Στο σχολείο ανατράπηκε η Ελληνική ιστορία. Ήταν φανερό πως η Ελλάδα ήταν πολύ παλιότερη από τα πάθη των δικών μου, πάρα πολύ παλιότερη. Κι αυτό με είχε ενθουσιάσει πολύ! Το προνόμιο του να είσαι έλληνας είχε μεγάλη και σπουδαία ιστορική βάση! Δεν χόρταινα να ακούω τη δασκάλα να εξιστορεί μύθους, φιλοσοφία, παραδόσεις, σπουδαίους ανθρώπους και ατελείωτα, ατελείωτα πράγματα που θα μου έπαιρνε χρόνια να μάθω!
Κι επειδή ήμουν μικρό παιδάκι και μου άρεσαν τα παραμύθια με είχαν συνεπάρει οι μύθοι! Τα παραμύθια της μάνας μου και του παππού μου είχαν χάσει την αξία τους και το ενδιαφέρον μου. Κάποτε είχα ρωτήσει τον παππού μου γιατί δεν μου έλεγε παραμύθια σαν του Αχιλλέα, του Έκτορα και του Οδυσσέα. Ο παππούς μου, αφού έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, ομολόγησε πως τα είχε ξεχάσει! Και πριν προλάβω να απαντήσω πως δεν γίνεται να λησμονήσει κανείς τέτοιες ωραίες ιστορίες, πρόλαβε και μου υπέδειξε πως αυτά ήταν δουλειά του σχολείου και πως όλα θα τα μάθαινα εκεί.
Δεν τα έμαθα ποτέ, καλά τα παραμύθια στο σχολείο. Φαίνεται πως και οι περισσότεροι δάσκαλοι και δασκάλες τα είχαν ξεχάσει, επίσης. Περισσότερο ενδιαφέρονταν για τα πρόσωπα, τις ημερομηνίες των γεγονότων και όχι για το περιεχόμενο και την ουσία. Έτσι, δυστυχώς, έστρεφαν όλους τους μαθητές να αποστηθίσουμε ημερομηνίες που ακόμη και σήμερα είναι αδύνατο να θυμηθούμε. Η θεά Ήρα είχε πολλούς γιούς και θυγατέρες, ο Δίας ακόμα περισσότερους, όμως κανείς μας δεν θυμάται τους λόγους που ένα αντρόγυνο είχανε τόσα πολλά παιδιά με άλλους “συζύγους”. Ίσως γι’ αυτό σήμερα τα διαζύγια είναι περισσότερα από τους γάμους....
Όπως και να’ χει ωστόσο η Ελλάδα ήταν σπουδαία κατά την αρχαιότητα, μολονότι ήταν αντιστρόφως ανάλογη η σπουδαιότητά της σήμερα. Την πρώτη φορά που μας πήγε ο πατέρας μου στην Αθήνα είχαμε φτάσει βράδυ. Ο κόσμος ήταν ακόμη πολύ μεγάλος και χρειάζονταν μια μέρα ταξείδι, με το αμάξι του πατέρα μου για να φτάσουμε στην Αθήνα. Από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου πρωτοείδα την Ακρόπολη. Ένα μέρος της δηλαδή, επειδή το υπόλοιπο το έκρυβαν κάτι ψηλές πολυκατοικίες. Ωστόσο την είδα στο φως της πανσέληνου και αμέσως γοητεύτηκα.
- Να, η Ακρόπολη! μου εξήγησε.
- Τι είναι η Ακρόπολη; ρώτησα με απορία.
- Ένα ερείπιο! μου απάντησε γελώντας... ένα ερείπιο των αρχαίων Ελλήνων.
Ερείπιο ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου στη Ραψάνη. Κι ήταν πολύ διαφορετικό ερείπιο η Ακρόπολη....
- Σε τι χρησίμευε στους αρχαίους Έλληνες; ρώτησα τον πατέρα μου.
- Ήταν... νομίζω ήταν εκκλησία, μου απάντησε με αμφιβολία και συμπλήρωσε:
- μπορείς να το διαβάσεις στην εγκυκλοπαίδεια που σου πήρα!
Εντυπωσιάστηκα. Ώστε ήταν εκκλησία η Ακρόπολη....
Όμως γιατί δεν ήταν σκοτεινή και μαύρη όπως οι σημερινές μας εκκλησιές και ήταν τόσο φωτεινή, ακόμα και με το λιγοστό φως της πανσέληνου εκείνο το βράδυ;
- Επειδή δεν έχει... σκεπή, με καθησύχασε ο πατέρας μου και μ΄έσπρωξε βιαστικά μέσα στο δωμάτιο για να κοιμηθώ επειδή είχε έρθει η ώρα μου....
Η Ακρόπολη, το Σούνιο, οι Δελφοί και όλες οι αρχαίες εκκλησίες που μας πήγε σε όλη την Ελλάδα ο πατέρας μου δεν είχαν σκεπή. Αλλά και να είχαν ήταν πιο φωτεινές από κάθε άλλη εκκλησία που ήξερα. Κι αυτό ήταν μεγάλη διαφορά! Ακόμη πιο μεγάλη διαφορά έβρισκα στα αγάλματα και στις παραστάσεις των αρχαίων θεών.
Ήσαν όμορφοι καλοφτιαγμένοι και γυμνοί, όταν δεν ήταν μισόγυμνοι. Αντίθετα οι εικόνες στις σημερινές σκοτεινές και μαύρες εκκλησίες μας ήταν καταθλιπτικές, σκυθρωπές με μορφές αποστεομένες! Και προπαντός μέσα στη μαύρη τρίχα, όπως ακριβώς οι παπάδες μας. Αν όλα τούτα δεν είναι τουλάχιστον σοκαριστικά για ένα δεκάχρονο αγόρι, τότε τι είναι;
Όσο μίκραινε ο κόσμος στο μυαλό μου, τόσο μεγάλωνε η απορία μου για τη διαφορά του χτες με το σήμερα.
Ταυτόχρονα άλλαζε η αντίληψη του μεγέθους του. Ο χάρτης μου και μια ξύλινη υδρόγειος σφαίρα ήταν η ελλιπής απεικόνιση. Ο κόσμος δεν ήταν οι χώρες, οι αποστάσεις και οι θάλασσες. Ήταν οι άνθρωποι και όχι μόνο οι ζωντανοί. Ήταν και οι νεκροί που τα αποτυπώματα τους με συνέπαιρναν ολοένα και περισσότερο.....