Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Άντρας που δεν εκάτεχε...

Τούτη τη φορά ο Νικόλας δεν ήταν μόνος. Τρεις ξενομερίτες καθόντουσαν γύρω απ' το τραπέζι στη μέση της καλύβας. Ο πιότερο ξεχωριστός είχε μακρυά μαλλιά και μια μεγαλύτερη άσπρη γενειάδα. Σαν παππάς, που άφησε το ράσο του κι απόμεινε αλλόκοτος με τα παράταιρα πολιτικά του ρούχα. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο από παλιές ρυτίδες και σαν αντάμωσαν οι ματιές μας, μου φάνηκε πως άστραψαν παράξενα. Την ώρα των συστάσεων γίνηκε αμέσως φανερό, από την βαρειά προφορά του, πως ήταν Κρητικός. Κι όχι όποιος - όποιος: ήταν ο Ψαραντώνης, ο αδελφός του Νίκου Ξυλούρη. Τον έφερε στου Νικόλα το καλύβι, η φήμη του καλού κρασιού που ξέρει και φτιάχνει ο Νικόλας.


Η κουβέντα τους ήταν ήδη ζωηρή και μη θέλοντας να διακόψω, κάθισα παράμερα χωρίς να μιλώ. Μίλαγαν για τον έρωτα, για τις γυναίκες και για τις πληγές που αφήνουν όταν κατακτήσουν την ψυχή του άντρα. Ο Ψαραντώνης είχε κέφια, τον είχε ζαλίσει και το κρασί κι όπως έλεγαν οι συνοδοί του, ήταν σπάνιο ν΄αφεθεί, να χαλαρώσει σε ξένο περιβάλλον. Πριν προλάβω να πιω το πρώτο μου ποτήρι, ο Ψαραντώνης το γέμιζε αμέσως. Το ίδιο έκαμε και για το δεύτερο και για το τρίτο ποτήρι. Ύστερα μου γέμισε ένα πιάτο με κρέατα που ο Νίκος έψηνε στο τζάκι. 
Δεν παραξενεύτηκα μονάχα εγώ για τη συμπεριφορά του. Παραξενεύτηκαν κι οι συνοδοί του. Ο Ψαραντώνης αντί να εξηγήσει παρήγγειλε να του φέρουν απ' το αμάξι την λύρα του. Ύστερα γύρισε και με κάρφωσε με τα κατάμαυρα φλογισμένα μάτια του:
-- Θωρώντας σε Γιωργή, μου είπε, σκέφτηκα πως τέτοιος άντρας, τέτοια μέρα μοναχός χωρίς γυναίκα, έ! δεν έχει γιάνει από γυναίκα...
Παρέμεινα σιωπηλός και κράτησα σταθερά τα μάτια μου πάνω στα δικά του. Ύστερα σήκωσα το ποτήρι μου στην υγειά του, την ίδια στιγμή που ο Νίκος, επιβεβαίωνε πως είχα χάσει την ψυχή μου από μια μικρούλα...
Ο Ψαραντώνης κούρδισε τη λύρα του με τρεμάμενα από το ποτό χέρια. Ύστερα γύρισε καταπρόσωπά μου, δείχνοντας με νεύματα πως αφιέρωνε το τραγούδι του στη μαραμένη μου καρδιά.
-- Είδα, γνωστή μου λάμψη στη θωριά σου! δήλωσε με βεβαιότητα, κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι του πάνω κάτω.

Έσβησ' αέρας το κερί
που κράτουνα στη χέρα
κι είναι για μένα η ζωή
σκοτάδι νύχτα μέρα

Άντρας που δεν εκάτεχε
τα μάθια του πως κλαίνε
αγάπησε και τρέξανε
σαν του μωρού που λένε

Δεν υπάρχουν σχόλια: