Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μ΄ακούς; Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου

Η ψυχή του περιέχει τα άδυτα της μνήμης. Παράξενες εκδοχές δεν υπάρχουν. Παράταιρες ναι! Υπάρχουν αρκετές: όπως η αντίληψη της αφοσίωσης. Αρχή θεμελιώδης κι απαραβίαστη. Όπως και κάθε άλλη έννοια, που συνιστά αρχή. Όλες οι αρχές του, γαλουχημένες στο ελληνιστικό παρελθόν και στην ελληνική φιλοσοφία, είναι τα θεμέλια των πράξεών του. Κι οι αρχές τούτες σφυρηλατήθηκαν σε δύσκολες καταστάσεις και με δύσκολες αποφάσεις. Που αδίσταχτα της πήρε. Κι ας έχασε υλικά. Ηθικά δεν έχασε ποτέ!
Στο σημερινό γίγνεσθαι παραμένουν παράταιρες, χαρακτηριζόμενες ως ρομαντισμός με  ατελέσφορη προοπτική. 
Ποιός είναι αληθινά λοιπόν;
Είναι απλό, όταν κανείς είναι εφοδιασμένος με τη στοιχειώδη παιδεία για να διακρίνει το αυτονόητο. Και είναι πολύπλοκα δύσκολο, όταν ισχύει το αντίθετο...
Η ψυχή του επένδυσε, πολλά είναι η αλήθεια, σε μια άλλη ψυχή. Που δυστυχώς δεν άντεξε στο βάρος της ζωής μαζί του... 
Έτσι απόμεινε μόνος, σκαλίζοντας στα άδυτα της μνήμης του όλη την ευτυχία, που μπόρεσε να απολαύσει. Γι' αυτό παραμένει αιώνια ευγνώμων στη χαρά που του πρόσφερε. Που είναι άπειρα μεγαλύτερη απο την πίκρα του αποχωρισμού τους...
Έτσι εξηγείται και η αφοσίωση για εκείνη. Είναι θεμελιωμένη σε ιδανικά ψυχής, γι αυτό δεν σβήνει ποτέ! Είναι κι αυτή μια ευτυχία. Επειδή "πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι"

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ'αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γ
ιά τό μικρό τό πόδι σου μές στ' αχανή 
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγερά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ' έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ καί σ' αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, τό ταβάνι, τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν' αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ' αλλού φερμένο
Δέν τ' αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς ;
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ' ακούς ;
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ' ακούς ;
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς ;
Σ' αγαπώ, μ' ακούς ;
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ' ακούς ;
Πού μ' αφήνεις, πού πάς καί ποιός, μ' ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ' τούς κατακλυσμούς ;

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά' ρθει μέρα, μ' ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν πετρώματα, μ' ακούς ;
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν' ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ' ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς ;
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς ;
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω , μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ' ακούς ;

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ' ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς ;
Σ' άλλη γή, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ'άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς ;
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς ;
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ' εγώ πού φωνάζω κι είμ' εγώ πού κλαίω, μ' ακούς
Σ'αγαπώ, σ'αγαπώ, μ'ακούς; 

Δεν υπάρχουν σχόλια: