Τέτοιες μέρες, τρία χρόνια νωρίτερα, ήρθε το τέλος... Κι απο τότε τα χρόνια, οι μήνες, οι μέρες κι οι ώρες γίναν πιο δύσκολα. Η ζωή σταμάτησε. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να συνεχίσει, αλλάζοντας. Γιατί;
Έτσι! Δεν ήθελε...
Προτίμησε και κλείστηκε στον εαυτό του. Τα παράτησε όλα, εκτός απο τη δουλειά του. Μόνο καταφύγιο το σπίτι κι η δουλειά του. Κλείστηκε αμέτρητα σαββατοκύριακα, μόνος, στο σπίτι του, επειδή δεν ήθελε να ζήσει διαφορετικά. Ότι έζησε το έζησε μαζί της. Κι αυτό είναι αρκετό να ικανοποιήσει τη ζωή του μέχρι το τέλος...
Λίγους μήνες ύστερα απο το χωρισμό τους, πήρε και φύτεψε σε μια μεγάλη γλάστρα στο μπαλκόνι του δυό κλήματα: ένα ροδίτη και μια σουλτανίνα. Τα δυο μαζί μεγάλωσαν γοργά. Ο ροδίτης τράνεψε, ψήλωσε, άνθισε και γιόμισε καταπράσινα φύλλα. Η σουλτανίνα, πιο ευαίσθητη, καθυστέρησε μεν, αλλά πήρε κι αυτή πάνω της και γιόμισε καταπράσινα φυλλαράκια, μένοντας λίγο πιο κοντή και τρυφερή, πιότερο ντελικάτη.
Τη φετινή άνοιξη ξεκίνησε πρώτος, όπως πάντα, ο ροδίτης. Ξεπέταξε τα πρώτα νέα βλαστάρια κι ύστερα απο λίγο ακολούθησε κι η σουλτανίνα. Σκαρφάλωσαν αντάμα πάνω στα κάγκελα του μπακλονιού και το δυνατό τους πράσινο φώτισε κι ομόρφηνε το χώρο.
Τα πότιζε τακτικά και τό 'χε συνήθεια να τα χαϊδεύει και να τα καμαρώνει. Ξάφνου, ένα πρωί είδε με κατάπληξη τη σουλτανίνα να είναι ξερή. Ξερή λες κάποιο φαρμάκι τη φαρμάκωσε κι έχασε τους χυμούς της, μαράθηκαν τα φύλλα, τα πήρε ο άνεμος κι απόμεινε ξερό κλαδί, στη σκιά του δυνατού κι ακμαίου ροδίτη...
Πήρε κι έψαξε στα βιβλία να μάθει τους λόγους που ενα υγιέστατο κλήμα ξεραίνεται απότομα. Δεν έβγαλε άκρη. Ρώτησε ειδικούς, το συζήτησε και με τον ξάδερφό του τον αμπελουργό. Κανείς δεν μπορούσε να το εξηγήσει...
Πριν απο μια βδομάδα ξεράθηκε, εντελώς ξαφνικά κι απότομα κι ο ροδίτης! Το ένα πρωί ήταν πράσινος και το επόμενο ξερός λες και μεσολάβησε χρόνος εγκατάλειψης...
Τ' άφησε ανέγγιχτα και τα δυο στη γλάστρα. Τα παρατηρεί ώρες πολλές, ανήμπορος να βρεί λογική εξήγηση... Δυο ξερά κουφάρια που πέθαναν ξαφνικά κι απροσδόκητα...
Χθες, ο Βασίλης, που άκουσε την ιστορία μ' ενδιαφέρον, πήρε ενα κόφτη κι άρχισε να ψάχνει σε πιο σημείο του κορμού τους υπάρχει ζωή. Η σουλτανίνα δεν είχε καμμία ψυχή μέσα της. Ο ροδίτης έχει ακόμη κάποιους χυμούς...
Έβαλε το χέρι του πάνω στο κορμί της σουλτανίνας και την τράβηξε ελαφρά. Ξεριζώθηκε άψυχη, με την ευκολία που η πνοή χάνεται στον αέρα. Στη γλάστρα απόμεινε μονάχα το κουφάρι του ροδίτη. Που δεν είναι άψυχο ακόμη αλλά έχει ήδη πεθάνει, όπως κι ο φυτευτής τους...
Έτσι! Δεν ήθελε...
Προτίμησε και κλείστηκε στον εαυτό του. Τα παράτησε όλα, εκτός απο τη δουλειά του. Μόνο καταφύγιο το σπίτι κι η δουλειά του. Κλείστηκε αμέτρητα σαββατοκύριακα, μόνος, στο σπίτι του, επειδή δεν ήθελε να ζήσει διαφορετικά. Ότι έζησε το έζησε μαζί της. Κι αυτό είναι αρκετό να ικανοποιήσει τη ζωή του μέχρι το τέλος...
Λίγους μήνες ύστερα απο το χωρισμό τους, πήρε και φύτεψε σε μια μεγάλη γλάστρα στο μπαλκόνι του δυό κλήματα: ένα ροδίτη και μια σουλτανίνα. Τα δυο μαζί μεγάλωσαν γοργά. Ο ροδίτης τράνεψε, ψήλωσε, άνθισε και γιόμισε καταπράσινα φύλλα. Η σουλτανίνα, πιο ευαίσθητη, καθυστέρησε μεν, αλλά πήρε κι αυτή πάνω της και γιόμισε καταπράσινα φυλλαράκια, μένοντας λίγο πιο κοντή και τρυφερή, πιότερο ντελικάτη.
Τη φετινή άνοιξη ξεκίνησε πρώτος, όπως πάντα, ο ροδίτης. Ξεπέταξε τα πρώτα νέα βλαστάρια κι ύστερα απο λίγο ακολούθησε κι η σουλτανίνα. Σκαρφάλωσαν αντάμα πάνω στα κάγκελα του μπακλονιού και το δυνατό τους πράσινο φώτισε κι ομόρφηνε το χώρο.
Τα πότιζε τακτικά και τό 'χε συνήθεια να τα χαϊδεύει και να τα καμαρώνει. Ξάφνου, ένα πρωί είδε με κατάπληξη τη σουλτανίνα να είναι ξερή. Ξερή λες κάποιο φαρμάκι τη φαρμάκωσε κι έχασε τους χυμούς της, μαράθηκαν τα φύλλα, τα πήρε ο άνεμος κι απόμεινε ξερό κλαδί, στη σκιά του δυνατού κι ακμαίου ροδίτη...
Πήρε κι έψαξε στα βιβλία να μάθει τους λόγους που ενα υγιέστατο κλήμα ξεραίνεται απότομα. Δεν έβγαλε άκρη. Ρώτησε ειδικούς, το συζήτησε και με τον ξάδερφό του τον αμπελουργό. Κανείς δεν μπορούσε να το εξηγήσει...
Πριν απο μια βδομάδα ξεράθηκε, εντελώς ξαφνικά κι απότομα κι ο ροδίτης! Το ένα πρωί ήταν πράσινος και το επόμενο ξερός λες και μεσολάβησε χρόνος εγκατάλειψης...
Τ' άφησε ανέγγιχτα και τα δυο στη γλάστρα. Τα παρατηρεί ώρες πολλές, ανήμπορος να βρεί λογική εξήγηση... Δυο ξερά κουφάρια που πέθαναν ξαφνικά κι απροσδόκητα...
Χθες, ο Βασίλης, που άκουσε την ιστορία μ' ενδιαφέρον, πήρε ενα κόφτη κι άρχισε να ψάχνει σε πιο σημείο του κορμού τους υπάρχει ζωή. Η σουλτανίνα δεν είχε καμμία ψυχή μέσα της. Ο ροδίτης έχει ακόμη κάποιους χυμούς...
Έβαλε το χέρι του πάνω στο κορμί της σουλτανίνας και την τράβηξε ελαφρά. Ξεριζώθηκε άψυχη, με την ευκολία που η πνοή χάνεται στον αέρα. Στη γλάστρα απόμεινε μονάχα το κουφάρι του ροδίτη. Που δεν είναι άψυχο ακόμη αλλά έχει ήδη πεθάνει, όπως κι ο φυτευτής τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου