Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012
Κυριακή 22 Ιουλίου 2012
Πάντα εδώ...
Άλλη μια
φορά η σελήνη σχηματίστηκε λεπτή και χρυσαφένια, σαν μενταγιόν έτοιμη να
κοσμήσει το δυνατό σου στήθος. Ανέβηκε ψηλά απο νωρίς κι ύστερα χάθηκε στη δύση,
λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα. Αν ήσουν εδώ θα γύρευες βιαστική ένα χρυσό δαχτυλίδι,
ένα σταυρουδάκι, κάτι για να ευχηθείς τη μυστική ευχή σου...
Ύστερα θα
άπλωνες τα μακριά σου πόδια, χυμένη στην κόκκινη πολυθρόνα στο μπαλκόνι,
σφίγγοντας τα μαλλιά σου στην καμαρωτή – πεταχτή αλογουρά, καθώς το αεράκι
δρόσιζε τη συχνά συναχωμένη μύτη σου...
Τα αυτοκίνητα
περνούν αδιάκοπα μπροστά μου, σαν μυρμήγκια που πηγαινοέρχονται στις
προκαθορισμένες διαδρομές των δρόμων. Ψάχνω με το βλέμμα μου εκείνο το μωβ, με
το μαύρο φτερό και το δεξιό φανάρι που ήταν χαλασμένο. Που έστριβε βιαστικό και
καθυστερημένο στο δρομάκι που σε έφερνε στο σπίτι...
Ακόμη προμηθεύομαι
τους χυμούς που έπινες. Και ‘κείνα τα τσίπς που δεν τρώγονται, γεμάτα πάπρικα,
ρίγανη και μυρωδιές χαλασμένου τυριού. Ανάβω το πικρό μου τσιγάρο και φυσώ τον καπνό
μαλακά. Πότε – πότε, σπάνια δηλαδή, σχηματίζεται ένα δαχτυλίδι καπνού, που
αργοσβήνει μετέωρο μπροστά στα μάτια μου...
Μακρυά, στον
ορίζοντα της πόλης, τα φώτα τρεμοπαίζουν απο την ζέστη που αργοσαλεύει. Η
αναλαμπή τους, που θολώνει τον ουρανό, μοιάζει με το κάλυμα μιας αόρατης
ασπίδας, που τοποθετήθηκε για να μη μπορεί κανείς να δει τα άστρα...
Δεν είσαι
εδώ. Πολύ καιρό τώρα το μωβ μονόφθαλμο αυτοκίνητο δεν έστριψε στο στενό μου. Ούτε
το αεράκι δρόσισε τη μορφή σου. Το καινούριο φεγγάρι χάθηκε χωρίς να λάβει ούτε
μια ευχή απο τα θέλω σου. Όμως νοιώθω πως είναι σαν να έφυγες πριν απο λίγα
λεπτά, αφού ευδιάκριτα μυρίζω ακόμη και τώρα το άρωμά σου...
Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012
Στα ξαφνικά...
Τέτοιες μέρες, τρία χρόνια νωρίτερα, ήρθε το τέλος... Κι απο τότε τα χρόνια, οι μήνες, οι μέρες κι οι ώρες γίναν πιο δύσκολα. Η ζωή σταμάτησε. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να συνεχίσει, αλλάζοντας. Γιατί;
Έτσι! Δεν ήθελε...
Προτίμησε και κλείστηκε στον εαυτό του. Τα παράτησε όλα, εκτός απο τη δουλειά του. Μόνο καταφύγιο το σπίτι κι η δουλειά του. Κλείστηκε αμέτρητα σαββατοκύριακα, μόνος, στο σπίτι του, επειδή δεν ήθελε να ζήσει διαφορετικά. Ότι έζησε το έζησε μαζί της. Κι αυτό είναι αρκετό να ικανοποιήσει τη ζωή του μέχρι το τέλος...
Λίγους μήνες ύστερα απο το χωρισμό τους, πήρε και φύτεψε σε μια μεγάλη γλάστρα στο μπαλκόνι του δυό κλήματα: ένα ροδίτη και μια σουλτανίνα. Τα δυο μαζί μεγάλωσαν γοργά. Ο ροδίτης τράνεψε, ψήλωσε, άνθισε και γιόμισε καταπράσινα φύλλα. Η σουλτανίνα, πιο ευαίσθητη, καθυστέρησε μεν, αλλά πήρε κι αυτή πάνω της και γιόμισε καταπράσινα φυλλαράκια, μένοντας λίγο πιο κοντή και τρυφερή, πιότερο ντελικάτη.
Τη φετινή άνοιξη ξεκίνησε πρώτος, όπως πάντα, ο ροδίτης. Ξεπέταξε τα πρώτα νέα βλαστάρια κι ύστερα απο λίγο ακολούθησε κι η σουλτανίνα. Σκαρφάλωσαν αντάμα πάνω στα κάγκελα του μπακλονιού και το δυνατό τους πράσινο φώτισε κι ομόρφηνε το χώρο.
Τα πότιζε τακτικά και τό 'χε συνήθεια να τα χαϊδεύει και να τα καμαρώνει. Ξάφνου, ένα πρωί είδε με κατάπληξη τη σουλτανίνα να είναι ξερή. Ξερή λες κάποιο φαρμάκι τη φαρμάκωσε κι έχασε τους χυμούς της, μαράθηκαν τα φύλλα, τα πήρε ο άνεμος κι απόμεινε ξερό κλαδί, στη σκιά του δυνατού κι ακμαίου ροδίτη...
Πήρε κι έψαξε στα βιβλία να μάθει τους λόγους που ενα υγιέστατο κλήμα ξεραίνεται απότομα. Δεν έβγαλε άκρη. Ρώτησε ειδικούς, το συζήτησε και με τον ξάδερφό του τον αμπελουργό. Κανείς δεν μπορούσε να το εξηγήσει...
Πριν απο μια βδομάδα ξεράθηκε, εντελώς ξαφνικά κι απότομα κι ο ροδίτης! Το ένα πρωί ήταν πράσινος και το επόμενο ξερός λες και μεσολάβησε χρόνος εγκατάλειψης...
Τ' άφησε ανέγγιχτα και τα δυο στη γλάστρα. Τα παρατηρεί ώρες πολλές, ανήμπορος να βρεί λογική εξήγηση... Δυο ξερά κουφάρια που πέθαναν ξαφνικά κι απροσδόκητα...
Χθες, ο Βασίλης, που άκουσε την ιστορία μ' ενδιαφέρον, πήρε ενα κόφτη κι άρχισε να ψάχνει σε πιο σημείο του κορμού τους υπάρχει ζωή. Η σουλτανίνα δεν είχε καμμία ψυχή μέσα της. Ο ροδίτης έχει ακόμη κάποιους χυμούς...
Έβαλε το χέρι του πάνω στο κορμί της σουλτανίνας και την τράβηξε ελαφρά. Ξεριζώθηκε άψυχη, με την ευκολία που η πνοή χάνεται στον αέρα. Στη γλάστρα απόμεινε μονάχα το κουφάρι του ροδίτη. Που δεν είναι άψυχο ακόμη αλλά έχει ήδη πεθάνει, όπως κι ο φυτευτής τους...
Έτσι! Δεν ήθελε...
Προτίμησε και κλείστηκε στον εαυτό του. Τα παράτησε όλα, εκτός απο τη δουλειά του. Μόνο καταφύγιο το σπίτι κι η δουλειά του. Κλείστηκε αμέτρητα σαββατοκύριακα, μόνος, στο σπίτι του, επειδή δεν ήθελε να ζήσει διαφορετικά. Ότι έζησε το έζησε μαζί της. Κι αυτό είναι αρκετό να ικανοποιήσει τη ζωή του μέχρι το τέλος...
Λίγους μήνες ύστερα απο το χωρισμό τους, πήρε και φύτεψε σε μια μεγάλη γλάστρα στο μπαλκόνι του δυό κλήματα: ένα ροδίτη και μια σουλτανίνα. Τα δυο μαζί μεγάλωσαν γοργά. Ο ροδίτης τράνεψε, ψήλωσε, άνθισε και γιόμισε καταπράσινα φύλλα. Η σουλτανίνα, πιο ευαίσθητη, καθυστέρησε μεν, αλλά πήρε κι αυτή πάνω της και γιόμισε καταπράσινα φυλλαράκια, μένοντας λίγο πιο κοντή και τρυφερή, πιότερο ντελικάτη.
Τη φετινή άνοιξη ξεκίνησε πρώτος, όπως πάντα, ο ροδίτης. Ξεπέταξε τα πρώτα νέα βλαστάρια κι ύστερα απο λίγο ακολούθησε κι η σουλτανίνα. Σκαρφάλωσαν αντάμα πάνω στα κάγκελα του μπακλονιού και το δυνατό τους πράσινο φώτισε κι ομόρφηνε το χώρο.
Τα πότιζε τακτικά και τό 'χε συνήθεια να τα χαϊδεύει και να τα καμαρώνει. Ξάφνου, ένα πρωί είδε με κατάπληξη τη σουλτανίνα να είναι ξερή. Ξερή λες κάποιο φαρμάκι τη φαρμάκωσε κι έχασε τους χυμούς της, μαράθηκαν τα φύλλα, τα πήρε ο άνεμος κι απόμεινε ξερό κλαδί, στη σκιά του δυνατού κι ακμαίου ροδίτη...
Πήρε κι έψαξε στα βιβλία να μάθει τους λόγους που ενα υγιέστατο κλήμα ξεραίνεται απότομα. Δεν έβγαλε άκρη. Ρώτησε ειδικούς, το συζήτησε και με τον ξάδερφό του τον αμπελουργό. Κανείς δεν μπορούσε να το εξηγήσει...
Πριν απο μια βδομάδα ξεράθηκε, εντελώς ξαφνικά κι απότομα κι ο ροδίτης! Το ένα πρωί ήταν πράσινος και το επόμενο ξερός λες και μεσολάβησε χρόνος εγκατάλειψης...
Τ' άφησε ανέγγιχτα και τα δυο στη γλάστρα. Τα παρατηρεί ώρες πολλές, ανήμπορος να βρεί λογική εξήγηση... Δυο ξερά κουφάρια που πέθαναν ξαφνικά κι απροσδόκητα...
Χθες, ο Βασίλης, που άκουσε την ιστορία μ' ενδιαφέρον, πήρε ενα κόφτη κι άρχισε να ψάχνει σε πιο σημείο του κορμού τους υπάρχει ζωή. Η σουλτανίνα δεν είχε καμμία ψυχή μέσα της. Ο ροδίτης έχει ακόμη κάποιους χυμούς...
Έβαλε το χέρι του πάνω στο κορμί της σουλτανίνας και την τράβηξε ελαφρά. Ξεριζώθηκε άψυχη, με την ευκολία που η πνοή χάνεται στον αέρα. Στη γλάστρα απόμεινε μονάχα το κουφάρι του ροδίτη. Που δεν είναι άψυχο ακόμη αλλά έχει ήδη πεθάνει, όπως κι ο φυτευτής τους...
Κυριακή 8 Ιουλίου 2012
Είσαι...
κι αν πέρασε ο καιρός,
τίποτα δεν ξεχάστηκε
δεν ξεθώριασε η μνήμη
κι ας μη νοιάζεται, γι΄αυτό,
κανείς…
είσαι μια διαρκής στιγμή
είσαι αέρας στα μαλλιά,
ένα φωτάκι στο σκοτάδι,
η πρώτη ματιά στο ξύπνημα,
ο ήλιος στο κόκκινο ποτήρι,
το μούδιασμα στα χείλη,
η άσφαλτος που καίει,
το κουδούνισμα του τηλεφώνου,
η τέχνη των σχημάτων,
το βρεγμένο μαξιλάρι,
τα καφέ παπούτσια,
η ξαφνική χαρά κι
ένα άλμα στο φεγγάρι...
Κυριακή 1 Ιουλίου 2012
Η θυμησή σου με σταυρώνει...
Ύστερα απο τρία χρόνια,
τρία ολόκληρα χρόνια... (πως πέρασε τόσος καιρός!)
όσα με συγκλόνισαν ζώντας μαζί σου,
δεν λένε να κοπάσουν, να φθαρούν, να μειωθούν...
Πώς γίνεται;
"Πώς αλλιώς; αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι"... (Μονόγραμμα του Ελύτη)
όμως το τραγούδι είναι του Γιάννη Ρίτσου και είναι μια καλή απάντηση για το πως είμαι και πως ζώ...
Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει - Αντώνης Καλογιάννης
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάριος Τόκας
Δεύτερη φωνή: Μαρινέλλα
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάριος Τόκας
Δεύτερη φωνή: Μαρινέλλα
Σε βρήκα για μια νύχτα μόνη
και πότε θα σε ξαναβρώ,
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ' έναν κατάφωτο σταυρό,
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ' έναν κατάφωτο σταυρό.
Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει
γι' αυτά που μου 'χεις αρνηθεί
μου 'χεις χαρίσει ένα φεγγάρι
γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.
Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει.
Στη τρυφερή σου την παλάμη
κουρνιάζουν τα χρυσά πουλιά
ποιαν αμαρτία να 'χω κάνει
και μου 'χουν λείψει τα φιλιά,
ποιαν αμαρτία να 'χω κάνει
και μου 'χουν λείψει τα φιλιά.
Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει
γι' αυτά που μου 'χεις αρνηθεί,
μου 'χεις χαρίσει ένα φεγγάρι
γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.
Δεν κλαίω για αυτά που μου 'χεις πάρει.
και πότε θα σε ξαναβρώ,
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ' έναν κατάφωτο σταυρό,
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ' έναν κατάφωτο σταυρό.
Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει
γι' αυτά που μου 'χεις αρνηθεί
μου 'χεις χαρίσει ένα φεγγάρι
γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.
Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει.
Στη τρυφερή σου την παλάμη
κουρνιάζουν τα χρυσά πουλιά
ποιαν αμαρτία να 'χω κάνει
και μου 'χουν λείψει τα φιλιά,
ποιαν αμαρτία να 'χω κάνει
και μου 'χουν λείψει τα φιλιά.
Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει
γι' αυτά που μου 'χεις αρνηθεί,
μου 'χεις χαρίσει ένα φεγγάρι
γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.
Δεν κλαίω για αυτά που μου 'χεις πάρει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)