το χιούμορ του, που ήταν πρωτότυπο, δηκτικό, σαρκαστικό, αντικομφορμιστικό, όμως ποτέ προσβλητικό ή μειωτικό για κανένα.
-- Γιώργη, πέθανε ο παππούς, τον ενημέρωσε συγκινημένος ο πατέρας του. Του τηλεφώνησε όταν ήταν στο νησί μαζί με τον Άγγελο, τον γιο του και δισεγγονό του παππού του Γιώργου του μεγάλου, όπως τον αποκαλούσαν για να τους ξεχωρίσουν. Στην οικογένεια μοναδικά βαφτιστικά ονόματα των αρσενικών ήταν τα Γιώργος και Άγγελος. Ο εκλιπών παππούς ο Γιώργος ο μεγάλος, βάφτισε τον γιο του Άγγελο, ο οποίος βάφτισε τον δικό του γιο Γιώργο και ο Γιώργος βάφτισε τον μοναχογιό του Άγγελο, που η Αμερικανή μητέρα του τον αποκαλούσε Angel και μόνο ο πατριός του επέμενε να τον προσφωνεί με το ελληνικό του όνομα, τηρώντας την ελληνική κλητική προσφώνηση.
-- τι παράδοξο! συνήθιζε να σχολιάζει περί τα κοινά ονόματά τους ο εκλιπών παππούς. -- ούτε γεωργοί είμαστε ούτε αγγελιοφόροι! Και συμπλήρωνε: -- ευτυχώς δεν είμαστε ούτε άγγελοι μα ούτε και διάβολοι! Μηδέν άγαν!
Καθώς επέστρεφαν με το αεροπλάνο απ’ το νησί, θυμήθηκε μια κουβέντα με τον παππού του, μερικά χρόνια πριν.
-- ποιός θέλει να ζήσει εκατό χρόνια; είχε ρωτήσει δήθεν με αφέλεια ο παππούς, σε μια κουβέντα για την μεγάλη του ηλικία. Οι παριστάμενοι απέφυγαν να απαντήσουν, επειδή οι ερωτήσεις του παππού δεν ήταν ποτέ τυχαίες, οπότε κάτι πνευματώδες γύρευε να ακούσει, που κανείς, εκείνη την ώρα, δεν είχε την ετοιμότητα να εύρει. Ο παππούς, αφού άφησε λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν, δήλωσε:
-- σίγουρα αυτός που είναι 99! Σε έξη μήνες ο παππούς θα έκλεινε τα 99 και θα έμπαινε στα 100. Κι όλοι υποψιάζονταν, πως ένιωθε πολύ περήφανος να καταφέρει να γίνει εκατόχρονος, με μοναδική προϋπόθεση να κατέχει πλήρη πνευματική διαύγεια. Πολλές φορές δικαιολογούσε την μακροβιότητά του, αποδίδοντάς την στην μεγάλη του περιέργεια, να δει και να μάθει, πως θα είναι ο κόσμος μερικά χρόνια αργότερα. Ζούσε πολύ, επειδή ήταν περίεργος να δει τα νέα επιτεύγματα της τεχνολογίας στη ζωή των ανθρώπων, την εξέλιξη της διερεύνησης του σύμπαντος και των πλανητών, την αντίδραση της φύσης ύστερα από την επικράτηση των οικολόγων στις περισσότερες κυβερνήσεις των μεγάλων δυτικών χωρών και βέβαια να βιώσει τον μεγάλο του ασυνήθιστο και “τρελό” πόθο: ο παππούς, ανελέητα αυτοσαρκαζόμενος, εύχονταν να ζήσει μέχρι να εμφανιστούν επί γης κάποιοι προηγμένοι τεχνολογικά και πολιτισμικά εξωγήινοι. Που θα εξουδετερώσουν και θα αχρηστεύσουν, μέσα σε μια στιγμή, τις πυρηνικές και τις στρατιωτικές δυνάμεις της ανθρωπότητας και θα αποδείξουν, πως η ανθρώπινη γενιά είναι ανωμαλία του αχανούς σύμπαντος! Πως οι άνθρωποι είναι τα αποβράσματα μιας αποτυχημένης τεχνολογικής προσπάθειας για δημιουργία τεχνητής ζωής και πως μας εξόρισαν στον πλανήτη που ζούμε, εκατομμύρια χρόνια πριν, μπας και εξελιχτούμε σε κάτι καλό. Δεν είμαστε γέννημα του Θεού! Μας έφτιαξαν οι ίδιοι, για να μας έχουν εργάτες κι όταν αντιλήφθηκαν πως η φυσική ροπή του χαρακτήρα μας προς την καταστροφή και όχι προς τη δημιουργικότητα, δεν μπορούσε να διορθωθεί, μας εξόρισαν στον όμορφο αυτό πλανήτη και μας παρακολουθούσαν για αιώνες. Κι αφού είδαν κι απόειδαν πως δεν συμμορφωνόμαστε ήρθαν να μας ξεπαστρέψουν πριν καταστρέψουμε παντοτινά τον όμορφο τούτο πλανήτη.
-- τότε! τότε να πεθάνω, έλεγε ο παππούς. -- να δω τα ξινισμένα μούτρα των παπάδων και να φύγω αλαλάζοντας από χαρά και πανηγυρίζοντας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου