Δυό - τριών ημερών φεγγάρι διέκοπτε την ερημιά. Άδειος ο δρόμος, άδειος ο τόπος, άδειος κι ο ουρανός. Μονάχα η μαύρη θάλασσα σάλευε στη νυχτιά. Απέναντι, τα λιγοστά φώτα της Αμμουλιανής τρεμόπαιζαν στην παγωνιά της υγρασίας. Το βρώμικο λιωμένο χιόνι στο πλάι του δρόμου έμοιαζε περασμένη απειλή. Τα δέντρα στη σειρά, ακίνητα σαν σκιάχτρα αλλόκοτα, όριζαν το πέρασμα του πλημμυρισμένου δρόμου προς Ουρανούπολη. Τα νερά κατέβαιναν απ' τις μικροπλαγιές καθώς το πρόσφατο χιόνι έλιωνε, έρποντας αργά - αργά προς τη θάλασσα.
Μια μεγάλη λίμνη νερού είχε σχηματιστεί μπροστά στο σκοτεινό κι άδειο ξενοδοχείο. Τα νερά κάλυπταν όχι μόνο τον δρόμο και τον αυλόγυρο της εισόδου στο κτίριο, αλλά και όλη την παραλία. Οι κολώνες της ΔΕΗ ξεπρόβαλαν μέσα απ' τα νερά κι η θάλασσα με τη στεριά είχαν γίνει ένα. Κατέβηκε απ΄το αμάξι, αφήνοντας πίσω του την πόρτα ανοιχτή. Ο γαλήνιος ήχος της θάλασσας και των κυμάτων που έφταναν στην χαμένη αμμουδιά ζωντάνεψαν την επιθυμία του. Έριξε το βλέμμα στο σκοτεινό κτίριο, ερευνώντας να καταλάβει σε ποιό δωμάτιο είχαν καταλύσει. Χαμογέλασε πικρά για την μάταιη προσδοκία του να γυρίσει τον χρόνο πίσω...
Τρέμοντας απ' το αφόρητο κρύο γύρισε στο αμάξι να πάρει το μπουφάν του. Στο ραδιόφωνο ένα ηπειρώτικο κλαρίνο θρηνούσε ένα γνωστό αγαπημένο τραγούδι: "καίγομαι και σιγολιώνω και για σένα μαραζώνω, αχ! τι καημός". Δυνάμωσε τον ήχο, άφησε το μπουφάν πίσω και βάδισε προς τη θάλασσα, αδιαφορώντας για τα παγωμένα νερά, για τα παπούτσια και το παντελόνι του. Πήγε και στάθηκε ακίνητος, σαν νεροκάλαμο βαλσαμωμένο, μέχρι το τραγούδι σβήσει μέσα στη νυχτιά, μήπως και σβηστεί μαζί κι ο ίδιος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου